Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου
«Αφήνει πίσω του καθαρό χνάρι»
Τρικυμιώδης εικονοπλασία γεννημένη από τον πυρετό μιας φαντασίας τόσο πιο γόνιμης όσο πιο δυνατό το αίσθημα οδύνης που υπόκειται ως βιωματική αφορμή. Μουσικότητα ενεργή ως και την τελευταία λέξη της ποιητικής πρόζας, του πεζόμορφου ποιήματος, που αποτελούσε σταθερή φόρμα της προτίμησής του. Και μια γλώσσα εφευρετική και πλούσια τόσο, ώστε από μόνη της, με το άκουσμά της, να συνιστά ένα «πράγμα», έναν «όγκο» έκφρασης της πιο σκοτεινής ανησυχίας και λύπης. Αυτό ήταν για μένα η σπουδαία ποίηση του Κώστα Παπαγεωργίου. Ο ίδιος έμοιαζε με την ποίησή του ως προς το πιο απαλό χαρακτηριστικό της κυρίως, τη μουσικότητα. Χαμηλόφωνος συνομιλητής, ουσιαστικός και πράος, πάντα μέσα σε μιαν αύρα αποσιώπησης. Δεν υπήρξαμε στενοί φίλοι, με την έννοια κάποιων που βλέπονται συχνά. Όμως διασταυρωθήκαμε άπειρες φορές, έγραψε κείμενα κριτικά για όλα σχεδόν τα βιβλία μου, παρουσίασε σχεδόν όλα όσα θέλησα να παρουσιάσω, είχα τη χαρά να παρουσιάσω κι εγώ ένα δικό του και να γράψω ένα κείμενο γι’ αυτόν, και είχαμε μια αλησμόνητα δημιουργική εμπειρία συνεργασίας στα πρώτα δυο χρόνια του βραβείου «Γιάννης Βαρβέρης» της Εταιρείας Συγγραφέων ως μέλη της κριτικής επιτροπής. Και ήταν μεγάλη η λύπη και των δύο μας, όταν τελευταία κάποια αστοχία σχετικά με την συμπερίληψή μου στην πολύτομη ανθολογία της γενιάς του ’70 στον Γκοβόστη μας είχε προκαλέσει κοινή αναστάτωση. Παρά τη βέβαιη καλή του πρόθεση δεν πρόλαβε να αποκαταστήσει το λάθος βασανιζόμενος από τόσα άλλα, στη διάρκεια της οδυνηρής περιπέτειας της υγείας του που τελικά μας στέρησε οριστικά τον πολύτιμο ίσκιο του. Με παρηγορεί το γεγονός ότι εγώ τουλάχιστον πρόλαβα να του γράψω ένα εκτενές σημείωμα για το τελευταίο βιβλίο του, όπου κατέθετα γοητευμένη τη δυνατή μου συγκίνηση. Γιατί ήταν σθεναρός ποιητής ο Κώστας Παπαγεωργίου. Αφήνει πίσω του καθαρό χνάρι. Ως κριτικός διακριτό αποτύπωμα. Και ως άνθρωπος το άρωμα της ευγένειας, της σοφίας και της αγιάτρευτης μελαγχολίας του. Δεν θα ξεχαστεί.
Θωμάς Τσαλαπάτης
Για τον Κώστα Παπαγεωργίου
Ποίηση στοχαστική, διαυγής και πάνω απ’ όλα ανθρώπινη, η ποίηση του Κώστα Παπαγεωργίου αποτελεί μια από τις πιο συμπαγείς και σημαντικές λογοτεχνικές καταθέσεις της γενιάς του 70. Μέσα από ρευστές εικόνες, τοπία άλλοτε ονειρικά και άλλοτε εφιαλτικά, μέσα από έναν ποιητικό λόγο ταυτόχρονα συγκεκριμένο και σε διαρκή ροή, ο Παπαγεωργίου κατάφερε την ποιητική συμπύκνωση μέσα από την περιπλοκότητα του απλού, την ηχητική διαύγεια του ψιθύρου, την μεγάλη έκταση της μικρής γλωσσικής μετατόπισης. Είναι πολλά αυτά που μπορούν να ειπωθούν, πολλές οι μελλοντικές αναγνώσεις των βιβλίων και πολλά αυτά που θα γραφτούν. Αλλά εδώ βρισκόμαστε όχι για αυτά, αλλά για το αμείλικτο. Την πρόσφατη δηλαδή απώλεια του Κώστα Παπαγεωργίου.
Και αν είναι τόσοι πολλοί αυτοί που έσπευσαν να μιλήσουν για αυτό το αμείλικτο και την προσωπική τους επαφή με αυτό στο άκουσμα της είδησης, αυτό προκύπτει και από την ίδια τη στάση του ποιητή απέναντί τους. Γιατί αν ο Κώστας Παπαγεωργίου υπήρξε πάνω απ όλα ποιητής, ταυτόχρονα υπήρξε και ένας από τους ελάχιστους που προσέγγισαν και διαμόρφωσαν το ποιητικό τοπίο με τόσο συνολικό και σφαιρικό τρόπο. Μέσα από την κριτική και τα δοκίμια, μέσα από περιοδικά, μέσα από εκπομπές και εκδηλώσεις. Αλλά περισσότερο απ όλα μέσα από την προσωπική επαφή. Την κουβέντα και τους καφέδες, τις συζητήσεις και τα σχόλια, τις παροτρύνσεις και την ενθάρρυνση. Ο Κώστας Παπαγεωργίου υπήρξε γα πολλούς από εμάς ένα σταθερό σημείο αναφοράς, ένας δάσκαλος που αγαπούσε να μας ρωτάει και τελικά μια αιτία της ποιητικής μας συνέχειας. Ένας ποιητής που αγκάλιασε χωρίς δεύτερη σκέψη τις νεότερες γενιές, σε διαρκή αναζήτηση νέων φωνών, απόλυτα ενημερωμένος και πάντοτε έτοιμος να προτείνει. Είναι ακόμη πολύ νωρίς ώστε να αντιληφθούμε πόσα χρωστάμε -τόσο εμείς όσο και η ποίηση- στον Κώστα Παπαγεωργίου. Ένα μεγάλο ποιητή. Έναν όμορφο και γενναιόδωρο άνθρωπο.
Γιατί τελικά τι άλλο μπορεί να είναι η μεγάλη ποίηση πέρα από γενναιοδωρία απέναντι σε όλους μας;
Δημήτρης Αγγελής
Δύο περιστατικά
Περιστατικό πρώτο: Έναν Μάρτιο, μάλλον πριν το 2015, μου τηλεφώνησε ο Κώστας Παπαγεωργίου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης για να πάρω μέρος σ’ ένα πρωινό μαγκαζίνο της ΕΡΤ. Θα ήμασταν τρεις, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, εκείνος κι εγώ. Στις 21 Μαρτίου συναντηθήκαμε στην είσοδο, περάσαμε από το μακιγιάζ όπου ο θορυβώδης Μαρκόπουλος δεν άφησε κοπέλα που να μην της πει ευγενικά κάποιο χαριτωμένο πείραγμα και γύρω στις 10:20 μας έμπασαν ήσυχα στο τηλεοπτικό στούντιο και μας έβαλαν να καθίσουμε απέναντι από τους παρουσιαστές, που εκείνη την ώρα φιλοξενούσαν μια συζήτηση για την παγκόσμια ημέρα ύπνου (κατά απολύτως ειρωνικό τρόπο συμπίπτει, δυστυχώς, με την Ημέρα Ποίησης), περιμένοντας αθέατοι τη σειρά μας. Η ώρα περνούσε και η συζήτηση περί ύπνου δεν έλεγε να τελειώσει, οπότε ο Παπαγεωργίου άρχισε να εκνευρίζεται και ρώτησε πότε επιτέλους θα διακόψουν και θα μας καλέσουν. «Πολύ σύντομα», τον διαβεβαίωσε καθησυχαστικά η υπεύθυνη ροής, «δεν χρειάζεται να ανησυχείτε». Πέρασαν άλλα δέκα λεπτά, η ώρα που τελείωνε η εκπομπή πλησίαζε, ο Μαρκόπουλος είχε πλήρως αφοσιωθεί στη συζήτηση που φαίνεται πως τον ενδιέφερε πολύ, αλλά ο Παπαγεωργίου έβγαζε ήδη καπνούς, οπότε γύρισε και μας είπε: «Είναι απαράδεκτοι, δεν ήρθαμε ως εδώ για να μας ξεπετάξουν μέσα σε πέντε λεπτά! Φεύγουμε τώρα;» Συμφωνήσαμε αμέσως, σηκωθήκαμε απότομα και βγήκαμε βιαστικά από το στούντιο, ενώ η υπεύθυνη έτρεχε ξοπίσω μας παρακαλώντας να επιστρέψουμε στο στούντιο γιατί υπήρχε ακόμα χρόνος. Ήταν όμως θέμα αξιοπρέπειας να μη μείνουμε, ο Παπαγεωργίου είχε δίκιο που είχε θυμώσει, κανείς μας σε τελική ανάλυση δεν είχε ανάγκη τα πέντε λεπτά βεβιασμένης τηλεοπτικής δημοσιότητας που θα παραχωρούσαν χαριστικά στην ποίηση και στους εκπροσώπους της. Για την ιστορία, πάντως, αμέσως μετά πήραμε μέρος σε μια ραδιοφωνική εκπομπή οι τρεις μας στο Γ΄ Πρόγραμμα γιατί νωρίτερα μας είχαν δει στις σκάλες κι επειδή γνώριζαν τον Κώστα, μας παρακάλεσαν να κάνουμε μια ζωντανή συζήτηση με αφορμή την ημέρα –κι έτσι το ταξίδι ως την Αγία Παρασκευή δεν έγινε μάταια.
Περιστατικό δεύτερο: τα Χριστούγεννα του 2016, που ήταν η πιο δυστυχισμένη και μοναχική περίοδος της ζωής μου, υπήρξε και μια φωτεινή στιγμή που τη θυμάμαι με ξεχωριστή αγάπη. Η Τιτίκα (Δημητρούλια) και ο Θανάσης κάλεσαν σε δείπνο μια καλή παρέα, τον Κώστα Παπαγεωργίου με τη Νατάσα, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Χριστόφορο Λιοντάκη κι εμένα. Καθισμένοι αντικρυστά με τον Κώστα, όλο το βράδυ κοιταζόμασταν συνωμοτικά και γελούσαμε τρανταχτά παρακολουθώντας τον Χριστόφορο με τον Γιώργο να συγκρούονται και να γκρινιάζουν σαν αφελή παιδιά για μικροπράγματα –μία σκηνή της βραδιάς, με τον ζαλισμένο απ’ το κρασί Χριστόφορο Λιοντάκη να απαιτεί Σωτηρία Μπέλλου για να χορέψει ζεϊμπέκικο και τελικά να σωριάζεται στον καναπέ, την έχω περιγράψει σε κάποιο ποίημα.
Ενδεχομένως ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου έδειχνε σε αυτούς που δεν τον γνώριζαν υπερβολικά σοβαρός, σιωπηλά εσωστρεφής και μάλλον ψυχρός. Στην ποιητική δουλειά του, στις εκπομπές και στα περιοδικά, στην κριτική της ποίησης που έγραφε και στα αξιολογικά κριτήριά του ήταν απόλυτος, όπως στο πρώτο περιστατικό που περιέγραψα. Η ιδιότητα του ποιητή έχει πολύ σπιλωθεί από τους γραφικούς δημοσιοσχετίστες του χώρου και η στάση του στο συγκεκριμένο συμβάν που ήμουν παρών αλλά και σε άλλα, είναι στάση πρωτίστως ηθική, υπεράσπισης του κύρους της ποίησης. Και την ίδια στιγμή, κάτω από το κέλυφος της πρώτης εντύπωσης αποδεικνυόταν πως ήταν άνθρωπος απολύτως προσιτός, θερμός, με αίσθηση του χιούμορ, όπως στο δεύτερο περιστατικό –δεν είναι τυχαίο που προσέλκυσε γύρω του, στα μαθήματά του, στα Ποιητικά, στις αναγνώσεις που διοργάνωνε στον Γκοβόστη, τόσους νέους ποιητές που έβρισκαν επιτέλους στο πρόσωπό του έναν συνομιλητή έγκυρο και πρόθυμο να τους διαβάσει, να καθοδηγήσει τα πρώτα βήματά τους και να τους προσφέρει απλόχερα βήμα δημοσίευσης. Η ανάμνηση του ανθρώπου με τη συγκεκριμένη στάση ζωής και κυρίως ο σκοτεινός, πεισιθάνατος, ελλειπτικός και βαθιά υπαινικτικός λυρισμός του, με τα εμφανή χάσματα που τα γεμίζουν άνθη οι εσωτερικοί σεισμοί του, είναι αυτά που μένουν και θα θυμόμαστε.