Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Νίκος Μπακουνάκης

Ας τελειώνουμε με το τέλος των εφημερίδων

Το τέλος των έντυπων εφημερίδων έχει αναγγελθεί εδώ και είκοσι χρόνια. Είναι ένα τέλος που συνδέεται με την τεχνολογία του διαδικτύου και τα λεγόμενα νέα ή υβριδικά μέσα. Είχε προηγηθεί η συζήτηση για το τέλος της εποχής του Γουτεμβέργιου, δηλαδή το τέλος του έντυπου ή έγχαρτου βιβλίου. Αυτή η συζήτηση είχε αρχίσει το 1994 όταν εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το βιβλίο του κριτικού λογοτεχνίας Σβεν Μπίρκετς The Gutenberg Elegies: The Fate of Reading in an Electronic Age, που προξένησε τεράστια εντύπωση και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες –και στα ελληνικά (Καστανιώτης). Ο Αμερικανός κριτικός προέβλεπε το τέλος του φυσικού βιβλίου, την αναπόδραστη μοίρα του μπροστά στη δύναμη της ηλεκτρονικής εποχής, σαν κάτι παλιό που έπρεπε να ξεπεραστεί. Αυτό το τέλος δεν ήρθε όμως ποτέ, καθώς το έντυπο βιβλίο, το πρώτο μέσο μαζικής επικοινωνίας στην ιστορία, προϊόν της επαναστατικής τεχνολογίας της τυπογραφίας, εξακολουθεί να κυριαρχεί και να έχει τη μερίδα του λέοντος στο εμπόριο του βιβλίου, με συντριπτικό ποσοστό σε σχέση με το ψηφιακό ή το audio book. Τι γίνεται όμως με το τέλος των εφημερίδων;

Σήμερα οι περισσότεροι ταυτίζουν την εφημερίδα με την υλική υπόστασή της, δηλαδή με το χαρτί, με το φυσικό αντικείμενο. Εφημερίδα είναι όμως και η ηλεκτρονική ειδησεογραφική σελίδα ή το ειδησεογραφικό σάιτ, πολύ περισσότερο όταν αυτό αποτελεί εξέλιξη μιας παραδοσιακής, ημερήσιας κυκλοφορίας, εφημερίδας, ενός παραδοσιακού (legacy) μέσου του λεγόμενου «γραπτού τύπου». Δεν είναι τυχαίο ότι ο διευθυντής της γαλλικής εφημερίδας Le Monde Ζερόμ Φενολιό έγραψε πρόσφατα, με αφορμή την επέτειο των 80 χρόνων της εφημερίδας του, ότι η ψηφιακή επανάσταση δεν κατέστρεψε τον Monde, αλλά αντίθετα τον έσωσε. Και αναφερόταν στην ενίσχυση και ενδυνάμωση του δημοσιογραφικού δυναμικού της, στους 600.000 συνδρομητές της, σε όλες τις μορφές της εφημερίδας (έντυπη και ηλεκτρονική), και στην ανανέωση (και ηλικιακή) του αναγνωστικού κοινού. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούμε να συζητάμε για το «τέλος των εφημερίδων». Τι εννοούμε; Και πώς συνδέεται αυτό το τέλος με την τεχνολογία, ιδιαίτερα με την Τεχνητή Νοημοσύνη, και πιο συγκεκριμένα με τα LLM (Large Language Models) και την Generative AI.

Προτείνω να συζητήσουμε το τέλος των εφημερίδων μέσα από τους τρείς τομείς που συγκροτούν ή τουλάχιστον συγκροτούσαν το επικοινωνιακό, πολιτισμικό και οικονομικό φαινόμενο «εφημερίδα».

1. Το έντυπο και το τέλος του εντύπου, που είναι και το πιο προφανές.

2. Το επιχειρηματικό μοντέλο της παραδοσιακής εφημερίδας και το τέλος αυτού του μοντέλου. Είναι το μοντέλο που εξασφάλιζε τη χρηματοδότηση της παραγωγής περιεχομένου, των θέσεων εργασίας, της διανομής και την κερδοφορία των επιχειρήσεων Τύπου.

3. Το newsroom και το τέλος ή όχι του newsroom, δηλαδή του μηχανισμού της παραγωγής της πληροφορίας και γενικότερα του περιεχομένου, μέσα από συγκεκριμένη μεθοδολογία τριών σταδίων (συγκέντρωση υλικού, διασταύρωση-τεκμηρίωση-επαλήθευση, αφήγηση-αφηγηματοποίηση, με τη μορφή ρεπορτάζ, έρευνας, συνέντευξης κ.λπ.) και βεβαίως την τήρηση δεοντολογικών κανόνων.

Το ξέρουμε όλοι πώς οι κυκλοφορίες των έντυπων εφημερίδων πέφτουν διαρκώς. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της πτώσης, αρκεί να δώσουμε τα ποσοτικά στοιχεία από τη μεγαλύτερη αγορά Τύπου της Ευρώπης και πέμπτη μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο, που είναι η Γερμανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Statista, η μέση ημερήσια κυκλοφορία το 1991 ήταν 27,3 εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ το 2023 ήταν μόλις 10,9 εκατομμύρια αντίτυπα. Είναι μια πτώση που δικαιολογείται κυρίως από τη «μετανάστευση» των αναγνωστών προς το διαδίκτυο, όπου αναζητούν νέα και πληροφορίες, ανεξαρτήτως του αν μέρος αυτής της μετανάστευσης κατευθύνεται τους ιστότοπους των ίδιων των εφημερίδων.

Στην Ελλάδα τα δεδομένα είναι δραματικότερα, αρκεί να δούμε τις κυριακάτικες κυκλοφορίες των εφημερίδων της Αθήνας, που τον Φεβρουάριο του 2024 μόλις ξεπερνούσαν τις 80.000 αντίτυπα, όλες μαζί ανά Κυριακή. Μια αναδρομή δημιουργεί το απαραίτητο συγκριτικό πλαίσιο για την κατανόηση της αποδρομής του έντυπου Τύπου. Η αναδρομή αφορά στην τρίτη περίοδο της μεταπολεμικής ιστορίας των ελληνικών εφημερίδων, που περιοδολογείται μεταξύ του 1974 και του 1989. Η έναρξή της σηματοδοτείται από την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών, την κατάργηση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του Τύπου που στις γενικές γραμμές του είχε εισαχθεί από την δικτατορία Μεταξά, την επανέκδοση τίτλων που είχαν αναστείλει την κυκλοφορία τους κατά τη δικτατορία και την έκδοση νέων τίτλων όπως της Ελευθεροτυπίας. Το τέλος αυτής της περιόδου σηματοδοτείται από την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης αλλά και από την μεγάλη ήττα της ελληνικής δημοσιογραφικής κουλτούρας, που «τυφλωμένη» από το «βρώμικο 89» έχασε ένα από τα μεγαλύτερα ρεπορτάζ της μεταπολεμικής εποχής, την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή ήταν πάντως η χρυσή περίοδος των ελληνικών εφημερίδων κατά την οποία καταγράφηκαν τα ιστορικότερα υψηλά των κυκλοφοριακών μεγεθών: το 1985 και το 1989 ο μέσος όρος ημερήσιας κυκλοφορίας υπερέβη το 1 εκατομμύριο αντίτυπα.

Η περίοδος κρίσης των ελληνικών εφημερίδων αρχίζει, κατά γενική παραδοχή, το 2009 και συμπίπτει με την οικονομική κρίση. Σε αυτό το έτος μηδέν της κρίσης, το ελληνικό μιντιακό τοπίο χαρακτηρίζεται από υπερκορεσμό (160 τηλεοπτικοί σταθμοί, 1200 ραδιοφωνικοί, 280 εφημερίδες, 800 περιοδικά και πλήθος ιστοτόπων), αλλά και από την κατάρρευση των κυκλοφοριών των εφημερίδων: οι 13 απογευματινές εφημερίδες είχαν μέση ημερήσια κυκλοφορία 226.015 και οι 8 πρωινές, με τις κυριακάτικες εκδόσεις τους, 99.039 φύλλα. Χαρακτηρίζεται επίσης από τη μείωση των διαφημιστικών εσόδων, της τάξεως του 17,1% σε σχέση με τη διαφημιστική δαπάνη του 2008. Ήταν μια κρίση τεχνολογίας, κρίση οικονομική αλλά και κρίση αξιοπιστίας, που ενισχύθηκε από την πολιτική αντιπαράθεση περί της αμφιλεγόμενης «διαπλοκής», που εκτός των άλλων απονομιμοποίησε τις εφημερίδες. Η κατάρρευση του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη το 2017 επέφερε τεράστιο πλήγμα, καθώς ο Οργανισμός βρισκόταν επί έναν αιώνα στην πρωτοπορία της καινοτομίας στον χώρο του Τύπου.

Το κυρίαρχο επιχειρηματικό μοντέλο των εφημερίδων που λειτούργησε για περισσότερο από ενάμιση αιώνα, συγκεκριμένα από το 1830 έως το 2000, είναι αυτό που ονομάζουμε market driven. Σε αυτό το μοντέλο, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων ερχόταν από την αγορά, δηλαδή από τη διαφήμιση. Η εφημερίδα πωλούσε στην αγορά το περιεχόμενό της αλλά και τους αναγνώστες της με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά τους. Αυτό ήταν το μοντέλο του penny press, που εμφανίζεται στην δεκαετία του 1830 στις ΗΠΑ και απλώνεται σε όλον τον κόσμο με κύριο χαρακτηριστικό τη στροφή προς το μεγάλο κοινό και την αναδυόμενη αγορά της διαφήμισης. Η στροφή προς το μεγάλο κοινό γίνεται μέσα από μία νέου είδους δημοσιογραφική αφήγηση. Συμβατικά μπορούμε να την αποκαλέσουμε ιστορία-με-ανθρώπινο-ενδιαφέρον (human interest story), που ανεξαρτήτως του πληροφοριακού βάρους της απομακρύνεται από τον στενό κύκλο της πολιτικής και του πολιτικού προσανατολισμού των αναγνωστών και στοχεύει κυρίως στο συναίσθημα, στην περιέργεια, στη συγκίνηση, στην αποκάλυψη. Κυρίως τοποθετεί τη λειτουργία της στο επίπεδο της εμπειρίας του αναγνώστη, ο οποίος ερμηνεύει τη δική του εμπειρία ως μέρος της συλλογικής. Είναι μια στροφή προς την πραγματικότητα και το πραγματικό, που φέρνει εξειδικεύσεις στο περιεχόμενο, μέσα από τα διαφορετικά ρεπορτάζ (έγκλημα, δικαστήρια, δημαρχεία, πόλεμος, κοινωνικό περιθώριο, σπορ κ.λπ.).

Το μοντέλο αυτό αρχίζει να κλονίζεται και τελικά να καταρρέει όταν οι αναγνώστες και η διαφήμιση αρχίζουν να μεταναστεύουν προς το διαδίκτυο, από τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Συνοδεύεται από μια χιονοστιβάδα καταρρεύσεων έντυπων εφημερίδων ή μείωσης των σελίδων τους, απώλειας χιλιάδων θέσεων εργασίας δημοσιογράφων, αποσταθεροποίησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, φαινόμενα που ήδη έχουν καταγραφεί, ποσοτικοποιηθεί, ανά χώρα, και αναλυθεί. Ταυτόχρονα τα μεγάλα legacy μέσα, αυτά που συνδέονται με το κύρος των μεγάλων εφημερίδων της παράδοσης του γραπτού Τύπου, αρχίζουν να αναζητούν ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, που θα επιτρέψει την επιβίωσή τους και κυρίως την ανάπτυξή τους και τη διάρκειά τους. Αυτό το μοντέλο δεν θα είναι πλέον market driven, αλλά ένα υβρίδιο όπου θα αναμειγνύονται τα έσοδα από την έντυπη και από την on line έκδοση. Χτίζεται έτσι το συνδρομητικό μοντέλο που δημιουργεί τους πόρους για τη λειτουργία του μέσου και αποδεικνύεται παραγωγικό, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τις εφημερίδες από τις πιέσεις και τις δεσμεύσεις της αγοράς. Το συνδρομητικό μοντέλο στηρίζεται στο άυλο κεφάλαιο της εμπιστοσύνης του αναγνωστικού κοινού προς το μέσο και της αξιοπιστίας του περιεχομένου που το μέσο παράγει. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλες εφημερίδες στα χρόνια της κρίσης και της μετάβασης ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το περιεχόμενό τους, με ακόμη περισσότερα πρωτότυπα, ερευνητικά ρεπορτάζ. Αυτό είναι το μοντέλο με το οποίο λειτουργούν σήμερα εφημερίδες υψηλού κύρους, όπως οι New York Times. Σε αυτόν τον Τύπο, που τα έσοδά του εξαρτώνται από τους συνδρομητές/αναγνώστες του, το κλειδί είναι το υψηλού επιπέδου πρωτότυπο περιεχόμενο και η εγκυρότητα της πληροφορίας, σε μια εποχή που λόγω της μετα-αλήθειας, έχουμε ανάγκη να ξέρουμε τι πραγματικά συμβαίνει.

Σε αντίθεση με την πτώση του έντυπου και με το τέλος του market driven επιχειρηματικού μοντέλου, το newsroom των εφημερίδων εξακολουθεί να είναι πανίσχυρο και είναι αυτό που δημιουργεί τη διαφορά των μέσων που κατάγονται από τον γραπτό Τύπο σε σχέση με τα web native media. Το newsroom είναι ο μηχανισμός που παράγει την πληροφορία. Επειδή η πληροφορία (πλήρως+φέρω) είναι εύθραυστο προϊόν συνεχούς δυναμικής, που μπορεί να παραποιηθεί, να αποκρυβεί, να κατασκευαστεί, το newsroom έχει τη μέθοδο να την αποκαταστήσει. Μία από τις μεθόδους είναι η αντικειμενικότητα (objectivity), ένα σύνολο κανόνων που μας βοηθούν να φτάσουμε πλησιέστερα στην αλήθεια μιας πραγματικότητας που καλούμαστε να παρουσιάσουμε ή να αποκαλύψουμε. Πέρα απ’ αυτό, παρά τις τεράστιες αλλαγές στην τεχνολογία των ειδήσεων, η δομή μιας ιστορίας, ενός ρεπορτάζ σήμερα δεν διαφέρει σημαντικά από τη δομή ενός ρεπορτάζ του 1932. Μπορεί να υπάρχουν ενσωματωμένα βίντεο, διαδραστικά διαγράμματα κ.ο.κ., αλλά η βασική αρχιτεκτονική παραμένει η ίδια. Τα νέα εργαλεία δεν αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο κάνουμε ρεπορτάζ και κυρίως αφηγούμαστε. Προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ώστε στο διαδίκτυο οι ειδήσεις να παρουσιάζονται διαφορετικά απ’ ότι στις παραδοσιακές εφημερίδες είτε έχουν αποτύχει όπως το Living Stories της Google, που έχει διακόψει την λειτουργία του, είτε είναι πολύ περιθωριακές, όπως οι περιπτώσεις του Semafor (διαχωρισμός είδησης από σχόλιο) ή του Axios (έξυπνη συντομία).

Ο Τύπος είναι δημιουργία της τεχνολογίας. Δεν εννοείται Τύπος χωρίς την τεχνολογία. Οι εφημερίδες ενσωμάτωναν αμέσως τις νέες τεχνολογίες και στην Ελλάδα οι εφημερίδες ήταν θύλακοι των νέων τεχνολογιών. Τι συμβαίνει όμως με την Τεχνητή Νοημοσύνη. Γιατί υπάρχει αυτός ο διάχυτος φόβος;

Είπαμε ότι τα νέα εργαλεία δεν έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο κάνουμε ρεπορτάζ ή γράφουμε. Η καλή δημοσιογραφία είναι πρωτότυπη και αποκαλύπτει άγνωστες ή κρυμμένες, μέχρι πρότινος, αλήθειες. Τα γλωσσικά μοντέλα (LLM) λειτουργούν προβλέποντας την πιο πιθανή επόμενη λέξη σε μια ακολουθία, με βάση το υπάρχον κείμενο ή τα υπάρχοντα δεδομένα στα οποία έχουν εκπαιδευτεί. Το Generative AI αναπαράγει και ανασυνθέτει ό,τι ήδη υπάρχει. Επομένως, στην τρέχουσα μορφή τους, τα LLM δεν μπορούν να παραγάγουν ή να αποκαλύψουν κάτι πραγματικό νέο ή απροσδόκητο. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν μπορεί να δημιουργήσει ρεπορτάζ για ένα έγκλημα που γίνεται ΤΩΡΑ, για μια επιδρομή στη Λωρίζα της Γάζας που γίνεται ΤΩΡΑ, για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που γίνεται ΤΩΡΑ, για τις καταλήψεις των αμερικανικών πανεπιστημίων που γίνονται ΤΩΡΑ κ.λπ.

Καθώς η Τεχνητή Νοημοσύνη θα εξελίσσεται και θα γίνεται πιο ακριβής θα συμβάλλει ως εργαλείο σε ποικίλα στάδια της δημοσιογραφικής παραγωγής: α) στη γρήγορη συλλογή βασικών πληροφοριών μπακγκράουντ και πλαισίου β) στην ανάλυση όγκου δεδομένων και στην ανάδειξη μοτίβων και συσχετισμένων στοιχείων που θα δημιουργούν νέα πεδία δημοσιογραφικής έρευνας γ) στη σκιαγράφηση του θέματος δ) στα παρακειμενικά στοιχεία, όπως συνόψεις, λιντ, κατάλληλοι τίτλοι που θα δημιουργούν μεγαλύτερη ορατότητα (visibility) της είδησης στο διαδίκτυο κ.λπ.

Επιπλέον τα chatbots δείχνουν νέους τρόπους διασύνδεσης των εφημερίδων με το αναγνωστικό κοινό τους για την παροχή εξατομικευμένου περιεχομένου ή για τη μεγαλύτερη και ενεργητικότερη εμπλοκή των αναγνωστών, με βάση το περιεχόμενο του μέσου.

Ήδη οι μεγάλες εφημερίδες δημιουργούν τμήματα Τεχνητής Νοημοσύνης με ειδικούς αρχισυντάκτες. Για παράδειγμα οι Financial Times έχουν πλέον το δικό τους generarive AI chatbot που λέγεται Ask FT.

Η μεγάλη πρόκληση για τα παραδοσιακά μέσα είναι η σχέση τους με τις ηλικιακές κατηγορίες των νέων. Είναι οι σημερινοί νέοι καλύτερα πληροφορημένοι ή όχι; Μπορούν τα παραδοσιακά μέσα να τους κατακτήσουν ή όχι; Σε ποιες δεξαμενές στηρίζεται η ανανέωση του κοινού συνδρομητών των εφημερίδων; Το πεδίο είναι ανοικτό, πολύ περισσότερο στην Ελλάδα όπου το τοπίο των μέσων, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση, είναι εντελώς αχαρτογράφητο.

⸙⸙⸙

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Poulet, B. (2009), Το τέλος των εφημερίδων και το μέλλον της ενημέρωσης, Αθήνα: Πόλις.
  • Μπακουνάκης, Ν., Παπαθανασόπουλους, Στ. (2010), «Οι αθηναϊκές εφημερίδες μετά το 1989: οι αλλοιώσεις, οι αλλαγές, οι κρίσιμες προσαρμογές», Ζητήματα Επικοινωνίας, τ. 10.
  • Μπακουνάκης, Ν. (2014), Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ος αιώνας, Αθήνα: Πόλις.
  • (2023), «The rise of the chief AI officer» Link
  • Fenoglio, J. (2024), «Les 80 ans du Monde : le temps long de notre journalisme et de nos engagements». Link
Κύλιση στην κορυφή