Για την Αβεβαιότητα και για το Μυστήριο του Καβάφη
Μετάφραση: Ελένη Πετροπούλου
Κάποτε, ο Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι μου εκμυστηρεύτηκε ότι προσέγγιζε τη διδασκαλία με πολύ άγχος. Ήταν μάλλον συνεσταλμένος και επιφυλακτικός. Δεν ήταν στη φύση του να λειτουργεί μπροστά σε φοιτητές για ώρες, παρέχοντας απόψεις ειδικού, εμπνέοντας συζήτηση. Η στερεοτυπική στάση που υιοθετείται από έναν καθηγητή είναι εκείνη της βεβαιότητας, ωστόσο ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα που πήρα από τον Άνταμ ήταν ότι η διδασκαλία γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα όταν καταγίνεσαι με υλικό που αφήνει τόσο τους καθηγητές όσο και τους φοιτητές στην αβεβαιότητα. Ως στοχαστής και ως ποιητής, η αβεβαιότητα είχε περισσότερο ενδιαφέρον για τον Άνταμ απ’ ότι η βεβαιότητα.
Αντί, λοιπόν, για τον θόρυβο της μόρφωσης, τα μαθήματα του Άνταμ ήταν γεμάτα με περιόδους σιωπής. Νομίζω ότι ο Άνταμ θα ήταν πιο ευτυχής αν είχαμε περάσει την ώρα των μαθημάτων διαβάζοντας μόνο κείμενα μαζί δυνατά και μετά απολαμβάναμε –αμίλητοι– τον απόηχό τους, προσπαθώντας να ενστερνιστούμε αυτό που μας πρόσφεραν.
Και όμως, προέκυπταν γνώσεις από εκείνες τις σιωπές, συνέχεια.
Θυμάμαι ιδιαίτερα μια μέρα όταν ήμασταν σε διάλειμμα από το εργαστήριο μετάφρασης που δίδασκε στον Πανεπιστήμιο του Χιούστον. Είχαμε μόλις περάσει μια ώρα με ένα ποίημα του Καβάφη, τα λόγια του οποίου πάλευα να μεταφράσω στα Αγγλικά, τα λόγια του οποίου ακόμα ηχούσαν στ’ αυτιά μας.
Ο Άνταμ περπατούσε μαζί μου κάτω από τον ήλιο του Τέξας και ρώτησε μετά από λίγο «Κρίστοφερ, πώς αιτιολογούμε το μυστήριο του Καβάφη; Πώς αιτιολογούμε το μεγαλείο του; Τα ποιήματά του διακινδυνεύουν πάρα πολύ σιωπή και μονοτονία. Δεν μοιάζουν καν σαν ποιήματα. Ωστόσο ξέρουμε ότι είναι ποίηση.»
Με ρώτησε αν αυτό ήταν πρόβλημα της μετάφρασης. Του είπα ότι δεν πίστευα κάτι τέτοιο, ότι είχαν το ίδιο χαρακτηριστικό στα Ελληνικά.
«Άλλη μια απόδειξη ότι δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για την ποίηση», είπε.
Ένας αποχαιρετισμός
Μετάφραση: Ελένη Πετροπούλου
Την Τετάρτη 7 Απριλίου, χάρη στην πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Άνταμ Μικίεβιτς στο Πόζναν, ποιητές και ακαδημαϊκοί συναντήθηκαν διαδικτυακά για να αναγνώσουν τα αγαπημένα τους ποιήματα του Άνταμ Ζαγκαγιέβσκι. Ήταν μια συνάντηση ανθρώπων από διάφορες χώρες (Πολωνία, Ιταλία, Κροατία, Βέλγιο κ.λπ.) και διαφόρων ηλικιών, κάποιοι στενοί φίλοι του ποιητή, κάποιοι, όπως εγώ, που τον γνωρίζαμε προσωπικά αρκετά καλά ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας ευγενικός, πράος άνθρωπος με ενσυναίσθηση, λεπτή αίσθηση του χιούμορ, ενδιαφέρον πάντα για τους άλλους, περίεργος να ακούσει τις ιστορίες τους. Αυτό που βρήκα πολύ συγκινητικό σε αυτήν τη συνάντηση ήταν η οικειότητα και η ανθρώπινη ζεστασιά, που είναι τόσο δύσκολο να τα επιτύχει κανείς μέσω των ψηφιακών μέσων. Ο καθένας μας διάβασε ένα ποίημα. Οι επιλογές μας ήταν εντελώς προσωπικές, βασισμένες σε αυτό που πραγματικά αγαπούσαμε στη συγκεκριμένη ποίηση, όχι σε κάποιον κοινά αποδεκτό κανόνα. Επέλεξα το θαυμάσιο «Zasuwka» («Ο Σύρτης») από το πιο πρόσφατο και, δυστυχώς, τελευταίο βιβλίο του Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι με τίτλο Prawdziwe zycie (Αληθινή Ζωή, 2019). Αυτό το ποίημα μιλά για τον παππού του ποιητή ο οποίος δίδασκε τη Γερμανική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Λεόπολης. Τα μαθήματά του άρχιζαν νωρίς το πρωί και τους φοιτητές έπαιρνε συχνά ο ύπνος και έρχονταν πολύ αργά. Στο τέλος αποφάσισε να βάλει σύρτη στην πόρτα ώστε οι αργοπορημένοι να μην μπορούν να μπουν στην αίθουσα. Κανένας δεν γνώριζε εκείνο τον καιρό, ούτε ο παππούς ούτε οι φοιτητές, ότι ο επερχόμενος Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος σύντομα θα κατέστρεφε την Λεόπολη και τις ζωές των κατοίκων της, και ότι ο σύρτης στην πόρτα της αίθουσας θα γινόταν ειδυλλιακή ανάμνηση του χαμένου κόσμου όπως μια πόρπη από το Ερκολάνο.
Νομίζω ότι αυτό το ποίημα αποκτά μια επιπλέον σημασία τώρα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου όλα αυτά που υπήρχαν πριν από την κρίση φαίνονται εξωπραγματικά.
Η ανάγνωση της ποίησης στις 7 Απριλίου ήταν ένας όμορφος αποχαιρετισμός στον ποιητή που μας άφησε πάρα πολύ νωρίς. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαβάζουμε το έργο του ξανά και ξανά όχι γονατιστοί, αλλά με ανοιχτό τον νου και τις καρδιές μας, σ’ ετοιμότητα για διάλογο μ’ αυτά τα ποιήματα. Έναν διάλογο που κάποιες φορές είναι συζήτηση και διαφωνία, κάποιες φορές πλήρης συμφωνία και κάποιες φορές υπερβαίνει τις λέξεις.
Άπαξ ανέστιος, αεί ανέστιος
Μετάφραση: Ελένη Πετροπούλου
Τον Απρίλιο του 2011 προσπαθούσα να προσκαλέσω τον Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι στην Κίνα για την τελετή έναρξης ενός φεστιβάλ ποίησης. Δεν μπορούσε να έρθει, οπότε τον ρώτησα αν μπορούσα να του πάρω συνέντευξη μέσω email και του έστειλα μερικές ερωτήσεις. Απάντησε στις ερωτήσεις μέσα σε δύο εβδομάδες και αυτή ήταν η αρχή της αλληλογραφίας μας. Εκείνο τον καιρό ζούσα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών χωρίς να αισθάνομαι πατρίδα μου καμία από τις δύο χώρες. Τα λόγια του «Άπαξ ανέστιος, αεί ανέστιος» με άγγιξαν βαθιά, με την έννοια ότι, όπως ο ίδιος είπε, φιλοσοφικά «ήμουν παρατηρήτρια παρά συμμετέχουσα» στην κάθε χώρα. Τα λόγια του μου έδωσαν δύναμη καθώς είμαι μία ανέστια, αδέσμευτη ποιήτρια και μου θύμισαν τη μακρόχρονη παράδοση των ποιητών και συγγραφέων της διασποράς και της λογοτεχνίας της διασποράς. Τελικά, τον συνάντησα στο Βερολίνο λίγα χρόνια αργότερα. «Νόμιζα ότι το όνομα Μινγκ Ντι αφορούσε άνδρα», είπε. Γέλασα.
Ο Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι είχε ήδη μεταφραστεί στα κινεζικά από άλλους, όμως η συνέντευξη τον έκανε να φανεί αληθινός και προσιτός όταν δημοσιεύτηκε στην Κίνα τον ίδιο χρόνο, το 2011. Για να πω την αλήθεια, η ανατολικοευρωπαϊκή λογοτεχνία υπήρξε ανέκαθεν δημοφιλής στην Κίνα, ιδιαίτερα η ποίηση των Μίλος, Χέρμπερτ και Ζαγκαγιέφσκι, για ν’ αναφέρω λίγους μόνο. Ένας τρόπος για να φτάσει κανείς τις βαθιές λεπτές αποχρώσεις της κινεζικής ποίησης είναι μέσα από την ποίηση δημιουργών από πρώην κομμουνιστικές χώρες, όπως ο Μίλος και ο Ζαγκαγιέφσκι. Ο Ζαγκαγιέφσκι και η Πολωνία έχουν γίνει σύμβολα στην Κίνα όμοια όπως και το Τείχος του Βερολίνου το 1989. «Πάσχισε να υμνήσεις τον ακρωτηριασμένο κόσμο. Θυμήσου τις μακρές ημέρες του Ιουνίου…» –αυτό το ποίημα συγκεκριμένα έχει ιδιαίτερο νόημα για μένα και για εμάς, τις γενιές από την Κίνα μετά τον Μάο και μετά το 1989, παρ’ ότι δεν γράφτηκε συγκεκριμένα για μας, και αυτό αποτελεί παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η ποίηση μπορεί να είναι αποκαλυπτική σε εποχές σκότους.
Ποιητής της ευαισθησίας
Μετάφραση: Ελένη Πετροπούλου
Ένα από τα πιο όμορφα στοιχεία του Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι είναι ότι δεν είχε καθόλου το άγχος της επιρροής κατά Μπλουμ. Έβαζε ποτό και δεχόταν με ευχαρίστηση τη συζήτηση για ποιήματα που τον είχαν επηρεάσει ή για ποιητές που απηχούσε ή για το πώς άλλοι ποιητές απηχούσαν άλλους ποιητές (από ποιητές σαν τον Μοντάλε μέχρι τον Γκότφριντ Μπεν, τον Βλάντιμιρ Χόλαν, τον λιγότερο γνωστό Βίκτωρ Βοροζίλσκι κ.λπ.). Αγαπούσε τους ποιητές, κρυφογελούσε (με εκείνο το υπέροχο ειρωνικό γέλιο) με και για τους ποιητές, απήγγειλε στίχους (μου απήγγειλε κάποια ρωσικά ποιήματα από μνήμης), έλεγε ιστορίες σχετικές μ’ αυτούς, χαμογελούσε και μοιραζόταν τους στίχους που τον είχαν επηρεάσει χωρίς καθόλου δισταγμό ή ψεύτικη επιφυλακτικότητα και, μια φορά, φορούσε ένα σακάκι που με περηφάνια μου είπε ότι ήταν το σακάκι που του είχε δώσει ο Γιόζεφ Μπρόντσκι. Είπε «στο πρώτο μου ταξίδι στην Αμερική ήμουν ένας πολύ αδύνατος άνδρας που εξέφρασε τον θαυμασμό του στον Τζόζεφ για το σακάκι του και ο Γιόζεφ το έβγαλε και απλά μου το έδωσε». Ο Άνταμ ήταν εξίσου γενναιόδωρος επίσης. Κάπου μέσα στις σημειώσεις μου έχω λίστες με ποιητές και δοκιμιογράφους που συνιστούσε όταν συναντιόμασταν μια φορά τον μήνα στο Σικάγο. Και μετά, μου έστελνε email την επόμενη ημέρα προτείνοντας και κάποιους άλλους.
Έχει πολλούς μαθητές από το Χιούστον και το Σικάγο που πιθανόν να πουν πολλά περισσότερα για τη διδασκαλία του. Εγώ δεν υπήρξα ένας απ’ αυτούς. Υπήρξα απλώς κάποιος που ωφελήθηκε από την καλοσύνη του και τη γενναιοδωρία της συνομιλίας του. Θα μου λείψει, και θα μου λείψει ολόκληρος ο κόσμος της ποίησης που έφερε μαζί του –ένας άνθρωπος που δεχόταν να σε πάει στο ξενοδοχείο σου μετά από μια ανάγνωση ποίησης και μετά θα σταματούσε το αυτοκίνητο, στα μισά της διαδρομής, στην άκρη του δρόμου, και απλά θα συνέχιζε να μιλά για ποίηση. Τίποτα απ’ αυτά δεν γίνονταν με υπερβολικό ενθουσιασμό: ήταν ένας πολύ συνεσταλμένος άνθρωπος, ευγενικός, προσεκτικός. Και πάντοτε έλεγε την αλήθεια για την ποίηση. Πίστευε στην ψυχή· η ψυχή πρέπει να ζει μέσα στα λυρικά ποιήματα. Αυτό, πάνω απ’ όλα.
Το ποίημά του «Να πας στη Λεόπολη» –μια ελεγεία για τον κόσμο που χάθηκε αλλά συνάμα κι ένα είδος ύμνου στη ζωή– έγινε σύνθημα για πολλούς μετανάστες και πρόσφυγες ποιητές της γενιάς μου. Αν σας αρέσει αυτό το ποίημα, είστε ένας από εμάς. Εγώ το αγαπώ για όλους αυτούς τους λόγους, ναι, αλλά επίσης κι επειδή άφησε το περιθώριο –στις δύο τελευταίες δεκαετίες αυτού του καταραμένου αιώνα– για ένα είδος άφεσης. Έδινε έναν τρόπο για να μπει στην ποίηση η εξύμνηση πολύ καιρό μετά από τότε που γράφτηκαν «Η Φούγκα του Θανάτου» ή το «Ουρλιαχτό»· είχε όλη τη δύναμη αυτών των μνημειωδών έργων και ωστόσο άφηνε χώρο στην ευαισθησία.
Έτσι θα σε θυμάμαι πάντα, Άνταμ. Σαν έναν ποιητή που άφηνε χώρο στην ευαισθησία.
Φωτογραφία από τον γάμο του Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι. Τη γυναίκα του Μάγια κρατάει από αριστερά ο ηθοποιός Βόιτσεκ Πόσνιαχ, ακολουθούν ο Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ και ο Γιόζεφ Μπρόντσκι.
Συνάντηση με τον Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι
Μετάφραση: Ελένη Πετροπούλου
Συνάντησα τον Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι μία φορά μόνο –όταν ήρθε να διαβάσει ποίηση στο Κολλέγιο Σουίτ Μπράιαρ στη Βιρτζίνια και προηγήθηκε δείπνο το προηγούμενο βράδι στο Κέντρο Δημιουργικών Τεχνών της Βιρτζίνια όπου δίδασκα συγγραφή. Καθίσαμε δίπλα και, ως μεγάλη θαυμάστρια του έργου του, στην αρχή ήμουν φοβισμένη. Αυτό κράτησε λίγα μόνο λεπτά. Ήταν εξαιρετικά ευγενικός και ανοιχτός και γρήγορα αισθάνθηκα σαν να μιλούσα με παλιό φίλο.
Κάποια στιγμή ρώτησα αν θα διάβαζε το «Να πας στη Λεόπολη» το επόμενο βράδι. Είπε ότι ήταν ένα δύσκολο ποίημα για να το διαβάσει κανείς και ότι δεν πίστευε πως μπορούσε. Παρ’ όλα αυτά το επόμενο βράδυ το διάβασε, πολύ όμορφα. Όμως εκείνο το βράδυ αποκάλυψε επίσης κάτι ενδιαφέρον σχετικά με το ποίημά του «Πάσχισε να υμνήσεις τον ακρωτηριασμένο κόσμο.»
Τον ρώτησα αν σκέφτηκε ποτέ να συμμετέχει στη μετάφραση των ποιημάτων του, όπως έκανε ο Μίλος. Απάντησε «Όχι» και είπε το εξής ως αιτιολογία: Όταν η Άλις Κουίν επέλεξε το ποίημά του για το τεύχος του New Yorker μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυτό ήταν ακόμη σε μορφή χειρογράφου. Ήθελε να μεταφράσει το ποίημα ως «Πάσχισε να εκθειάσεις τον ακρωτηριασμένο κόσμο», ωστόσο η μεταφράστριά του, η Κλερ Κάβανο, η σύζυγός του και η Κουίν προτιμούσαν όλες το «υμνήσεις» και «έκαναν κόμμα» εναντίον του. Ανακάλυψε ότι οι περισσότεροι συμφωνούσαν μαζί τους, όμως εκείνος είχε ακόμη αμφιβολίες. Το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν «Είστε τυχερός που επικράτησε η γνώμη τους.» Όταν το άκουσε απλά χαμογέλασε.
Έφυγα με την αίσθηση ότι ήταν κάποιος που έμοιαζε πολύ με τα ποιήματά του –απαιτητικά ευφυής, ευάλωτος και με αντίληψη τόσο της σοβαρότητας όσο και του παραλογισμού της ύπαρξης. Μα υπήρχε και κάτι άλλο. Όλοι μας έχουμε προσωπεία –πώς αλλιώς να πορευόμαστε στις κοινωνικές περιστάσεις– ωστόσο ένιωσα ότι ο Ζαγκαγιέφσκι διέθετε λιγότερη προσποίηση από οποιονδήποτε που είχα ποτέ συναντήσει. Βρήκα αυτήν την ευπρέπεια συγκινητική όσο και εντυπωσιακή.
Mark Strand, Joseph Brodsky, Adam Zagajewski, Derek Walcott στον κήπο του Μπρόντσκι, Νέα Υόρκη 1986 (Φωτο: Jill Krementz)
Πόλεις γεννήσεων και αναμνήσεων (θραύσματα)
Μετάφραση: Ελένη Πετροπούλου
Όταν συνάντησα τον Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι στο Βερολίνο πριν από κάποια χρόνια, στην ανατολική πλευρά του κατεστραμμένου τείχους των πρόσκαιρων αποχωρισμών και της μόνιμης αμφισβήτησης, και όταν πρόφερα στη Σλαβομακεδονική γλώσσα το όνομα της γενέθλιας πόλης του ως Λαβόφ, είπε ότι εκείνη τη στιγμή έγινε πλουσιότερος κατά ακόμη μία ονομασία της πόλης που γεννήθηκε. Αναρωτιέμαι συχνά πόσες γενέτειρες θα πρέπει να έχει κάποιος για να μπορεί να ξεφεύγει από τον θάνατό του ή να ξεφεύγει από τη μνήμη πόλεων όπου έχει χάσει κάποιον; Πολλοί άνθρωποι προφέρουν το όνομα της πόλης μου λανθασμένα ως Στρουμίσα ή Στρουμίκα, δίνοντάς μου με αυτόν τον τρόπο μια νέα γενέτειρα με βάση μόνο την αρχιτεκτονική της γλώσσας και τη συνείδησή μας. Αν κοιτάξουμε φωτογραφίες από τα ταξίδια μας, θα δούμε ότι πάντοτε στεκόμαστε δίπλα από ένα μνημειώδες κτήριο ή σε μια πλατεία ιστορικής σημασίας. Οι λιγότερες σε αριθμό φωτογραφίες στα άλμπουμ μας είναι φωτογραφίες των σπιτιών που κατοικούμε και των χώρων όπου οι πόλεις των προγόνων μας και των απογόνων μας εκτείνονται αργά, όπως τα τοπικά νεκροταφεία καταλαμβάνουν τον κοντινό λόφο με το πέρασμα του χρόνου.
Συνάντησα τον Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι σε πόλεις στις οποίες δεν γεννηθήκαμε και δεν θα πεθάνουμε –Βερολίνο, Νέα Υόρκη, Βρέμη, Στρούγκα, Βαρσοβία… Πόλεις σαν κι αυτές, ενός συχνού ανήκειν, δεν κοιμούνται ποτέ. Ακόμη και στο πιο πυκνό σκοτάδι, όταν δεν υπάρχει ολόγιομο φεγγάρι, όταν δεν υπάρχει αντανάκλαση του χιονιού, είναι ανοιχτές σε νέους κατοίκους που ποτέ δεν φέρουν κλειδί μαζί τους. Όταν όλα τα φώτα της πόλης σβήνουν ταυτόχρονα, όπως τα κεράκια μιας τούρτας γενεθλίων, τότε το κέντρο και το γκέτο γίνονται ένα. Στο τέρμα εκείνου του φωτός, ξεκινούν οι δρόμοι του πόθου για νέα μονοπάτια. Αγαπητέ Άνταμ, έχουμε τόσες πολλές γενέθλιες πόλεις· μακάρι να είχαμε εξίσου πολλούς τόπους για να πεθάνουμε.
Ενάντια στη βαρετή ποίηση
Μετάφραση: Ελένη Πετροπούλου
Ο ποιητής που επισκεπτόταν το πανεπιστήμιό μας –δεν θ’ αποκαλύψω το όνομά του– έδειχνε ότι πήγαινε γυρεύοντας για καυγά με το κοινό. Αν θυμάμαι καλά, επιχειρηματολογούσε κατά της σοβαρότητας στην ποίηση, ισχυριζόμενος ότι η ποίηση είχε να κάνει με διασκέδαση. Οι συμφοιτητές μου έμειναν άναυδοι, ωστόσο ο επισκέπτης έφερε το κύρος πολλών βραβείων και τη θέση του συντάκτη σε εθνικής εμβέλειας περιοδικό. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος όταν αντιμετώπισε την πιο ταλαντούχα από την ομάδα μας μιλώντας δυνατά ταυτόχρονα με εκείνην, μέχρι που αυτή εμφανώς εκνευρίστηκε. Και εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια. «Λοιπόν,» είπε ο επισκέπτης ποιητής θριαμβευτικά, «θα υπήρχε στ’ αλήθεια κάποιο πρόβλημα αν η ποίηση είχε να κάνει μόνο με διασκέδαση, με ήχους;» Η αίθουσα ήταν σιωπηλή, ηττημένη. Ο επισκέπτης ποιητής χαμογέλασε. Τότε, από το πουθενά, μια σιγανή μα σοφή φωνή είπε «Ναι». Το κοινό γέλασε λιγάκι. Ξέραμε ότι ήταν ο δάσκαλός μας, ο Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι. Τότε ο Άνταμ τον αποτελείωσε –«Επειδή θα ήταν βαρετή.» Το γέλιο ήταν δυνατό, το χειροκρότημα που ακολούθησε σαρωτικό, με μια χροιά ανακούφισης. Η προσωδία και το ύφος δεν προέκυπταν ποτέ στα μαθήματα του Άνταμ – αντίθετα, τα σεμινάριά του έφεραν τίτλους όπως «Ποίηση και Αμφισβήτηση» και «Μπορούμε Ακόμη Να Γράψουμε Σπουδαία Ποιήματα;» Συζητούσαμε για το πώς η ποίηση μπορεί να μας δώσει θάρρος και να ξεκλειδώσει μυστικά. Ο Άνταμ δεν ήταν στομφώδης ένθερμος υποστηρικτής της ποίησης όπως ήταν ο Τζόζεφ Μπρόντσκι, εν μέρει, νομίζω, επειδή πίστευε (υποθέτω!) ότι η ποίηση δεν είχε ανάγκη υπεράσπισης (δείτε το δοκίμιό του «Κατά της Ποίησης»). Παρακολουθώντας το μάθημα του Άνταμ, μιλώντας μαζί του για την ποίηση, αντιλαμβανόσουν ότι η ποίηση ήταν απολύτως απαραίτητη, όπως απολύτως απαραίτητη είναι η χαρά. Η ποίηση ήταν πολλά πράγματα σε εκείνα τα μαθήματα όμως δεν ήταν ποτέ παιχνίδι, ποτέ πανεύκολη. Ναι, θα μπορούσε κανείς να ζήσει χωρίς την ποίηση, όμως τί είδους ζωή θα ήταν αυτή; Θα ήταν βαρετή.
Με τον Ζαγκαγιέφσκι στην Κρήτη
Μετάφραση: Σωκράτης Καμπουρόπουλος
Ο φίλος μου, ποιητής και φιλέλληνας Κρίστοφερ Μπάκεν που διδάσκει στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι και είχε μέντορά του τον Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον, μου έπλεξε το εγκώμιο των ποιημάτων του και με παρότρυνε να τα διαβάσω. Καθώς άρχισα να τα διαβάζω, πολύ εντυπωσιασμένος, έπεσα πάνω στο ποίημα του Άνταμ «Για το κολύμπι»:
«…Μ’ αρέσει να κολυμπώ στη θάλασσα που συνεχίζει
να μονολογεί
με τη μονότονη φωνή ενός περιπλανώμενου
που δε θυμάται πια
από πόσο παλιά έχει βγει στο δρόμο.
Το κολύμπι είναι σαν την προσευχή:
Ενώνονται και χωρίζουν οι παλάμες,
ενώνονται και χωρίζουν,
σχεδόν χωρίς τελειωμό»(μτφρ. Βασίλης Μαραγκός, Μαθήματα πιάνου, Κοινωνία των (δε)κάτων 2014)
Υποθέτοντας ότι δεν έχουν γραφτεί πολλά ποιήματα με θέμα το κολύμπι, πήρα το θάρρος να στείλω στον Άνταμ ένα αντίστοιχο ποίημά μου με τίτλο «Πρίσμα» ελπίζοντας ότι θα του αρέσει. Η παρόρμησή μου έφερε τύχη. Ο Άνταμ μου απάντησε λέγοντας ότι του άρεσε το ποίημα, ότι θα ήταν στα νότια της Κρήτης τον Σεπτέμβριο για διακοπές στη θάλασσα (ήμασταν στο 2014), και με κάλεσε να τον συναντήσω εκεί, αν ήθελα, «να πιούμε μαζί ένα ποτήρι κρασί». Εκείνη την εποχή ήμουν γιατρός διορισμένος στο νοσοκομείο της Ικαρίας, είχα λίγες μέρες διακοπές και δέχτηκα με χαρά την πρόσκλησή του. Έφερα μαζί μου λίγα δώρα στην πρώτη μας συνάντηση. Το ένα ήταν μια επιτραπέζια προτομή του Καζαντζάκη απ’ αυτές που πουλούσαν στα μαγαζιά με σουβενίρ στην Κρήτη (ας το σκεφτούμε λίγο αυτό: πουλάνε προτομές του Γουίτμαν στο Μπρούκλιν ή του Προυστ στο Παρίσι;) και το άλλο ένα αντίτυπο του Κολοσσού του Μαρουσιού του Χένρυ Μίλλερ. Ο Σεφέρης περιγράφεται με ιδιαίτερο τρόπο στο βιβλίο του Μίλλερ και ο Άνταμ θαύμαζε τον Σεφέρη.
Ο Άνταμ, η γυναίκα του κι εγώ περάσαμε τις μέρες μας κολυμπώντας. Έκανα μπάνιο σε διαφορετικές απ’ αυτούς παραλίες από σεβασμό στην ιδιωτικότητά τους. Αλλά το βράδυ τρώγαμε μαζί στην παραθαλάσσια ταβέρνα κοντά στο ξενοδοχείο μας, όπου το φαγητό και το κρασί ήταν υπέροχα και η συζήτηση με τον Άνταμ διαρκούσε ως αργά τη νύχτα. Οι συνθήκες ήταν τέλειες για να μιλήσουμε γι’ αυτό που ο Άνταμ γνώριζε τόσο καλά κι έγραψε στα ποιήματά του: ότι η έμπνευση και η αποκάλυψη υπάρχουν οδηγώντας προς το υπερβατικό. Περάσαμε τέσσερις μέρες και τέσσερα βράδια μ’ αυτό τον τρόπο, ώσπου ο Άνταμ επέστρεψε με το νοικιασμένο αυτοκίνητό τους στα Χανιά, μ’ εμένα συνεπιβάτη, απ’ όπου ο Άνταμ και η Μάγια πήραν το αεροπλάνο για την Πολωνία κι εγώ συνέχισα για να επισκεφθώ φίλους μου στο Ηράκλειο.
Συνάντησα πάλι τον Άνταμ, για λίγο, ύστερα από εννέα μήνες. Ήταν καλεσμένος της Πολωνικής Πρεσβείας και του Κύκλου Ποιητών με την ευκαιρία της μετάφρασης μιας ανθολογίας ποιημάτων του στα ελληνικά. Το πρόγραμμά του ήταν γεμάτο υποχρεώσεις: αναγνώσεις ποίησης, επίσκεψη στο Πολωνικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, συναντήσεις με επισήμους. Μιλήσαμε βιαστικά αμέσως μετά την ανάγνωσή του και σχεδιάσαμε να επισκεφθούμε τη συλλογή αγαλμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Εξαιτίας του περιορισμένου χρόνου του δεν μπορέσαμε να συναντηθούμε, αλλά ο Άνταμ κατάφερε να βρει λίγο χρόνο για μια σύντομη επίσκεψη και μου έγραψε ότι το μουσείο «ήταν στ’ αλήθεια υπέροχο». Χαίρομαι που βρήκε τον τρόπο να δει τα αγάλματα.
Ήταν μετά από τις μέρες που περάσαμε στην Κρήτη που έπεσα πάνω σ’ ένα ποίημά του που το θέμα του επικαλυπτόταν με το θέμα ενός από τα δικά μου ποιήματα. Και τα δύο αναφέρονταν στην Ασίνη και στις σκέψεις του Γιώργου Σεφέρη για την Ασίνη. Ιδού οι τελευταίοι στίχοι του δικού μου ποιήματος:
«Ο πρίγκιπας της Ασίνης»
« … ένας Έλληνας πρίγκιπας της ποίησης,
ο Γιώργος Σεφέρης, ήρθε να ψάξει
για τον χαμένο βασιλιά της Ασίνης-
χαμένο ανάμεσα στα θραύσματα των αγγείων,
χαμένο μέσα στα Κυκλώπεια τείχη της πόλης,
χαμένο ανάμεσα στα μυριάδες ονόματα
και τόπους που καταγράφονται στην Ιλιάδα·
και βρήκε μόνο κενό:
κενότητα, δυστυχία, το άδειο»(μτφρ. Σ. Καμπουρόπουλος, Μια ψυχή σε κάθε πέτρα, Το Ροδακιό 2019)
Και οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα του Άνταμ, «Όπως ο βασιλιάς της Ασίνης»
«Όπως ο βασιλιάς της Ασίνης στον Σεφέρη – συλλογιζόμουν,
αναπολώντας το εξαίσιο ποίημα:
ζέστη, η θάλασσα γαλήνια, το κενό κάτω απ’ τη χρυσή προσωπίδα,
δυο άνθρωποι στη βάρκα, τα βράχια αμίλητα,
βαρύς ο κόσμος, κι από την άλλη πλευρά μόνο
η Ασίνη κι ο ηγεμόνας της – μια λέξη σ’ όλη την Ιλιάδα,
η πιο σύντομη μνεία στον κατάλογο των πλοίων…»(μτφρ. Βασίλης Μαραγκός, Μαθήματα πιάνου, 2014, ό.π.)
Έτσι, αν και ο Άνταμ είχε πολύ μεγαλύτερο ταλέντο από μένα, η Ελλάδα με τους ιστορημένους τόπους και τους αθάνατους ποιητές της άσκησε επίδραση και στους δυο μας: σ’ έναν Πολωνό όπως ο Άνταμ και σ’ έναν Ελληνοαμερικανό της διασποράς όπως εγώ. Σε ένα από τα μέιλ του, ο Άνταμ μου έγραψε ότι «οι ψυχές των ανθρώπων πρέπει να κατάγονται από τον Νότο, ο Βορράς είναι εξορία». Το μνημονεύω για να κλείσω μ’ ένα ανέκδοτο που νομίζω ότι είναι σημαντικό για όποιον γράφει ποίηση – και αναφέρεται σε κάτι που ενσαρκώνει η ζωή στο νότο. Ο φίλος μου Γουέιν Μίλλερ σπούδαζε με τον Άνταμ και του ομολόγησε ότι «δεν ήταν όσο παραγωγικός θα ήθελε». Ο Άνταμ συνοφρυώθηκε και του απάντησε πως ήταν υπερβολικά Αμερικανός, πως «ένας ποιητής οφείλει να είναι τεμπέλης, να πηγαίνει βόλτα στο πάρκο, να διαβάζει εφημερίδες» και πως η παραγωγικότητα είναι το αντίθετο της ποίησης.