© Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκης

Γιάννης Αδαμάκης

«Αυτοβιογραφούμαι, άλλοτε φλυαρώντας και άλλοτε ψελλίζοντας»

α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής;

Γενικά, οι καλλιτέχνες δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι ιδιαίτερα συμβατικές προσωπικότητες. Το ίδιο διατείνονται και οι ίδιοι, όταν επιχειρούν να απενοχοποιήσουν μια «αποκλίνουσα» προσωπική στάση. Η ανασφάλεια και η αυτιστική-εικονοκλαστική συμπεριφορά είναι δύο από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους αντιπροσωπεύουν. Θα μου άρεσε να πιστεύω ότι είναι θέμα DNA και μ’ αυτή την έννοια ότι είναι δύσκολο να ερμηνευτεί με ορθολογικούς όρους η επιλογή κάποιου να εμπλακεί σε μια τέτοια δοκιμασία. Όποιος όμως αποφασίσει να βουτήξει, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να ζήσει μια περιπέτεια με αμφίβολη έκβαση. Μια ζωή γεμάτη συγκρούσεις, αμφιβολίες και αμφισβητήσεις, που συνοδεύονται όμως από πλούσιες-ελκυστικές συγκινήσεις. Από εξαιρετικές αντισυμβατικές στιγμές.

Προσωπικά φαντασιωνόμουν αυτήν την περιπέτεια από μικρός. Λίγοι οι μύθοι τότε, αλλά πιο ουσιαστικοί. Δεν θα ήθελα να απολογηθώ με τα τετριμμένα του τύπου ότι πάντα ζωγράφιζα καλά ή να αναφερθώ, απολογούμενος, στους φυσικούς μου δασκάλους. Υπάρχουν ουσιαστικότερα γεγονότα που διαμορφώνουν μια προσωπικότητα.

Σημαντική στιγμή για μένα ήταν η συνάντησή μου με την ποίηση του Καρυωτάκη, του Μιχάλη Γκανά, του Fernando Pessoa. Επίσης σημαντικοί κάποιοι συγκεκριμένοι φίλοι στην εφηβεία μου. Η ελαφρότητα στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας. Ο αυτοσαρκασμός. Η διαβολή. Η τέχνη του Γιάννη Σπυρόπουλου, του Σπύρου Παπαλουκά, του Peter Blake, του Anselm Kiefer. Η ατμόσφαιρα του όρθρου σε κάποιο μοναστήρι του Αγίου Όρους. Η κινηματογραφική ματιά του Sergei Eisenstein, του Andrei Tarkovsky, του Sergei Parajanov.

 Η ζωγραφική μου τώρα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρεαλιστική αλλά όχι νατουραλιστική. Είναι η προσπάθειά μου να ερμηνεύσω την «πραγματικότητα», αδιαφορώντας για το τι θεωρείται σύγχρονο και το τι όχι. Θα έλεγα ότι αυτοβιογραφούμαι, άλλοτε φλυαρώντας και άλλοτε ψελλίζοντας.

Τα θέματά μου: αστικά τοπία, πλοία, πορτρέτα, παγιδευμένες μνήμες, παλιά παιχνίδια. Ένα πλοίο που φεύγει. Ένα ασήμαντο γεγονός που αποσπά την προσοχή μου. Το φως που πέφτει στιγμιαία πάνω στα πράγματα.

Μπορεί ένα «ανώδυνο» θέμα, να κρύβει περιστατικά που μόνο εγώ θα μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω. Δεν είναι τυχαίο το ότι, ξαναβλέποντας ένα παλιότερο έργο μου, θυμάμαι πράγματα που συνέβαιναν όταν το ζωγράφιζα. Μ’ αυτή την έννοια, πίσω από ένα χρώμα ή μια πινελιά μπορεί να κρύβεται κάποια προσωπική στιγμιαία «κρίση». Είναι όμως κάτι που δύσκολα μπορεί να ανιχνευτεί. Και δεν χρειάζεται άλλωστε. Η «αλήθεια» που εκπέμπεται έχει σημασία. Μια αλήθεια που θα ʼπρεπε να επικοινωνεί με την αλήθεια του θεατή στον οποίο απευθύνεται.

Θα έλεγα, γενικότερα, ότι η έμπνευσή μου είναι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Κάποιες σαφείς προσωπικές αναφορές. Κάποιοι κρυμμένοι υπαινιγμοί.

Μερικές φορές πάλι, σκέφτομαι ότι η πορεία του καλλιτέχνη μπορεί να εξελίσσεται αυτόνομα, ανεξάρτητα από εξωγενείς παράγοντες και, ακόμη σπανιότερα, να αποστασιοποιείται ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό.

Αναρωτιέμαι αν το αποτέλεσμα της δουλειάς του μπορεί να αυτονομηθεί, επαναπροσδιορίζοντας την ιδιοσυγκρασία του. Επαναπροσδιορίζοντας την ίδια του τη ζωή.

Εν κατακλείδι, εγώ τις νύχτες περιφέρομαι σε μυθιστορηματικές διαδρομές. Τα μεσημέρια ξεκουράζομαι επιστρέφοντας στις αφαιρετικές μου καταβολές. Τα δε απογεύματα ξεφυλλίζω παλιές σημειώσεις. 

Άλλοτε επιλέγω εγώ τις αφορμές για τα έργα μου και άλλοτε επιλέγομαι από αυτές. Κι αυτό το «αντιφατικό» γεγονός οριοθετεί στην πράξη το γοητευτικό περιεχόμενο της καθημερινότητάς μου. Μιας καθημερινότητας που εικονογραφώ με ακρυλικά χρώματα πάνω σε μουσαμά.

β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;

Είδαμε στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα την απόλυτη ανατροπή. Την αποστασιοποίηση από την απλή απεικόνιση. Την αυτονόμηση του έργου από το «θέμα». Τον επαναπροσδιορισμό της «πραγματικότητας». Τη μεταβολή της οπτικής αντίληψης για τη ζωή. Τον προσδιορισμό ενός νέου πλαστικού αισθήματος. Είδαμε τους εικαστικούς, να αναζητoύν την αλήθεια μέσα από «ύποπτες» διαδρομές. Να ενσωματώνουν κραυγές.

Δεν ξέρω αν σήμερα μπορούμε να μιλήσουμε για καθαρή ζωγραφική. Θα ήταν υπερβολικά απλουστευμένο. Ζούμε έναν πληθωρισμό γεγονότων, πληροφοριών, απόψεων. Το βέβαιο είναι ότι η Ζωγραφική ή καλύτερα οι Εικαστικές τέχνες στοχεύουν σε μια εσωτερική διερεύνηση. Ο ίδιος ο δημιουργός κυριαρχεί απόλυτα. Εγώ υπάρχω –είμαι εδώ, κραυγάζει. Ζούμε την εποχή της εμπλοκής της Τέχνης με την Επιστήμη. Την πρόθεσή της να αγγίξει κοινωνικές-ψυχογραφικές απόψεις. Να απαιτήσει από τους καλλιτέχνες, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη «φθορά», να διαμορφώσουν μια πληρέστερη άποψη για την ανθρώπινη υπόσταση.

Αναφορικά μ’ όλα αυτά η Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ζει τη δική της ομφαλοσκόπηση. Τη δική της εσωστρέφεια. Παλεύει ανάμεσα σ’ ένα συντηρητικό παρελθόν και σε μια νεοπλουτίστικη αντίληψη για το μέλλον.

γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;

Υπάρχει θέμα αναγωγής σε μια ιστορικότητα.

Δεν νομίζω ότι είναι εύκολο να κατατάξει κανείς ουσιαστικά μια δουλειά στην πραγματική της θέση. Αμφίβολη η εκτίμηση ενός έργου στο πραγματικό του μέγεθος. Ασαφής η σχέση της αξιολόγησής του και της «ευχαρίστησης» που αντλεί κανείς απ’ αυτό. Προσωπικά πιστεύω στο απαίδευτο κοινό, που έχει μια καθαρή ματιά. Μια ματιά που δεν σοκάρεται εύκολα. Θεωρώ ότι πολλές φορές οι «επαΐοντες» εγκλωβίζονται σε εμμονές και προκαταλήψεις, αντικαθιστώντας την ολοκληρωμένη προσέγγιση από την «εγγυημένη αλήθεια». Μαθαίνουν να βλέπουν με τα αυτιά. Χωρίς να λησμονούμε βέβαια και την υποβόσκουσα καθεστηκυία διαπλοκή.

δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική);

Επιγραμματικά, νομίζω ότι τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης διαφοροποιούνται ουσιαστικά από εκείνα της υγειονομικής.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επαναλάβω ότι η αγορά τέχνης στην Ελλάδα ήταν πάντα μια συνθήκη υπό διαμόρφωση. Μια εύθραυστη ισορροπία. Αν μιλήσουμε με χρηματιστηριακούς όρους, ήταν μια αγορά χωρίς την αναγκαία σύνδεση με την παγκόσμια πραγματικότητα. Οι αίθουσες τέχνης, τα μουσεία, οι curators είχαν σπάνιες συμμετοχές σε διεθνείς διοργανώσεις. Πολύ λίγες γκαλερί προσπάθησαν να προωθήσουν στο εξωτερικό τους καλλιτέχνες που εκπροσωπούσαν. Αν προσθέσουμε δε και την καχυποψία των ξένων για την Ελλάδα, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η σύγχρονη ελληνική τέχνη δεν έπαιξε έναν διεθνή χρηματιστηριακό αλλά και καλλιτεχνικό ρόλο. Σπάνιες εξαιρέσεις κάποιοι που, με μόνο εφόδιο μια χαρισματική προσωπικότητα, κατέχτησαν μια διεθνή εικαστική θέση (Takis, Kounellis, Samaras, Stamos…).

Σε ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον, η οικονομική κρίση ήλθε να επιδεινώσει τα πράγματα. Οι εικαστικοί που είχαν παραλόγως ανεβάσει πολύ τις τιμές τους, στο πλαίσιο ενός εγχώριου αγοραστικού ενδιαφέροντος, μιας πλαστής ευμάρειας επαρχιωτισμού, αναγκάστηκαν να προσγειωθούν απότομα. Το έργο τέχνης που, πέρα από την ικανοποίηση μιας εσωτερικής αναγκαιότητας υπήρξε για πολλούς αντικείμενο προσωπικής επίδειξης, αμφισβητήθηκε βίαια. Γιατί όπως συμβαίνει συνήθως, την οικονομική κατάρρευση ακολουθεί μια γενικότερη αξιακή αμφισβήτηση, ακόμη περισσότερο όταν δεν έχουν διαμορφωθεί κάποιες σοβαρές «αντικειμενικές» σταθερές, σταθερές που έχουν να κάνουν με την «παιδεία», την καλλιέργεια, τις υπαρξιακές μας αναζητήσεις.

Οι δημιουργοί λοιπόν έπρεπε για άλλη μια φορά να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους, τη σχέση τους με τον χώρο αλλά και τον εαυτό τους. Και δεν υπάρχει ασφαλέστερο καταφύγιο σ’ αυτήν τους την προσπάθεια, παρά η επιστροφή στα αρχικά τους κίνητρα, στις πρώτες τους επιδιώξεις. Για όσους βέβαια, είχαν την ικανότητα να το κάνουν.

Πάντως, συνεχίστηκαν να διοργανώνονται διάφορα events, ίσως περισσότερα από όσα θα περίμενε κανείς. Συνεχίστηκε να παράγεται τέχνη, με μεγαλύτερη πολλές φορές συνέπεια. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί κάτι διαφορετικό.

Σε προσωπικό τώρα επίπεδο, πέρα από το αρχικό μούδιασμα, άρχισα να αναζητώ νέες κατευθύνσεις. Ένιωσα πιο ζωντανός. Επαναπροσδιόρισα τους στόχους μου. Νομίζω πως απελευθερώθηκα από μια τυχόν αυτολογοκρισία, που υπαγορευόταν από προσωπικές εμμονές. Προσπάθησα να δω τα πράγματα με μια φρέσκια ματιά. Επανεκτίμησα παλιότερα νεανικά μου έργα. Βρήκα σ’ αυτά στοιχεία ανεκμετάλλευτα, που έπρεπε τώρα να αξιοποιήσω, επωφελούμενος της εμπειρίας των δεκαετιών που πέρασαν.

Ναι λοιπόν, λειτούργησε θετικά στον τρόπο που τώρα συνδιαλέγομαι με το έργο μου.

Μήπως όμως αυτό θα συνέβαινε ούτως ή άλλως από τη στιγμή που ωριμάζω, τουλάχιστον ηλικιακά;

Η πανδημία, τώρα, δεν είμαι σίγουρος ότι διατήρησε αυτή τη δυναμική. Μάλλον τη διαφοροποίησε. Έφερε μια οριακή κατάσταση. Μια επικίνδυνη δοκιμασία. Δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την οικονομική κρίση. Δεν μπορεί κανείς, σε τέτοιου είδους συνθήκες ανασφάλειας, να αναθεωρήσει εύκολα την τακτική του.

Η πανδημία οδηγεί τελικά σε μια κοινωνική κατάθλιψη, με πρόδηλα «αυτοκτονικά» χαρακτηριστικά.

Επιστρέφοντας όμως σε μένα, ίσως σε κάποια έργα μου να επιβλήθηκε κάποιο επιπλέον έντονο αφηγηματικό στοιχείο, μία επιπλέον φόρτιση. Μια κλειστοφοβική ίσως ατμόσφαιρα. Βέβαια, το πλαίσιο των προσωπικών μας βιωμάτων δεν θα πρέπει να αποκαλύπτεται με έναν υπερβολικό, προφανή-απλοϊκό τρόπο. Αν κάτι τέτοιο μου συνέβαινε, θα προσπαθούσα τουλάχιστον να αυτοπεριοριστώ. Νομίζω ότι αυτός είναι κανόνας για την τέχνη. Δεν πρέπει ποτέ το ανεκδοτολογικό στοιχείο να υπερισχύει του εικαστικού αποτελέσματος, ακόμη κι όταν προσδιορίζει το πλαίσιο μιας εποχής. Γεννάται βέβαια το ερώτημα, τι θα συνέβαινε αν επηρέαζε αποφασιστικά το καθαρά πλαστικό μέρος ενός έργου. Αυτό σίγουρα θα ήταν πιο αποδεκτό.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες νομίζω ότι δουλεύω περισσότερο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παράγω περισσότερο. Εμμένω πιο πολύ σε κάθε έργο. Δεν το αφήνω να φύγει εύκολα από τα χέρια μου.

ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;  

Αυτή τη στιγμή παρουσιάζω τη δουλειά μου στο Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, με επιμέλεια της Λουίζας Καραπιδάκη. Πρόκειται για την κεντρική εκδήλωση του Μουσείου, με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του ʼ21.

Στην έκθεση με τίτλο «Αντίδωρα του ’21: Ήρωες και σύμβολα», συνευρίσκονται τα έργα μου, με σπαράγματα από ποιήματα του Μιχάλη Γκανά, με εκθέματα από τις Συλλογές του Μουσείου και με προσωπικά αντικείμενα της Βασίλισσας Όλγας, των Συλλογών του Τατοΐου.

Το στοίχημα ήταν η αρμονική συνύπαρξη όλων αυτών των συνιστωσών, όπως επίσης η απόδοση τόσο της ιστορικής αναδρομής των τελευταίων 200 χρόνων, στο πλαίσιο της προσωπικής καλλιτεχνικής κατάθεσης.

Δεν προσπάθησα να λύσω όλα τα αινίγματα. Δεν προσέγγισα το εικαστικό γεγονός σαν ιστορικός. Ούτε καν σαν ερμηνευτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν επανεφηύρα την πραγματικότητα.

Ακολούθησα και πάλι παιδικές μνήμες. Λαϊκές ζωγραφιές. Τη βαριά ατμόσφαιρα σχολικών τάξεων. Αφελείς ματιές. Παρελάσεις. Στολές.

Έψαξα σε σκονισμένα ντουλάπια για τις δικές μου «πατρίδες».

Ανακάλυψα ανθρώπους, που αξιώθηκαν να κουβαλήσουν το ιδιόρρυθμο ιστορικό φορτίο των τελευταίων διακοσίων χρόνων.

Διηγήθηκα πράξεις «ταπεινές», «αφελείς», «καθημερινές». Προβληματίστηκα για το μέλλον. Για τους μάταιους στόχους. Για τα αδιέξοδα.

Πάλεψα με μικρά πορτρέτα αγωνιστών. Με σκηνές μάχης. Με «αγιογραφίες» απλών ανθρώπων. Σκηνοθέτησα στρατιωτάκια σε διάφορους ρόλους. Ζωγράφισα και πλοία… Προσπάθησα εν τέλει να μεταφέρω την ατμόσφαιρα μιας θολής Πατριδογνωσίας.

Τα επόμενα μου σχέδια, αλλά και οι προτάσεις που έχω, οργανώνονται σιγά-σιγά στο μυαλό μου…

Για να ολοκληρώσω όμως τις σκέψεις μου με εποικοδομητικό τρόπο και επισημαίνοντας ότι κάθε δημιούργημα είναι μια περιπέτεια, μια περιπέτεια στην οποία οφείλουν να συνυπάρξουν η ελαφρότητα με τη σοβαρότητα, η σιγουριά με την αμφισβήτηση, η αυτοεκτίμηση με τον αυτοσαρκασμό, θα ʼλεγα πως σε στιγμές που διακυβεύεται το κοινωνικό εποικοδόμημα, η τέχνη για τους καλλιτέχνες (και όχι μόνο) λειτουργεί λυτρωτικά. Είναι προστασία. Είναι τρόπος ζωής. Είναι συγχρόνως χαρά και σωτηρία. Είναι επικοινωνία. Συμπληρώνει την ύπαρξη μας.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή