Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Αχιλλέας Ντελλής

Αντίδωρον δαιμονικόν και αθηναϊκόν

Αγαπητέ Βρασίδα,

Έλαβα την επιστολή σου. Και όσα λες εκεί, μου θύμισαν ένα άλλο κείμενό σου, το βιβλίο σου The Demons of Athens. Reports from the Great Devastation (Μπλάκχιθ Αυστραλίας: Brandl & Schlesinger, 2014). Όπως στην επιστολή, έτσι και εκεί περιγράφεις δαίμονες που αντίκρισες όταν ήρθες το 2011 στη χώρα. Τριάντα μέρες μυθικές μα δαιμονικά αληθινές, τριάντα εμπειρίες επώδυνες μα στοιχειωμένα αλησμόνητες, τριάντα καταβάσεις στον Άδη της χώρας. Αυτές οι τριάντα μέρες αποτελούν τριάντα διαφορετικά κεφάλαια, αλλά και εικόνες, και σκηνές, και στοπ καρέ, και αφήγηση, και περιγραφή, και ημερολόγιο, και εξομολόγηση, και πολιτικό κείμενο, και φιλοσοφική μελέτη, και γλωσσολογική προσέγγιση· πάνω από όλα όμως όλες είναι υπαρξιακές καταγραφές με πάθος, πόνο, οργή και έκπληξη γι’ αυτό που είμαστε διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή. Από αυτές τις διαμονικές μέρες, που κατέγραψες αριθμητικά (Ημέρα 1 ως Ημέρα 30), επιλέγω τούτες εδώ: Ημέρα 4, Ημέρα 8, Ημέρα 9, Ημέρα 18, Ημέρα 19, Ημέρα 22, Ημέρα 25.

Αγαπητέ Βρασίδα, καθώς διάβαζα το βιβλικό ημερολόγιό σου, άλλες μέρες, όπως η Ημέρα 4 και Ημέρα 22, καρφώθηκαν σαν εικόνες μετα-αποκαλυπτικής ταινίας μέσα μου, όπως το αγαπημένο σου Mad Max 4 ή της αγαπημένης σου Κουρκουλάκου. Άλλες πάλι, όπως η Ημέρα 9 και η Ημέρα 25, με έριξαν σε έναν δίστιχο πίνακα του William Blake,

Μερικοί γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση,

Μερικοί γεννιούνται στην ατελείωτη νύχτα.

Σκύβω μέσα μου και ανατριχιάζω με το σκοτάδι που βλέπω: Αυτοί οι δαίμονες δεν είναι δικοί σου, είναι όλων μας· είναι οι δαίμονες που βλέπουμε κάθε μέρα αλλά δεν το ομολογούμε, νιώθουμε αλλά δεν αισθανόμαστε, συνειδητοποιούμε αλλά αρνούμαστε, ξέρουμε αλλά δειλιάζουμε. Από αυτά τα απόκοσμα που είδες, δυσώδη που μύρισες, ανήκουστα που άκουσες, σου στέλνω εκείνες τις εφτά ημέρες που με συντάραξαν γιατί μου αποκάλυψαν πώς πλάστηκε αυτό που με περιτριγυρίζει, πώς είμαστε αυτό που γίναμε, πώς βλέπω που μας βλέπεις.

Αυτούς τους δαίμονες που είδες όταν ήρθες, και που κατέγραψες όταν απήλθες ανάμεσα σε δαίμονες του νέου κόσμου, πιο ευγενικούς, πιο μεταλλαγμένους, τους βλέπεις τώρα με αυτήν την επιστολή να παίρνουν την πρωτεϊκή μορφή τους. Αιμοβόροι, απρόσκλητοι, απαράλλαχτοι αιώνες τώρα έχουν μεταμορφωθεί οβιδιακά σε δέντρα βαθύρριζα και σκιερά. Από εκεί πιαστήκαμε στα 2011, όταν ένας ανεμοστρόβιλος έριξε σπίτια, ξεσπίτωσε οικογένειες, ορφάνεψε μαθητές. Άλαλα τα χείλη μας μπροστά στην αμάχη, πιαστήκαμε στα ριζά του δέντρου, λογιάζοντάς το ως απάγκιο, ενώ εσύ είδες ότι πιαστήκαμε στα πλοκάμια της Σκύλλας και τη δίνη της Χάρυβδης.

Με αυτό το κείμενο, προσπαθώ να συνταιριάξω τις αλήθειες που είδες όταν ήρθες και να τις πω με τα δικά μου λόγια. Δέξου τα ως αντίδωρο αθηναϊκό και ως ξόρκι αλεξίκακο.

Πρώτη μέρα της δημιουργίας: ο δαίμονας των πλατωνισμού

Έχεις δίκιο. Είμαστε χώρα πλατωνιστών, όχι αριστοτελιστών, ούτε καν εμπειριστών, ενώ η γεωγραφία αντάμα με την ιστορία μάς έχουν ρίξει τόσες σφαλιάρες αιώνες τώρα για να μας συνεφέρουν. Το αξιοπερίεργο είναι πως παρά την κυριαρχία του αγγλοσαξονικού παραδείγματος, διάσπαρτα ψήγματα πραγματισμού δώθε και κείθε δεν έχουν πετύχει να γειώσουν τον υψιπετή πλατωνισμό των Ιδεών που μας κυβερνά. Ούτε πάλι η ήττα των σύγχρονων πλατωνιστών, των αριστερών, είναι ικανή συνθήκη για μια αλλαγή, γιατί αυτοί παραμένουν μιμητικά απορριπτικοί, αν όχι ατελέσφορα εχθρικοί έναντι του πνευματικού και θρησκευτικού φορέα, της Εκκλησίας, του συνεχιστή του πλατωνισμού, δηλαδή εναντίον του εαυτού τους. Αλλά, μου φαίνεται, εκείνος που θα γειώσει τον πλατωνισμό θα είναι εκείνος ο πολιτικός οργανισμός που θα επικαιροποιήσει το πλήρωμα της Ορθοδοξίας και θα αναμετρηθεί με την κιβωτό του πνεύματος. Όσο δεν γίνεται αυτό, άλλοι Έλληνες θα παραμένουν εκτός Ελλάδας, βλέποντας από μακριά εμάς που σέρνουμε τον χορό, άλλοι θα ενσωματώνονται στο σύστημα εξουσίας, σέρνοντας τον χορό κατά πού αυτοί νομίζουν αν όχι ναρκισσιστικά, σίγουρα επιδεικτικά, άλλοι θα ανανεώνουν τον πλατωνισμό μιμητικά χωρίς να το ξέρουν, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά που μπαίνουν στον χορό στο τέλος του κύκλου και άλλοι θα ανανεώνουν τον πλατωνισμό παιδικά, αρνούμενοι να ενηλικιωθούν, αν και βλέπουν ότι η πραγματικότητα είναι άλλη από αυτήν που σκαρφίστηκαν ως παιδιά και ως έφηβοι. Αλλά στον παλιμπαιδισμό της νοσταλγίας και της επανάστασης, στην παιδική και εφηβική ασθένειά μας, υπάρχει η ρήση του Καζαντζάκη: αν «δεν μπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, ας αλλάξουμε το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα».

Ημέρα 4

[…]

Με την Ελένη, συνάντηση στη μία. Καφέ Russo. Στην παλιά συνοικία της Αθήνας, στην οδό Αιόλου, τώρα ένα μέρος για διανοούμενους, δημοσιογράφους και καλλιτέχνες –ή για όλους εκείνους που το προσποιούνται. Κάνω προσπάθεια να κρυφακούσω: «Ο προηγούμενος πρωθυπουργός υπέστη νευρικό κλονισμό– βρίσκεται τώρα στην Ελβετία αναρρώνοντας στις Άλπεις». «Ο πρώην πρωθυπουργός ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο δίνοντας διαλέξεις για την επίλυση της κρίσης –το πρόσωπο που δημιούργησε την κρίση. Δεν επισκέφθηκε ποτέ τους ψηφοφόρους του». «Ο υπουργός Οικονομικών έχει πάει στην Ολλανδία– έχει μεγάλες επιχειρήσεις εκεί και δεν θα επιστρέψει ποτέ». «Ανακαλύφθηκε ότι ο προηγούμενος υπουργός Άμυνας (αυτός που παραλίγο να γίνει πρωθυπουργός) δωροδοκήθηκε από τη Γερμανία για να αγοράσει μια σειρά από υποβρύχια, εντελώς άχρηστα για την άμυνα της χώρας –και με επικίνδυνη κλίση».

Άκουσα αρκετά. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να συζητήσουμε εκτός από τη διαφθορά των πολιτικών.

Έρχεται η Ελένη. «Πάμε να φύγουμε από εδώ, σε παρακαλώ», της λέω. «Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια όλες αυτές τις δεκαετίες».

«Τι απέγιναν οι μέρες», τη ρωτάω, «όταν όλοι μιλούσαμε για νέα βιβλία, ιδέες, ταινίες και άγνωστα μέρη που θέλαμε να επισκεφτούμε; Τι έγιναν εκείνες οι μέρες που μιλούσαμε για τα όνειρά μας;»

Ελένη: «Όλα έφυγαν, χάθηκαν για πάντα. Έχει κυριαρχήσει μια κουλτούρα κυνισμού. Σου το λέω: τα τελευταία πέντε χρόνια είδα μια χωρίς προηγούμενο οπισθοδρόμηση, μια υποτροπή σε έναν χωρίς νόημα φυλετισμό».

«Είναι τόσο προφανές – κι όμως κανείς δεν θέλει να το παραδεχτεί. Όλοι μιλούν για διαφθορά και συνωμοσίες, αλλά η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα είναι η διάλυση κάθε στοιχείου ηθικής».

«Κάποιοι από εμάς είχαν έγκαιρα αντιδράσει πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Άλλοι το είδαν ως αρνητικό σύμπτωμα της αλλαγής. Θα θυμάσαι την περιβόητη δήλωση: δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς διαφθορά. Ήταν όμως μια συστηματική στρατηγική της πολιτικής τάξης για να εξουδετερώσει τους πολίτες –αλλά να, τώρα γύρισε μπούμερανγκ και στράφηκε εναντίον τους».

«Είναι λυπηρό να συνειδητοποιείς ότι ο κύριος εχθρός της κοινωνίας σου είναι η ίδια η πολιτική τάξη που κυβερνά».

«Ναι, αυτή είναι η περίπτωση της χώρας μας. Για σχεδόν τριάντα χρόνια κατέλαβαν θέσεις άνθρωποι αποφασισμένοι να μην κάνουν τίποτα άλλο παρά απλώς να απολαμβάνουν τα προνόμιά τους –και να τα μοιράζουν στην πελατεία τους. Έφεραν την Ελλάδα στον λάκκο των λεόντων, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και νόμιζαν ότι ο μόνος ρόλος που μπορούσε να παίξει ήταν αυτός της κοκκινοσκουφίτσας –για να χορεύει με μεσογειακή ευφορία και ευφροσύνη μέσα στο σκοτεινό δάσος του κακού καπιταλισμού». Και προσθέτει:

«Νομίζω ότι επρόκειτο για μια σκόπιμη ιδεολογική πολιτική για να κρατηθεί ο πληθυσμός σε μια διαρκή νηπιακή κατάσταση. Και με το να κολακεύεται ο αρχέγονος ναρκισσισμός και με το να κατασκευάζεται ένας καταχθόνιος αντι-κόσμος ιδιοτελών Ευρωπαίων, επέβαλαν την ανήθικη βεβαιότητα μιας θεωρητικά πολιτισμικής εξαίρεσης, νομιμοποιημένης από την απήχηση των κλασικών και καθαγιασμένης από τις τελετουργίες του κλήρου».

«Και η Αριστερά; Δεν το κατάλαβαν; Καμιά ελπίδα από εκεί;»

«Τα κόμματα της Αριστεράς είναι όλα παιδιά του ίδιου αυταρχισμού –και ως τέτοια πάσχουν από μια μεσσιανική απόδραση από την πραγματικότητα. Πράγματι, η συνεχής επίθεσή τους κατά του “νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού” δείχνει την αφελή πίστη τους σε μια αλά Πολ Ποτ αγροτική κοινωνία. Θέλουν να αντικαταστήσουν όλη τη βιομηχανία με τη γεωργία, την παραγωγή ελαιόλαδου, το κρασί, τη μελισσοκομία και τις εξαγωγές σταφίδας. Να αντικαταστήσουν την ψηφιακή τεχνολογία και τους υπολογιστές με μια μεσογειακή διατροφή και δίαιτα! Είναι τόσο παραδοσιακοί, που δεν μπορούν καν να καταλάβουν με μαρξιστικούς όρους ποιες κοσμοθεωρίες θεσμοθετούν τέτοιες αγροτικές κοινότητες».

«Αλλά μήπως η σύγχυσή τους είναι μόνο ιδεολογική;»

«Επειδή είναι προϊόντα μιας αυταρχικής κοινωνίας και έχουν διαμορφωθεί από ολοκληρωτικές ιδέες, επέλεξαν να αγνοήσουν τους οριζόντιους μικρούς διαλόγους μέσα στην κοινωνία τους. Ενδιαφέρονται μόνο για μεταφυσικούς συλλογισμούς και πλατωνικές αφηρημένες έννοιες, όπως ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός, η κοινωνική επανάσταση και τα όμοια –η καθημερινή πραγματικότητα δεν υπάρχει γι’ αυτούς όπως και για κάθε πλατωνιστή».

«Έχασα κάθε εμπιστοσύνη σε αυτούς», λέω, «όταν στις τελευταίες εκλογές άκουσα από τον ηγέτη τους να δηλώνεται ξανά: “Με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία”. Δεν μπορούσα να πιστέψω την τρομακτική προοπτική ενός ακόμη λαϊκιστικού καθεστώτος: Μουσολίνι συν Περόν συν Παπανδρέου. Μια νέα εκδοχή πολιτικής ιδεολογίας κυριαρχεί, η μόνη πολιτική ιδεολογία που παράγεται σε αυτήν τη χώρα: ο εθνολαϊκισμός ή, ακόμη περισσότερο, ο εθνοφυλετισμός, ένα μείγμα φυλετικού εθνικισμού και προνεωτερικού κοινοτισμού. Στην εποχή της μετανεωτερικότητας, αυτή είναι η καλύτερη συνταγή για μια ακόμη καταστροφή –και μιλάω για μια καταστροφή στην αυτοαντίληψη, αφού η χώρα πρέπει να είναι εθισμένη στις πολιτικές και οικονομικές καταστροφές. Δεν ξέρουν τι βγαίνει από το αυγό του φιδιού;»

«Κοίτα», απαντά εκείνη. «Φαντασιώνονται ότι διατηρούν την ακεραιότητα και την αθωότητά τους, ενώ εμπλέκονται σε μακιαβελικά παιχνίδια εξουσίας. Η απουσία ηθικής αντίληψης δεν τους καθιστά παρά όργανα εκδίκησης και όχι φορείς δικαιοσύνης ή αλλαγής. Στο τέλος κανείς δεν τους πιστεύει αυτούς –αλλά τους ψηφίζουν από απελπισία, δυσαρέσκεια ή ιδιοτέλεια».

«Δεν γνωρίζω πολλούς πολιτικούς με ηθική αντίληψη», λέω.

«Ούτε εγώ ξέρω πολλούς», συμφωνεί. «Αλλά είναι ο ηθικός τους κομφορμισμός που τους καθιστά τόσο ανεπαρκείς: η αποσύνδεση της ηθικής από την πολιτική. Όλοι ξέρουμε ότι δεν λένε την αλήθεια –αλλά όλοι είμαστε εξίσου ικανοποιημένοι με τα ψέματα».

[…]

Πριν φτάσουμε στο Σύνταγμα, βλέπουμε στην τηλεόραση μια ομάδα νεαρών αναρχικών συντονισμένα και με έξαψη να έχει τοποθετήσει βόμβα σε εμπορικό κέντρο. Η έκρηξη δεν έγινε. Ο κόσμος βγήκε εγκαίρως έξω και η αστυνομία βρήκε τη βόμβα. Η αναρχική ομάδα στέλνει αργότερα την προκήρυξή της: «Επίθεση εναντίον του κράτους, του κεφαλαίου, του πολιτισμού της μόλυνσης και της εξημέρωσης… Για εμάς το mall και το κάθε mall είναι τεράστιο νεκροταφείο ανθρώπων και αληθινών αξιών. Γι’ αυτό και το χτυπήσαμε.»

Ω, «αληθινές αξίες», ηθικολόγοι δεκαεννιά ετών που ξέρουν τα πάντα για αληθινές αξίες! Όταν αργότερα συλλαμβάνονται, σε μια απόπειρα ληστείας μιας τράπεζας, αποκαλύπτεται ότι είναι όλοι τους παιδιά πλουσίων οικογενειών, χωρίς να έχουν δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή τους, με απύθμενο μίσος για την αστική κοινωνία των γονιών τους –εναντίον του Πατέρα, ανίκανοι ωστόσο να διαπράξουν πατροκτονία. Χρησιμοποιούν συνθήματα από τον Μαλατέστα και τον Μπακούνιν και δηλώνουν: «Να επαναπροσανατολίσουμε τη σκέψη εκεί που εμείς πιστεύουμε ότι αποκτά νόημα. Στον δρόμο για την ολοκληρωτική ρήξη με κάθε εξουσία…».

Ένας από αυτούς πρέπει να έχει διαβάσει Λουί Αλτουσέρ… Ναι, η περίφημη επιστημολογική ρήξη… Όλοι μας είμαστε υποκείμενα έγκλησης… και όλες οι άλλες αμπελοφιλοσοφίες που σκαρφίστηκαν οι Γάλλοι διανοούμενοι για να αντικαταστήσουν τη ρητορική της δραματοποίησης της εαυτότητας και της απελπισίας τους με την πολιτική εμπειρία μιας συλλογικότητας.

«Ελένη», λέω, «αυτό είναι τόσο γελοίο! Εικοσάχρονα παιδιά τόσο σίγουρα ώστε να γνωρίζουν τις μόνες αληθινές αξίες της κοινωνικής ζωής; Αυτό είναι περισσότερο ναρκισσισμός παρά πολιτική! Το νιτσεϊκό πυρ της ματαιοδοξίας και της μαλθακότητας…».

«Το ξέρω, αλλά είναι τραυματισμένα τα καημένα τα παιδιά… Ζουν χωρίς ελπίδα».

«Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που δεν έχουν τραυματιστεί. Αλλά αυτά τα παιδιά παίζουν με τις ζωές άλλων αθώων ανθρώπων. Απ’ ό,τι διάβασα, σκότωσαν έναν περαστικό, κατείχαν μεγάλες ποσότητες όπλων και λήστεψαν δύο τράπεζες προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τον επαναστατικό τους αγώνα ενάντια στο σύστημα. Αυτό είναι γελοίο… Οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν το δικαίωμα να ζουν και να μη βρίσκονται μπλεγμένοι στους προσωπικούς εφιάλτες της πνευματικής αριστοκρατίας; Γιατί οι άλλοι πρέπει να πληρώνουν την κατάσταση πανικού μιας προνομιούχας μειοψηφίας;»

«Έχεις γίνει προτεστάντης ηθικολόγος», λέει σαρκαστικά.

«Ναι, έχω γίνει. Γιατί το χάος της ζωής μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο αν το διαμορφώσεις γύρω από μια αντίληψη ηθικής. Τα υπόλοιπα είναι καλυμμένος ηθικός σολιψισμός και τίποτε άλλο».

«Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που οι Ιταλοί αποκαλούν “εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης”», λέει, προσθέτοντας. «Πρέπει να αντισταθούμε. Ωστόσο, είμαι και εγώ η ίδια πολύ αμφίθυμη για όλα αυτά».

«Μα γιατί δεν υπάρχει συναίνεση;» ρωτάω. «Γιατί δεν καταλαβαίνουμε ότι ο πραγματικός εχθρός είναι οι μορφές δράσης που έχουμε υιοθετήσει, γι’ αυτό και δεν είμαστε ως τώρα διατεθειμένοι να τις αλλάξουμε ή να τις επικρίνουμε, επειδή δεν μπορούμε χωρίς αυτές;»

«Αυτό θα είναι το τέλος της κοινωνικής μας ιστορίας», μου λέει. «Χωρίς συγκρούσεις, χωρίς εχθρούς, εξωτερικούς ή εσωτερικούς, δεν μπορούμε να έχουμε ταυτότητα σε αυτήn τη χώρα. Η ταυτότητά μας αρθρώνεται σε αυτό που δεν θέλουμε να είμαστε και όχι σε αυτό που είμαστε».

Ο Καρλ Σμιτ και πάλι, το ξέρω, ο εχθρός, αυτός ο εχθρός που δικαιολογεί αυτό που είμαι –η πιο έξυπνη πολιτική της ελληνικής ελίτ εξουσίας διαχρονικά για να επιβάλλουν με τρόπο τεχνητό κοινωνικούς δεσμούς χωρίς εθνική συνείδηση.

«Και ενώ», συνεχίζω, «όλοι σας φαίνεστε βαθιά γοητευμένοι από τέτοιους όμορφους και προνομιούχους επαναστάτες, ωστόσο αγνοείτε τι κάνουν: γιατί όταν εξηγείτε τα κίνητρά τους, φτάνετε να δικαιολογείτε τις πράξεις τους».

«Μας ελκύει η αύρα και η γοητεία τέτοιων νεαρών μαχητών. Πιθανώς επειδή ζούμε στη σύγχυση της αέναης εφηβείας και δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την ενηλικίωση. Βλέπεις», προσθέτει, «έχεις ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου στην αγγλόσφαιρα, όπου η παιδική ηλικία τιμάται και η εφηβεία δεν υπάρχει πραγματικά. Εδώ έχουμε την αντίθετη πραγματικότητα: η παιδική ηλικία ξεχνιέται αμέσως και ζούμε μέχρι το τέλος του χρόνου με την αναταραχή και την αναστάτωση του δέκατου έκτου έτους –και σε όλη μας τη ζωή παλεύουμε να ακινητοποιήσουμε τον χρόνο σε αυτή την ηλικία ή να αναδημιουργήσουμε την αναταραχή του μέχρι να πεθάνουμε».

«Θα καταγράψω αυτή την ανθρωπολογική παρατήρηση», λέω. «Αλλά, ναι, πράγματι, είναι θλιβερό. Ειδικά όταν βλέπεις ανθρώπους στα εξήντα τους να μιλούν για επανάσταση και εξέγερση μέσα από την άνεση της αστικής τους πολυτέλειας».

[…]

Δεύτερη μέρα της δημιουργίας: ο δαίμονας του τραύματος

Στο σχολειό, στο πρώτο εκμαγείο του μέλλοντος, θυμάσαι πόσο πλήξη έφερναν οι εθνικές τελετές και οι σχολικές εορτές· στο Πανεπιστήμιο θυμάσαι τη σκύλευση του πνεύματος που κορυφώθηκε με την τελετή λήψης του πτυχίου. Μα σαν λογαριάζεις πώς οι τελετές βιώνονται αλλού, σαν μια εσωτερική πάλη του παλαιού με το ζωντανό, σαν μια διαρκή αμάχη συμφιλίωσης της νίκης και της ήττας, σαν μια αδελφοποίηση της απώλειας με το τραύμα και τη βία της ζωής, σαν μια κάθαρση και σαν μια σύνοψη του βιωμένου και σαν μια επανανοηματοδότηση της βιοτής, τότε λες ότι χωρίς τελετές η τελευτή μάς περιμένει, η καταστροφή μάς παραμονεύει, η μνήμη μάς νεκρώνει. 100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, καμιά συμφιλίωση, καμία τελετή, καμία κάθαρση δεν έχει γίνει. Εσύ πρώτος μας είπες, εσύ από την εξορία της μοναξιάς σου μας έδειξες ότι στο σπίτι μας υπάρχει ένας νεκρός άκλαυτος και άταφος, μα συντηρημένος από τη φαιρμόλη των δακρύων και τη φαινόλη των ψυχών. Ίσως βολεύει το ανοιχτό τραύμα, γιατί έτσι αναπαράγω έναν αέναο κύκλο μη κάθαρσης, στην οποία βασιλεύει ο μονόφθαλμος της γειτονιάς μου· έτσι ζω ψυχότρωτα το τραύμα της απώλειας· έτσι βιώνω την ύπαρξη ως καλοποιία μιας αγιάτρευτης πληγής· αλλά αν δω το πρόσωπό μου, θα τρομάξω με τις ουλές, το κλάμα, το στεγνό δέρμα και το νεκρικό βλέμμα.

Ημέρα 8

[…]

Η Ουρανία φτάνει και μετακινούμαστε είκοσι μέτρα πιο κάτω στην οδό Αθηνάς. Μπαίνουμε από μια ταπεινή πόρτα και βρισκόμαστε στο πιο πλούσιο και πολυτελές εστιατόριο που έχω δει ποτέ.

«Αυτά είναι τα μυστικά σημεία της Αθήνας που πρέπει να ανακαλύψεις», λέει.

Δύο σερβιτόροι μάς οδηγούν σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο από το οποίο μπορώ ακόμα να δω φευγαλέα τη σύγκρουση [αστυνομικών και μεταναστών στην Πλατεία Ομόνοιας]. Σύννεφα ξεπροβάλλουν· πρόκειται να βρέξει.

Λέει: «Αυτή τη στιγμή, η ελληνική κοινωνία ζει έναν πανικό που κυριεύει τους ανθρώπους όταν καταλαβαίνουν ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους άλλους. Με ανθρωπολογικούς όρους, αυτό θα ονομαζόταν “αποτυχία της φαντασίας” –χάσαμε τη δημιουργικότητα του φαντασιακού να βρίσκει σύμβολα, όπως αυτό της θέσης μας μέσα στην Ιστορία».

«Γιατί συνέβη; Φτάνει μια οικονομική κατάρρευση να είναι ένας επαρκής λόγος για να εξηγήσει μια τέτοια καταστροφή;»

«Από τότε που ιδρύθηκε αυτό το κράτος, εξαιτίας κάποιων αρχαίων κτισμάτων και ορισμένων μαγευτικών κειμένων, η πολιτική τάξη έπεισε ή φάνηκε να έχει πείσει τους πάντες ότι είμαστε διαφορετικοί με πολλούς και θεμελιώδεις τρόπους. Αλλά τώρα αυτή η θεμελιώδης αρχή της αυτοεπιβαλλόμενης διαφοράς έχει καταρρεύσει. Γιατί; Επειδή εξαρτηθήκαμε υπαρξιακά από αυτήν. Γίναμε φοβικοί ως προς το να χαθούμε στην ανωνυμία των πολλών, και έτσι δεν μπορέσαμε να αντιμετωπίσουμε τη νεωτερικότητα και τον εαυτό μας».

Το φαγητό φτάνει: νόστιμο και φτηνό.

Καθώς τρώμε, λέει: «Μας αρέσει να είμαστε αρχαϊκοί, μη μοντέρνοι και αν-ιστορικοί. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνη γι’ αυτό το χαρακτηριστικό, από την περίοδο του Βυζαντίου. Κάποια στιγμή οι ιερείς επέλεξαν να αγνοήσουν την ιστορία· και ταυτόχρονα, το κράτος υιοθέτησε αυτή τη γραμμή μέσω της λατρείας της αρχαιότητας. Έτσι, για να χρησιμοποιήσουμε μια ποιητική μεταφορά, “γίναμε οι θαυμαστές” της αρχαιότητας. Μια κουλτούρα αέναης ανευθυνότητας θεσμοθετήθηκε, γι’ αυτό και όταν συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα, κανείς, μα απολύτως κανείς δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη για τίποτα».

«Υπάρχει κάτι καλό σε αυτή την κοινωνία;» ρωτάω.

«Λοιπόν, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, το καλό είναι ότι είμαστε λιγότερο ενδιαφέροντες από ό,τι νομίζουμε ότι είμαστε. Αποφασισμένοι να διαιωνίσουμε και να υπηρετήσουμε μια αρχαία επιφοίτηση, χάσαμε όλες τις νέες που συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας και για εμάς. Με τη θέλησή μας γίναμε τυφλοί τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα· πιθανώς η τύφλωσή μας είναι το σημαντικότερο επίτευγμα του σύγχρονου πολιτισμού μας».

«Πρέπει να σταματήσουμε να βουλιάζουμε στην παθολογία», προτείνω. «Πες μου κάτι καταφατικό που θα μπορούσε να απελευθερώσει την αγωνία τόσων όμορφων ψυχών».

«Επιμένω: το καλύτερο κομμάτι μας είναι η ανασφάλεια και η ευπάθειά μας. Αν το συνειδητοποιήσουμε κάποτε αυτό, θα πάψουμε να είμαστε παράσιτα. Αντ’ αυτού, προσπαθούμε να κρύψουμε τα πάντα, να τα μεταμφιέσουμε, να τα καλύψουμε έντεχνα, ώσπου η μάσκα γίνεται ένα με το πρόσωπό μας και δεν μπορούμε να τη βγάλουμε –πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουμε τη θέληση να την πετάξουμε.»

Σταματά για λίγο, κοιτάζει την ώρα στο ρολόι της και προσθέτει:

«Αυτή είναι η χώρα των λωτοφάγων, η χώρα του αιώνιου δειλινού. Δεν θέλουμε να γυρίσουμε σπίτι, δεν θέλουμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας, αιωρούμενοι και αναίσθητοι παρασυρόμαστε εδώ και εκεί, με ναυτία και σε σύγχυση, νομίζοντας ότι όλη αυτή η υπερδραστηριότητα και η αναταραχή είναι ελευθερία και ανεξαρτησία».

Μιλάμε για σύμβολα, τοπία και προσωπικότητες που επηρέασαν και καθιέρωσαν μια τέτοια σύγχυση, αλλά όλοι και όλα βρίσκονται αλλού, απορροφημένα από την άμεση εμπειρία, έρμαια της νοσταλγίας, λεία στους γύπες της σύγχυσης.

«Το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής», προσθέτει, «το υπαρξιακό κενό που δεν έχει ποτέ αντικειμενοποιηθεί, εκλογικευτεί μέσω της γλώσσας ή αναπαρασταθεί ως οπτικό έργο, μας κρατάει καθηλωμένους, ακινητοποιημένους από τον πανικό, φρουδεύοντας κάθε μορφή δημιουργικής απεικόνισης».

«Γιατί είναι τόσο κρίσιμη η μνήμη για τον προσδιορισμό της σύγχρονης ταυτότητας, γιατί;»

Δεν μπορούμε να απαντήσουμε, οπότε καταφεύγουμε στο κουτσομπολιό και την κουβεντούλα. Η φιλία δεν χρειάζεται μεγάλες αφηγήσεις για να ζήσει. Μετά το γεύμα χωρίζουμε.

«Αύριο πάλι», λέει, «στο Μουσείο της Ακρόπολης. Υπάρχει ένα υπέροχο εστιατόριο εκεί πέρα».

Προσθέτει: «Μην ξεχάσεις να χρησιμοποιήσεις το νέο μετρό –είναι πραγματικά χρήσιμο, αν δεν απεργούν, φυσικά».

Μας πήρε σχεδόν δεκαπέντε ημέρες για να ξανασυναντηθούμε.

[…]

Τρίτη μέρα της δημιουργίας: ο δαίμονας του ειδώλου

Δεν αγαπάμε τον εαυτό μας αλλά το είδωλό μας στον καθρέφτη. Η μήτρα της γέννησής μας ήταν ένας καθρέφτης, σπασμένος σε χιλιάδες κομμάτια. Νάρκισσοι τρέμουμε μήπως δούμε ότι ο καθρέφτης έχει ρωγμές, και καλλωπιζόμαστε. Πάσχουμε από το σύνδρομο του Πορφυρού ρόδου του Καΐρου· ζούμε σαν τους ήρωες του Γούντυ Άλλεν, μπαίνουμε και βγαίνουμε από το είδωλο της αναπαράστασης, αλλά όχι στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό και μας πιάνει υστερία όταν το καταλαβαίνουμε· γι’ αυτό γινόμαστε ακραίοι όταν βλέπουμε τον εαυτό μας χωρίς το είδωλό μας. Τότε συνειδητοποιούμε ότι ζούμε σε ενδιάμεσο κενό, μεταξύ ύπνου και ονείρου. Και όταν ξυπνάμε είτε το όνειρο γίνεται Ιδέα και μετά εφιάλτης είτε ο ύπνος γίνεται προπαραδείσια νάρκωση. Σαν σε παράδεισο όλα είναι Ένα για μας, αρμονικά και αδιαίρετα ενωμένα. Ταυτίζουμε την Ιδέα του Παραδείσου με ένα πρόσωπο και βυθιζόμαστε στην ταυτολογία. Και όταν διαφωνούμε με την Ιδέα, διαφωνούμε με το πρόσωπο, και το μισούμε, γιατί μισούμε το είδωλό μας. Εσύ ξέφυγες και έσπασες το είδωλο και μας δείχνεις ότι είναι μπορετό να ξυπνήσουμε από το ενδιάμεσο κενό που το λογίζουμε είδωλο Παραδείσου.

Ημέρα 9

[…]

Οι Έλληνες έχουν έναν έντονο φόβο για τη διαφορετικότητα: οτιδήποτε διαφορετικό από αυτούς αυξάνει την ανασφάλειά τους, την αυτοαμφισβήτησή τους: αλλά για ποιο πράγμα αμφιβάλλουν;

Ανάμεσα στη δική τους Σκύλλα και τη δική τους Χάρυβδη, καταφέρνουν να επιτύχουν μιαν επισφαλή ισορροπία προσωρινά –λίγες στιγμές ηρεμίας και ξεκούρασης, οι οποίες είναι πολύ εφήμερες. Σύντομα οι ακρότητες της ιστορίας τούς ξαναβρίσκουν: εισβολές, εμφύλιοι πόλεμοι, οικονομικές καταρρεύσεις και ο κύκλος ξεκινά από την αρχή. Αυτό που θεωρούσαν στερεό έδαφος ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι είναι ο κρατήρας ενός ηφαιστείου. Όταν αρχίζει να κουνιέται και να τρέμει το έδαφος, η ματιά τους θολώνει και οι αντιδράσεις τους γίνονται φρενήρεις.

Σε ένα λεπτό, ό,τι θεωρούσαν καλό γίνεται απειλητικό· το φιλικό μετατρέπεται σε ξένο· το καθησυχαστικό γίνεται θανατηφόρο –αρχίζουν να ουρλιάζουν και να φωνάζουν, επιτίθενται στους ανθρώπους που προσπαθούν να τους πείσουν να σκεφτούν λογικά και στη συνέχεια κάνουν επιδρομές σε όλα τα σούπερ μάρκετ, αγοράζοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να τους χρησιμεύσει για να επιβιώσουν από την επερχόμενη πείνα.

Δεν έχουν ξεχάσει τον λιμό του 1943 υπό τους Γερμανούς. Το 1987, όταν συνέβη ένας από τους συνηθισμένους πολεμικούς συναγερμούς με την Τουρκία, η Μητέρα αγόρασε δώδεκα κιλά ψωμί, είκοσι κιλά ρύζι, δεκαπέντε κουτιά γάλα μακράς διάρκειας, είκοσι κιλά μακαρόνια, τεράστιες ποσότητες αναλώσιμων προϊόντων με τα μισά από αυτά να έχουν ήδη λήξει και με τα άλλα μισά να λήγουν σε αρκετές εβδομάδες. Το ψωμί μούχλιασε μετά από λίγες μέρες, το γάλα έγινε ακατάλληλο να καταναλωθεί και όλα τα άλλα έπρεπε να πεταχτούν αφού αυτοί οι μοχθηροί Τούρκοι αποφάσισαν (φανταστείτε το…) να μην πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους και να μην κάνουν γεωτρήσεις για πετρέλαιο στο Αιγαίο Πέλαγος.

Ποιος κέρδισε; Οι ιδιοκτήτες των σούπερ μάρκετ που πούλησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Αλλά η Μητέρα ήταν πολύ ευχαριστημένη για αρκετές μέρες:

«Δεν θα πεθάνουμε από την πείνα, τουλάχιστον…», έλεγε. «Θα πεθάνουμε από κάτι άλλο, αλλά όχι από πείνα…».

Τέταρτη μέρα της δημιουργίας: ο δαίμονας της γλώσσας

Επίτρεψέ μου να πω δύο λόγια εδώ παραπάνω από σένα. Αν και το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε στα 1976, και έπαψε να είναι πρόβλημα, αυτό δεν σήμαινε ότι τελείωσε ως ψυχικό και διανοητικό θέμα. Είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι ένα πνευματικό ζήτημα που ταλαιπώρησε τον ελληνισμό για δύο χιλιάδες χρόνια λύθηκε μέσα σε μισό αιώνα, όσα ήταν τα περιφανή χρόνια νίκης της δημοτικής από το 1976; Είναι δυνατόν μια αναπαραστατική παραζάλη ανάμεσα στην έννοια και τον νου, στον τύπο και την ουσία να θεωρείται γεγονός λήξαν με μια ημερομηνία; Πώς αλλιώς να πείσω ότι το θέμα αυτό σιγοκαίει τις ψυχές αν δεν πω ότι όσες φορές οι μαθητές διαβάζουν μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών από τις εκδόσεις LOEB στα αγγλικά, καταλαβαίνουν καλύτερα το αγγλικό κείμενο παρά το ελληνικό, παρά το ότι έχουν μπροστά τους τρεις διαφορετικές νεοελληνικές αποδόσεις;

Ημέρα 18

Σε όλη τη διάρκεια της μακράς ιστορίας [της ελληνικής γλώσσας], οι ίδιες λέξεις έχουν διαφορετικές σημασίες. Καθώς όμως η Ιστορία υπήρξε ένα ιδεολογικό πεδίο μάχης αποπλαισιωμένων αφαιρέσεων, κανείς δεν τολμά να κοιτάξει πίσω και να ανασυνθέσει την κατάλληλη σημασία κάθε λέξης.[Οι Έλληνες] αθροίζουν όλες τις έννοιες μαζί, σαν να σημαίνει η ίδια λέξη από τον Όμηρο ως σήμερα το ίδιο ακριβώς πράγμα. Έπονται συγχύσεις: η αναγωγή του παρελθόντος σε υποσημείωση του παρόντος, η απώλεια της ιστορικότητας και η αίσθηση της ιδιαιτερότητας. Οι δημοσιογράφοι ευδοκιμούν σε τέτοιες συγχύσεις.

Πέμπτη μέρα της δημιουργίας: ο δαίμονας του μύθου

Η ιστορία είναι μια απλή αφορμή για να συνθέσουμε έναν μύθο, όχι μια αυτεπίγνωστη αλήθεια. Η ίδια η μήτρα που γέννησε τον μύθο του 20ού αιώνα προσπαθεί να ξεγεννήσει και τον μύθο του 21ου: αντί για έναν αφελή διεθνισμό, ένας επιδερμικός κοσμοπολιτισμός, αντί για έναν άτεγκτο επιστημονικό μαρξισμό, μια τακτικιστική επιστημονικοφανής πειθώ, αντί για καχεκτική δημοκρατία, φιλελεύθερη ολιγαρχία· μας έδειξες ότι οι ασυγκέραστες χρονικότητες, η πηγή του μύθου, γίνονται πολυεστιακές ενότητες μέσα από τη διαλεκτική αντίθεση των πολυ-υποκειμένων.

Ημέρα 9

[…]

Όλοι οι Έλληνες βασιλείς είχαν μια ιδιαίτερη τάση για κακόγουστη διακόσμηση και προλεταριακή επιδειξιομανία. Ο εξευγενισμένος μινιμαλισμός και η φωτεινή γραμμικότητα της λαϊκής αρχιτεκτονικής δεν εισήλθαν ποτέ στον κόσμο της ασφυκτικής μπαρόκ προσποίησής τους. Η ανεπάρκειά τους για μια αισθητική που να αναλογεί στη χώρα, υπονόμευσε τη συνοχή της κοινωνίας που κυβερνούσαν σε αφάνταστο βαθμό: η αδυναμία τους να ανεγείρουν κάποιο αξιόλογο κτήριο ή να δημιουργήσουν κάποιο αποδεκτό σύμβολο κατέστησε τους χώρους κενούς περιεχομένων. Πάνω στο κενό της αισθητικής τους, η ανεκπλήρωτη σύγκλιση των κοινωνικών τάξεων επέβαλε στον πολίτη την αίσθηση της οιονεί ατέλειας και θέσμισε μιαν υπερδραστηριότητα χωρίς όφελος, χωρίς σκοπό και χωρίς κατεύθυνση. Δεν υπάρχει συμβολικό σύμπαν σε μια κοινωνία κατά τον κάθετο άξονά της, αν δεν υπάρχουν επιτεύγματα δημιουργικότητας. Η έλλειψη αισθητικής της πολιτικής τάξης στη χώρα είναι η μόνιμη παρακαταθήκη τους στον πολιτισμό της. Η απόλυτη αναισθησία τους στην αισθητική κατήργησε κάθε ηθική αποτίμηση της κοινωνικής εμπειρίας.

Ας αφήσουμε όμως τέτοιες σκέψεις. Τα τεκμήρια αυτά είναι τόσο φτωχά και ασήμαντα, που ο καθένας αισθάνεται άβολα στη διαπίστωση ότι στο επίπεδο της πολιτικής σκέψης δεν έχει απολύτως παραχθεί τίποτα το ενδιαφέρον στη χώρα. Καμία θεωρία της πολιτικής, κανένας προβληματισμός για την πολιτική εμπειρία ή για την ίδια την πολιτική ηγεσία. Είναι τραγικό και αυτή είναι η γνήσια σύγχρονη ελληνική τραγωδία: η ικανότητα να είσαι ευτυχισμένος με έναν βίο ανεξέταστο. Σε κάποιες ιστορικές περιστάσεις οι Έλληνες απέκτησαν ενδιαφέρον για τους άλλους μόνο λόγω των καταστροφών τους. Ο ανεξέταστος βίος είναι το σήμα κατατεθέν των ανθρώπων που διεκδικούν τον Σωκράτη ως πνευματικό τους πατέρα.

Εξαιτίας αυτού, το ελληνικό κράτος θέσμισε μια δημόσια σφαίρα με πολλά γεγονότα αλλά χωρίς Ιστορία. Ένα έθνος χωρίς Ιστορία που κρύβει τις αδυναμίες και τις δυνάμεις του κάτω από ψεύτικες υποκρισίες περί αίγλης του παρελθόντος και εσχατολογικού θριάμβου. Και όπως κάποιοι μυθιστορηματικοί ήρωες, οι Έλληνες κατασκεύασαν το δαιμονικό σαν δικό τους έργο τέχνης· και ποιος είναι ο δαίμων; Η ανικανότητα να αποδεχτείς τον εαυτό σου όπως είναι, η άνευ όρων και σκέψης παράδοση στη λατρεία των ψευδαισθήσεων, των ειδώλων, των μασκών. Έτσι βλέπουν πάντα λιθάρια, βράχια και βουνά αλλά ποτέ ένα τοπίο· δέντρα, δέντρα και πάλι δέντρα αλλά ποτέ το πυκνό δάσος των θεοσκότεινων παρουσιών στο οποίο πρέπει να μπεις για να διαπράξεις την υπέρβαση, το έγκλημα της πατροκτονίας, για να απελευθερώσεις τον εαυτό σου από τη γλυκιά τυραννία των μεγάλων αφηγήσεων.

[…]

Έκτη μέρα της δημιουργίας: ο δαίμονας της ηγεσίας

Είναι αυτή η δαιμονική μέρα, η πιο συγκλονιστική, η πιο ταραχώδης, η πιο σκοτεινή, όταν η Κόλαση πάντ’ άγρυπνη σου στήθηκε τριγύρου. Σε φαντάζομαι να απαντούν τα μάτια σου τρανό θεριό πελάγου και εκεί να αστράφτει το φως και συ να μας γνωρίζεις τον εαυτό μας, να μας καταφάσκεις τα λόγια του Γεράσιμου Κακλαμάνη: «Μισόν περίπου αιώνα, μετά τον ελαφρώς ανεξιχνίαστον θάνατο του Καποδίστρια, ο Παπαρρηγόπουλος έγραφε: “Από του θανάτου του Κυβερνήτου το ελληνικό έθνος ή εική και ως έτυχεν ή ουδόλως εκυβερνήθη”. Ο Παπαρρηγόπουλος, κάπου σ’ αυτόν τον συλλογισμό, έκανε ένα μέγα λάθος». Στη μεγίστη των τεχνών, την τέχνη του άρχειν, συμπυκνώνονται όλες οι αναπαραστάσεις του βίου και της ζωής· στη μεγίστη των τεχνών, ανακεφαλαιώνονται όλοι οι δαίμονες, του πλατωνισμού, του τραύματος, του τρόμου, της γλώσσας, του ειδώλου. Στη μεγίστη των τεχνών ρυθμολογείται η μελωδία της κοσμικής συγχορδίας: αν πνεύμα, ψυχή, νους δεν χτυπάνε με μια καρδιά, ακούρδιστος προχωρά ο βηματισμός μας.

Ημέρα 22

Η ατασθαλία της πολιτικής και η σύγχυση της κοινωνίας έχουν οδηγήσει σε έναν κολοβό καιροσκοπισμό. Είναι παράξενο, αλλά μετά από τόσα σκάνδαλα και τόση διαφθορά κανείς μα κανείς δεν έχει τιμωρηθεί ποτέ. Μετά από κάποιο θόρυβο στα μέσα ενημέρωσης, όλα ξεχνιούνται. Η μνήμη είναι επιλεκτική· οι έξυπνοι άνθρωποι το εκμεταλλεύονται αυτό.

Ένας άνθρωπος από το συντηρητικό κόμμα μου μιλάει:

«Άκου, ξέρω ότι εμείς δημιουργήσαμε το πρόβλημα, για να ακριβολογώ το επιδεινώσαμε πέρα από κάθε έλεγχο· αλλά είμαστε στην κυβέρνηση τώρα. Θα βγούμε καθαροί. Θα απονομιμοποιήσουμε κάθε φωνή αντίδρασης. Θα βρούμε τρόπους να αποσπάσουμε την προσοχή, να την κατευθύνουμε προς ορισμένα θέματα που πάντα απασχολούν τον κόσμο».

Χαμογελά με αυταρέσκεια. Στη συνέχεια συνεχίζει:

«Η Τουρκία, επί παραδείγματι, το όνομα της Μακεδονίας ή η αυξημένη εγκληματικότητα των Αλβανών μεταναστών. Ας μην ξεχνάμε επίσης το εσωτερικό μέτωπο, τις αναρχικές ομάδες, για παράδειγμα, ή τους εθνομηδενιστές εκ των έσω, τους ανθέλληνες εκ των έξω. Ή τους Ευρωπαίους, εν γένει, που αρνούνται τη συγγένειά μας με τους αρχαίους».

«Εντυπωσιακό. Έχετε σχεδιάσει τα πάντα!»

«Όχι μόνο εμείς», αποδέχεται εμφατικά. «Το ίδιο κάνουν και τα αριστερά κόμματα. Αφού ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν πείθει πια, εμφανίζονται νέα συνθήματα: η κρυφή συνωμοσία του νεοφιλελευθερισμού, ο νέος οικονομικός επεκτατισμός της Γερμανίας, τα δεινά του καπιταλισμού, σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να είναι χρήσιμο. Και θα προκαλέσουμε περισσότερα σκάνδαλα –και έτσι περισσότερη σύγχυση και μια ατμόσφαιρα αποπροσανατολισμού σχετικά με το τι πραγματικά συμβαίνει».

«Αυτό είναι μια άσκηση κυνισμού. Παραπλανάτε σκόπιμα τους ίδιους τους πολίτες σας».

«Δεν φταίμε εμείς», λέει με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο τύπος, τα περιοδικά. Δεν χρειάζεται να το κάνουμε εμείς. Οι δημοσιογράφοι θα το κάνουν αυτό για εμάς. Ξέρουν πώς να αντιμετωπίζουν τη διαφωνία –επικεντρώνονται στους διαφωνούντες σαν να είναι εξωτικά φρούτα, τους διογκώνουν πέρα από τις διαστάσεις τους και έτσι εξουδετερώνουν και διαλύουν την πιθανή επιρροή τους και αυτό με μια μόνον κίνησή τους. Ορισμένοι εξ αυτών πιστεύουν επίσης ότι είναι αυτόνομοι, πράγμα που τους κάνει πιο αρεστούς και πιο λαοφιλείς».

«Αλλά δεν νομίζετε ότι κάποιοι καταλαβαίνουν και γνωρίζουν τι συμβαίνει;».

«Είμαστε απολύτως σίγουροι γι’ αυτό», λέει και αρχίζει να χαχανίζει καθώς ανάβει το τσιγάρο του. «Αλλά δεν υπάρχει τρόπος γι’ αυτούς να εκφράσουν τη γνώμη τους δημόσια και να επηρεάσουν τους άλλους ανθρώπους. Όσο ελέγχουμε τον δημόσιο διάλογο –άστους στην ασφάλεια του καναπέ τους να γνωρίζουν τα πάντα, άστους να μιλάνε ασταμάτητα στα καφενεία την ώρα που παίζουν τάβλι, άστους να διαμαρτύρονται συνεχώς μπροστά στις κάμερες, άστους να εξασκούνται στην αποχαύνωση με το θέαμα του ποδοσφαίρου και των πολιτικών συγκεντρώσεων. Εμείς έχουμε καθιερώσει τους κανόνες του παιχνιδιού και διατηρούμε τον έλεγχο σε κάθε βήμα».

«Έχετε καταφέρει να κυριαρχήσετε πλήρως στην εννοιολόγηση της γλώσσας, έτσι δεν είναι;»

«Βεβαίως, αυτός είναι ο τρόπος για να ελέγχεις μια κοινωνία σαν αυτή. Καθορίζοντας τις παραμέτρους κάθε ουσιαστικής συνομιλίας».

«Πώς το κάνετε αυτό;»

«Ε, είναι πολύ απλό: με το να επιμένουμε στο σύμπτωμα, στην παρενέργεια, στο επιφαινόμενο. Με το να εμπιστευόμαστε αμόρφωτους δημοσιογράφους να καθορίζουν τη γλώσσα όλων των σημαντικών συζητήσεων. Με το να τονίζουμε τα μικρά λάθη σαν να πρόκειται για παταγώδεις αποτυχίες. Κατά συνέπεια, στη δημόσια αρένα, είναι προκαθορισμένο τι μπορεί να τεθεί επί τάπητος και πώς μπορεί να συζητηθεί».

«Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος που δεν μπορούμε να έχουμε “ριζοσπαστική” σκέψη στα ελληνικά –γιατί δεν μπορούμε να πάμε στη ρίζα του προβλήματος».

«Ακριβώς –αν και προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η ριζοσπαστική ή μη ριζοσπαστική σκέψη. Καταφέραμε να καθιερώσουμε και να επιβάλουμε μια γλώσσα χωρίς αναφορές –μια γλώσσα που διαστρεβλώνει κάθε προσπάθεια να βρούμε την αλήθεια ή οτιδήποτε αληθινό. Οι λέξεις ηθική και αγωγή για παράδειγμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο ειρωνικά –παρά το βάρος τους στα αγγλικά ή στα γαλλικά. Στη δική μας γλώσσα, η οποία τις παρήγαγε, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σκωπτικά και απαξιωτικά. Έχουμε αναστείλει τη δημιουργική πλευρά της γλώσσας· έτσι οι Έλληνες αισθάνονται ελεύθεροι να λένε ό,τι θέλουν χωρίς ποτέ να σκέφτονται τις συνέπειες. Και μπορώ να σε διαβεβαιώσω: είναι πολύ, πολύ ευχαριστημένοι με την ευτελισμένη γλώσσα τους!»

Βήχει για να καθαρίσει τον λαιμό του: μήπως είπε πάρα πολλά; Μήπως έχει διλήμματα; Μα προσθέτει: «Γι’ αυτό ενδιαφέρονται τόσο πολύ για τη γραμματική και το συντακτικό. Για να προστατευτούν από το νόημα».

Αρχίζω να αισθάνομαι άβολα. Ρωτάω:

«Ποιος ορίζει τότε το πρότυπο πολιτισμού στη χώρα;»

«Πολιτισμού; Οι Έλληνες δεν μπορούν να είναι πολιτισμένοι. Οι Έλληνες δεν πρέπει να γίνουν πολιτισμένοι. Το κράτος τους δεν θα τους επιτρέψει ποτέ να γίνουν. Είναι Έλληνες μόνο αν υπάρχουν σε μια κατασταλτική κοινωνία· η προσωπική τους ταυτότητα εδραιώνεται μέσω της καταστολής. Πρέπει να αυτοπροσδιορίζονται μέσω του ψεύδους».

Σκουπίζει τα χείλη του, καθώς από ενθουσιασμό ψεκάζει με τα σάλια του παντού. Αναστατώνομαι.

«Γιατί;»

«Πρέπει να περάσουν όλη τους τη ζωή αγωνιζόμενοι ενάντια στον εαυτό τους, ώστε να παραμείνουν μια άμορφη μάζα, αστόχαστη και μη εξατομικευμένη· όχι μόνο επειδή μπορούν να ελεγχθούν πιο αποτελεσματικά, αλλά επειδή πρέπει να παραμείνουν ανίκανοι να ανακαλύψουν ή να φανταστούν τη δική τους πραγματικότητα. Στην πραγματικότητά τους εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι της εξουσίας, της εκκλησίας –και κανείς από αυτούς δεν θέλει να εμπλακεί».

«Πώς το πετυχαίνετε αυτό;»

«Με τον κατακερματισμό του κόσμου, με την παρουσίασή του σε αποσυνδεδεμένα κομμάτια, με την καθιέρωση μιας εκπαίδευσης που δίνει λίγο απ’ όλα αλλά τίποτα επαρκώς, με την καθιέρωση ενός νομικού συστήματος στο οποίο ένα πλήθος νόμων αλληλοεξουδετερώνονται, με το να γίνεται η απροσδιοριστία του ιστορικού παρελθόντος ο απόλυτος κώδικας του σύγχρονου αυτοπροσδιορισμού, με το να τίθενται ζητήματα του ανήκειν αλλά όχι του είναι, με το να δημιουργούνται συνθήκες για έναν αέναο αγώνα ανάμεσα στον έναν και στο άλλον. Μπορώ να συνεχίσω με περισσότερες στρατηγικές –αλλά θα μπερδευόμουν κι εγώ ο ίδιος από την ποιότητα και την πολυπλοκότητά τους».

«Και τι πετυχαίνετε;»

«Την έλλειψη εσωτερικευμένης συνείδησης και κατά συνέπεια την επιβολή μιας αναντίρρητης υποταγής. Καθιερώνουμε μια νοοτροπία και ένα πλαίσιο δράσης που τους κάνει να πιστεύουν στις αξίες που νομιμοποιούν και δικαιολογούν τη δική τους υποταγή. Εξαρτώνται από το κράτος, περιμένουν τα πάντα από το κράτος και έτσι καθίστανται από μόνοι τους ανίκανοι να δράσουν, να επιθυμήσουν και να σκεφτούν εναλλακτικές λύσεις. Καταφέραμε να καταργήσουμε την προσωπική αυτοβουλία τους και την ιστορική τους πρωτοβουλία».

Δείχνει να διασκεδάζει με το φανερό μου σάστισμα.

«Επιπλέον, προσωπικά», συνεχίζει, «θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένο για κάποιες πολιτικές ομάδες να καίνε κτήρια, να καταστρέφουν περιουσίες, να επιτίθενται στην αστυνομία και να υποδύονται όλο τον πολιτικό λαϊκό θίασο που συνήθως υπερασπίζονται τα αριστερά κόμματα και οι συνοδοιπόροι τους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι κολλημένοι στη δεκαετία του 1960 και του 1970! Ενώ θα πρέπει να είναι ευγνώμονες για αυτό που κάνουμε: προετοιμάζουμε τις δομές που θα στηρίξουν και θα νομιμοποιήσουν την εξουσία τους όταν έρθουν στην εξουσία. Και κάποιοι από αυτούς το γνωρίζουν και είναι έτοιμοι».

Τώρα είμαι πραγματικά ταραγμένος και σε πανικό. Βήχω, τα χέρια μου έχουν ιδρώσει, δεν μπορώ να βρω μια άνετη θέση στη δερμάτινη πολυθρόνα.

«Ποιοι είστε εσείς; Το “εμείς” που χρησιμοποιείτε με κάνει να νιώθω άβολα».

«Χε χε», χαμογελάει. «Ανοίξτε την τηλεόρασή σας και θα μας δείτε. Ξεφυλλίστε την εφημερίδα σας και θα διαβάσετε για εμάς. Είστε τυφλοί και κουφοί που δεν μπορείτε να δείτε και να ακούσετε την πανταχού παρούσα πραγματικότητα της δύναμής μας;»

«Φαίνεται να επιβεβαιώνετε τις πιο τρελές θεωρίες συνωμοσίας».

«Ω, μου αρέσει να διαβάζω για θεωρίες συνωμοσίας. Πρέπει να ακούσεις τον Μητροπολίτη μας στον Πειραιά. Η απύθμενη βλακεία του τον οδηγεί στην καρδιά του θέματος. Δεν μοιάζει με ένα υπέροχο κοσμικό δράμα, που τοποθετεί τους ανίσχυρους στο κέντρο του σύμπαντος; Είναι τόσο παρήγορο να νιώθεις ότι ακόμη και σε ένα σκοτεινό και αδιαφανές σύμπαν, όλα συμβαίνουν για χάρη σου: είσαι ο axis mundi. Είναι μια μεγάλη παρηγοριά για το λυκόφως της καθημερινής ύπαρξης –έτσι δεν είναι;»

Είναι εύγλωττος, ενημερωμένος και με αυτοπεποίθηση –εγώ τον θυμάμαι άξεστο, αρπακτικό χωριάτη. Τι τον άλλαξε;

«Ξέρεις», τολμώ να πω, «θα γράψω μια έκθεση για τη χώρα. Μπορώ να αναφέρω μερικές από αυτές τις δηλώσεις;»

Σταματάει για ένα δευτερόλεπτο και συνεχίζει.

«Βεβαίως! Είμαι περισσότερο από βέβαιος ότι ελάχιστοι θα δώσουν σημασία ούτως ή άλλως· δεν μπορείς να γίνεις αρκετά άξεστος και χυδαίος –έτσι κανένας Έλληνας δεν θα σε πιστέψει ποτέ. Και σε παρακαλώ, μην αναφέρεις το όνομά μου! Θα αρνηθώ τα πάντα. Αλλά από την άλλη πλευρά, έχω όνομα;»

Κρύα μάτια, γεμάτα άρνηση, τα μεγάλα του χέρια καλυμμένα από λέπια: έχω μπροστά μου ένα τεράστιο ερπετό, βγαλμένο από τη μεσοζωική περίοδο, έναν ιχθυόσαυρο, αδηφάγο και αχόρταγο.

Σοκάρομαι, πνίγομαι, θα κλάψω, θα ουρλιάξω.

Βγαίνω από το γραφείο του στο κέντρο του Πειραιά. Σπουδάσαμε μαζί· εκείνος έγινε επιτυχημένος, εγώ έγινα μετανάστης. Αυτή είναι η γενιά μου; Η μεγάλη υπόσχεση του 1974; Η μεγάλη ελπίδα της αποκατεστημένης Δημοκρατίας; Η γενιά μου! Κάθομαι σε ένα παγκάκι απέναντι από το υπέροχο θέατρο του Πειραιά. Λοιπόν, πρέπει να το συνηθίσω: αυτή είναι η γενιά μου, η τυχερή, άμαθη, αδοκίμαστη γενιά- ανελέητη, μικροπρεπής, μοχθηρή. Κι όμως, είχαμε τα πάντα. Ούτε διώξεις, ούτε εξορίες, ούτε φτώχεια. Έτσι γίναμε εγκληματικά επικίνδυνοι ανίκανοι να υπερβούμε την ασημαντότητά μας –οι Δαίμονες της Αθήνας.

[…]

Έβδομη μέρα της δημιουργίας: η νίκη του Δαίμονα

Δες τους δαίμονες ως δαίμονες: αυτός είναι ο κίνδυνος.
Να γνωρίζεις ότι είναι ανίσχυροι: αυτή είναι η λύση.
Κατανόησέ τους ως αυτό που είναι: αυτό είναι η λύτρωση.
Αναγνώρισέ τους ως πατέρα και μητέρα σου: αυτό είναι το τέλος τους.
Συνειδητοποίησε ότι είναι δημιουργήματα του νου: γίνονται η δόξα του.
Όταν γίνουν γνωστές αυτές οι αλήθειες, όλα θα γίνουν απελευθέρωση.

Μιλαρέπα

Hμέρα 25

Είμαι εδώ μόνο για να ξεκουραστώ, αλλά δεν υπάρχει ξεκούραση στον ορίζοντα. Μετά από τόση αποδιοργάνωση, θα πάρω σήμερα ένα βιβλίο, ένα μικρό βιβλίο, το οποίο μιλάει γι’ αυτόν τον τόπο και προσπαθεί να του δώσει νόημα. Μάρτιν Χάιντεγκερ, Διαμονές. Το διάβασα στο αεροπλάνο από το Σίδνεϊ. Είμαι βαθιά ενοχλημένος από τη ρηχότητά του, ιδίως από μια ενοχλητική φράση. Καθώς ο φιλόσοφος επισκέπτεται τον Υμηττό, μπαίνει στη Μονή Καισαριανής και παρατηρεί:

«Αυτό το μοναστήρι είναι κρυμμένο βαθιά σε μια γωνιά του δάσους, κοντά σε μια πηγή που απολαύσαμε το νερό της. Τα εγκαταλελειμμένα κελιά των μοναχών έμοιαζαν με σειρά σπηλαίων. Το χριστιανικό στοιχείο στη μικρή εκκλησία διατηρούσε ακόμη έναν απόηχο της αρχαίας ελληνικότητας, το “άρχειν” ενός πνεύματος που δεν θα υποκύψει στην εκκλησιαστικο-πολιτική και νομικιστική σκέψη της ρωμαϊκής εκκλησίας και της θεολογίας της. Στην τοποθεσία του μοναστηριού υπήρχε άλλοτε ένα “εθνικό” ιερό αφιερωμένο στην Άρτεμι.» [Μάρτιν Χάιντεγγερ, Διαμονές. Το ταξίδι στην Ελλάδα, Πρόλογος, μετάφραση: Γ. Φαράκλας, Επιμέλεια: Ν. Καλταμπάνος, Αθήνα: Κριτική, σελ. 87)

Αυτό είναι που πρέπει όλοι να φοβόμαστε: το να μην μπορούμε να δούμε αυτό που βρίσκεται μπροστά μας. «Ένας απόηχος της αρχαίας ελληνικότητας;» «το “άρχειν” ενός πνεύματος;» «Η ουσία της Ελλάδας»; Είναι αυτό αληθινό; Στην αρχή του ταξιδιού του γράφει: «Η σημερινή Ελλάδα ίσως εμποδίσει την αρχαία να φέρει στο φως το ίδιόν της» [Ό.π., σελ. 31].

Αναστατώνομαι με τέτοιους φασουλήδες: δημιουργούν μια φαντασίωση, την προβάλλουν πάνω στο πραγματικό και εξαφανίζουν όλα τα άλλα. Επιβάλλουν μια λατρεία των νεκρών στους ζωντανούς. Η πραγματικότητα δεν έχει αρχή, μέση ή τέλος, ούτε σύνδεση, ούτε λογική, ούτε συνοχή, ούτε σταθερότητα, ούτε συνέχεια, ούτε ενότητα, ούτε καθαρότητα, ούτε πληρότητα, ούτε ολότητα, ούτε ουσία, ούτε ακεραιότητα, ούτε βεβαιότητα –ρέει, συγχωνεύεται, μεταλλάσσεται, συνδυάζεται, μεταμορφώνεται, μετουσιώνεται. Ο Χάιντεγκερ δεν μπορούσε να δει ότι κάθε ανθρώπινο ον αναδημιουργεί τον άνθρωπο· πίστευε ότι το Είναι πέρα από το ανθρώπινο είναι αυτό που κάνει τα όντα αυτό που είναι. Κι όμως, κάθε ανθρώπινο άτομο είναι μια διαφορετική εκδοχή της ανθρωπότητας: ακαθόριστο και μη απλουστεύσιμο, περιορισμένο ως προς τις δυνατότητές του αλλά μη αναγώγιμο από τις προϋποθέσεις της. Κοιτάξτε γύρω σας. Κάθε ον δεν μπορεί να οριστεί αν και μπορεί να αποδειχθεί ως τέτοιο, δεν μπορεί να εννοιολογηθεί αν και μπορεί να βιωθεί, δεν μπορεί να περιγραφεί αν και μπορεί να εντοπιστεί. Μόνο οι νεκροί βρίσκονται μέσα στο Είναι· οι ζωντανοί παλεύουν να βρίσκονται μέσα στη φυσικότητά τους. Όλοι μας είμαστε ματαιωμένες επιθυμίες παρασυρμένες από τον πειρασμό της αθωότητας.

Αποφάσισα να επισκεφθώ το μέρος, δεν είχα ξαναπάει ποτέ εκεί, δεν ήξερα καν πού βρισκόταν. Δεν είχα καμία πρόθεση να επισκεφθώ ποτέ ένα μοναστήρι, αν δεν υπήρχε αυτή η σύντομη παράγραφος. Υπάρχει ένας πίνακας του Κωνσταντίνου Παρθένη, που παρουσιάζει τον χώρο ως ένα ιερό καταφύγιο γεμάτο από διάχυτο, μεταμορφωτικό φως. Αλλά, όπως το βλέπω τώρα, ο χώρος είναι σκοτεινός, υγρός και κλειστός –όχι ένας βυζαντινός χώρος, που φωτίζεται από την αγάπη για το χρώμα, την τάση να πειραματίζεται με ψευδαισθησιακούς χώρους και τις κρυπτικές συμμετρίες που αποτυπώνουν τη θεία απουσία. Αυτός είναι ένας οθωμανικός χώρος, κλειστός, ξύλινος, εσωστρεφής, μουχλιασμένος. Αποφεύγει την ανοιχτότητα, περιορίζει τους ορίζοντες, υπερασπίζεται την εσωτερικότητά του. Δεν υπάρχει ουρανός στην προοπτική του: δεν είναι συσχετιστικός. Είναι ενδοστρεφής –δεν κοιτάζει ποτέ προς τα έξω. Εδώ οι Γερμανοί εκτέλεσαν εκατοντάδες Έλληνες λίγες μέρες πριν από την τελική αναχώρησή τους το 1944. Η αυλή μπροστά από το κτήριο είναι γαλήνια και ασφυκτική. Αισθάνομαι μάλλον ταραγμένος και ανήσυχος – πιθανώς λόγω της εγγύτητας του θανάτου. Είναι παράξενο, αλλά μπορείς ακόμα να αισθανθείς την αγωνία. Μου προκαλεί το ίδιο σφίξιμο στην καρδιά, την ίδια αναστάτωση στο στομάχι που είχα όταν περπατούσα στους Δελφούς και την Ιερουσαλήμ ή τον τρόμο που ένιωθα όταν έμπαινα στο Νταχάου και το Μπούχενβαλντ. Τα άψυχα αντικείμενα, οι πέτρες, τα τούβλα, τα κτήρια, όλα πάλλονται από την ψυχική ενέργεια τόσων ανθρώπων που πέθαναν σε αυτόν τον χώρο. Απορρόφησαν τη ζωτική τους ενέργεια και τώρα την στέλνουν πίσω. Παρατηρώ ότι τα χέρια μου τρέμουν –δεν ήξερα ότι ήμουν τόσο συναισθηματικός.

Ο Χάιντεγκερ δεν μπορούσε να συνδεθεί με τον τόπο. Είναι ένας τόπος δολοφονίας και εξόντωσης, όχι οποιασδήποτε επιφοίτησης ή θεοφάνειας. Μπορείς ακόμα να νιώσεις την ανάσα των ανθρώπων που σφαγιάστηκαν –το έγκλημα εξακολουθεί να στοιχειώνει τον χώρο, καθώς εισέρχεσαι στην επικράτεια της περήφανης απόγνωσής τους, περιτριγυρισμένης από τον απόηχο των τελευταίων τους λέξεων. Πού είναι αυτές οι «ρέουσες αρχιτεκτονικές» και οι «επιφάνειες του πνεύματος»; Η λατρεία των λίθων, ο μεταμφιεσμένος πρωτογονισμός των μυαλών που σκέφτονται στον εικοστό αιώνα σαν να βιώνουν θρησκευτικό δέος στις σπηλιές του Λασκώ –οι φιλοσοφούντες τουρίστες που σιγοπίνουν σαμπάνια μιλώντας χωρίς καμιά ενσυναίσθηση για τις τραγωδίες της ανθρώπινης ύπαρξης.

Κοιτάζω τους μαύρους μονόλιθους με τα ονόματα των ανθρώπων που εκτελέστηκαν και τα διαβάζω. Αγραφιώτης Άκης, Αϊβατζίδης Γιώργος, Αλεξανδράτος Ανδρέας… Η μαγεία των ανθρώπινων ονομάτων εξουδετερώνει τη σιωπή του θανάτου –μεταμορφώνει τη μεγάλη αφωνία σε μια πολυφωνική πρόσκληση.

Αλλά και πάλι αυτή η αδιαμόρφωτη σύγχρονη χώρα μπορεί να δώσει μια απάντηση. Έχει ήδη απαντήσει και δεν χρειάζεται να δανειστεί τα σχήματα της σκέψης της από εμπειρίες που δεν μπορούν να συγκριθούν με την ίδια την ύπαρξή της. Δεν χρειάζεται να είναι η μελαγχολία των σπασμένων αγαλμάτων, κατά το πνεύμα του υψηλού μοντερνισμού. Δεν χρειάζεται να γιορτάζει την πολύχρωμη υπερβολή του Αιγαίου και την αφροδισιακή του αποπλάνηση. Δεν χρειάζεται καν να χορεύει την κραιπάλη της ευφορίας και της υπερευαισθησίας του. Μπορεί να δώσει μιαν αυθεντική μαρτυρία που μπορεί να συναχθεί από την ένταση του βιωμένου χρόνου, την αμεσότητα του να βρίσκεσαι κοντά στο υπερβατικό, την ορατότητα των αόρατων δυνάμεων που συγκλίνουν στην πολλαπλότητα των αντιληπτών μορφών. Πρέπει να ανακαλύψει την παρουσία – την παρουσία της.

Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας ποιητής του οποίου το καλύτερο έργο, δυστυχώς, έμεινε άγνωστο λόγω της πολιτικής ομηρίας του από την Αριστερά, έγραψε ένα παράξενο ποίημα μετά τον θάνατο του πρώτου του παιδιού. Μπορεί να διαβαστεί και ως η απάντησή του στο γεγονός ότι η Ελλάδα μετατράπηκε σε μια χώρα-φάντασμα, υποταγμένη κάτω από την ειδωλολατρία των προκαθορισμένων αντιλήψεων και τις ονειροπολήσεις των κατοπτρικών επιθυμιών. Αυτό που πρέπει να αναζητήσει κανείς όταν βρίσκεται στην Ελλάδα είναι η συμβίωση παρουσίας και απουσίας, η συνεχής παρουσία του θανάτου στην καρδιά της ομορφιάς και η οξεία επίγνωση του ευάλωτου όταν μαγεύεται από τη μέθη της ζωής.

Το ποίημα:

Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνία της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν’ αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε πότε τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, που ʼχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κι ισόποσην ουσία απ’ το κρύσταλλο τού άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.
Πίσω απ’ το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα να ʼμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο –
Και, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

Ο σχολιασμός: Δώσε προσοχή σε αυτό που έφυγε σαν να ήταν παρόν –στέκεται εδώ τώρα μπροστά μας, στο αδιαίρετο της βιωμένης εμπειρίας, έτοιμο να ανακατασκευαστεί, ευεπίφορο στη δική του οπτικοποίηση. Τα αρχαία ερείπια είναι συνεκδοχές της πληρότητας: ένα χέρι γίνεται ένα ολοκληρωμένο σώμα, ένα σώμα αναζητά αυτό που το συμπληρώνει, το συμπλήρωμα ξεχωρίζει για τον δημιουργό του. Κανένα επίτευγμα δεν είναι μόνιμο, κανένας θρίαμβος δεν είναι οριστικός. Από την πολυπλοκότητα συμπεραίνεις την απλότητα, από τη ναρκωτική τάξη πραγμάτων καταλήγεις στη σαγηνευτική καταστροφικότητα του χάους –η πληρότητα δίνεται μόνο μέσω των αντινομιών. Επιτυγχάνεις την αλήθεια και την επόμενη στιγμή λατρεύεις το ψέμα· θριαμβεύεις και σε ένα δευτερόλεπτο αφανίζεσαι από ξαφνικούς εχθρούς. Δοξάζεις αυτό που είναι παρόν και σε χρόνο μηδέν βουλιάζεις στη γοητεία των νεκρών ειδώλων. Το όνειρο όλων των ανθρώπων είναι να συνειδητοποιήσουν την παροδικότητά τους –να κατανοήσουν την ασημαντότητα της δικής τους μοναδικότητας και τη σημασία της κοινοτοπίας των άλλων ανθρώπων.

Ο Ρίτσος συνεχίζει:

Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ʼκείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.

Σχολιασμός: Ευθύνη, η τρομερή λέξη. Χρωστάμε στους ζωντανούς για να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας στους νεκρούς. Η συνείδησή μας γίνεται εχθρός μας και επιλέγουμε να κατοικούμε στον ψεύτικο κόσμο των ιδεοτύπων. Αντί να ψάχνουμε αυτό που είμαστε και κάνουμε, γοητευόμαστε από την ουτοπία του πώς θα έπρεπε να είμαστε. Το παρόν γίνεται ανάμνηση και το μέλλον μια απογοητευτική προσδοκία. Η ύπαρξη εντός παρένθεσης –το είναι ως παρένθεση που περιμένει να συμβεί η ζωή του κάποια στιγμή, όταν το ίδιο δεν θα είναι εκεί. Κάτι χάνεται –ναι, η απελευθερωτική δύναμη της τραγωδίας. Μόνο όταν το τραγικό αναβιώσει, η αλήθεια της ύπαρξης θα πραγματωθεί.

Προς το παρόν, παραμένουμε ικανοποιημένοι με τον λυρισμό των παλαιών φωτογραφιών.

Μπερδεύομαι από αυτές τις σκέψεις, αφήνω το μοναστήρι και τον Χάιντεγκερ και όλους αυτούς τους άχρηστους συλλογισμούς. Η πραγματικότητα με ισοπεδώνει όταν επιστρέφω στο σπίτι και διαπράττω ένα φοβερό έγκλημα. Ανοίγω την τηλεόραση –και να τος– αναπόφευκτος και πανταχού παρών. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο συνθέτης. Ώριμος, ογδόντα πέντε χρονών, με τη δύναμη ενός αφύσικου φαινομένου, εν μέσω κρίσης αποφάσισε να βοηθήσει τη χώρα να ξεπεράσει τους δαίμονές της ιδρύοντας ένα πολιτικό κίνημα, τη Σπίθα.

Διαβάζει από το μανιφέστο του. Ένα μακροσκελές κείμενο λέξεων, πολλών λέξεων που κορυφώνεται με μια δαρβινική ερμηνεία της ιστορίας ως ζούγκλας, εξυμνώντας κάθε θεωρία συνωμοσίας και προωθώντας μια αντίληψη εξαίρεσης περί της Ελλάδας ως ενός «ανάδελφου» και «μοναχικού» έθνους που όλοι θέλουν να καταστρέψουν… Με έμφαση ζητά μια «ελληνοκεντρική» εκπαίδευση που θα καλλιεργήσει υπερηφάνεια για τις εθνικές αξίες. Καταγγέλλει τον Χένρι Κίσινγκερ για το διπλό σχέδιό του να καταστρέψει πρώτα την Κύπρο και μετά τον ελληνικό πολιτισμό. Και λέει:

«Αγαπητοί φίλοι – συμπατριώτες, για να προχωρήσουμε παραπέρα έως ότου διώξουμε από την Πατρίδα μας την ξένη ακρίδα, θα πρέπει να ξαναβαφτίσουμε τις λέξεις “Ελευθερία”, “Ανεξαρτησία”, “Δημοκρατία”, “Ισότητα”, “Δικαιοσύνη”. Τις λέξεις “Έθνος”, “Ελλάδα”, “Ελληνικότητα”. […] Οι ξένοι και τα όργανά τους μας έχουν μολύνει τις έννοιες “Αλήθεια”, “Ειλικρίνεια”, “Τιμιότητα”, “Ευγένεια”, “Σεβασμός”, “Αλληλεγγύη”, “Φιλοξενία”.

Καταλήγει με τη μνημειώδη ταυτολογία με κεφαλαία γράμματα, την οποία βλέπω να αναβοσβήνει στην οθόνη: «Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»!

Αλλάζω το κανάλι και χαίρομαι που επιδίδομαι σε ανόητες διαφημίσεις. Μερικές φορές, νιώθεις ότι είναι ο μόνος τρόπος για να είσαι στα καλά σου.

Οι αυταπάτες του Θεοδωράκη δείχνουν πως η μυθολογική σκέψη διαπερνά τον δημόσιο λόγο. Ίσως αυτό να είναι αποτέλεσμα της ιδιαίτερης μορφής του χριστιανισμού που επικράτησε στην Ανατολή: καμία πτώση στην Ιστορία, κανένας τρόμος και ρίγος, μόνο η προπατορική ευδαιμονία, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό ή με το αναστημένο σώμα του Ιησού, και τη φωσφορική λευκότητά του, χωρίς ατέλειες ή σκιές ή κηλίδες. Κάθε τι που καταστρέφει την πληρότητα είναι δαιμονικό και καταχθόνιο: η Ιστορία είναι μια σκοτεινή άβυσσος, δεν συνέβη ποτέ, δεν έλαβε χώρα ποτέ. Η αθωότητά μας δείχνει ότι βρισκόμαστε ακόμα στον παράδεισο: δεν φύγαμε ποτέ, δεν γευτήκαμε ποτέ τη γνώση, παραμείναμε πιστοί στην αρχική βιβλική συνθήκη. Όλα όσα συμβαίνουν είναι λάθος, αλλά δεν μπορούμε να κατηγορηθούμε γι’ αυτά: υπεύθυνοι είναι οι άλλοι –αλλά εμείς δεν μπορούμε να γίνουμε άλλοι, γιατί παραμείναμε πιστοί. […]

⸙⸙⸙

[Στις «επτά ημέρες της δημιουργίας» του κειμένου προηγείται με πλάγια γράμματα σχόλιο του Αχιλλέα Ντελλή και ακολουθεί σε μετάφρασή του και με όρθια στοιχεία απόσπασμα από το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή The Demons of Athens. Reports from the Great Devastation.] 

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή