© Ζωγραφική: Κωνσταντίνος Κερεστετζής

Κωνσταντίνος Κερεστετζής

«Δεν υπάρχουν πλέον Δάσκαλοι, μόνο καθηγητές»

α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής;

Ξεκίνησα από πολύ μικρός… Ήμουν ήδη στην τέταρτη δημοτικού εμπνευσμένος από έναν συμμαθητή μου που τον είχα δει να σχεδιάζει σκηνές μάχης από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν κάτι το πολύ εντυπωσιακό καθώς δημιουργούσε ένα πολύ ζωντανό και μαγικό κόσμο μέσα σε ένα λευκό χαρτί, απλά με τη χάραξη μόνο κάποιων γραμμών. Θυμάμαι ότι τότε στην έκθεση του σχολείου με θέμα «τι επάγγελμα θα κάνω όταν μεγαλώσω;» είχα πλέον ξεκάθαρο μέσα μου ότι θα γίνω ζωγράφος και μάλιστα έγραφα με πεποίθηση ότι «…εγώ θα γίνω ζωγράφος όταν μεγαλώσω κι ας μου λένε ότι αυτό είναι το επάγγελμα του φτωχού… Εμένα μου αρέσει και θα το κάνω…». Μετά από 20 χρόνια πήγα να βρω αυτόν τον συμμαθητή μου για να τον ευχαριστήσω, διότι χάρη σε αυτόν μπόρεσα και βρήκα από πολύ νωρίς τον δρόμο μου χωρίς να τον χάσω έκτοτε από μπροστά μου… και τότε αυτός όλος έκπληξη μου λέει: «Μα ζωγράφιζα εγώ μικρός;». Γιώργος Καλογερόπουλος λέγεται και σπούδασε μαθηματικά. Στην επαρχία δυστυχώς δεν υπάρχει σχεδόν καμία ιδιαίτερη ζωγραφική παράδοση και έτσι τους μόνους ζωγράφους που ήξερα ήταν αυτοί οι φθηνοί εμπορικοί ζωγράφοι του κορνιζάδικου. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, όμως, γνώρισα έναν ιδιαίτερο καλλιτέχνη, ο οποίος με έβαλε σε άλλη τροχιά, μου μίλησε πρώτος για την καλή ποιοτική ζωγραφική και μου υπέδειξε το μουσείο ως χώρο μελέτης και άσκησης. Ξεκίνησα έτσι να σχεδιάζω εκεί για πολλές ώρες, σχεδόν καθημερινά, μια συνήθεια που μέχρι σήμερα την κρατώ. Μου μίλησε για την συμβολή της τέχνης στην ψυχοπνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και της κοινωνίας, αλλά κυρίως μου τη συνέστησε ως δρόμο προς την αυτογνωσία και την αυτοπραγμάτωση. Κώστας Μεϊμάρογλου το όνομα του. Με αφετηρία αυτήν την διδασκαλία ξεκίνησα να αναζητώ τους δασκάλους εκείνους που θα με βοηθούσαν να διερευνήσω τη σχέση μου με την τέχνη προς αυτήν την κατεύθυνση.

Στα δεκαοχτώ μου χρόνια γνώρισα και αναγνώρισα ως δάσκαλο έναν σπουδαίο καλλιτέχνη αλλά και άνθρωπο, που χάραξε και στερέωσε μέσα μου την αξία της έντιμης και ανυπόκριτης διπλής παρατήρησης τόσο απέναντι στην φύση όσο και στον ίδιο μου τον εαυτό… Αυτός με μύησε στον δρόμο αλλά και στον τρόπο της καλλιτεχνικής μου διαμόρφωσης μέσα από τη μελέτη της ζωγραφικής μας παράδοσης και αυτή είναι γνώση απαραίτητη τόσο για την αναζήτηση της αληθινής τέχνης όσο και για την κατανόηση αυτής. Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος το όνομα του και μέχρι σήμερα διατηρούμε σχέσεις με αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό. Το 1989 πέρασα στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, όπου είχα την τύχη να έχω για καθηγητή τον αγαπητό Χρόνη Μπότσογλου, που μόλις είχε διοριστεί και ήταν όλος κέφι και διάθεση να μεταδώσει γνώση και ενέργεια σε νέους ανθρώπους που αναζητούσαν να ανακαλύψουν τα μυστικά της τέχνης. Θυμάμαι πολύ καλά, αφού πλέον τελείωσα και έδειξα την πτυχιακή μου στη σχολή, που μου είπε χαρακτηριστικά το εξής: «εσύ στη σχολή γέννησες διδασκαλία». Τον ρώτησα τι εννοούσε και μου είπε ότι «με τις ερωτήσεις σου με έκανες να μιλάω». Ήταν όμορφα, δημιουργικά και παραγωγικά τα χρόνια μου στη Σχολή, κάνοντας πολλούς πειραματισμούς αλλά και πολλά ξεκαθαρίσματα για το τι σημαίνει για μένα η τέχνη της ζωγραφικής.

Η κατανόηση της καχεκτικής και ανεπαρκούς μου παιδείας με οδήγησε στην απόφαση να πάρω τον δρόμο για την Ισπανία, ώστε να αρχίσω να μελετώ μέσα στο μουσείο του Πράδο την ευρωπαϊκή ζωγραφική, την ισπανική ζωγραφική και ιδιαίτερα την τέχνη του Γκρέκο, του Βελάσκεθ και του Γκόγια. Αυτή μου η περιπέτεια με το μουσείο κράτησε πολλά χρόνια και είχε πολλές δυσκολίες αλλά και πολλές όμορφες στιγμές, με κατάληξη μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, όπου παρουσίασα ένα πολύ μεγάλο μέρος από τη μακροχρόνια σπουδή μου στο μουσείο του Πράδο. Κατάλαβα από τη σχολή κιόλας ότι ως καλλιτέχνης έχω ανάγκη τη ζωντανή αισθαντική επαφή με τα πράγματα του κόσμου και η ζωγραφική είναι ο τρόπος μου να τα νιώθω και να επικοινωνώ μαζί τους. Σχεδιάζω και ζωγραφίζω για να καταλάβω τον κόσμο δηλαδή… εμένα.

β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;

Η σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη… Υπάρχουν βέβαια ταλαντούχοι άνθρωποι, υπάρχει και ο κόσμος που απλά του αρέσει να ζωγραφίζει, όμως η δημιουργία μιας σοβαρής ζωγραφικής πραγματικότητας, μιας σχολής, είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο. Καταρχήν έχει εξασθενήσει εδώ και πολλά χρόνια η ζωγραφική παιδεία και η σπουδή στο φυτώριο που λέγεται Α.Σ.Κ.Τ. Δεν υπάρχουν πλέον Δάσκαλοι που να γνωρίζουν την τέχνη με την ουσιαστική έννοια του όρου, αλλά μόνο καθηγητές που δεν μπορούν γιατί απλά δεν ξέρουν από ζωγραφική, αφού σταμάτησαν προ πολλού να αναζητούν το ζωγραφικό νόημα. Απλά υπάρχουν με τη σιγουριά και την αντίληψη του δημοσίου υπαλλήλου. Αυτός είναι και ο λόγος που οι μαθητές αυτών των εργαστηρίων βγαίνουν είτε αγράμματοι είτε αυτοδίδακτοι, αλλά σίγουρα όχι ζωγραφικά μορφωμένοι. Αν οι γιατροί σήμερα είχαν το επίπεδο της παιδείας και της μόρφωσης που έχουν οι ζωγράφοι θα θρηνούσαμε πολύ κόσμο. Είχαμε φτάσει στο σημείο να κατηγορείται ο ζωγράφος που ακόμα προσπαθεί να κάνει παραστατική ζωγραφική, επειδή θεωρείται συντηρητικός και ξεπερασμένος. Τις ιδέες αυτές τις καλλιέργησε κυρίως ο Νίκος Κεσανλής επηρεάζοντας όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού πλέον οι μαθητές του δίνουν τον τόνο στην σχολή. Αμφισβήτησε ακόμα και την αξία της ίδιας της ζωγραφικής, όταν στο εξωτερικό η ζωγραφική εξελισσόταν μέσα από καλλιτέχνες σαν τον Φρόυντ, τον Λόπεθ, τον Μπαλτύς, τον Χόκνεϋ και άλλους. Η ελληνική τέχνη πάντα καθυστερημένα προσπαθούσε να παρακολουθήσει και να μιμηθεί τις εκάστοτε καλλιτεχνικές τάσεις των μεγάλων κέντρων αλλά με τη νοοτροπία και το επίπεδο του φτωχού συγγενή που αντιγράφει, χωρίς όμως να καταλαβαίνει ούτε το νόημα ούτε και το περιεχόμενο αυτών των τάσεων… Κλασικό παράδειγμα η προσπάθεια του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα με τον κυβισμό που έφερε στην Ελλάδα ή του Νίκου Εγγονόπουλου με τον σουρεαλισμό. Απεναντίας, η επιθυμία της γενιάς του ʼ30 για τη δημιουργία μιας τέχνης ελληνικής εμπνεόμενης μέσα από τις δικές μας φόρμες και αξίες που μας κληροδότησε η αρχαιοελληνική και βυζαντινή παράδοση, μας έδωσε κάτι γνήσιο και γηγενές, το οποίο όμως δεν είχε αντοχή και συνέχεια στον χρόνο γιατί πολεμήθηκε από τους δήθεν «προοδευτικούς». Κλασικό παράδειγμα αυτού του ρεύματος είναι το έργο του Γιάννη Τσαρούχη, του Παπαλουκά και άλλων. Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια έγινε μια κίνηση που ήταν όμως χειραγωγούμενη και κατευθυνόμενη άνωθεν για την επιστροφή προς την νεοαναπαραστατική ζωγραφική μέσα από την τεράστια –ομολογουμένως– προσπάθεια που κατέβαλε η κ. Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Προσπάθησαν οι νέοι τότε ζωγράφοι να την αναζητήσουν μέσα από διάφορους δρόμους και τρόπους που περισσότερο είχαν να κάνουν με την αισθητική παρά με την ίδια τη γνώση καθεαυτή και αυτό ήταν η αιτία να έχουμε μια τόσο μέτρια έως κακή σύγχρονη ελληνική ζωγραφική… Απόδειξη αυτού είναι ο τρίτος όροφος στη νέα Εθνική Πινακοθήκη. Σήμερα η σύγχρονη παραστατική ζωγραφική έχει ανακτήσει το κύρος και την αξία της διεθνώς, κερδίζοντας ολοένα και περισσότερο έδαφος τόσο με τις ποιοτικές εκθέσεις που γίνονται όσο και από τις τιμές που τρέχουν στο διεθνές χρηματιστήριο της τέχνης, αλλά εμείς εδώ παραμένουμε αγράμματοι ή μιμητές και ημιμαθείς στην καλύτερη περίπτωση.

γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;

Όχι, δεν υπάρχει πλέον καμία ουσιαστική κριτική, δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν αυτές οι πένες που έπαιρναν θέση στα πράγματα δημιουργώντας έναν ζωντανό διάλογο για την εικαστική δημιουργία. Υπάρχει μόνο κολακεία και επιφανειακότητα στην προσέγγιση του καλλιτεχνικού έργου, η οποία από τη φύση της δεν μπορεί να παραγάγει κανέναν γόνιμο στοχασμό και διάλογο. Η εκπαίδευση των εικαστικών μαθημάτων στα σχολεία είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία καθότι είναι απαξιωμένη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, καθιστώντας την καλλιτεχνική και αισθητική παιδεία από ανύπαρκτη έως ατροφική. Αυτό σημαίνει πολιτιστική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής της κοινωνίας, τόσο σε ψυχικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο.

δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική);

Εδώ αναγνωρίζω μια ενδιαφέρουσα δυνατότητα που η οικονομική κρίση μας παρουσιάζει. Υπήρχαν πάρα πολλές γκαλερί, αλλά πραγματικά λίγες οι καλές και λίγοι οι ποιοτικοί ζωγράφοι. Σε μια περίοδο οικονομικής ευφορίας πολλοί μπορούσαν να αγοράζουν τέχνη και να συντηρούν όλες αυτές τις γκαλερί και τους ζωγράφους, αλλά ήταν φυσικό και επακόλουθο το επίπεδο της μετριότητας και της ανοησίας να είναι πολύ μεγάλο. Τώρα η αγορά συμπεριφέρεται πιο επιλεκτικά αναζητώντας έργα από καλλιτέχνες που σέβονται την ιδιότητα τους, καθώς προσπαθούν και φροντίζουν για την ποιότητα των έργων, αφού μόνο μέσα από εκεί μπορούν να υπάρξουν και να σταθούν στην αγορά. Οι πονηριές, τα κόλπα και τα εφέ τελειώσανε και η ανάγκη για καλή ζωγραφική είναι περισσότερο από ποτέ επιτακτική. Εγώ από την άλλη πάντα κρατούσα ένα χαμηλό οικονομικό προφίλ με τιμές χτισμένες. Έτσι έχω πορευθεί σε όλη μου τη διαδρομή ως καλλιτέχνης, χωρίς να αναζητώ τιμές που δεν είχαν ρεαλιστικό αντίκρυσμα. Τώρα έχουν ανατραπεί πολλές ισορροπίες και σταθερές έτσι όπως τις γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αλλά φροντίζω να μη με αγγίζει ιδιαίτερα, αναγνωρίζοντας πως η πραγματικότητα είναι διαφορετική πλέον από ό,τι πριν δύο χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση αυτή έχει επιβαρύνει επιπλέον τη θέση των καλλιτεχνών αλλά και όλου του κόσμου.

ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;  

Ετοιμάζω μια έκθεση για το 2024 στο ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με θέμα τρεις μεγάλες βιβλιοθήκες: την Εθνική Βιβλιοθήκη, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων και τη Βιβλιοθήκη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης στην Κωνσταντινούπολη. Το καλοκαίρι του 2022 θα παρουσιάσω στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας ένα μέρος από τα σχέδια με κάρβουνο που έκανα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 2009 με θέμα τα Ελγίνεια μάρμαρα. Αυτό το διάστημα ασχολούμαι με τη θεματική της αυτοπροσωπογραφίας.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή