Ο Πίτερ Φορμπς, δημοσιογράφος, κριτικός κι εκδότης του περιοδικού Poetry Review στη Βρετανία, εξέδωσε πρόσφατα μια ογκώδη ανθολογία με τίτλο Scanning the Century και υπότιτλο The Twentieth Century in Poetry. Το βιβλίο περιλαμβάνει 369 ποιήματα από 278 ποιητές, αγγλόφωνους στη μεγάλη τους πλειονότητα. Κρίνοντας από τη διάρθρωση της ανθολογίας, το είδος των ποιημάτων κι ως εκ τούτου τις προθέσεις, τους στόχους και το γούστο του ανθολόγου, συμπεραίνουμε ότι στα χέρια μας κρατούμε ένα στιχουργημένο almanac του 20ού αιώνα. Τα ποιήματα παρακολουθούν τα γεγονότα, τα φαινόμενα και την ιστορία του αιώνα μας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως την εποχή της επιστημονικής φαντασίας και της υψηλής τεχνολογίας. Βοηθούν άλλωστε κι οι ευφάνταστοι θεματικοί τίτλοι: Κόκκινη αυγή (Ρωσική Επανάσταση), Πρελούδιο πολέμου: Φασισμός εναντίον κομμουνισμού, Πιο νέοι κι από σήμερα: Η δεκαετία του ’60 κ.ά.
Το σκεπτικό του Φορμπς δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: τα ποιήματα έχουν σημασία πρωτίστως και οι ποιητές δευτερευόντως, τα θέματα ορίζουν ποια ποιήματα θα ανθολογηθούν ώστε να σχηματίσουμε εικόνα για την κάθε ιστορική περίοδο κι επομένως δεν έχει σημασία αν, από μιαν ανθολογία που στοχεύει στο να «σαρώσει» τον 20ό αιώνα, απουσιάζουν σημαντικοί ποιητές, όπως ο Οκτάβιο Πας, ο Ρενέ Σαρ ή ο Φρανσίς Πονζ. Για τον ανθολόγο, όποιος ποιητής δεν έχει γράψει για τα θέματα που ορίζονται ως καθοριστικά της φυσιογνωμίας του αιώνα μας, δεν υπάρχει λόγος να περιληφθεί στην ανθολογία. Το ζήτημα βεβαίως δεν είναι ποια θέματα είναι σημαντικά και ποια όχι –αυτό μπορεί να σε παρασύρει σε ατέρμονες συζητήσεις γύρω από τα γνωστά περί απόψεων, αντιακαδημαϊσμού, προσωπικών κριτηρίων κι άλλων ηχηρών παρομοίων. Η ουσία είναι ότι, ενώ απουσιάζουν κορυφαίοι ποιητές του 20ού αιώνα από την εν λόγω ανθολογία, ουδείς σημαντικός Άγγλος ποιητής έχει μείνει απέξω. Ο Κίπλινγκ λ.χ. βρίσκει θέση στην ανθολογία του κ. Φορμπς, όχι όμως κι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα μας, ο Ρίλκε.
Έτσι, ο υπότιτλος της ανθολογίας θα ήταν πολύ ακριβέστερος αν έλεγε: Ο 20ός αιώνας στην ποίηση σύμφωνα με τους Αγγλοαμερικανούς, για να πάψουμε κι εμείς οι αφελείς να πιστεύουμε στην περιβόητη αντικειμενικότητα των Αγγλοσαξόνων. Ή να μην τρίβουμε τα μάτια μας όταν παίρνουμε μιαν ανθολογία, εκδοθείσα μάλιστα από τις έγκυρες εκδόσεις Penguin, και δίπλα σε διαμάντια, όπως η «Φούγκα θανάτου»του Πάουλ Τσέλαν, «Η πτώση της Ρώμης»του Ώντεν, το «Περιμένοντας τους βαρβάρους»του Καβάφη, «Η χιτλερική άνοιξη»του Μοντάλε ή «Ο άνθρωπος με τη γαλάζια κιθάρα»του Ουάλλας Στήβενς, βρίσκουμε απίθανες μετριότητες, ακόμη και σαβούρα. Να μην απορούμε που σε μιαν ανθολογία για τον 20ό αιώνα απουσιάζει ο Ουνγκαρέτι, αλλά υπάρχουν ποιήματα πεζογράφων για νιόπαντρους, πρώην μπασκετμπολίστες κ.ά., όπως του Τζον Απντάικ, του Γκύντερ Γκρας και της Μάργκαρετ Άτγουντ.
Ο ανθολόγος περιλαμβάνει σχεδόν κάθε ποίημα που αφορά τον αγγλοαμερικανικό κόσμο (κατά συνέπεια και «όλη» την ανθρωπότητα), από τους πανκ του Λονδίνου και την πριγκίπισσα Νταϊάνα ως το σκάνδαλο Λουίνσκι. Όταν ο Φορμπς καταδέχεται να κοιτάξει λιγάκι και προς Νότον, μπορείς να βρεις κάτι τι: ένα ποίημα του Αλμπέρτι, άλλο ένα του Μοντάλε, ένα του Κουαζίμοντο αλλά κανένα του Λόρκα ή του Χιμένεθ. Λόγω του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, οι Σέρβοι απολαμβάνουν την ύψιστη τιμή να έχουν δύο ποιήματα στην ανθολογία αυτή: ένα του Ιβάν Λάλιτς και ένα του Γκόραν Σίμιτς –κανένα, ωστόσο, των δύο κορυφαίων ποιητών τους Βάσκο Πόπα και Μιόντρακ Πάβλοβιτς.
Μπορεί στη χώρα μας να βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα ότι έχουμε σπουδαίους ποιητές σε τούτο τον αιώνα, αλλά, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι μόνο το «Περιμένοντας τους βαρβάρους»ανθολογείται από τον Φορμπς, θα πρέπει γρήγορα ν’ αλλάξουμε γνώμη, ν’ απαλλαγούμε από τις αυταπάτες και, ποιος ξέρει, αν αρχίσουμε να γράφουμε για τις προοπτικές της ελληνοτουρκικής φιλίας, τις βλαβερές συνέπειες των ταχυφαγείων ή τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, ίσως η ελληνική ποίηση τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε μια μελλοντική ανθολογία του ίδιου τύπου. Γιατί τώρα ούτε τα βραβεία Νομπέλ του Ελύτη και του Σεφέρη στάθηκαν ικανά να «συγκινήσουν» τον Φορμπς ούτε η διασημότητα κι ο ποταμός επικαιρικών στίχων του Ρίτσου ώστε να τους ανθολογήσει. Αυτό που ο Ελύτης ως «εξόριστος ποιητής στον αιώνα του» βλέπει, ο Φορμπς δεν το βλέπει. Βλέπει όμως Μπομπ Ντίλαν ναι, ως ποιητή και ας έγραψε, με αφορμή την αναγωγή του τραγουδοποιού Ντίλαν σε μείζονα ποιητή, ένα ολόκληρο, σοκαριστικό στον καιρό του, δοκίμιο με τίτλο «Είναι η ποίηση αμερικανική τέχνη;» ο Καρλ Σαπάιρο. Βλέπει ακόμη κι άλλους τραγουδοποιούς ως ποιητές ο Φορμπς, όπως αυτή την απίστευτη μετριότητα που ακούει στο όνομα Γιουζ Αλεξόφσκι. Δεν βλέπει όμως ποίηση στα τραγούδια του Λέοναρντ Κοέν, του Ζορζ Μπρασένς ή του Λεό Φερέ και του Ζακ Μπρελ. Θα του χαλούσαν το αμάλγαμα ποπ-τζαζ-ροκ.
Με το ίδιο πνεύμα είναι γραμμένα και τα βιογραφικά σημειώματα, όπου π.χ. μαθαίνουμε ότι ο Μπρεχτ ήταν αμετανόητος κομμουνιστής αλλά και μέγας γυναικάς που, παρά την κομμουνιστική του ιδεολογία, είχε ένα σωρό χρήματα στις ελβετικές τράπεζες. Όσο για τον Καβάφη, ιδού το βιογραφικό του σημείωμα:
«Ο Κ. Π. Καβάφης (1863-1933) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και από τα εννιά ως τα δεκάξι του έζησε στην Αγγλία. Η αγγλική λογοτεχνία άσκησε σημαντική επίδραση πάνω του. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε εργαζόμενος στο αιγυπτιακό υπουργείο Δημοσίων Έργων. Ο Καβάφης, βασανισμένος και συχνά μοναχικός ομοφυλόφιλος, κατέστη το κλασικό παράδειγμα του συγγραφέα ο οποίος από το περιθώριο δημιουργεί έναν κόσμο που γίνεται το κέντρο της λογοτεχνικής παράδοσης».
Τμήμα της ανθολογίας περιλαμβάνει ποιήματα για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Εννοείται ότι όλα είναι γραμμένα από Αγγλοαμερικανούς. Φαίνεται ότι οι Βιετναμέζοι, που είχαν πάνω από 1.000.000 νεκρούς στον «βρώμικο πόλεμο», ή δεν έχουν ποιητές ή οι ποιητές τους έγραψαν μόνον ποιήματα που εξυμνούσαν τον Χο Τσι Μινχ. Από το παραπάνω τμήμα βεβαίως δεν θα μπορούσε να λείψει το διάσημο «Tell Me Lies About Vietnam»του Άντριαν Μίτσελ, όπως και το εξίσου διάσημο της Τζόνι Μίτσελ «Γούντστοκ».
Άλλο τμήμα του βιβλίου περιλαμβάνει ποιήματα σχετικά με το τέλος της αποικιοκρατίας. Σ’ αυτά δεν υπάρχει ούτε ένα γραμμένο από Αφρικανό. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι στην Αφρική δεν βρίσκονται ποιητές της προκοπής, παρά το γεγονός ότι η UNESCO έχει διαφορετική γνώμη. Πέραν αυτού, οι περισσότεροι καλοί ποιητές της Αφρικής είναι γαλλόφωνοι κι ούτε ένας τους ισάξιος του γράφοντος «ελαφρούς στίχους» Απντάικ ή του Τζέιμς Φέντον, ο οποίος μπορεί μεν ως ποιητής να είναι ένας μέτριος μιμητής του Ώντεν, αλλά έχει το σπάνιο προσόν να είναι διάσημος δημοσιογράφος.
Οι σκοποί, τα κίνητρα και το σκεπτικό του ανθολόγου εξηγούνται σαφέστατα από τον ίδιο στον πρόλογό του. «Το βιβλίο», λέει ο Φορμπς, «έχει σκοπό να διαβάζεται και ως σύντομη ιστορία και ως ζωντανή ποίηση». Το μεταμοντερνιστικό του σκεπτικό, ωστόσο, διατυπώνεται σαφέστατα στη «μαγική» φράση της επόμενης σελίδας, πάλι του προλόγου: «Ο 20ός αιώνας εφηύρε το lifestyle και οι διαθέσεις κι η στάση που υποκρύπτονται στο lifestyle βρίσκουν συχνά την τέλεια έκφρασή τους σ’ ένα ποίημα». (Κι εμείς που νομίζαμε ότι τη δουλειά αυτή την κάνουν καλύτερα οι διαφημιστές.)
Η διάκριση ανάμεσα στον ποιητή και στον στιχοπλόκο, επομένως, δεν ισχύει. Κατά συνέπεια, δεν έχει καμία ισχύ και το όλο σύστημα διακρίσεων που η νεότερη κριτική και θεωρία της λογοτεχνίας οικοδόμησε τον αιώνα που πέρασε. Όσοι προβαίνουν σε διακρίσεις κι εκτός από τα κείμενα αξιολογούν και τα κριτήρια είναι αμετανόητοι καθαρολόγοι. Εδώ η πραγματική ζωή χρησιμοποιείται προσχηματικά προκειμένου τα θέματα να καταρρακώσουν τα κριτήρια. Το καθετί γίνεται το παν κι αυτό ασχέτως του ότι με τέτοια λογική το παν μπορεί να μην αποτελεί απολύτως τίποτε, αφού εκείνο που μετράει είναι «η χαρά της ζωής» ή joie de vivre, καθώς γράφει γαλλιστί στον πρόλογό του ο Φορμπς. Όπως εύλογα συμπεραίνει κανείς, αφού η «χαρά της ζωής» είναι πολιτισμική έκφραση, η αληθινή δημιουργία, τα αληθινά ποιήματα δηλαδή, που αποτελούν και τον κύριο κορμό της ανθολογίας, λειτουργούν ως άλλοθι ώστε να περιφέρονται δορυφορικά διάφορα κατασκευάσματα τρίτης διαλογής ή, όπως λέει ο Καβάφης, «το κεραμεούν και το φαύλον».
Σαρώνοντας τον αιώνα είναι ο τίτλος της ανθολογίας. Σαρώνοντας, ναι. Αλλά τι; Ο αναγνώστης προκαταβάλλεται από τ’ αποσπάσματα κολακευτικών σχολίων που παρατίθενται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Πρώτο πρώτο είναι ένα απόσπασμα από την υμνητική κριτική που δημοσίευσε ο Πίτερ Πόρτερ στους Sunday Times. Μην απορείτε γιατί. Ο Φορμπς περιλαμβάνει τέσσερα ποιήματα του Πόρτερ στην ανθολογία του.
Ο ανθολόγος είναι σαν τον κηπουρό. Προστατεύει τα άνθη από τα ζιζάνια. Στην ανθολογία αυτή ο Φορμπς μάς προσφέρει εκτός από τα σπάνια και άοσμα άνθη και όχι λίγα ζιζάνια.
⸙⸙⸙
Το κείμενο αυτό, βιβλιοκρισία για την ανθολογία του Peter Forbes, Scanning the Century. The Penguin Book of the Twientieth Century in Poetry, Penguin Books, 2000, το δημοσίευσα στο Βήμα στις 4 Ιουνίου του 2000. Έχουν περάσει είκοσι ένα χρόνια από τότε και μοιάζει σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε. Γι’ αυτό και το αναδημοσιεύω. Αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: Παρατηρώ τελευταία πολλούς νεώτερους να «ψαρεύουν» στο Διαδίκτυο και να μεταφράζουν, σαν να είναι πολύ σπουδαία, ποιήματα δευτέρας διαλογής. Υποπτεύομαι ότι πολλοί απ’ αυτούς αγνοούν την ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα και τούτο, για να θυμηθώ μια κορυφαία δοκιμιογράφο, την Ελίζαμπεθ Χάρντγουικ, είναι «κακά μαντάτα για τη λογοτεχνία». Πόσοι διαβάζουν σήμερα τον Παπατσώνη, τον Βαφόπουλο, τον Θέμελη, την Καρέλλη, τον Δικταίο, τον Δημάκη, τον Παπαδίτσα, τον Σινόπουλο και τόσους άλλους; Ούτε τα βιβλία τους δεν βρίσκεις στα βιβλιοπωλεία.
Δεν μου αρέσει να γενικεύω και πολύ περισσότερο να κάνω συστάσεις και να δίνω συμβουλές. Αλλά, παίδες, πριν αρχίσετε να παραπέμπετε σε ποιήματα που γράφονται σε άλλη γλώσσα, διαβάστε πρώτα τους ποιητές που έγραψαν θαυμάσια ποιήματα στη δική σας. Δεν θα σας πουν «ελληνοκεντρικούς». Αν όμως συνεχίσετε να μην τους διαβάζετε, θα σας χαρακτηρίσουν –και δικαίως– επαρχιώτες.
Και δύο λόγια ακόμη: δεν συμφωνώ σε όλα με τον Σαπάιρο. Υπάρχει ποίηση στα τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν. Αλλά δεν θα τον βάλω δίπλα στον Ουάλλας Στήβενς, τον Ρόμπερτ Λόουελ ή τον Ρόμπερτ Φροστ –για να μείνω μόνον στους Αμερικανούς. Η αμερικανική κουλτούρα, μιλώντας προσωπικά κι έχοντας μάλιστα ζήσει πέντε κρίσιμα χρόνια της ζωής μου στον Νέο Κόσμο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, όμως δεν μου είναι διόλου ευχάριστη η τωρινή πολιτισμική «αποικιοποίηση» της Ευρώπης.