Θανάσης Ν. Παπαθανασίου

As from Oxford…
Από το σεντούκι μου για τον επίσκοπο Κάλλιστο Γουέαρ

Στις 16 Ιουλίου του 2008 φτάσαμε –η Ελένη κι εγώ– στη Οξφόρδη, για την όγδοη κατά σειρά επίσκεψή μας στην αγαπημένη πόλη. Επίσκεψη ερευνητική και αναψυκτική μαζί. Φτάναμε μάλιστα μετά από μια καταπληκτική εβδομάδα στα νησιά Orkney, ωστόσο μια στεναχώρια σκίαζε κάπως την χαρά της κατάληξης στην Οξφορδούλα. Η στεναχώρια οφειλόταν στο ότι αυτή τη φορά (και για πρώτη φορά) δεν είχαμε καταφέρει να κλείσουμε κατάλυμα στο επίσης αγαπημένο House of St Gregory and St Macrina, το οποίο, σημειωτέον, το είχε ιδρύσει ο σπουδαίος Νικόλαος Ζερνώφ το έτος που εμείς γεννιόμασταν∙ το 1959 (και μόνο μ’ αυτές τις αράδες που έχω γράψει, το καταλαβαίνω ότι ήδη με πλημμυρίζει πέλαγος μνημών και σκέψεων και αναλογισμών…).

Τη φορά αυτή λοιπόν είχαμε κλείσει για διαμονή τριών εβδομάδων ένα διαμέρισμα στο Kidlington, στα βόρεια της Οξφόρδης και σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από το ιστορικό κέντρο της πόλης, στο οποίο βρίσκονται η Bodleian Library κι άλλες βιβλιοθήκες, ερευνητικά κέντρα, βιβλιοπωλεία και μπυραρίες. Η απόσταση δεν παλευόταν με τα πόδια (το House of St Gregory and St Macrina αντιθέτως απέχει κάν’ να τέταρτο από το κέντρο), κι έτσι εκείνη τη φορά κατεβαίναμε με λεωφορείο. Το απόγευμα της μέρας που φτάσαμε, επιδράμαμε μεν στον βιβλιοκόσμο του Blackwell και σε άλλα καρδιακά στέκια, μα η ουσιαστική δουλειά θα ξεκινούσε την επομένη το πρωί, που θα άνοιγε το Admission Office της Bodleian, ώστε να κανονίσουμε τα της εργασίας εκεί. Και η στεναχώρια συνέχιζε…

Την άλλη μέρα το πρωί κατεβήκαμε με το λεωφορείο στο κέντρο, δίπλα στο Μνημείο των προτεσταντών Μαρτύρων, που σηματοδοτεί μια από τις καρδιές της Οξφόρδης. Είχαμε κάνει μόλις τρία βήματα, όταν πέσαμε πάνω σε μια παρουσία η οποία κυριολεκτικά έφερε την καρδιά μας στη θέση της. Σαν η Οξφόρδη να μας έσκασε ένα χαμόγελο, σαν να ξαναφανερωνόταν φιλική και φιλόξενη, εξατμίζοντας τη δυσθυμία μας για το «ξεσπίτωμα». Ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν χαμογελαστό Γκάνταλφ ο οποίος ανέβαινε τον δρόμο μέσα σε μαύρο ράσο που ανέμιζε στον βηματισμό του και στο αεράκι της Οξφόρδης. «Ο Κάλλιστος!…», είπαμε, και του μίλησα αμέσως. Δεν χρειάστηκε να του θυμίσω ποιος και τι. Εκεί, στο πόδι είπαμε δυο λόγια, προσωπικά και μη, ταυτόχρονα. Κάθε επίσκεψη στην Οξφόρδη περιλάμβανε και επικοινωνία μας για συνάντηση στο σπίτι του ή στον καφέ μετά τη λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας και του Ευαγγελισμού, δίπλα στο House of St Gregory and St Macrina. Αυτή τη φορά ο επίσκοπος ήταν ιδιαίτερα φορτωμένος: αφενός είχε να εκπροσωπήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο περιλάλητο Συνέδριο του Λάμπεθ (το γιγαντιαίο συνέδριο των Αγγλικανών επισκόπων, το οποίο συγκαλείται ανά δεκαετία) και μάλιστα είχε αναλάβει δύο εισηγήσεις εκεί. Τη χρονιά εκείνη οι ημερομηνίες του Λάμπεθ συνέπιπταν ακριβώς με τις ημέρες διαμονής μας στην Οξφόρδη. Αφετέρου, έγνοιες βάραιναν τα μισόκλειστα μάτια του, τα οποία ανέδιδαν τόση χαρά όποτε συνοδεύονταν από το όμορφο χαμόγελό του, μα προβλημάτιζαν όποτε το χαμόγελο αυτό υποχωρούσε. Τη μέρα εκείνη το χαμόγελό του και διεστάλη και συνεστάλη, εκεί, στο πόδι, σαν σε χρόνο συμπυκνωμένο. Αυτό που τον βάραινε ήταν οι έγνοιες για την τοπική του Εκκλησία, για την Ορθόδοξη παρουσία στην Οξφόρδη. Τα νεφύδρια του ενδορθόδοξου εθνικισμού και των δικαιοδοσιακών ανταγωνισμών είχαν γίνει πλέον νέφωση βαριά και εντέλει καταιγίδα που χτύπησε άσχημα την υπέροχη σύνθεση της Οξφόρδης: την συνύπαρξη των δικαιοδοσιών σε μία, ουσιαστικά, ενορία. Κάποιοι που ζούσαν τον Κάλλιστο από κοντά μάς είπαν ότι πλέον ο Κάλλιστος ήταν συχνά μελαγχολικός και σκεφτικός.

Ναι, την υπέροχη σύνθεση της Οξφόρδης την θεωρούσε έργο ζωής και έμεινε πιστός στη διακονία του οράματός της μέχρι τέλους. Θυμάμαι ότι στην πρώτη επίσκεψή μας στην Οξφόρδη, το καλοκαίρι του 1987, στον πρώτο καφέ που ήπιαμε μετά τη λειτουργία στο ισόγειο του House of St Gregory and St Macrina, είχε σπεύσει από μόνος του να μου πει με χαρά παιδική το ωραίο κατόρθωμα της εκκλησίας του – το τόσο ουσιαστικό πράγματι για την παγκόσμια Ορθοδοξία.

Η παρουσία του στο Συνέδριο του Λάμπεθ συμπυκνώνει δειγματικά μιαν άλλη ισόβια έγνοια του και δράση του: τις οικουμενικές σχέσεις μεταξύ των κατακερματισμένων χριστιανών. Γεννημένος, ως γνωστό, στην Αγγλικανική παράδοση και μεταστραφείς στην Ορθόδοξη σε ώριμη προς τούτο ηλικία, είχε μια πολύ σημαντική θεώρηση αυτής της εμπειρίας, ή μάλλον αυτής της πράξης του. «Θα θεωρώ πάντοτε την απόφασή μου να ασπαστώ την Ορθοδοξία», έλεγε, «ως την αποκορύφωση της εκπλήρωσης όλων των καλών της αγγλικανικής μου εμπειρίας˙ ως επιβεβαίωση, και όχι ως απόρριψη […]. Προκειμένου να είμαστε αληθινοί μάρτυρες, χρειάζεται τόσο να ακούσουμε όσο και να μιλήσουμε, να σιωπήσουμε όσο και να εκφραστούμε […]. Ας γίνουμε μέτοχοι της συγκεκριμένης αυτής εμπειρίας [των αδελφών Χριστιανών στη Δύση], ας λάβουμε μέρος στη δική τους αίσθηση της κρίσης, με όλα της τα διλήμματα, τα άγχη και τους δισταγμούς της. Ακούγοντας προσεκτικά θα κατανοήσουμε καλύτερα την Ορθόδοξη κληρονομιά μας […]. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε τη δική μας Ορθόδοξη μαρτυρία περισσότερο κενωτική και περισσότερο γενναιόδωρη»[1].

Τον λόγιο ποιμένα Κάλλιστο συνήθως τον βομβαρδίζαμε με ερωτήσεις, στις οποίες και απαντούσε, άλλοτε δια μακρών και άλλοτε λακωνικά, ανάλογα με το θέμα και την ευαισθησία του. Μα και πέραν των απαντήσεών του, τα σχόλια τα οποία από μόνος του έσπευδε να κάνει, είχαν μια διακριτική ευθυβολία. Νοηματούχα μετά χαμογέλου! Όπως για παράδειγμα μιαν άλλη χρονιά, ανήμερα της Παναγίας, Δεκαπενταύγουστο, πάλι στον καφέ, που μου έκανε κουβέντα χαμογελώντας για μέλη της ελληνικής κοινότητας, τα οποία δεν είχαν εμφανιστεί στη λειτουργία διότι προτίμησαν να ανοίξουν τα Fish and Chips τους. «Θα έρθουν βέβαια την Κυριακή», κατέληξε. «Μα η γιορτή της Παναγίας είναι σήμερα»!

Και οι συναντήσεις στο σπίτι του ήταν από αυτό το χαρμάνι χιούμορ, έγνοιας, σωφροσύνης και ενεργητικότητας. Στην αρχή, στην οδό Staverton αρ. 15 και αργότερα (νομίζω μετά το 2001, που συνταξιοδοτήθηκε από την καθηγητική θέση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης – Pembroke College) στην Northmoor 19b, πάντα στην Οξφόρδη. Ανάμεσα σε χίλια δυο πράγματα που έχω κρατημένα από τις οξφορδιανές διαδρομές μας, μαζί με καντάρια συναισθηματισμού, έχω και το ιδιόχειρο σημείωμά του, πάνω σε χαρτονένια καρτέλα, για τις διδακτορικές σπουδές που πρότεινε ο ίδιος… Έχω κρατημένα σημειώματα, έχω κρατημένη τη δίψα, μα μόλις τώρα, μετά την εκδημία του, συνειδητοποίησα ότι δεν έχω ούτε μία φωτογραφία μαζί του!

Ούτε κινητά με φωτογραφική μηχανή, μα ούτε και χρήση internet είχαμε το 1987. Έτσι η πρώτη επικοινωνία μου με τον επίσκοπο και καθηγητή Κάλλιστο έγινε με συμβατική αλληλογραφία. Ομολογουμένως, η αφορμή για την πρώτη επικοινωνία δεν ήταν από μόνη της η λαχτάρα μου να γνωρίσω από κοντά τον θεολόγο του οποίου βιβλία διαβάζαμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα. Η αφορμή ήταν ότι είχαμε βάλει πλώρη για την πρώτη επιδρομή μου στην Bodleian, προκειμένου να συγκεντρώσω το υλικό για τη διατριβή μου, το οποίο ούτε για πλάκα δεν υπήρχε στις ελλαδικές βιβλιοθήκες. Οι πρακτικές συντεταγμένες εκείνου του ταξιδιού ήταν δύο: Πρώτον, η οικονομική μας στενότητα (τότε πρωτοέβγαλα πιστωτική κάρτα, ακριβώς για τις ανάγκες αυτού του ταξιδιού και τις δαπάνες σε δεκάδες βιβλία και χιλιάδες φωτοτυπίες. Και μάλιστα η τράπεζα έβγαλε κάρτα σε μένα, μιας και ήμουν «ασφαλής» πελάτης ως δημόσιος υπάλληλος, αλλά δεν έβγαλε στην Ελένη, καθόσον δεν είχε σταθερή εργασία, και δεν είχαμε κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε σπίτι ούτε αυτοκίνητο, πάρεξ του δίκυκλου παπιού). Δεύτερον, η χρονική μας στενότητα. Εργαζόμουν τότε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών και μάζευα μέρες άδειας με το στανιό. Παρασύρομαι βέβαια αυτή τη στιγμή και αναπολώ τις δικές μου διαδρομές και τους κόπους με τη σέσουλα, αλλά ας μου συγχωρεθεί, γιατί αυτά στοιχειώνουν και την πρώτη μου επικοινωνία με τον Κάλλιστο. Στην πίεση που προανέφερα, ένα πολύ δύσκολο ζήτημα που χρειαζόταν να αντιμετωπίσουμε, ήταν η διαμονή στην Οξφόρδη. Κάποια διαμονή κοντά στο κέντρο, λειτουργική και εξάπαντος φθηνή. Με παρότρυνση λοιπόν του καθηγητή μου μακαρίτη Ηλία Βουλγαράκη (ο οποίος έκανε έγνοια του την έγνοια σου) και τη συμβουλή του επίσης μακαρίτη καθηγητή Μάρκου Ορφανού, απευθύνθηκα στον Κάλλιστο, με δυο επιστολές μου, στις 21 Απριλίου και στις 18 Μαΐου του 1987.

Ο Κάλλιστος μου απάντησε στις 15 Ιουνίου με χειρόγραφη καλλιγράμματη δισέλιδη επιστολή του στα Αγγλικά, γραμμένη με πένα και γαλάζιο μελάνι. Στο επάνω μέρος της είχε τυπωμένο το Bishop Kallistos of Diokleia (ναι, σκέτο αυτό, χωρίς εμβλήματα και κορώνες) και τη διεύθυνση της κατοικίας του: 15 Staverton Road κλπ. Αλλά πάνω από τη διεύθυνση είχε προσθέσει χειρόγραφα: as from… Διότι, όπως εξηγούσε στην επιστολή, βρισκόταν, μετά μια περιοδεία διαλέξεων στις ΗΠΑ, για μερικές μέρες στην Πάτμο, στο μοναστήρι «του». Πρώτη φορά έβλεπα αυτή τη χρήση του as from…, αλλά μου έμεινε και για άλλους λόγους: Εκφράζει τόσο δυνατά την ταυτότητα του χριστιανού ως πάροικου και παρεπίδημου. Χρόνια αργότερα, το as from έδεσε μέσα μου με το as if: «Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (1 Κορ. 7:29-31).

Η εν λόγω επιστολή του Κάλλιστου δεν έχει ούτε μια αράδα θεολογικής πραγματείας. Και γιατί τότε να μνημονεύει κανείς μια τέτοια επιστολή, πρακτικής –ας πούμε– ρουτίνας; Μα, απλούστατα διότι δεν ήταν μια επιστολή ξεπέτας, με την οποία συχνά ένας μεγάλος ξεφορτώνεται έναν μικρό. Ο Κάλλιστος ασχολήθηκε με το αίτημά μου, μου έγραψε τα στοιχεία τού τότε οικονόμου του House of St Gregory and St Macrina (πλήρη ταχυδρομική διεύθυνση και τηλέφωνό του) και μου εξήγησε τις περιορισμένες ανέσεις και παροχές που είχε εκείνο το κατάλυμα. Ακόμα και τις δυνατότητες χρήσης της κοινής κουζίνας… Η φράση του ότι περίμενε να ανταμώσουμε στην Οξφόρδη δεν ήταν κενή φιλοφρόνηση∙ ήταν αληθινή προσδοκία και πραγματοποιήθηκε. Τότε, καλοκαίρι του 1987, ήταν η πρώτη μας συνάντηση και συζήτηση από κοντά, στην οδό Staverton, καθώς και στην εκκλησία.

Κάπου κοντά στο 2000, αν δεν κάνω λάθος, ο Κάλλιστος είχε πρόβλημα με τα πόδια του, πρόβλημα που πιθανώς το επέτεινε το ύψος και το βάρος του. Την ώρα της θείας Λειτουργίας λοιπόν «πηδούσε» από πόδι σε πόδι, μα η ήρεμη φωνή του με την αργή, καλοτονισμένη και περίπου μουσική άρθρωσή του, η οποία κανέναν ήχο δεν έκοβε και στην οποία κανένας φθόγγος δεν κουκουλωνόταν από άλλον, συνέχιζε αβλαβής. Το ίδιο και το κήρυγμά του, πάντα εύχυμο και μη κουραστικό, κήρυγμα δηλαδή με λόγο ύπαρξης, το οποίο συνήθως αντλούσε αφορμή από κάποιο εκκλησιαστικό κείμενο ή από μια γιορτή ή από κάποιο πρόσωπο. Αλλά η αφορμή ήταν μόνο αφορμή. Κατόπιν αναδυόταν ένα ιδιαίτερο ζήτημα, το οποίο είχε πράγματι κάτι να κομίσει στο εκκλησίασμα. Θυμάμαι ιδιαίτερα το κήρυγμά του την Κυριακή 28 Ιουλίου 1996 στην Ορθόδοξη εκκλησία του Δουβλίνου. Ξεκινώντας από την πρόσφατη εορτή της αγίας Παρασκευής, μίλησε για την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, την οποία δηλώνει η ύπαρξη ονόματος… Αλλά μάκρυνε η παρένθεσή μου! Επιστρέψω στους πόνους των ποδιών του: Όπως την περίοδο εκείνη «πηδούσε» από πόδι σε πόδι, έτσι και σ’ όλη του τη ζωή δεν στεκόταν σε χλωρό κλαρί. Απίστευτα ταξίδια από ήπειρο σε ήπειρο, ασταμάτητη δουλειά για τη θεολογία, ασταμάτητο γύρισμα του διακόπτη από την ακαδημαϊκή δουλειά στην ποιμαντική και τούμπαλιν. Μετά μάλιστα από τη συνταξιοδότησή του από την καθηγητική θέση, σε ηλικία 67 ετών, η ενεργητικότητά του μάλλον εντάθηκε. Την Τρίτη 26 Ιουλίου 2005, που συναντηθήκαμε στο νέο σπίτι του, στην Northmoor Road, μου είπε, πάλι με χαμόγελο διάπλατο: «Τώρα που πήρα σύνταξη, είπα να κάνω πολλά ταξίδια», και πρόσθεσε με μια χαρωπή δόση αυτοσαρκασμού: «… πριν γεράσω». Χαμογέλασα έξω μου, γέλασα μέσα μου (εγώ τότε δεν είχα πλησιάσει ακόμη τα 50), μα τώρα γελώ με το γελάκι μου εκείνο, γιατί βλέπω πόσο πανέμορφη και πολύτιμη είναι αυτή η ορμή του ανθρώπου που μεγαλώνει χωρίς να καθηλώνεται σε χλωρό κλαρί.

Ο Κάλλιστος έδωσε χαρά και εισέπραξε χαρά πολλή, από πάρα πολλούς, τόσο στην Οξφόρδη του όσο και στη υφήλιο. Πιστεύω ότι η χαρά που έδωσε και η χαρά που εισέπραξε ήταν χαρά με νόημα, γιατί συχνά είχε να αναμετρηθεί, ανάμεσα σε άλλα, με τη μιζέρια και την μεμψιμοιρία. Δεν τον έζησα στην προσωπική του ζωή, δεν μιλώ για το πώς μεταβόλισε ο ίδιος τις περιστάσεις, δεν μιλώ για συναρτήσεις που αγνοώ. Μιλώ μονάχα για την αίσθηση που εγώ αποκόμισα. Και συλλογιέμαι πόση πίστη και τι λογής κουράγια χρειάζονται στα ταξίδια που την φουρτούνα την έχουν στο πρόγραμμα! Κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, ο Κάλλιστος με την πραγματική ποιμαντική βιοτή και παρόλο που ήταν όντως επίσκοπος, δεν ονομάστηκε ποτέ πλήρης επίσκοπος –το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν «τον έκανε» ποτέ πλήρη επίσκοπο, υπό την έννοια ότι παρέμεινε πάντα βοηθός και τιτουλάριος. To 1982 ονομάστηκε τιτουλάριος επίσκοπος Διοκλείας (δηλαδή της Διόκλειας στη Φρυγία), βοηθός επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, ενώ το 2007 «ανυψώθηκε» (δεν παίζεται το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο!) σε Μητροπολίτη Διοκλείας, επίσης τιτουλάριο. Σε ένα φιλικό σπίτι στο Παγκράτι, όπου μερικοί φίλοι είχαμε ανταμώσει τον Κάλλιστο (νομίζω το 2014), ο φίλος Β. Α. τον ρώτησε πώς έβλεπε το ενδεχόμενο πραγματοποίησης της από ετών αναμενόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, μέσα στο τότε εξαιρετικά θολό σκηνικό. Ο Κάλλιστος ξαναχαμογέλασε (λίγο πριν, και με αφορμή την κουβέντα μας για την παραίτηση του Rowan Williams από την αρχιεπισκοπική θέση της Αγγλικανικής Κοινωνίας το 2012, είχε κάνει ένα καταπληκτικό χιουμοριστικό σχόλιο για τη διαφορά μεταξύ αρχιεπισκόπου που πάνω απ’ όλα είναι θεολόγος και αρχιεπισκόπου που πάνω απ’ όλα είναι επιχειρηματίας! Ναι, αυτό είναι μια αλήθεια… «όλα τα λεφτά»!). Ξαναχαμογέλασε λοιπόν και είπε απλά το εν ανεπαρκεία αγαθό, το οποίο θα έπρεπε να μας είναι αυτονόητο: «Εμείς πιστεύουμε στον Κύριο των εκπλήξεων»!

Ακροβατώντας πάντα πάνω στα νήματα που υφαίνουν τον άλλον με σένα, θα κοντοσταθώ (ομολογουμένως, με κάμποση ντροπή και κάμποσο καμάρι) στην ακροτελεύτια φράση της επιστολής του Κάλλιστου (1987): «I am familiar with your name from the pages of Σύναξη, and it will be a pleasure to meet you». Η φράση του αυτή δεν είναι μόνο μια προσωπική καλολογία –που κι αυτή σου ζεσταίνει την καρδιά. Είναι μια μαρτυρία για το πλάτος που είχε η ματιά του ελληνομαθούς Κάλλιστου. Μια λεπτομέρεια, που εγώ θεωρώ ότι έχει πολλά συμφραζόμενα: Αδιάκοπα συναντώ ανθρώπους οι οποίοι ζουν στον εκκλησιαστικό χώρο, γνωρίζουν την ύπαρξη της Σύναξης, μα δε νομίζω να λογάνε κάτι πέραν τούτου. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν όταν αναφέρονται στη Σύναξη, αυθορμήτως μετατρέπουν σε αρχαΐζουσα την ονομασία της, και λένε Σύναξις (ονομαστική) και Συνάξεως (γενική). Και τούτο γίνεται προδήλως διότι μία από τις εκκλησιαστικές νόσους είναι να θεωρούν εκκλησιαστική πιστοποίηση την καθαρεύουσα. Όχι όμως ο Κάλλιστος. Ο Κάλλιστος είπε τη Σύναξη Σύναξη. Εξ όνυχος τον λέοντα!

Ναι, ο Κύριος είναι ο Κύριος των εκπλήξεων! Αλλά το θέμα είναι να μας εκπλήξει κάποια στιγμή και η παγκοσμίως μουδιασμένη Ορθόδοξη εκκλησία, που ζει τις νόσους της αυτάρεσκα, ως παράσημά της. Δεν είναι τυχαίο ότι κείμενα του επισκόπου Κάλλιστου που η Σύναξη είχε τη χαρά να φιλοξενήσει, αφορούν κατεξοχήν το μπρα-ντε-φερ μ’ αυτές τις νόσους. Aς μου επιτραπεί να τα υπενθυμίσω: «Η ενότητα των Ορθοδόξων» (τ. 7/1983), «Πορεύεσθε μετά χαράς: το μυστήριο του θανάτου και της αναστάσεως» (τ. 49/1994), «Η μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον εικοστό αιώνα» (τ. 75/2000), «Ερημίτης και κοινοβιάτης: αντίθεση ή αρμονία;» (τ. 117/2011), «Η συνοδικότητα και το πρωτείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία» (τ. 149/2019).

Αν μπορεί να μας βλέπει από τους ουρανούς ο επίσκοπος Κάλλιστος, νομίζω πως θα χαμογελά βλέποντας φιλότιμους κόπους μας, και θα κατσαδιάζει τις αθλιότητές μας με χιούμορ ατάραχο. Άντε να δούμε αν θα μπορέσουμε εμείς να πάρουμε χαμπάρι αμφότερα, ερχόμενα από τους ουρανούς, as from Oxford!


[1] Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στη Δύση. Σύναξις ευχαριστίας προς τιμήν του Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστου Ware (συλλογικός τόμος, επ. Παντελής Καλαϊτζίδης και Νικόλαος Ασπρούλης), Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου / Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2018, σσ. 198, 205. Βλ. και Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, βιβλιοπαρουσίαση αυτού του τόμου, Σύναξη 149 (2018), σσ. 104-108.

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή