α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής;
Οι γονείς μου είναι καλλιτέχνες, ο πατέρας μου είναι ο γλύπτης Κυριάκος Ρόκος και η μητέρα μου η χαράκτρια Ρουμπίνα Σαρελάκου. Το ίδιο και ο αδερφός μου, ο Δημήτρης, εικαστικός, dj και εκδότης. Μεγαλώσαμε σε μια μονοκατοικία στην Αγία Παρασκευή ανάμεσα στα μεγάλα ψυχεδελικά μαρμάρινα, γύψινα και μπρούτζινα γλυπτά του Κυριάκου, στις λεπτεπίλεπτες ασπρόμαυρες ξυλογραφίες της Ρουμπίνας, και σε έργα φίλων εικαστικών: τα κεραμεικά της Λένας Βερναρδάκη και της Χαράς Μπαχαρίου, ζωγραφικά έργα του μετέπειτα δασκάλου μου Τριαντάφυλλου Πατρασκίδη και πολλών άλλων, τα οποία βρίσκονταν παντού στα εργαστήρια και στους χώρους του σπιτιού μας. Οι δάσκαλοί μου από την παιδική μου ηλικία –εκτός από τους γονείς μου– μέχρι τα φοιτητικά μου χρόνια στην ΑΣΚΤ ήταν η Δάφνη Λιαναντωνάκη, η Μάτω Ιωαννίδου, ο Νίκος Στέφος, ο Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης, ο Μαρτίνος Γαβαθάς, η Μαίρη Σχοινά και ο Γιώργος Μήλιος.
Οι επιρροές μου όσο συγκεκριμένες είναι, άλλο τόσο είναι και χαοτικές λόγω των πολλών διαφορετικών παραδειγμάτων που μου έρχονται στο μυαλό: Bonnard, Hockney, Rothko, Ιερώνυμος Μπος, Χοκουσάι, Ensor, Darger, Crumb, η μουσική, ο κινηματογράφος. Όλες οι τέχνες έχουν έναν κοινό παρονομαστή, την κεντρική ιδέα που έχει συλλάβει ο καλλιτέχνης και την οποία έχει την ανάγκη να αναπτύξει με τον δικό του τρόπο όσο καλύτερα μπορεί. Ίσως αυτό να είναι που αποκαλούμε συνήθως «έμπνευση». Όταν λοιπόν υπάρχει αυτό το κοινό στοιχείο, γίνεται πιο κατανοητός ο λόγος για τον οποίον οι τέχνες μπορούν και καταφέρνουν να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Η έμπνευση του ενός γίνεται η πηγή έμπνευσης του άλλου, κι έτσι συνεχίζεται μια ανεξάντλητη δημιουργική αλυσίδα που ενώνει τις τέχνες ανέκαθεν και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται όσο ο άνθρωπος εξακολουθεί να αισθάνεται την ανάγκη να εκφράζεται μέσα από αυτές.
Η θεματολογία μου, παρ’ ότι συγκεκριμένη και στοχευμένη, είναι ανοιχτή σε ερμηνείες, και με ενδιαφέρει πια λιγότερο το πρόσωπο και περισσότερο το σύνολο στις συνθέσεις μου. Δίνω ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στη λεπτομέρεια, και εξακολουθώ να απολαμβάνω τη διαδικασία της ζωγραφικής σαν να την ανακαλύπτω κάθε φορά από την αρχή.
Η ζωγραφική μου είναι κυρίως βιωματική, επομένως οι περισσότερες εικόνες που προκύπτουν περιέχουν πολλές νύξεις από τα πράγματα που με απασχολούν τη συγκεκριμένη περίοδο, σαφώς περισσότερο ψυχαναλυτικά απ’ ό,τι κοινωνικοπολιτικά, φιλτραρισμένα, επηρεασμένα από το περιβάλλον στο οποίο ζω και τις συνθήκες που το διαμορφώνουν. Θέτοντας έναν στόχο, δουλεύω πολύ και πολύ αφοσιωμένα, περιμένοντας τη στιγμή που το σύνολο των έργων μου θα αποκτήσει υπόσταση.
Ο οξύμωρος χαρακτηρισμός «πλουραλιστικός μινιμαλισμός» που απέδωσε πριν από χρόνια μια φίλη μου για τη ζωγραφική μου μου αρέσει πολύ. Γενικά θα ήθελα να παραμένω ανένταχτος σε κατηγορίες και κινήματα, και να συνεχίζω να έχω καλά αφομοιωμένες επιρροές από όλες τις μορφές τέχνης που με ενδιαφέρουν.
β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;
Προσπαθώ να μη διακρίνω τάσεις, να μην εντυπωσιάζομαι με μόδες και να μη συγκρίνω την ελληνική τέχνη με την τέχνη στον υπόλοιπο κόσμο σαν να είναι κάτι ανταγωνιστικό ή κάτι με το οποίο επιβάλλεται να συμβαδίζει. Μου αρέσουν πολλοί Έλληνες εικαστικοί από όλες τις γενιές.
γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;
Έχω την εντύπωση ότι η δική μας η γενιά είχε καλούς δασκάλους εικαστικούς στην παιδική και την εφηβική μας ηλικία. Τα καλλιτεχνικά ήταν αναπόσπαστο μέρος της διδασκαλίας στα σχολεία και με αρκετή τύχη και τη βοήθεια των γονιών ο μαθητής είχε την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά στις τέχνες. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια το μάθημα των καλλιτεχνικών είναι πολυτέλεια στα λίγα σχολεία όπου διδάσκεται, αλλά παρατηρώντας τις αντιδράσεις των δασκάλων, των γονιών και ευτυχώς και των παιδιών, θέλω να ελπίζω πως σύντομα θα επανέλθει σε όλες τις τάξεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλιώς θα είμαστε καταδικασμένοι να περπατάμε με απορία πάνω κάτω σε μεγάλους περιπάτους με φοίνικες, που οδηγούν σε πλατείες με πολύχρωμα προκάτ σιντριβάνια, επειδή κάποιος, της δικής μας γενιάς, που από θέση ισχύος ανέπτυξε τα δικά του κριτήρια για το ωραίο και μας τα επέβαλε, ίσως το είχε υποτιμήσει όταν ήταν μαθητής.
δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική);
Πολύ, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους μέσα σε μια πολύ δύσκολη δεκαετία. Πιστεύω ότι οι τέχνες υπάρχουν για να αντιμετωπίζουν διαχρονικά κρίσεις προσωπικές, κοινωνικές και οικονομικές. Έχοντας αυτό στο μυαλό μου, και με την πρωτόγνωρη εμπειρία της πανδημίας που έχουμε αρχίσει καλώς ή κακώς να συνηθίζουμε, προσωπικά κάνω υπομονή και προσπαθώ να προχωράω.
ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Βρίσκομαι στην τελική ευθεία για την οργάνωση της νέας μου ατομικής έκθεσης, η οποία θα πραγματοποιηθεί τον Απρίλιο στη γκαλερί «Ζουμπουλάκη» στην Αθήνα και που θεματολογικά ανήκει σε κάτι με το οποίο δεν έχω καταπιαστεί ποτέ μέχρι τώρα.