Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Ανθολογία αλβανικής ποίησης: 15 + 1 Αλβανοί Ποιητές

Επιλογή-Μετάφραση: Άλμα Μπράγια

Κατάλογος ποιητών
    Add a header to begin generating the table of contents

    Φατός Αράπι

    Ο Fatos Arapi γεννήθηκε το 1930 στο Vlorë, Αλβανία. Σπούδασε οικονομικά στη Σόφια της Βουλγαρίας. Ήταν καθηγητής Ιστορίας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Έγραψε περισσότερα από είκοσι πέντε βιβλία, συμπεριλαμβανομένων έξι ποιητικών συλλογών και πολλών διηγημάτων και μυθιστορημάτων. Μετέφρασε Σαπφώ, Pablo Neruda και Nikola Vaptsarov στα αλβανικά. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Οκτωβρίου 2018.

    ΘΑ ΕΡΘΕΙΣ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΠΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΡΘΕΙΣ;

    Όταν ξέρω ότι σε περιμένω
    νιώθοντας την ανάσα της ίδιας της βραδιάς
    νιώθοντας την ανάσα της ίδιας της προσμονής
    νιώθοντας την ανάσα της μοναξιάς

    Θα έρθεις, αγάπη μου, πώς δεν θα έρθεις;
    Όταν ξέρω πως εγώ αν μπορούσα,
    θα γύριζα την υδρόγειο γύρω μου
    σαν ένα πορτοκάλι στο χέρι
    – για να τρέχει γρήγορα ο χρόνος

    κι εσύ να έρχεσαι…

    ΜΗΝ ΕΡΧΕΣΑΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΑΝΟΝΕΙΡΕΥΤΗ ΜΟΥ

    Μην έρχεσαι στα όνειρα, ανονείρευτή μου
    Δεν είσαι η Σαπφώ με την εύθραυστη καρδιά –
    χορτασμένος με τον θάνατο της αγάπης είμαι
    ως τον λαιμό!
    Ακόμα και στον ύπνο του θανάτου
    φοβάμαι την κραυγή μου
    για σένα.

    Μην έρχεσαι στα όνειρα, ανονείρευτή μου.
    Μην κάνεις το χθεσινοβραδινό αστείο.

    Πώς ν’ αντέξω την ημέρα
    που με βλέπει με μάτια ονείρου;

    ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΠΕΥΔΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΚΑΠΟΥ

    Οι ποιητές σπεύδουν πάντα για κάπου
    να πιούν έναν καφέ μ’ έναν φίλο που τους περιμένει
    καιρό τώρα νεκρός
    Περπατούν βιαστικά και δεν ξέρουν γιατί
    Στον διάσπαρτο ύπνο σπεύδουν κι εκεί
    Πριν έρθει το φθινόπωρο, εκείνοι είναι φθινόπωρο,
    όπου είναι η μοναξιά είναι κι εκείνοι μοναξιά.
    Τα φώτα της θλίψης λάμπουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους,
    σαν χνούδι πυγολαμπίδων. Επιπλήττουν τη μνήμη:
    Αχ, ξεχνιέσαι, ξεχνιέσαι κι εσύ…
    Οι ποιητές σπεύδουν πάντα για κάπου
    Βιάζονται στο όνειρο και δεν ξέρουν γιατί.
    Στα δάκρυα της θλίψης, κι εκεί βιάζονται
    θωπεύουν τις τρέλες,
    παρηγορούν τις τραγωδίες.
    Σε τραγούδι χωρίς τραγούδι, σε δρόμο χωρίς δρόμο
    Από τις διαβρωμένες τσέπες τους γλιστράει ο εαυτός τους,
    ψάχνουν τον άνθρωπο που δεν υπάρχει
    και προσεύχονται, δύο κεριά ανάβουν:
    το ένα για την ψυχή τους, το άλλο για σένα
    Οι ποιητές σπεύδουν να πεθάνουν,
    και δεν ξέρουν πού.

    ⸙⸙⸙

    Αζέμ Σκρέλι

    Ο Azem Shkreli γεννήθηκε το 1938 στη Rugovë του Κοσσυφοπεδίου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Τμήμα Αλβανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Πρίστινα. Για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων του Κοσσυφοπεδίου και διευθυντής του επαρχιακού θεάτρου στην Πρίστινα, ενώ σκηνοθέτησε και την ταινία Kosova. Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Κορυφαίος ποιητής, ο Σκρέλι με κάθε του βιβλίο ανύψωνε την αλβανική ποίηση σε νέες κορυφές ως το τελευταίο του έργο, που άφησε χειρόγραφο, τα Πουλιά και πέτρες και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. Πέθανε την άνοιξη του 1997.

    TΕΣΣΕΡΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ

    Μη γίνεις ποιητής εάν δεν μπορείς να γεννηθείς
    με κάθε στίχο, να γεννηθείς με κάθε λέξη.

    Υψώσου πάνω απ’ τον εαυτό σου αν θες να κρατήσεις τα ηνία των ανέμων,
    να σπάσεις τα δεσμά της οργής και τις καταιγίδες του αίματός σου.

    Εάν ερωτευτείς, ερωτεύσου στη φλόγα και στο κύμα,
    όχι στα μπλε μάτια, γιατί γίνεσαι τρελή θάλασσα μετανοίας.

    Μη γίνεις ποιητής αν δεν μπορείς να πεθάνεις
    για κάθε στίχο, να πεθαίνεις για κάθε λέξη.

    ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΕΓΕΙΑ

    Μια μέρα θα πάρεις στο στήθος
    τα πεσμένα φύλλα των εποχών σου
    και θα ψάχνεις μάταια τον εαυτό σου
    στα ξεχασμένα μονοπάτια μιας ηλικίας
    και δεν θα έχεις πλέον ούτε μαλλιά ανέμου
    και ούτε βλέμμα ίριδας να μετράς την αρχή
    και το τέλος της σύντομης εξαπάτησής σου.
    Μια μέρα θα ξεδιπλώσεις τα χρόνια σου
    ως προίκα της νεκρής νύφης και
    θα μετρήσεις τις προηγούμενες πεταλούδες
    λαμπρών χαραυγών
    και δεν θα έχεις πια ούτε φωτιά στα χείλη,
    ούτε δάκρυα στα μάτια για να γελάς ζεστά,
    να κλαις ψεύτικα και να εκπλήσσεις
    τα αγόρια.

    Μια μέρα θα φας τα χείλη σου,
    θα φτύσεις τα χνάρια σου
    και θα βαφτίσεις κάθε ηλιοβασίλεμα
    με μια μεταμέλεια που πονά
    και δεν θα έχεις πιά ούτε θαλασσινά μάτια,
    ούτε βάδισμα ελαφιού
    να δεις πώς σε περιπαίζουν τα μπουμπούκια
    και να βγεις απ’ τη σκιά σου.

    Φυλάξου, τα πιο όμορφα κορίτσια
    σκοτώνονται από την ομορφιά τους.

    ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

    Αν με τον εαυτό μας κατάματα κοιταζόμασταν
    Θα φιλιόμασταν άραγε ή θα φτυνόμασταν.

    ⸙⸙⸙

    Φρεντερίκ Ρέσπια

    O Frederik Rreshpja γεννήθηκε στη Σκόδρα της Αλβανίας το 1940. Παρακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές στο Παιδαγωγικό Πανεπιστήμιο των Τιράνων δι’ αλληλογραφίας. Τα χρόνια του κομμουνισμού φυλακίστηκε αρκετές φορές ως «άτομο που αποτελεί κοινωνικό κίνδυνο αποσκοπώντας στην υπονόμευση, την αποδυνάμωση και την ανατροπή της λαϊκής κυριαρχίας…» και τα έργα του απαγορεύτηκαν. Έγραψε μια σειρά από ποιητικές συλλογές κι άφησε πίσω του πολλά ανέκδοτα χειρόγραφα. Έφυγε από τη ζωή το 2006.

    ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

    Ω βραδινέ αέρα τύλιξε με, ήρθε η ώρα να πεθάνω ξανά!
    Όταν τα μάτια μου κλείσουν, δεν θα υπάρχει πιά θάλασσα
    Για τη βάρκα των δακρύων.
    Φεύγω κι αφήνω κλειδωμένες τις βροχές
    Όμως θα επιστρέψω ξανά σε όποια εποχή θελήσω.
    Ήμουν η θλίψη του κόσμου.
    Ω βραδινέ αέρα τύλιξε με, ήρθε η ώρα να πεθάνω ξανά!

    ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

    Σε χρειάζομαι τόσο πολύ:
    πιο πολύ απ’ όσο αυτή η λίμνη τους χειμάρρους!
    Γιατί το χέρι μου δεν έπεσε τυχαία στον ώμο σου,
    όπως πέφτουν τα χέρια των νεαρών ιτιών στους ώμους των βουνών.
    Κι αν κάποια φορά φύγεις (μην το πεις!),
    έτσι όπως φεύγουν και αλλάζουν κατεύθυνση τα ρεύματα (αχ, μην το πεις!),
    κάπου στις ακτές της ψυχής μου θ’ αντηχήσει
    το αρχαίο λαϊκό τραγούδι των ξηρών λιμνών,
    φαντάζομαι τον ερχομό σου, όπως στους θρύλους,
    με τη μορφή βροχής ή δροσιάς,
    πάνω στην άμμο των ωρών, ακόμη και πάνω σε ολόκληρα χρόνια:
    γιατί το χέρι μου δεν έπεσε τυχαία στον ώμο σου,
    όπως πέφτουν τα χέρια των νεαρών ιτιών στους ώμους των βουνών.

    NΥΧΤΑ

    Κοιμούνται οι πτήσεις πάνω στα δέντρα
    κοιμούνται οι αστραπές βαθιά στα σύννεφα
    Ο αγρός χαμηλώνει τον ώμο στον άνεμο.

    Καθένας έχει έναν πόνο ν’ ακουμπήσει το κεφάλι.
    Καθένας έχει μια νοσταλγία που ζωγραφίζεται σαν βινιέτες
    πάνω στον ύπνο του κόσμου.

    Όμως έρχεσαι εσύ και με ξυπνάς στον ώμο
    κάθε νύχτα με ορμή.
    Αχ, δεν ήξερα ότι τα δάχτυλα της μνήμης
    θα μπορούσαν να μετατραπούν έτσι, σε μαχαίρι…

    ⸙⸙⸙

    Αλί Ποντρίμια

    Ο Ali Podrimja γεννήθηκε το 1942 στην πόλη Gjakovë του Κοσσυφοπεδίου. Σπούδασε αλβανική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Πρίστινα, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Συγγραφέας περισσότερων από δέκα τόμων ποίησης, ποιητής που εκτιμήθηκε από κριτικούς και αναγνώστες, ο Ali Podrimja έγινε διεθνώς γνωστός για τη μοναδική του ποίηση και τις καλλιτεχνικές του αξίες. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Έχει γράψει επίσης διηγήματα και δοκίμια. Ήταν μέλος του Συνδέσμου Συγγραφέων του Κοσσυφοπεδίου και του PEN Αλβανίας, καθώς και μέλος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τέχνης (EUARCE) της Ελλάδας. Στις 18 Ιουλίου 2012 ο Podrimja εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στο φεστιβάλ ποίησης της Λοντέβ στη Γαλλία. Το άψυχο σώμα του βρέθηκε μετά από μεγάλη κινητοποίηση των γαλλικών αρχών, στις 21 Ιουλίου 2012.

    Η ΜΑΥΡΗ ΓΑΤΑ

    Στο ταξίδι μου
    μια μαύρη γάτα με ακολουθεί
    κι η ψυχή μου λέει
    στα μέσα του δρόμου θα μείνεις
    και το τραγούδι μου λέει
    ποτέ δεν θα με τραγουδήσεις δυνατά
    και το φως μου λέει
    ο τυφλός, τυφλός έχει μείνει
    και το όνειρό μου λέει
    ψάξε με στον εφιάλτη
    όμως έλα και πες τη λέξη εκείνη
    όταν δεν ξέρεις ποιόν αγαπάς ή μισείς
    έλα και πίστεψε το πρόσωπο στον καθρέφτη
    μια μαύρη γάτα με ακολουθεί
    την ώρα της μοίρας δείχνει.

    ΠΡΩΙ

    Με τι να σε ζυγίσω
    με τα μάτια ή με την καρδιά
    με τι

    Το γαλάζιο σου
    τον κόσμο
    ξύπνησε.

    Με τι να σε ζυγίσω
    με τα μάτια ή με την καρδιά
    με τι

    Το όνειρό σου
    τα παράθυρα της ζωής μου
    άνοιξε.

    ΚΑΠΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

    Αν δεις ότι δεν σου γράφω
    αγαπητέ μου φίλε κι αν
    δεν ακούς τη φωνή μου
    πάρε ένα γαρύφαλλο
    και ψάξε τον τάφο μου
    κάπου στον κόσμο

    ΟΙ ΜΑΝΕΣ

    Οι μάνες έχουν κάτι
    απ’ τη Μητέρα Τερέζα
    Και η Μητέρα Τερέζα έχει κάτι
    από τις μάνες
    Ήμουν περιπατητής της καλοσύνης
    όταν γύρευα την Κορυφή
    στο Βουνό του Πνεύματος
    να βάλω ένα γαρύφαλλο για τις μάνες
    να τυλίξω τον πλανήτη
    με το μαντήλι της Μητέρας Τερέζας.

    ⸙⸙⸙

    Ντζεβντέτ Μπαϊραΐ

    Ο Xhevdet Bajraj γεννήθηκε το 1960 στο Malishevë του Κοσσυφοπεδίου. Σπούδασε Αλβανική Λογοτεχνία και Γλώσσα στη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Πρίστινα. Το 1999 του προσφέρθηκε υποτροφία από το Διεθνές Κοινοβούλιο Συγγραφέων και μετακόμισε στο Μεξικό, όπου ζει και εργάζεται τώρα. Είναι καθηγητής στην Ακαδημία Λογοτεχνικής Δημιουργικότητας στο Πανεπιστήμιο Autónoma de la Ciudad de México (UACM) στην Πόλη του Μεξικού. Ασχολείται επίσης με μεταφράσεις, από τα Ισπανικά στα Αλβανικά και αντίστροφα. Τα έργα του Xhevdet Bajraj έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ του έχουν απονεμηθεί διάφορα βραβεία στο Κοσσυφοπέδιο αλλά και στο Μεξικό. Η ποίησή του έχει συμπεριληφθεί σε αρκετές ανθολογίες, στις οποίες εκπροσωπεί την αλβανική και μεξικανική ποίηση. Το 2016-2019 έλαβε υποτροφία από το Εθνικό Σύστημα Καλλιτεχνικής Δημιουργικότητας (Μεξικού), SNCA.

    ΕΠΟΧΗ ΝΕΚΡΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ

    Τα κοράκια πέταξαν νωρίς
    είναι η εποχή των νεκρών λουλουδιών
    καλημέρα Πόλη του Μεξικού
    αυτός πάνω είναι ο ουρανός
    αυτή κάτω είναι η γη
    συνεχίζει να είναι σκοτάδι … οπότε
    άναψε το φως
    ένα κερί
    ό,τι να ʼναι
    και
    σφύριξε ένα τραγούδι βρε αδερφέ
    από τ’ όνειρο εκείνων που κατοικούν
    δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη
    μερικές νότες
    εκείνων των νεκρών
    που έχουν το θάρρος να ονειρεύονται.

    Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ

    Τα φύλλα που πέφτουν στο φθινόπωρο της ζωής
    καλύπτουν τα χνάρια που μένουν πίσω μας
    εκείνα των ανθρώπων που αγαπάς δεν μπορούμε να τα ακολουθήσουμε
    ο χρόνος περνά πολύ γρήγορα
    για ν’ αυτοκτονήσει στη θάλασσα των αναμνήσεων
    εκεί όπου δεν υπάρχει χώρος ούτε για ένα δάκρυ στεγνό
    Ένα γενναίο πουλί διασχίζει το ελεύθερο μέρος του ουρανού
    άγγελος των αγωνιών μου
    ή η σκιά του
    φτύνει στο πιάτο της ημέρας
    Η νύχτα είναι κοντά
    πολύ κοντά
    για κάποιον που μόλις ξύπνησε.

    ΠΩΛΗΤΗΣ ΜΙΚΡΩΝ ΞΥΛΙΝΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

    Όπως κάθε ευλογημένη μέρα
    η νύχτα έφτιαξε ένα χρυσό αυγό κι έφυγε
    αυτή τη φορά κακαρίζοντας αστραπές

    Ξυπνά η φωτιά μέσα στην πέτρα
    τα πουλιά ξυπνούν
    ξυπνούν τα μωρά
    οι μητέρες και το γάλα στο στήθος τους ξυπνούν
    τα πρωινά λουλούδια ξυπνούν
    οι κοιμισμένες αγάπες
    οι νεκροί μέσα από αναμνήσεις
    έμποροι ηλιόσπορων
    ξυπνούν όσοι δεν μπορούν να κινηθούν
    οι οδηγοί των δημoσίων συγκοινωνιών ξυπνούν
    καλοί άνθρωποι που πηγαίνουν στη δουλειά ξυπνούν
    ξυπνούν επίσης κι οι δολοφόνοι τους

    Ξυπνά κάθε μέρα με τη ζωή σφιγμένη στα δόντια
    το ίδιο κι αυτός
    ο πωλητής των μικρών ξύλινων αγγέλων
    μαζί με την αίσθηση της ντροπής τού να είσαι άνθρωπος
    ξυπνά
    όμως ξυπνά μάταια

    Με τη τσάντα γεμάτη αγγέλους πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι
    κάθε ευλογημένη ημέρα
    αλλά κανείς δεν του ανοίγει την πόρτα.

    ⸙⸙⸙

    Αγκρόν Τούφα

    Ο Agron Tufa γεννήθηκε το 1967 στην πόλη Dibër της Αλβανίας. Σπούδασε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων και αργότερα στη Μόσχα όπου πήρε το πτυχίο Φιλοσοφίας τεχνών. Είναι διδάκτωρ των Φιλολογικών Επιστημών και διδάσκει ξένη λογοτεχνία του 20ού αιώνα στη Σχολή Φιλολογίας στα Τίρανα. Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 2019 κατείχε τη θέση του Εκτελεστικού Διευθυντή του Ινστιτούτου Μελέτης για τα Εγκλήματα και τις Επιπτώσεις του Κομμουνισμού. Έχει μεταφράσει στα Αλβανικά αρκετούς Ρώσους συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Joseph Brodsky, Anna Akhmatova, Osip Mandelshtam, Boris Pasternak, Andrei Platonov, Mikhail Bulgakov, Vladimir Nabokov και Vladimir Sorokin. Έχει εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές, δοκίμια καθώς και πεζά. Το 2005 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

    ΤΟ ΞΕΝΟ ΠΡΑΓΜΑ

    Είσαι το ξένο πράγμα που γεύεται κανείς κρυφά…
    Τα ρεύματα του βλέμματός μου σου παίρνουν την ανάσα
    Μακάρι Θεέ να πέσεις απ’ το κλαδί μπροστά στα πόδια μου
    σαν το πουλί από τα μάτια του φιδιού! Εσύ ούτε βήμα δεν μπορείς να κάνεις.
    Είσαι ήδη τυλιγμένη σ’ έναν πυκνό ιστό με μικρούλικα βέλη –
    είναι οι βλεφαρίδες μου, που καρφώνονται στο διάφανο δέρμα σου
    και μαγεμένες χάνονται στο στήθος σου,
    το ντυμένο με τον πάγο μιας εξωγήινης ομορφιάς.
    Το βλέμμα μου είναι ο αρχιδαίμονας του καυτού Άδη που επαναστατεί.
    Το βλέμμα μου είναι η πύρινη γλώσσα του που σε γλείφει.
    Τα βέλη του βλέμματός μου χάνονται στους λεπτούς πόρους του τρεμάμενου κορμιού σου,
    λευκασμένου από τους δαντελωτoύς αφρούς των θαλασσών.
    Νιώθω τη ρωγμή της παγωμένης πανοπλίας. Την άκουσα…
    Κάτι έκανε «κρακ» στο στήθος σου.
    Το εσωτερικό άγαλμά σου χτυπά ν’ απελευθερωθεί απ’ τη χειμερινή παράλυση μιας απαγορευμένης και βέβηλης ελευθερίας
    Είσαι το πράγμα και το καταφύγιο μόνο του εαυτού σου.
    Ο άλλος θα κάνει πίσω, πάντα.

    Θέλω τη ζωηρή μέση σου να τρέμει σαν ένα ηλεκτρικό ψάρι στο χέρι μου.
    Είσαι το τρόπαιο των θαλασσών, μα τον Πατέρα Ποσειδώνα! Είσαι σειρήνα, κοράλλι και μέδουσα.
    Τα μαλλιά σου θα πλημμυρίσουν το κρεβάτι με τα μυστήρια των βυθών το νιώθω
    πως θα ξετυλιχτείς από τα μπερδεμένα κύματα ανάμεσα στα σεντόνια
    σαν γιορτή αναδημιουργίας σε αρχαία νησιά.
    Ο άλλος λιγώθηκε πρόωρα χωρίς ν’ αγγίξει την καρδιά του θαύματος.
    Δεν ανήκει σ’ εκείνον η ανακάλυψη!
    Τα βέλη των βλεφαρίδων μου χάθηκαν όλα στη λευκότητά σου από μούσμουλο.
    Εάν το τείχος σου από παγωμένους κρυστάλλους δεν καταρρεύσει τώρα …
    θα είναι μια τραγωδία, χωρίς βλεφαρίδες
    και τα μάτια μου για πάντα θα παραμείνουν παγωμένα, καρφωμένα στον τοίχο…

    Κι ας μη δουν ποτέ ξανά!

    Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

    Η αληθινή ελευθερία είναι ένα σκοτεινό φιαλίδιο,
    γεμάτο με δεμένα τζίνι, πιεσμένο
    από ένα σκληρό έμβολο,
    σε ένα επαναστατικό αεριούχο υγρό
    κουμπωμένο στη συνέχεια με κερωμένο φελλό
    μέχρι τις τελευταίες ραβδώσεις.

    Η ελευθερία είναι ένα μικρό φιαλίδιο χωρίς σημείωμα μέσα,
    πεταμένο στα νερά του βαθύτερου υπογείου μας.
    Όλη η ζωή σου δεν είναι αρκετή για να φτιάξεις ένα σχοινί
    για να κατέβεις και να το βγάλεις απ’ τον πάτο του πηγαδιού,
    να ροκανίσεις με τα δόντια σου τον κερωμένο φελλό και μετά
    να εκραγείς σε μιαν ουράνια απόδραση
    πάνω απ’ τον γκρεμό σου…

    ⸙⸙⸙

    Ντζεβάτ Ντζ. Λατίφι

    Ο Xhevat Χh. Latifi γεννήθηκε στο Gjilan του Κοσσυφοπεδίου το 1968. Για πολλά χρόνια εργάστηκε σε διάφορα μέσα ενημέρωσης στο Κοσσυφοπέδιο, σε κοινωνικά έργα και σε διάφορες διπλωματικές αποστολές ως συνεργάτης με την Αλβανική-Αμερικανική Πολιτική Ένωση. Είναι μέλος του Αλβανικού PEN. Έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία ποίησης και έχει κερδίσει πολλά λογοτεχνικά βραβεία. Σήμερα είναι Πρόεδρος της Επιτροπής των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης του Κοσσυφοπεδίου.

    ΠΕΣ ΜΟΥ ΕΝΑΝ ΚΑΛΟ ΛΟΓΟ

    Πες μου έναν καλό λόγο
    Να δω τον ουρανό σε λίμνης μάτι
    Να αισθανθώ το άρωμα του ψωμιού που ψήνεται.
    Λόγο σκεπτόμενο σε δωμάτιο ηλικιωμένων
    Ν’ ανοίξω μια πόρτα στη γη.
    Πες μου έναν καλό λόγο
    Γιατί η Θάλεια επέλεξε τον ρυθμό της πλεκτάνης
    για καρδιοχτύπι της σήμερα
    το ίδιο με χθες
    Εδώ και δύο χιλιάδες χρονιά ο λόγος δεν γερνά
    Ούτε ο ύπνος τον παίρνει.
    Ένας λόγος τον θάνατο φοβίζει!

    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΥΓΔΑΛΗ (ΤΟΥ ΝΟΥ)

    Είναι σπασμένος καιρός που πέφτει σαν κίτρινη βροχή
    και μπορεί να είναι βροχή Σαχάρας που μαραίνει
    τα φύλλα στο κλαδί
    κι αγγίζει τη ρίζα
    απ’ όπου αργότερα αρχίζει η κραυγή για τη ζωή.
    Γιατί μόνο όταν πέφτουμε κατάχαμα
    καταλαβαίνουμε ότι είμαστε άνθρωποι, ζητάμε ειρήνη;
    Πρωτύτερα συνηθίζουμε να κάνουμε πόλεμο μέχρι την έσχατη ανάσα
    και δεν συνηθίζουμε να κάνουμε έρωτα
    Να ξαπλώσουμε ανάσκελα να δώσουμε τα μάτια στον ουρανό
    εσύ λες ότι μόνο τα πουλιά δεν γνωρίζουν τα σύνορα από τοίχους και σύρματα
    λες από δω έχει φύλακες γεφυριών με μαχαίρια
    κι από κει πωλητές ομίχλης, σημαιών, παρασήμων σε γύφτικη αγορά.
    Θυμήσου, τα καλά είναι λίγα!
    Είναι λίγα και φωτίζουν σαν τα άστρα στο απέραντο μαύρο φόντο
    όταν χάνεις τον δρόμο σε αστικές ουτοπίες
    δίκτυα αποχετεύσεων σηκωμένα στον αέρα
    ο ήλιος σταματά σε βρύα στους τοίχους
    και γλιστρά στους πνεύμονες
    μας έρχεται να φύγουμε με το σπίτι στην πλάτη (σαν τα σαλιγκάρια)
    να δώσουμε μυστικό κωδικό σ’ ένα κομμάτι γη στο βουνό
    μερικά λουλούδια με στάλες νερού
    δροσοσταλίδες λευκές
    γίνονται μωσαϊκό παντού και πουθενά!
    Τώρα σήκω κρατώντας τα γόνατα σαν πόδια γέφυρας που βρέχονται στους αιώνες
    κλείσε την ιατρική διάγνωση του κοινωνικού χάους
    (μη σκας) έχεις κάνει τα πάντα για όλους
    και κανείς τίποτα για σένα!
    Ας κάψει η φωτιά την άνωση, το περπάτημά σου
    για να στιγματίσουμε τον χρόνο
    κάνουμε όσα ξέρουμε, όσα μπορούμε
    Σε χαλεπούς καιρούς
    ο άνθρωπος ξεχνά την αγάπη
    σαν ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια σ’ έναν τυχαίο σταθμό..


    Στην περγαμηνή η λευκή πόλη
    Εκείνη,
    κλείνει το μενταγιόν στο κιβώτιο
    που βρήκε στην άμμο των πειρατών
    (τατουάζ στο στήθος) από το μωσαϊκό λείπουν λίθινοι σταυροί
    παντού και πουθενά
    (δεν) ακούγεται ο ήχος της καρδιάς …


    Παντού και πουθενά η ανάσα σου
    ψάξτε για κουκουβάγιες για να βάλω στον τοίχο
    το (ημιτελές) πορτρέτο
    το ποίημα για σένα…

    ⸙⸙⸙

    Αρντίτα Γιατρού

    Η Ardita Jatru γεννήθηκε στα Τίρανα το 1972. Από το 1990 ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα. Το 2017 η συλλογή ποιημάτων της 66 κιλά μοναξιά εκδόθηκε στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Transcedent Zero Press (ΗΠΑ). Τα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και διεθνείς ποιητικές ανθολογίες.

    ΤΟ ΒΡΕΦΟΣ

    Όταν βγήκε από τη φυλακή
    με τα λιγοστά του πραγματάκια
    μέσα σ’ έναν τσόχινο σάκο στην πλάτη
    σταμάτησε στο πρώτο καφενείο.
    Ρούφηξε κάμποσους καφέδες
    κι έπαιξε μια παρτίδα τάβλι μ’ έναν μεθυσμένο
    που δεν είχε αντίπαλο
    ύστερα ξεκίνησε για τον σταθμό λεωφορείων.

    Στο παλιό σπίτι
    πάνω στη μισοκαμένη σκεπή
    γουργούριζαν τα περιστέρια.
    Τα κρεμασμένα ρούχα απερίσκεπτα πάνω στα σύρματα
    σε μια γωνιά του κήπου
    του φάνταζαν πτώματα στεγνά
    από μάχες παλιές.
    Άφησε στο έδαφος τον σάκο
    με τα λιγοστά του πραγματάκια
    και κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα
    πάνω απ’ το ξεροπήγαδο
    και περίμενε.

    Αργά, το απόγευμα
    εμφανίστηκε εκείνη
    στην πόρτα, αδύνατη
    με το βρέφος πάνω στο στήθος.
    Λογομάχησαν για λίγο
    έπειτα συντριμμένοι παρέδωσαν τα όπλα
    και σιώπησαν.
    Εκείνος, άρπαξε τον σάκο του στον ώμο
    και κατευθύνθηκε στην εξώπορτα.
    Εκείνη, στο κελί της
    με την καμένη σκεπή
    και το βρέφος πάνω στο στήθος της
    που τραύλιζε «ψωμί».

    Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΤΖΑΜΙ

    Κάποτε κοιτούσα τον ουρανό
    απ’ το μικρό τζαμένιο τετράγωνο
    παράθυρο του δωματίου μου
    που το φώτιζε στο σούρουπο
    ένα μακρινό αστέρι
    και φανταζόμουν ότι ήταν πνεύμα
    που χαμογελούσε διαρκώς
    ή ο Θεός ο ίδιος.
    Δεν ρώτησα ποτέ γιατί τα παράθυρά μας
    δεν είχαν κουρτίνες
    Ήταν αυτονόητο.
    Ένα είδος ελευθερίας ήταν
    που λίγοι γνώριζαν.

    Έχτιζα σκαλοπάτια
    και ξεφόρτωνα τα όνειρά μου
    στις κοιλιές των νεφών
    μα αυτά και πάλι γύριζαν πίσω
    βροχερά
    απ’ τον ουρανό μου εκείνο
    όπου αεροπλάνα δεν είχαν ποτέ τους πετάξει.

    Μετρούσα τα χρόνια με τα δάχτυλα
    κι ανυπομονούσα να μεγαλώσω
    να γίνω το απραγματοποίητο όνειρο
    της μητέρας
    μα εγώ άλλαζα τις επιθυμίες μου
    ανάλογα με τις εποχές.

    Τώρα γράφω για τα ίδια απέραντα ουράνια,
    τα πλατιά και ξάστερα,
    μα δεν έγινα ποτέ
    το απραγματοποίητο όνειρο
    της μητέρας μου.

    ΕΙΜΑΙ Η ΚΟΡΗ ΕΝΟΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ

    Πάντα ήσουν
    μέσα σ’ ένα κελί.
    Έπρεπε κάποτε να δηλώσω το επάγγελμά σου,
    φυλακισμένος, έγραψα
    και η πίκρα να λέγεται
    η μπαλαρίνα που δεν έγινα ποτέ
    διότι η κόρη ενός φυλακισμένου
    γεννιέται κι αυτή με καρφωμένα
    τα φτερά στα κάγκελα.
    Το επάγγελμά σου έγινε παράσημο
    που πέταξα σ’ ένα συρτάρι
    και χάθηκε στην ανταλλαγή ονείρων.

    Το έμαθα
    όταν πέθανες μήνες πριν.
    Δεν έκλαψα, μα ούτε γέλασα.
    Χαμένοι ήμασταν πάντα
    δυο ζωντανοί νεκροί χωρίς τελετή.
    Η σιωπή ήταν η κοινή μας ταφόπλακα
    τύψη καμιά
    σε ραντεβού που ακυρώθηκαν
    την τελευταία στιγμή
    και θυμάμαι την τελευταία δόση
    της άλμης που μου χάρισες
    και την κατοπινή μου δίψα
    για να σε μισώ.

    Σου γράφω από την κόλαση
    εγώ η απάτριδη κόρη σου
    μήπως και διαλυθεί η παρεξήγηση
    ανάμεσα στους δύο κόσμους.
    «Είσαι ίδια εκείνος»,
    μου το θυμίζει η μάνα
    κάθε φορά που νευριάζει μαζί μου.
    Έχω το νταμάρι σου στην ποίηση
    ήσουν κι εσύ σκανδαλώδης.

    Κάνει κρύο.
    Σου γράφω
    ετούτη τη στιγμή
    που κάπου στη Βηρυτό
    ματώνει η ροζ πανσέληνος.
    Φοβούνται οι σκέψεις μου.
    Άκου,
    πρώτη φορά προφέρω τ’ όνομά σου.
    Πρώτη και τελευταία.

    Πάω να γεράσω
    ελεύθερα.

    (Μεταφρασμένα από την ίδια.)

    ⸙⸙⸙

    Φαχρεντίν Σέχου

    Ο Fahredin Shehu (γ. 1972) είναι ένας ποιητής παγκοσμίως γνωστός από το Κοσσυφοπέδιο, ο οποίος έχει γράψει πάνω από 20 βιβλία, κυρίως ποίησης, αλλά και δοκίμια, μυθιστόρημα κ.λπ.
    Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε περίπου 30 γλώσσες και ο ίδιος έχει τιμηθεί με πολλά λογοτεχνικά βραβεία. Για τη μοναδική φιλοσοφική και καλλιτεχνική του έκφραση βραβεύτηκε ως Doctor Honoris Causa και Lifetime Academic στην Ελβετία και προτάθηκε για το βραβείο Pulitzer. Είναι Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης στο Κοσσυφοπέδιο.

    ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΣΤΗΝ ΗΧΩ ΤΟΥ ΙΡΙΔΙΖΟΝΤΟΣ ΚΟΧΥΛΙΟΥ

    Είδα πως καθετί
    μου φέρεται
    σαν ένας τόρος, αφού
    τη θάλασσα τάραξε,
    το θρόισμα των κυμάτων
    πήρε τις ηχηρές μου αναμνήσεις
    και το εξατμισμένο ιώδιο
    γέμισε τους πνεύμονές μου
    νικοτίνη

    Το αεράκι πήρε μαζί του
    τόσα πολλά δάκρυά μου
    στεγνά όπως
    στα βλέφαρά μου
    τα φύλλα του φοίνικα πασπάλισαν πούδρα

    Χωρίς σκιά έγινα
    όπως όλοι οι ερωτευμένοι

    Ανάλαφρος έγινα
    κολυμπώντας ανάμεσα στο Τότε και το Αύριο

    Στο δικό μου Εδωκαιτώρα ζω
    πλέω μαζί με όλους τους ερωτευμένους
    που ποτέ δεν μετρούν τα λεπτά
    ούτε ο Χρόνος γι’ αυτούς έχει νόημα

    Η ΠΟΡΣΕΛΑΝΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

    Εκείνα τα μακρινά χρόνια
    διπλωμένα σαν στρώσεις πλακών
    σκεπασμένα με τα σώματα
    των ανθρώπων που γυρέψαμε
    παντού κι εκείνα κρύβονταν
    σε ιριδίζοντα όνειρα
    τ’ αναζητήσαμε και στις ανάσες
    των παθόντων
    χωρίς να ξέρουμε ότι αυτοί κρύβονταν
    στην πορσελάνινη πλευρά του πνεύματος
    στις αντανακλάσεις που σφράγιζαν
    τις μοίρες των απογόνων στον κόσμο
    τον αιματηρό και ταλαιπωρημένο
    σε τούτο τον κόσμο που δεν γνωρίζει οργή
    σε τούτο τον κόσμο όπου
    εξαγοράζεται ο άλλος κόσμος

    TΟ ΛΕΥΚΟ ΠΑΓΩΝΙ

    Πλύθηκα στον παραδείσιο ποταμό κι
    εκείνος αφαίρεσε όλα τα χρώματα για
    να με δει το φως κομψό και
    μοναδικό ανάμεσα στα πουλιά.

    Ανοιχτή ουρά.
    Λευκή βεντάλια.
    Στο κάθε φτερό κι από μία ευχή.

    Σε μια στιγμή η νύχτα πέφτει και στραγγίζει,
    σταγόνες μαύρου μελανιού κυλούν
    στο φρεάτιο κατά μήκος του δρόμου.

    Ένα ζευγάρι φιλιέται κάτω απ’ τη σκιά της αγριοκαστανιάς κι εγώ
    αφηρημένος ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα,
    περήφανος για τη ντροπή,
    τη χαραγμένη στα πόδια.

    Ούτε φωνή ούτε τραγούδημα,
    μόνο λυγμός.

    ⸙⸙⸙

    Γκεντιάν Τσοτσόλι

    Ο Gentian Çoçoli γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1972. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο E. Çabej του Αργυροκάστρου και το 1996 ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό Aleph. Διαχειρίζεται επίσης τον μη κερδοσκοπικό εκδοτικό οίκο Klub Aleph. Έχει δημοσιεύσει τρία βιβλία ποίησης. Τιμήθηκε με το Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού για το βιβλίο του Η περίμετρος της στάχτης. Έχει μεταφράσει αρκετούς ποιητές, όπως τους Seamus Heaney, T.S. Eliot, John Ashbery, Ted Hughes, Jorie Graham κ.λπ. Ζει στα Τίρανα.

    ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

    Πώς είναι τα πράγματα με την άνοιξη. Μέρα και νύχτα
    η γη βγαίνει από τη συστολή και εντέλει αρθρώνει τον εαυτό της
    χάρη σ’ έναν εαρινό οδηγό που λες και τον βρήκε κάτω απ’ το θρανίο
    σαν να λέμε, να μαζευτούν όλα τα φυτά
    του παραλλήλου μας και να τα βγάλεις όλα σε μία μόνο φωτογραφία.
    Τα ξαδέρφια μου μοιράζονται τα μερόνυχτα
    και με μεγάλη προσοχή ο άνθρωπος βάζει στο πρόσωπο της γης
    περισσότερα εργοστάσια και ανοίγει στην άνοιξη υπόγειες θέσεις εργασίας.

    Ο νεότερος, τα μεσάνυχτα που λάμπουν από τη μεταμόρφωση των σπόρων,
    βγαίνει να δει με τη σκαπάνη γυροσκόπιο το ζύγωμα αυτού του κάτω
    με το εδώ πάνω: κάτω απ’ τον λεπτόφλουδο κορμό της μηλιάς
    μια νάρκη εμφανίζεται ξαφνικά σαν χαιρετισμός του πολέμου, δεν ανοίγει δρόμο μόνη της,
    και αφού η προσοχή δεν χρειάζεται ένα όργανο, εκείνος πλησιάζει το πρόσωπο να δει,
    όταν λαμβάνει την αντήχηση από κάτω σαν εαρινό αγιασμό της γης
    και σε αυτήν τη σκόνη από γυαλί και πέταλα
    όλα του φαίνονταν σαν χαρακιές στη ραγισμένη κόρη του ματιού
    «Είμαι ο φύλακας της άνοιξης – η μισή κόρη για κάτω απ’ τη γη, η άλλη για πάνω».

    Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ

    Ιπτάμενη χαρά πλακών. Άσυλα νεφών.
    Οι θυμοί του Βοριά και του Νότου
    κάνουν τις στέγες αβαθείς. Που στάζουν.
    Χάρη στον ήλιο εκείνος θα βρει ξανά για πολλοστή φορά
    τον ουράνιο άξονα του σπιτιού, ανέβηκε στην κορυφή
    για να κρυώσει με τη σκέψη τη θέρμη των πλακών.
    Φαινόταν από κάτω, ενώ χτυπούσε κι έσκαβε απάνω
    με το σφυρί στο χέρι, σαν να έστρωνε τον δρόμο προς τον ουρανό.

    Σκαλίζει την πέτρα, λαξεύει τα περισσεύματα που λιγοψυχούν στις παλάμες του.
    Οι κατηφορικοί στροβιλισμοί του γερακιού
    ερχόμενοι από κει που φαινόταν – το ίδιο το σφυρί εξαφανιζόταν,
    οι ανηφορικές αράδες των πλακών της στέγης
    έδωσαν για όλους εμάς εκεί μια κλεψύδρα χώρου.
    Γαλανότητα κατηφορική. Καρποφορίες της πέτρας. Ανηφορικές.

    ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΗΣ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣ

    Εκδρομή στο σκοτάδι. Η μητρότητα ετούτη, η αρχαιότερη,
    με τα κεφάλια μας ακουμπισμένα στις παλάμες του σκότους,
    πηγαίναμε βαθύτερα στο κορμί της σπηλιάς,
    όμως επιστρέφαμε, επιστρέφαμε.
    Τραμουντάνες νερού στα θεμέλια του σκότους,
    σκοτεινές αύρες στα θεμέλιά μας.
    Ήμασταν εκεί για να υιοθετήσουμε περιέργειες, ενώ τα μέτωπα γνώση,
    η σπηλιά μάς δάνεισε τις βαρύτητες.
    Ένα πλήθος νυχτερίδων χτύπησε προς το φως.
    «Κάποτε εδώ οι σπηλαιολόγοι πέταξαν στα νερά εκεί κάτω
    ολόκληρα λίτρα με δείκτες, οι οποίοι στη συνέχεια εμφανίστηκαν
    δεκάδες χιλιόμετρα πέρα από εδώ,
    εκεί που τα ποτάμια Drino και Kardhiqi
    ενώνονται στην εκβολή της Palokastra».
    Ξεπλενόταν και δροσιζόταν η ύπαρξη μες στον προφορικό αέρα,
    Η φθορίζουσα βαφή αποσταζόταν στα ημισφαίρια του κεφαλιού.
    Ήταν μια ανέμελη επιστροφή. Η υπόγειες διαβάσεις ή
    οι υπονοούμενες διαβάσεις, ισοπεδώθηκαν
    με όλους εμάς εκεί, που έστω και για λίγο αισθανθήκαμε τη γλώσσα.

    ⸙⸙⸙

    Ρομέο Τσολάκου

    Ο Romeo Çollaku γεννήθηκε στους Άγιους Σαράντα το 1973. Σπούδασε αλβανική φιλολογία στο Αργυρόκαστρο. Έχει εκδώσει πέντε συλλογές ποιημάτων, δύο διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα. Έχει μεταφράσει στα αλβανικά Έλληνες, Γάλλους και Πολωνούς ποιητές και πεζογράφους, όπως: Ευριπίδη, Καβάφη, Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Καρυωτάκη, Ροΐδη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Καραγάτση, Γκουρογιάννη, Τσίτα, Verlaine, Nerval, Mallarmé, Claudel, Lautréamont, Herbert, Jaccottet. Στα ελληνικά κυκλοφορεί σε δική του επιλογή και μετάφραση μια ανθολογία σύγχρονης αλβανικής ποίησης (εκδ. Ροές, 2008). Έχει τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2010 και 2020) και με Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης (2007 και 2015), ενώ το τελευταίο του μυθιστόρημα ήταν υποψήφιο για το Λογοτεχνικό Βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2017). Ποιήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, βουλγαρικά, γαλλικά, γερμανικά, ελληνικά, ιταλικά και ρουμανικά. Έζησε για 15 χρόνια στην Αθήνα και στην Κέρκυρα, τώρα ζει στα Τίρανα.

    ΟΜΟΚΕΝΤΡΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

    Πετάξαμε καθώς σκοτείνιαζε ένα μόνο
    βότσαλο στη λίμνη

    Λίγο πιο μακριά, πιθανώς αποσπάστηκε ένας γλάρος
    σχεδιάζοντας στο ανέβασμα έναν ανεστραμμένο κώνο

    Τον κόσμο κατά την επιστροφή τον φώτιζε το φεγγάρι

    Ύστερα άκουσα με το γόνατό μου
    τη σαρανταποδαρούσα της βροχής που πλησίαζε.

    Ένα κλάμα μωρού από το διπλανό διαμέρισμα
    μας ξύπνησε την αυγή
    τέλειο όπως στις ταινίες.

    ΣΠΙΘΕΣ ΑΠΟ ΠΙΚΡΕΣ ΜΟΝΑΞΙΕΣ

    Ξανάκουσα με το γόνατο
    τη σαρανταποδαρούσα της βροχής που πλησίαζε

    Μου το χαΐδεψες με συμπόνια
    και με τη ντροπή μιας ένοχης
    όπως το κεφάλι ενός παιδιού από τον πρώτο γάμο

    Δεν άργησαν να λάμψουν πέρα απ’ το τζάμι
    σπίθες από πικρές μοναξιές ζωών
    που δεν μπορούσαμε να τις γράψουμε όπως θέλαμε

    Τότε, πάνω στον τοίχο είδαμε δύο σκιές
    και δεν ήταν δικές μας.
    Ήμασταν εμείς.

    Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ

    Οι καρδιές μας χτυπούν όπως ποτέ άλλοτε
    ένα μούδιασμα ολάκερους μας κατακλύζει
    όταν κραυγάζουν σειρήνες ή κόρνες
    όταν των αγκυρών με τριγμό
    μαζεύονται οι αλυσίδες
    και φεύγουμε από έναν τόπο στον οποίο κάποιες φορές
    μας φαίνεται
    απίστευτο να επιστρέψουμε για δεύτερη φορά.

    ⸙⸙⸙

    Αλκέτ Τσάνι

    Ο Alket Çani γεννήθηκε το 1974 στην Αργυροκάστρo. Έχει σπουδάσει λογοτεχνία και διεθνείς σχέσεις. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Η μέτρηση του φωτός (1997), Το κρεβάτι του Προκρούστη (2004) και Memento mori (2016). Έχει μεταφράσει στα αλβανικά πολλούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων τους Charles Baudelaire, Arthur Rimbaud, Paul Valéry, Saint-John Perse, Henri Michaux, Γιάννη Ρίτσο, Georges Bataille, Agota Kristof, Samuel Beckett κ.λπ. Υπήρξε συντάκτης των εβδομαδιαίων ένθετων «Λογοτεχνική Κυριακή» (1999-2001) και «Πάπυρος» (2003-2005) στον αλβανικό τύπο. Έχει τιμηθεί με το βραβείο μετάφρασης του Εκδοτικού Οίκου Mësonjëtorja (2002) και με το Βραβείο μετάφρασης της Εθνικής Επιτροπής Γαλλοφωνίας (2003). Τα ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στα γαλλικά, ελληνικά και ρουμανικά.

    Η ΣΚΕΨΗ

    Ακολουθούσα την ταχύτητα της σκέψης.
    Μέχρι κάποιο σημείο όλα πήγαιναν καλά.
    Ξαφνικά, όμως, ύστερα βρεθήκαμε σ’ ένα σταυροδρόμι, η σκέψη κι εγώ.
    Στη συνέχεια η σκέψη, χωρίς να σκέφτεται πολύ, με όλη την ταχύτητα που είχε, πήρε όλους τους δρόμους.
    Από εκείνη τη στιγμή δεν την ακολούθησα πιά.

    ΚΕΦΑΛΙ ΧΩΡΙΣ ΜΑΤΙΑ

    Η έλλειψη των ματιών
    Δεν μου εμποδίζει την όραση.
    Βλέπω
    Όλα όσα μου συμβαίνουν στο κεφάλι.

    Ίσως καλύτερα έτσι.
    Αν είχα μάτια,
    Το βλέμμα θα μπορούσε να συντρίψει
    Τη ονειρεμένη σφαίρα του νου.

    Η ΤΡΕΛΑ

    Ήρθε η τρέλα. Η τρέλα ήρθε και μ’ έπιασε. Ήρθε ασυναίσθητα, χωρίς να την καταλάβω, ήρθε περπατώντας στις μύτες των ποδιών. Η τρέλα ήρθε και με συνέλαβε εξαπίνης. Την έπιασα κι εγώ, έτσι ενστικτωδώς, σαν να κρατιόμουν, να μην πέσω, επειδή ήρθε σε μένα χωρίς να την περιμένω, χωρίς να με ρωτήσει, γιατί με βρήκε απρόοπτα. Η τρέλα ήρθε και με έπιασε. Και από τότε, δεν μ’ άφησε πιά.

    ⸙⸙⸙

    Εντέλα Ταμπάκου

    Η Entela Tabaku γεννήθηκε στη Σκόδρα της Αλβανίας και ζει από το 1998 στη Σουηδία. Εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, από όπου απέκτησε επίσης το διδακτορικό της στην Ιταλική Γλωσσολογία. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, δυο επιστημονικές μελέτες και έχει μεταφράσει βιβλία από τα σουηδικά στα αλβανικά.

    ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΕΛΠΙΔΑΣ

    για μια ημέρα ελπίδας
    πρέπει να πληρώσεις χίλιες μέρες απογοήτευσης
    για μια ημέρα αγάπης
    πρέπει να αντέξεις χίλιες μέρες αναμονής
    για μια ευτυχισμένη ημέρα
    πρέπει να καταπιείς χίλιες μέρες θλίψης
    μόνο για μια μέρα
    πρέπει να φυλάς τη ζωή σου σφιχτά
    στη χούφτα
    μη μπορώντας να την κάψεις
    σε χίλιες πυρκαγιές
    μη μπορώντας να την πετάξεις
    σε χίλιες χαράδρες
    μη μπορώντας να την ξεχάσεις
    σε χίλια πηγάδια
    για μια ημέρα
    θα πρέπει να τεντώσεις τις τσαλακωμένες γωνιές
    σε χίλιες ημέρες
    μια

    ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

    είναι ένα φιλί
    που σε ατενίζει με χαρούμενα χείλη
    όταν βλέπει πως κρατιέται η αναπνοή
    για να το φτάσεις
    πως σταματάς ύστερα
    και το κοιτάς χαμογελώντας
    μόνο για να δεις πόσο μπορείς ν’ αντισταθείς
    στο άρωμα
    όταν η επιθυμία πίνει διψασμένη
    χείλη χαρούμενα
    ευτυχισμένη που θα συμβεί
    γιατί θα συμβεί
    γιατί δεν έχει πού να πάει
    ακόμη και το φιλί επιστρέφει κάποτε
    στον τόπο του

    ΤΑ ΤΡΕΝΑ ΠΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΣ

    τα τρένα που φθάνουν στην ώρα τους
    ξεχνιούνται
    γρήγορα
    εκείνα σε κατεβάζουν εκεί που ήθελες να φτάσεις
    ύστερα απομακρύνονται από τη μνήμη
    τρέχοντας
    χωρίς λόγια αποχαιρετισμού
    ούτε λύπης
    ούτε νοσταλγίας
    oύτε απουσίας
    είναι τα τρένα που φθάνουν
    και μόνο
    τα τρένα που δεν φθάνουν
    που μπερδεύονται στις σηματοδοτήσεις
    που εκπλήσσονται από τις συρόμενες ράγες
    σου καθυστερούν την ημέρα
    ή τη νύχτα
    μένουν κολλημένα στο κορμί σου
    πιάνονται από τ’ αυτιά
    τα βλέφαρα
    σε κάνουν να τα σκέφτεσαι
    μετά βίας
    δεν ξεχνιούνται
    εύκολα
    η μυρωδιά τους δεν ξεκολλάει από τα ρούχα
    για καιρό
    εγώ φτάνω
    φτάνω πάντα

    ⸙⸙⸙

    Λέντια Ντούσι

    Η Ledia Dushi γεννήθηκε το 1978 στη Σκόδρα. Σπούδασε Αλβανική Γλώσσα και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σκόδρας, ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές και το διδακτορικό της πάνω στην εθνολογία-λαογραφία στο Ινστιτούτο Πολιτιστικής Ανθρωπολογίας και Σπουδών Τέχνης στα Τίρανα. Εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου ως λέκτορας στην αλβανική γλώσσα και λογοτεχνία και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Αυτή τη στιγμή εργάζεται ως ερευνήτρια στον τομέα της Εθνολογίας και της Λαογραφίας στο Τμήμα Λαογραφίας του Ινστιτούτου Πολιτιστικής Ανθρωπολογίας και Μελετών Τέχνης, στα Τίρανα. Είναι επίσης μεταφράστρια από τα Αγγλικά, Ιταλικά και Ισπανικά. Έχει μεταφράσει συγγραφείς όπως οι Gabriele D’Annunzio, Cesare Pavese, Dylan Thomas, Jorge Luis Borges, Umberto Eco, Andrea Camilleri, Carlos Ruiz Zafón, Jane Austen, Hilary Mantel, Alda Merini κ.λπ. Οι στίχοι της είναι γραμμένοι στη διάλεκτο Gheg της βόρειας Αλβανίας. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές στην Αλβανία, καθώς και το Rain in the dark, Transcendent Zero Press, ΗΠΑ 2019.

    ΚΑΘΕΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΤΟΥ

    η γλώσσα είναι θνητή ακατάλληλη
    για εκείνο που το Πνεύμα από την αρχή των χρόνων
    κρατά κλειδωμένο από το απέραντο υπερπέραν
    ο ουρανός δεν είναι κρυμμένος αλλά αδιάσπαστος
    καθένας είναι ναός του εαυτού του
    και στέκεται κάτωθέν Σου που έρχεσαι από ψηλά
    κι έχει αυτιά για να σ’ ακούσει, Πνεύμα για να φωτίσει
    χάνεται σε παραλήρημα και ουσίες,
    ανανεωμένος σε κάθε κοσμική δόνηση
    και κρατιέσαι, κρατιέσαι, κρατιέσαι…
    σχεδόν πέφτοντας κρατιέσαι σ’ ένα νήμα αίματος
    στον αέρα, στον αέρα, στον ουρανό των αστεριών που σου μιλάνε
    ψηλά στέκεσαι στον αέρα σε ένα βαθύ νήμα αίματος

    AΠΟΨΕ ΑΣΤΕΡΙΑ ΠΕΦΤΟΥΝ

    απόψε αστέρια πέφτουν και κάθε γυναίκα καλεί άλλες γυναίκες
    τυλίγουν απαλά πράγματα, ίσως τραγούδια ή αγάπη
    αστέρια πέφτουν κι οι γυναίκες αιωρούνται κι ανάβουν τραγούδια ή αγάπη
    σε στοίβες κάτω από τον ουρανό στο δάσος οι γυναίκες καίγονται σε στοίβες
    τραγουδιών ή αγάπης
    και στον δρόμο της επιστροφής, φαίνονται πανιά γεμάτα μ’ αστέρια
    συγκεντρωμένα
    και πλάσματα που αφήνονται ασθμαίνοντας με τις όψεις γυναικών
    στάχτες θυσίας που απέμειναν στο δάσος

    ΦΥΣΑΕΙ ΚΑΙ ΚΑΙΓΟΜΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ

    τώρα που ο ουρανός και η γη έρχονται σ’ αυτήν τη σκιά βροχής
    αιωρούνται φυτά και λουλούδια και χλόες και χλόες και χλόες
    με χτύπους ήλιου αλησμόνητους
    φυσάει και καίγομαι να μιλήσω
    η ύπαρξη με τρεμάμενη ανάσα είναι γυναίκα είναι κόμπρα
    είναι θλίψη που μπαίνει στο αίμα και σου τρελαίνει τα μάτια
    όλοι μένουμε εδώ για ένα παραμύθι
    για τρεις σταγόνες ύπνου στις κόρες των ματιών
    για μια σταγόνα κόκκινης ουσίας
    που θα μας πλέξει στο αίσθημα
    και πιά δεν θα κοιμηθούμε
    και πιά δεν θα μιλήσουμε
    και πιά δεν θα διορθωθούμε
    γιατί μένουμε εδώ περιμένοντας
    για ένα παραμύθι για τρεις σταγόνες ύπνου
    και μια σταγόνα κόκκινης ουσίας στην Ψυχή.

    ⸙⸙⸙

    Βλόρα Κονουσέβτσι

    Η Vlora Konushevci γεννήθηκε το 1981 στην Πρίστινα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Λογοτεχνία και αποφοίτησε από τη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Πρίστινα, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη Γλωσσολογία. Γράφει για περισσότερο από μια δεκαετία. Ξεκίνησε με το προσωπικό της blog «Με το χέρι στην καρδιά», που σήμερα μετρά περίπου 50 χιλιάδες ακόλουθους. Εκεί δημοσιεύει άρθρα κυρίως από το κοινωνικό πεδίο, μεταφράσεις ποιημάτων και λογοτεχνικών κειμένων, καθώς και δικές της δημιουργίες. Ποιήματα και μεταφράσεις της δημοσιεύονται σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και πολιτιστικές σελίδες του διαδικτύου. Έχει τιμηθεί με το βραβείο «Ποίηση για την Ειρήνη (2019) και έγραψε τους στίχους του τραγουδιού, με το οποίο άνοιξε η Εκστρατεία «16 ημέρες ακτιβισμού» ενάντια στη βία κατά των γυναικών το 2019.

    ΟΙ ΠΕΡΔΙΚΕΣ

    Mόνο τα μάτια μου είναι ζωντανά
    τ’ άλλα μου τα έχουν σκοτώσει,
    στα μάτια της μάνας
    τον βρώμικο σπόρο μου έριξαν
    οι άγριοι για
    είκοσι μία συνεχόμενες ημέρες.
    Της μητέρας έχει μείνει μόνο η φωνή
    να με καλέσει σαν αδδάν*
    όταν πλησιάζω το πηγάδι.
    Εννέα φορές δοκίμασα να πεθάνω.
    Ο θάνατος έχει πολλές πόρτες
    η κραυγή μου έχει τρομάξει το πηγάδι,
    έχω δει τα όρια του εαυτού μου ισοπεδωμένα
    από το κλάμα η γη έχει σαπίσει
    η γη των οστών του πατέρα
    του παππού
    σάπια κι εκείνα.
    Άνοιξε η γη
    έπεσαν το θεμέλια του οντά.
    Δέκα φορές δοκίμασα να πεθάνω.
    Ξεχάσατε την Doruntina**
    η κατάρα της μάνας
    την Ημέρα της Κρίσης
    μέσα στον τοίχο θα σας χτίσει,
    όπως χτίσατε στον τοίχο
    τη βρωμιά και την κραυγή
    στη γη των σάπιων ριζών
    σαπίσαμε κι εμείς.
    Δεν δοκιμάζω πιά να πεθάνω
    όμως μια σταγόνα νερό τη χρειάζομαι!

    *Aδδάν, κάλεσμα για προσευχή που γίνεται από τον μουεζίνη στον μιναρέ.

    **Doruntina, από την αρχαία θρυλική μπαλάντα «Η μπέσα του Κωνσταντίνου» της αλβανικής παράδοσης.

    Η ΣΤΑΧΤΙΑ

    Πόσες σιωπηλές επιθυμίες έχεις;
    Πόσες πατημένες ή ανταλλαγμένες
    σαν χαρτοπετσέτες κάποτε σε κουτιά με καραμέλες!
    Πόσες από αυτές ούτε στον εαυτό σου δεν τολμάς να τις πεις,
    αυτές που βλέπεις στα όνειρά σου και ξυπνάς με την προσευχή
    ο Θεός να σε φυλάξει!
    Πόσες φορά έχεις σαμποτάρει την ευτυχία σου, έχεις ζαρώσει σαν δρύινος φλοιός
    είπες ψέματα στο παιδί σου ότι το παιχνίδι δεν είναι προς πώληση
    στον άνδρα σου ότι είσαι κουρασμένη για έρωτα
    στον εαυτό σου ότι οι επιθυμίες περιμένουν σαν θάνατος!
    Στη φωνή σου ακούω τις πόρτες που κλείνουν, αγαπημένη μου,
    το χιλιοστό ζύγισμα των επιθυμιών, όμως
    έτσι ζυγίζονται μόνο τα έξοδα στα τέλη του Γενάρη.
    Η αξιοπρέπεια κομματιάζεται και όταν σταματάς την φωνή της ευτυχίας.
    Δεν είσαι θεός, είσαι μόνο άνθρωπος με σάρκα και αίμα,
    ο Όλυμπος προορίζεται για τους μύθους,
    τρελοί κι αυτοί και μάταιοι οι μύθοι.
    Η ζωή δεν φέρεται στα άκρα, αγαπημένη,
    είναι μια τόσο όμορφη μέρα για να τρελαθεί κανείς σήμερα!
    Να βάζει σύνορα στον ουρανό και να τον σκίζει στα δύο
    πίδακας επάνω από χαρά, όχι από κλάμα,
    η πατρίδα μας είναι η γλώσσα, αγαπημένη μου,
    την έννοια της αναμονής να μοιράζεις στα δυο σαν το ψωμί,
    και τη σταχτιά γυναίκα, αρχηγό σου
    να κάνεις!

    ΓΙΑ ΣΕΝΑ

    Στη γέφυρα των στεναγμών σε περιμένω, ν’ αφαιρέσουμε τ’ άγκιστρα από την αγάπη, να δωρίσουμε τις απογοητεύσεις στον άνεμο, να ρίξουμε τις μεταμέλειες στον Ιμπάρ, ας ξεπλυθούν κατρακυλώντας στα απότομα βράχια πέρα απ’ τα σύνορα. Χάρισέ μου όλες τις ανατολές, ας δύσουν σε μένα, γιορτή θα κάνω με το κορμί σου. Χάρισέ μου όλα τα θραύσματα της ψυχής στο σώμα σας, τα τυλίγω, τα μετατρέπω σε στολίδια, για τα μαλλιά, για τον λαιμό, για σένα!

    ⸙⸙⸙

    Άλμα Μπράγια

    Η Alma Braja γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1974. Από το 1993 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε τουριστικά επαγγέλματα. Ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά στην Αλβανία και το Κοσσυφοπέδιο, καθώς και στην Ελλάδα στο Poiein.gr και στο Φρέαρ. Η πρώτη της ποιητική συλλογή στα αλβανικά εκδόθηκε πρόσφατα.

    ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΚΠΛΗΞΗ, ΑΝ ΟΧΙ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ;

    I.
    «Μην πλησιάζεις τη λέξη!
    Η λέξη δεν είναι μουσική.
    Δεν φέρνει χαρά.
    Ούτε ζεσταίνει, ούτε δροσίζει.
    Μην την πλησιάζεις!
    Δεν ντύνει τη γη στα πράσινα.
    Ούτε τον ουρανό στα γαλάζια!»
    Τόσα πολλά «μη»
    όμως εγώ καθόμουν τόσο κοντά στην έκπληξη.
    Και πίσω από τις λέξεις κρυβόμουν.
    Έτσι έβλεπα πιο καθαρά το φως.
    Ανέβαινα λέξη προς λέξη, τις λέξεις του κόσμου.
    Περιτριγυρισμένη από τόσα πολλά μη που δεν σταματούσαν.

    ΙΙ.

    Υπήρχαν κύκνοι γύρω μου εκείνο το πρωί.
    Ήταν αρχές της άνοιξης.
    Σε μια αφηρημένη ολότητα των «μη» είχαν βυθιστεί οι λέξεις
    Παντού μη.
    Πουθενά λίμνες.
    Να τι γύρευαν οι κύκνοι.
    Λίμνες!
    Αλλά το είπα.
    Εγώ κοντά στην έκπληξη.
    Και λέξη τη λέξη,
    σαν στάλες που ήξεραν πού πήγαιναν,
    όλα τα «μη» αυτού του κόσμου
    μαζεύτηκαν μπροστά μου κι έγιναν λίμνη.
    Και πάνω κάθισαν οι κύκνοι
    Επειδή κάθε «μη» ήταν μια λέξη.
    Λοιπόν πες μου,
    τι σημαίνει έκπληξη, αν όχι αποφυγή της μοναξιάς;

    ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

    Με την υπομονή της νοικοκυράς
    η δημιουργός αρχίζει ν’ αναμιγνύει τα συστατικά του φαγητού.
    Της έχει γίνει δεύτερη φύση το μαγείρεμα
    δεν βλέπει πλέον έτοιμες συνταγές.
    Έχει ανοίξει προηγουμένως την τηλεόραση.
    Έχει δει τις ειδήσεις.
    Πήρε και είπε να ψιλοκόψει έναν φόνο
    μαζί με κάποια κλάματα μωρών
    καθώς και
    τα μισητά λόγια των ανθρώπων που τους έβλεπαν από απέναντι.
    Αλλά αποφασίζει να τα κόψει σε μεγάλα κομμάτια με τα χέρια.
    Έτσι η γεύση θα είναι πιο δυνατή.
    Ύστερα βγαίνει στο μπαλκόνι για να κόψει μυρωδικά.
    Αλλά λέει στον εαυτό της ότι
    δεν υπάρχει καλύτερο μυρωδικό από το κελάηδισμα των πουλιών
    αφού
    καθόλου δεν αναρωτιούνται ποιο κελάηδισμα είναι το αρχαιότερο.
    Κι έτσι
    τα ανακατεύει σε χαμηλή φωτιά
    και νομίζει ότι είναι καλό να δώσει λίγη περισσότερη γεύση.
    Ανοίγει το ψυγείο και παίρνει ένα βάζο αγορασμένης ελπίδας.
    Όμως γελώντας, μετανιώνει και
    το πετάει στα σκουπίδια
    αφού
    θυμάται ότι έχει κάπου μέσα στο συρτάρι
    ελπίδα μαζεμένη από τις ηλιόλουστες καλοκαιρινές ημέρες.
    Δεν χρειάζεται να δοκιμάσει.
    Ξέρει τη γεύση.
    Πάραυτα το ποίημα βράζει
    στο φυσικό του περιβάλλον.

    Scroll to Top