«Τα πρόσφατα γεγονότα στην Εθνική Πινακοθήκη προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν έντονη συζήτηση και δικαιολογημένη συγκίνηση. Μας φέρνουν στον νου την πρόσφατη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι, τον Ιούλιο 2024, όπου ένα σκετς θεωρήθηκε σοκαριστικό και προσβλητικό για τους Χριστιανούς». Έτσι άρχιζα ένα σχετικό με το θέμα μας άρθρο μου στον Ημερήσιο και Περιοδικό Τύπο (Τα Νέα, 25.4.2025 και Bookpress, Μάιος 2025) και σ’ αυτή την τροχιά εγγράφεται η παρούσα ανακοίνωση.
Η ανάλυσή μου βασίζεται σε ορισμένες ιδέες-κλειδιά: την πολιτισμική/πολιτιστική πολυφωνία/πολυμορφία, τον ρόλο των μουσείων σήμερα –με την ευρύτερη έννοια του όρου ως χώρων που φιλοδοξούν να «εκθέτουν» έργα τέχνης, όπως η Εθνική Πινακοθήκη–και την ανάγκη πολιτισμικού γραμματισμού/αλφαβητισμού με το παράδειγμα των απεικονίσεων του Αγίου Χριστοφόρου ως Κυνοκεφάλου καθώς και ως Αγίου, έργο που βανδαλίστηκε στην εν λόγω έκθεση.

Η προσέγγισή μου είναι βαθιά επηρεασμένη από τη μακρά θητεία μου στην Ουνέσκο, τον Οργανισμό-soft power του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), που προσβλέπει στην αμοιβαία κατανόηση των λαών μέσω της εκπαιδευτικής, πολιτιστικής και επιστημονικής συνεργασίας τους, με απώτατο στόχο την ειρήνη και την ευημερία τους. Σύμφωνα με το Καταστατικό της, που αποτελεί οικουμενικό αξιακό πλαίσιο, ο σχεδόν ουτοπικός αυτός στόχος διασφαλίζεται χάρη στην «ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών μέσω του λόγου και της εικόνας», με τον δέοντα σεβασμό στην «καρποφόρα πολυμορφία των πολιτισμών». Άπειρα όμως είναι τα παραδείγματα της σύγκρουσης του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης με ποικίλους ηθικούς και, κυρίως, θρησκευτικούς κανόνες, όπως η δημοσίευση γελοιογραφιών κατά του προφήτη Μωάμεθ στη δανέζικη καθημερινή εφημερίδα Jyllands-Posten το 2005 (και σε πολλές άλλες, ευρωπαϊκές και μη), που είχε ως συνέπεια έντονες αντιδράσεις και βιαιοπραγίες.
Να σημειωθεί ότι περισσότερες από 1200 παραβιάσεις καλλιτεχνικής ελευθερίας καταγγέλθηκαν στην Ουνέσκο μόνο για το 2021, εκ των οποίων 39 αφορούσαν την απώλεια της ζωής καλλιτεχνών που στοχοποιήθηκαν. Αυτοί οι αριθμοί υποδηλώνουν την επιβολή σιωπής και ελέγχου στους καλλιτέχνες, όπως γίνεται συχνά και με τους δημοσιογράφους. Είναι γνωστό ότι όταν οι καλλιτέχνες γίνονται στόχος, ένα θεμελιώδες δικαίωμα βρίσκεται σε κίνδυνο: να σκέπτεται κανείς και να μιλάει ελεύθερα, ενώ προσπαθεί ν’ ανοίξει νέους ορίζοντες. Αυτός είναι ο λόγος που η Ουνέσκο στηρίζει κυβερνήσεις και ΜΚΟ στην εκπόνηση αρχών, κανόνων και πολιτικών που ενισχύουν την προστασία των καλλιτεχνών καθώς και την καλλιτεχνική ελευθερία. Να σημειωθεί, επίσης, ότι σε περιπτώσεις κοινωνικής έντασης και πίεσης ο ΟΗΕ, στο σύνολό του, έχει εκδώσει ψηφίσματα και αποφάσεις υπέρ του σεβασμού των θρησκευτικών συμβόλων, παρόλο που πλειάδα νομικών εργαλείων καλύπτει αυτή την υποχρέωση των Κρατών-μελών [Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1948), Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά Δικαιώματα (1966) κ.λπ.].
– Πολιτισμική πολυμορφία (cultural diversity). Είναι ο όρος-κλειδί της ανακοίνωσης, με πολλά διακυβεύματα, ο οποίος καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα εννοιών : ποικιλομορφία, πολυφωνία, διαφορετικότητα, ετερότητα και παρουσιάζεται τόσο ως ξεχωριστή κατηγορία όσο και ως υποδόριος ιστός του συνόλου της ανακοίνωσης.
Η έννοια της πολιτισμικής πολυμορφίας αποτυπώνει το δημιουργικό σφρίγος των πολιτισμώνκαι την ικανότητά τους να φαντάζονται, να προσαρμόζονται αλλά και να συνδιαλέγονται τόσο με τον εαυτό τους, όσο και με άλλους πολιτισμούς, υπερβαίνοντας τον ιστορικό χρόνο και τον συγκεκριμένο χώρο στον οποίο γεννήθηκαν.
Κατά συνέπεια, δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η ζωτικότητα ενός πολιτισμού εξαρτάται από τον αριθμό και την ποιότητα των πολιτισμικών εκφράσεων με τους οποίους ήλθε, ιστορικά, ή έρχεται διαρκώς σε επαφή (Claude Lévi-Strauss). Οι ποικίλες αυτές δημιουργικές εκφράσεις αποτελούν τόπους συνάντησης του οικείου με το άγνωστο, μετασχηματίζουν τις προοπτικές, διευρύνουν την ελευθερία και τις επιλογές, σφυρηλατώντας ταυτόχρονα στέρεους δεσμούς ανάμεσα σε άτομα, γενιές και κοινωνίες. Γιατί κάθε άνθρωπος σκέφτεται με συνειρμό εικόνων και ιδεών, αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αντιπαράθεση με τους τρόπους ζωής άλλων πολιτισμικών ομάδων και αξιών, αποφασίζει μετά από αξιολόγηση διαφόρων επιλογών, αναπτύσσει την προσωπικóτητά του επιβεβαιώνοντας ή αμφισβητώντας την εμπιστοσύνη του μέσα από τον καθρέφτη του διαφορετικού.
Η πολιτισμική πολυμορφία στηρίζεται σε έναν διευρυμένο ορισμό του πολιτισμού ο οποίος, πέρα από τις τέχνες και τα γράμματα, περιλαμβάνει και τους τρόπους ζωής, τα αξιακά συστήματα, τις παραδόσεις και τις δοξασίες κάθε λαού όπως και τις μορφές αρμονικής συμβίωσης μιας κοινωνίας (ways of living together, UNESCO). Δηλαδή ως πολιτισμός θεωρείται «ό,τι πρέπει να γνωρίζει κανείς για να είναι μέλος ενός συνόλου», μέσα από μία διαρκή ροή νοημάτων που οι άνθρωποι δημιουργούν, ανταλλάσσουν, εντάσσουν ή αποβάλλουν από το προσωπικό ή συλλογικό πολιτισμικό τους αρχείο. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο και τον απώτατο στόχο της ανάπτυξης κάθε κοινωνίας, γιατί της διασφαλίζει την απαραίτητη ενέργεια και ενάργεια για να αφουγκράζεται το παρελθόν, να διαμορφώνει το παρόν καθώς και να εμπνέεται νέους ορίζοντες. Γι’ αυτόν τον λόγο ο πολιτισμός θεωρείται από την Ουνέσκο παγκόσμιο δημόσιο αγαθό.
Ο όρος «πολυμορφία», τόσο στην καθημερινή όσο και στην επιστημονική του χρήση, κατέληξε να σημαίνει άλλοτε τους «διαφορετικούς ανθρώπους» και άλλοτε τα «διαφορετικά πολιτισμικά αγαθά» ή και τα δύο, ανάλογα με την οπτική γωνία της κάθε επιστήμης. Απώτερος στόχος, και στις δύο εκδοχές, είναι να διασωθεί η έννοια της δημιουργικότητας ως κίνηση, ως μετακίνηση της σκέψης, ως επανεκκίνηση, ως διαδικασία επιβίωσης της ανθρωπότητας, ως πολιτισμικό όραμα που υπόσχεται το απροσδόκητο, το «δυνάμει», διασφαλίζοντας έτσι ανεξάντλητες πηγές έμπνευσης για να μπορεί ο άνθρωπος να εγγράφει το πέρασμά του στον ιστορικό χρόνο.
Στο πλαίσιο αυτό εκπονήθηκαν, μεταξύ άλλων, δύο σημαντικά νομικά κείμενα για την ανάδειξη και την προστασία της ποικιλομορφίας, όπως η «Παγκόσμια Διακήρυξη της Ουνέσκο για την Πολιτιστική Πολυμορφία» (2001) και η «Σύμβαση για την Προστασία και την Προώθηση της Πολυμορφίας των Πολιτιστικών Εκφράσεων» (2005), για τα οποία ήμουν υπεύθυνη.
Η Παγκόσμια Διακήρυξη πραγματεύεται τις δύο όψεις της πολυμορφίας, αυτήν των ανθρώπων, της ετερότητας, όσο και αυτήν της πολιτισμικής δημιουργίας τους, ενώ η Σύμβαση μόνο την πολιτισμική δημιουργία. Και τα δύο κείμενα δεσμεύουν ηθικά και νομικά τη διεθνή κοινότητα και επιδιώκουν την επίτευξη ενός ευνοϊκού εθνικού και διεθνούς περιβάλλοντος που θα επιτρέπει να οικοδομούνται αρμονικές κοινωνίες με άτομα και σύνολα, τα οποία, ενώ μοιράζονται τον ίδιο φυσικό ή ψηφιακό χώρο, δεν έχουν υποχρεωτικά την ίδια ιστορική πολιτισμική εμπειρία, μνήμη και προσδοκίες.
Παράλληλα, επιδιώκουν να προστατεύουν από τη σαρωτική παγκοσμιοποίηση τη δημιουργική πολυμορφία, δηλαδή τις απειράριθμες μορφές με τις οποίες οι πολιτισμοί ενσαρκώνονται στην κληρονομιά τους ή αναγεννώνται διαρκώς στη σύγχρονη δημιουργία.
Απευθύνονται τόσο στους καλλιτέχνες και επαγγελματίες του Πολιτιστικού και Δημιουργικού Τομέα, καθώς και σε όλους όσοι σχεδιάζουν και υλοποιούν πολιτικές και δράσεις που αφορούν στη δημιουργία, παραγωγή, διάδοση, διακίνηση, πρόσβαση και απόλαυση των πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών. Τελικά, σ’ αυτή τη διαδικασία εμπλέκεται ολόκληρη η κοινωνία: από τους καλλιτεχνικούς δημιουργούς έως τους απλούς πολίτες που καλούνται να απολαύσουν, να συγκινηθούν, να προβληματιστούν, να διαμαρτυρηθούν ή να ενθουσιαστούν από την επαφή τους με την καλλιτεχνική πρόταση.
– Μουσείο, στη στενή και ευρεία του έννοια. Αποτελεί έναν από τους εμβληματικούς χώρους/τοπόσημα όπου τελείταιτο συναπάντημα της πολύμορφης δημιουργίας με την κοινωνία. Ως εκ τούτου, καλείται να ανανεώνεται διαρκώς ώστε να διασφαλίζεται η μεγαλύτερη δυνατή «κοινωνία» ανάμεσα στα εκθέματα και ένα ευρύτερο και ηλικιακά νεότερο κοινό. Ιδανικά, το συναπάντημα αυτό θα πρέπει να μετατρέπεται σε συναρπαστικό ταξίδι, αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για επίσκεψη στο «Ενδιαίτημα των Μουσών», όπου φυλάσσεται ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που πρόσφερε ο Προμηθέας στην ανθρωπότητα «οἱ γραμμάτων συνθέσεις, μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ’ ἐργάνην». Δηλαδή οι συνθέσεις ή συμπλοκές χαραγμένων ή ζωγραφισμένων σημείων, που μπορούν να ενσωματώσουν κάθε μνήμη και να υπηρετήσουν κάθε εργασία που γεννάει τις Μούσες, αυτό που ονομάζουμε τέχνες και γνώσεις. (Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, μετάφραση-σχόλια Κ. Καστοριάδη, 1991).
Η κοινωνική αξία των μουσείων συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία βιωματικών εμπειριών που έχουν ιδιαίτερη σημασία για όλους ανεξαιρέτως τους επισκέπτες. «Τα μουσεία, ως οργανισμοί με κύρος και φορείς κοινωνικών αλλαγών και ανάπτυξης, αποδεικνύουν στις μέρες μας πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή του κάθε τόπου, καθώς αποτελούν σημείο σύνδεσης των διαφόρων κοινοτήτων συμβάλλοντας στην κοινωνική συνοχή» (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων, ICOM).
Η προσέγγισή μου δεν αντιδιαστέλλει αλλά συμφιλιώνει τις δύο μουσειολογικές «σχολές», αυτήν δηλαδή που θεωρεί ότι το κέντρο βάρους του μουσείου είναι το «αντικείμενο και η συλλογή» με την άλλη που εστιάζεται ιδιαίτερα στην «εμπειρία και το βίωμα του επισκέπτη».
Η πρώτη «σχολή» θεωρεί ότι τα μουσεία αποτελούν επιστημονικές δεξαμενές για τη διαφύλαξη πολύτιμων ανθρώπινων επιτευγμάτων χιλιετιών, όπως και πιο σύγχρονων μορφών δημιουργίας, προσκαλώντας τον επισκέπτη σε μια προσωπική συνάντηση, σε μια μορφή μέθεξης, unio mystico, με το έργο και τον χώρο που το εμπεριέχει.
Η δεύτερη «σχολή» θεωρεί ότι τα μουσεία έχουν κατ’ αρχήν κοινωνική αποστολή ως «χώροι εκδημοκρατισμού, πολυφωνικοί και συμπεριληπτικοί» (lieux de démocratisation polyphoniques et inclusifs). Κατά συνέπεια, οφείλουν να είναι όχι μόνο προσβάσιμα στο κοινό, αλλά να αποτελούν ανοιχτούς, ελκυστικούς πόλους συνάντησης όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από το κοινωνικό τους υπόβαθρο και το πολιτισμικό τους απόθεμα, με στόχο τη δημιουργία μιας γενικής συλλογικής εμπειρίας, αλλά και νέων κοινωνικών δεσμών.
Η Εθνική Πινακοθήκη αποτελεί αδιάψευστο παράδειγμα αυτής της επιθυμητής ζεύξης του ρόλου των Μουσείων ως χώρους φύλαξης και συντήρησης (temples), αλλά και συνάντησης και συζήτησης (forum).
Τα μουσεία είναι οι πλέον προνομιακοί χώροι που ζωντανεύουν τα «σπαράγματα» της ιστορίας κάνοντας «κατοικήσιμο» το παρελθόν, ενώ αποτολμούν να σκιαγραφούν το παρόν και να οραματίζονται το μέλλον. Μοιράζονται έναν κόσμο εικόνων, σκέψεων, συγκινήσεων και προθέσεων με τεκμηριωμένη γνώση που εμποδίζει τον σφετερισμό και την εργαλειοποίηση του πνευματικού πλούτου των κοινωνιών από πολιτικές σκοπιμότητες. Ωστόσο, οι ευγενείς και υψηλοί αυτοί στόχοι των μουσείων δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα χωρίς την κοινωνική ενέργεια των επισκεπτών/πολιτών που θα υιοθετήσουν, ιδανικά, μία αμφίδρομη σχέση, θα δώσουν δηλαδή νέα ζωή και λόγο ύπαρξης στις μουσειακές προτάσεις, αλλά ταυτόχρονα θα αντλήσουν απ’ αυτές γνώση, συγκίνηση και φαντασία, και τα τρία απαραίτητα «καύσιμα» για να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους.
Η διαδικασία αυτή μπορεί να αποβεί επιτυχής αν τα μουσεία κατορθώσουν ν’ απευθυνθούν σε όλους τους επισκέπτες και να τους βοηθήσουν να αποκωδικοποιήσουν και να οικειοποιηθούν τα προτεινόμενα « εκθέματα », ώστε να αισθανθούν ότι τους αφορούν. Να διεισδύσουν, με άλλα λόγια, στον μύχιο οδικό τους χάρτη και να τολμήσουν κάποια μορφή πολιτισμικής ώσμωσης. Αυτό σημαίνει, εν τέλει, ότι τα μουσεία δύνανται να αναδειχθούν σε «ευγενείς διαμεσολαβητές» με εξαιρετική συμβολική αξία, εφόσον προτείνουν τη σύνδεση του οικείου με το άγνωστο, του τοπικού με το οικουμενικό, με τρόπο που μαγνητίζει ένα πολυφωνικό κοινό, το οποίο δέχεται να συνυπάρξει με αγνώστους και να συμμετάσχει, για κάποιες στιγμές, σε συγκεκριμένα τελετουργικά (επι)κοινωνίας.
Και τούτο όχι μόνο γιατί συνοδεύουν τους επισκέπτες στη διαδικασία οικειοποίησης του μεγαλείου των ανθρώπινων επιτευγμάτων (κάποτε και της βαρβαρότητας), αλλά και της αίσθησης ότι μπορούν να είναι πλήρη μέλη τόσο της συγκεκριμένης κοινωνίας στην οποία ζουν, όσο και της ανθρωπότητας, ως ενιαίου πολιτισμικού συνόλου. Το ζητούμενο είναι να προσφερθούν όλα αυτά με εύληπτο, επιστημονικό αλλά και συμπεριληπτικό τρόπο, ώστε ένα ποικιλόμορφο κοινό να αισθανθεί αφενός ότι εμπλουτίζει την πεπερασμένη, βιολογικά, ζωή του με αυτή την συμπυκνωμένη καλλιτεχνική έκφραση που του προσφέρεται και αφετέρου ότι η κοινωνία τον αναγνωρίζει ως ισότιμο μέλος της, εφόσον απευθύνεται, έμμεσα, και στις δικές του μνήμες, αγωνίες και όνειρα.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιακή επανάσταση και η υπερ-κινητικότητα ανθρώπων, αγαθών και ιδεών δοκιμάζουν, με τη βιαιότητά τους, τον μετασχηματισμό των σύγχρονων κοινωνιών, οι οποίες καλούνται να διασφαλίσουν όχι μόνο την κοινωνική συνοχή αλλά και την ευημερία όλων των μελών τους, με την ικανοποίηση νέων ζωτικών αλλά και συμβολικών αναγκών τους.
Για να κερδηθεί αυτό το στοίχημα, τα δημοκρατικά έθνη-κράτη προσπαθούν να δράσουν ως εγγυητές της ισότητας, της ασφάλειας και της συνοχής της κοινωνίας, επιδιώκοντας να παρέχουν σε όλους τους πολίτες πρόσβαση στα δημόσια αγαθά, με έμφαση στο αγαθό της Παιδείας, τυπικής και άτυπης, ως κατεξοχήν μηχανισμού κοινωνικής κινητικότητας και προόδου, αλλά και εργαλείου κατά των προκαταλήψεων και του κάθε είδους φυλετικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή θρησκευτικού ντετερμινισμού.
Ο όρος Παιδεία συμπεριλαμβάνει, στη γλώσσα μας, όχι μόνο την (εκ)παιδευτική σχολική διαδικασία αλλά και τον Πολιτισμό σε όλο του το φάσμα, ως καλλιέργεια, μόρφωση και ελευθερία, είτε μέσα από το επίσημο εκπαιδευτικό πρόγραμμα είτε με την πλειάδα ατύπων μορφών παροχής γνώσεων/συγκινήσεων που διαθέτει μία διά βίου μάθησης κοινωνία. Ανάμεσα στις άτυπες πηγές μάθησης είναι και τα μουσεία – που δεν θα μπορούσαν να κωφεύσουν μπροστά στις σύγχρονες κοσμογονικές αλλαγές.
Η ιδιοτυπία των μουσείων, κυρίως εκείνων που είναι αφιερωμένα στις Τέχνες, στα Γράμματα και στις Επιστήμες, συνίσταται στο ότι διαθέτουν μια κοινή παγκόσμια γλώσσα και αισθητική γραμματική που επιθυμεί να απευθύνεται στον νου και την καρδιά όλων ανεξαρτήτως των επισκεπτών, αφού η δύναμη του λόγου και της εικόνας συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση των τρόπων σκέψης, των ανθρωπίνων σχέσεων, της κοινωνικής οργάνωσης, της επαφής με τον φυσικό και μετα-φυσικό κόσμο.
Η θέση αυτή δεν είναι αβάσιμη, εφόσον ορθά θεωρείται ότι η ιδιότυπη γλώσσα και γραμματική των μουσείων επιδιώκει να παρουσιάσει τις πιο ποικίλες εκφράσεις της δημιουργικής ιδιοφυίας της ανθρωπότητας για να υπογραμμίσει και να «αναστυλώσει» τη θεμελιώδη ενότητά της, για να ξαναβρεί αυτή τη «μάνα-γλώσσα» που ο καθένας μπορεί να ακούσει και να κατανοήσει, ανεξάρτητα από εθνικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, γλωσσικές και κοινωνικές διαφορές.
Είναι εξάλλου γνωστό από την Προϊστορία ότι καμία κοινωνία δεν έζησε χωρίς να δημιουργήσει τον δικό της κόσμο σκέψεων, μορφών ή ήχων, που σηματοδότησε όχι μόνο την ιδιαιτερότητά της, αλλά και πλούτισε την παγκόσμια συλλογική συνείδηση με νέα αποθέματα σκέψης και συγκίνησης, τα οποία εξακολουθούν να θαυμάζονται για την εξαιρετική οικουμενική τους αξία, πολλά από τα οποία φυλάσσονται στα μουσεία, χωρίς να υποτιμώνται και τα ελάσσονα δημιουργήματα, απαραίτητα στην κλίμακα της καλλιτεχνικής εξέλιξης.
Κατά συνέπεια, αν πάρουμε το παράδειγμα τηςτέχνης, ως την πεμπτουσία της ανθρώπινης δημιουργίας, δεν χρειάζεται να είναι κανείς Έλληνας για να θαυμάσει τον Παρθενώνα, ούτε Ιάπωνας για να εκστασιαστεί μπροστά στο «Μεγάλο κύμα έξω από την Καναγκάουα» (αριστούργημα του Katsushika Hokusai), ούτε Γερμανός για να συγκινηθεί στο άκουσμα της Carmina Burana (Carl Orff) ούτε Ρώσος για να δονηθεί από μια χορογραφία του Vaslav Nizhjinsky, ούτε αφρικανός για να εντυπωσιαστεί από μια μάσκα Dogon. Από αυτά τα παραδείγματα γίνεται αντιληπτό ότι η τέχνη μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην αποκατάσταση πολλών πολιτισμικών καταγμάτων και διαστρεβλώσεων, κάτι που δεν μπορεί να κατορθώσει από μόνη της η πολιτική, και να καταστεί έτσι όχι μόνο πολύτιμος συνεργάτης μιας δημοκρατικής Πολιτείας αλλά και ένα από τα θεμέλια ενός πραγματικού ανθρωπισμού.
Αυτό θα είχε κατά νου ο Άγγλος ποιητής Σέλλευ όταν είπε ότι «οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς και οι φιλόσοφοι είναι οι πραγματικοί νομοθέτες, και όμως συχνά παραμένουν άγνωστοι», υπαινισσόμενος τους δεσμούς ανάμεσα στην αισθητική και την πολιτική. Κάτι ανάλογο είχε φανταστεί ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, που το εξέφρασε με πολλές προφυλάξεις. Εάν αυτό ισχύει, αποδεχόμαστε ότι η δικαιοσύνη, η ισότητα και η ελευθερία δεν έχουν καλύτερους υπέρμαχους από την τέχνη και τον πολιτισμό και, κατά συνέπεια, τα μουσεία αποτελούν προνομιακούς «συμμάχους» μιας ευνομούμενης δημοκρατικής Πολιτείας που ενδιαφέρεται για την ευημερία όλων των πολιτών της. Το θαύμα του «χρυσού αιώνα» αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για τη σχέση και διάδραση Δημοκρατίας και Πολιτισμού, εννοούμενου ως Καλές Τέχνες και Γράμματα. Άραγε είναι αληθινό ή ρητορικό το ερώτημα εάν δηλαδή οι δημοκρατικοί θεσμοί της εποχής του Περικλή συνέβαλαν στην άνθηση του Πολιτισμού ή μήπως η έκρηξη του Πολιτισμού της ίδιας εποχής αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την ευημερία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας του 5ου π.Χ. αιώνα.
Ωστόσο, όλοι οι επισκέπτες των μουσείων δεν διαθέτουν το ίδιο «πολιτισμικό» και «συμβολικό» κεφάλαιο που συσσωρεύεται σταδιακά, σε συνάρτηση με το (τα) περιβάλλον(τα) κοινωνικοποίησης του ατόμου και που, όπως κάθε κεφάλαιο, δίνει κάποια μορφή δύναμης και εξουσίας στον κάτοχό του (Pierre Bourdieu). Εάν το φαινόμενο αυτό ισχύει για κάθε κοινωνία που τρέφει στους κόλπους της ενδογενείς δομικές κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις, γίνεται εντονότερο στην εποχή της υπερ-παγκοσμιοποίησης και της υπερ-κινητικότητας, όπου η πολυμορφία, ιστορική και πρόσφατη –και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι ουδέτερη πολιτισμικά– αναστατώνει ακόμη περισσότερο την ημερήσια διάταξη της πολιτικής ατζέντας με κίνδυνο την αποσταθεροποίηση των κοινωνιών.
Κατά συνέπεια, εάν οι δημοκρατικοί θεσμοί, ακόμη και σε μια καλοπροαίρετη και ορθονομούμενη πολιτεία, δεν διασφαλίζουν την ένταξη όλων στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι μέσα από ποιοτικά δημόσια αγαθά, όπως η υγεία, η παιδεία ή ο χώρος εργασίας και ψυχαγωγίας, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τα μουσεία να σηκώσουν, μόνα σ’ αυτή την προσπάθεια, ένα τέτοιο βάρος και να μετατραπούν σε χώρους «πολυφωνικούς και συμπεριληπτικούς», χωρίς να αναπαράγουν ή να βαθαίνουν ακόμη περισσότερο τις διαφορές και να τις μετατρέπουν σε νέες πολιτισμικές διακρίσεις και ιεραρχήσεις.
Ποια θα πρέπει να είναι η στάση και η παρεχόμενη «αγωγή» των μουσείων ώστε αφενός να διασφαλίζουν την αναγνωσιμότητα και την κατανόηση των εκθεμάτων και του αφηγήματος που τα συνοδεύει, και αφετέρου να αποτελούν συμπληρωματική, χαρούμενη γνώση, δημιουργώντας τις συνθήκες πρόσληψης, αναγνωρισιμότητας, απροσδόκητης συγκίνησης, ίσως και εκμάγευσης; Αν τα «κανονικά» –ιστορικά και πολιτισμικά– μέλη μιας κοινωνίας δυσκολεύονται να αποκρυπτογραφήσουν και να συγκινηθούν από την επιλογή και τον τρόπο παρουσίασης των εκθεμάτων, τη διάταξη και αρμολόγησή τους, τις λεζάντες αλλά και το συνολικό αφήγημα, πώς θα είναι σε θέση τα «διαφορετικά» –τα αποκλίνοντα από τον ισχύοντα πολιτισμικό κανόνα– μέλη, να επικοινωνήσουν με τα εκθέματα και να βιώσουν το προτεινόμενο έκθεμα ως αφήγημα που ίσως τα αφορά;
Το ερώτημα γίνεται επιτακτικότερο εάν συμφωνήσουμε ότι η μάθηση είναι πρώτα απ’ όλα η θεώρηση κάποιας ύλης, ενός αντικειμένου, ενός όντος ως πομπού σημάτων προς αποκρυπτογράφηση και ερμηνεία (Gilles Deleuze). Κάτι αντίστοιχο είπε ο Ηράκλειτος για το μαντείο των Δελφών: «οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει». Δηλαδή δεν μιλάει, ούτε αποκρύπτει, παρά στέλνει σημάδια.
Να θυμηθούμε στο σημείο αυτό, την έννοια του συμβόλου στην αρχαία ελληνική γλώσσα: σύμβολο είναι ένα σημείο αναγνώρισης που αποτελείται, γενικά, από το ένα ήμισυ ενός αντικειμένου το οποίο είτε τοποθετείται, «συμβάλλεται», επάνω στο άλλο ήμισυ, είτε συναρμόζεται με τα άλλο ήμισυ. Το ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό αυτό δηλώνει την πράξη με την οποία οι κάτοχοι των χωριστών τμημάτων τα φέρνουν σε επαφή και αποκαθιστούν με την υλική αυτή συνένωση την κατανοητή μορφή και το νόημα του αρχικού αντικειμένου, δηλαδή της σχέσης σήματος και σημαινομένου.
Εάν εφαρμοστεί ο ορισμός αυτός στα εθνικά ή θρησκευτικά σύμβολα, αποδεχόμαστε ότι κάθε άτομο, ακόμη και αν προσδιορίζεται από ένα έθνος, μια γλώσσα, μια κοινωνική τάξη, μια θρησκεία, διαμορφώνει το δικό του αξιακό, ηθικό, αισθητικό σύστημα με βάση το προσωπικό «πολιτισμικό» και «συμβολικό κεφάλαιο», που συσσωρεύεται σταδιακά, και με αυτό το προσωπικό «αρχείο» προσπαθεί να αποκωδικοποιεί και να οικειοποιείται, φιλτράροντας, το περιβάλλον του.
Κατά συνέπεια, ο προβληματισμός των μουσείων εστιάζεται στην ενεργοποίηση των ατομικών ή συλλογικών πολιτισμικών αποθεμάτων του επισκέπτη, στους τρόπους δηλαδή με τους οποίους μπορεί να διεγείρει τη νοητική και συναισθηματική διαθεσιμότητά του, ώστε να μειωθούν τα συμβολικά και πραγματικά εμπόδια που παρεμβάλλονται ανάμεσά του και στις μουσειακές προτάσεις. Βασική πρόθεση παραμένει, πέρα από τη διαφύλαξη των έργων, που αποτελεί πρώτο και κύριο λόγο ύπαρξης των μουσείων (raison d’être), να αναγνωριστεί και να προβληθεί η πολυμορφία, ανθρώπων και δημιουργημάτων, όπως τα περιέγραψα παραπάνω, και κατά συνέπεια να μειωθούν δραστικά τα πολιτισμικά και κοινωνικά στερεότυπα και εμπόδια που δοκιμάζουν την κοινωνική αντοχή και συνοχή.
Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά, πολύπλοκα, και απαιτούν αναλύσεις φιλοσοφικές, επιστημονικές, πολιτικές και τεχνικές. Συγκρατώ ορισμένα για τις ανάγκες της ανακοίνωσης:
– Αντικείμενο-Έκθεμα. Το αντικείμενο έχει, αυτό καθαυτό, κάποιο νόημα; Κάτω από ποιες συνθήκες αποκαθίσταται το νόημά του; Μπορεί να αποκοπεί από το περιβάλλον του; Π.χ. έργα αισθητικής αξίας και μόνο για ορισμένους, πνευματικής για άλλους, όπως η θρησκευτική τέχνη ή τα τελετουργικά αντικείμενα; Παραμένει το νόημά του αναλλοίωτο, όπως το συνέλαβε ο δημιουργός και η εποχή του ή εμπλουτίζεται διαρκώς από το βλέμμα του επισκέπτη/θεατή, από τις νέες επαναστατικές ψηφιακές τεχνολογίες που μπορούν πλέον και να το αναπαραγάγουν με απόλυτη ακρίβεια ή και να το «πειράξουν»; Ένα εφήμερο έργο, μια εγκατάσταση (installation) αποτελούν αντικείμενα του μουσείου;
Μήπως η βιογραφία του αντικειμένου, κατά το πρότυπο της βιογραφίας ενός προσώπου, μπορεί να συμβάλει, ως μέθοδος, σε κάποια καλύτερη κατανόησή του, εφόσον αρνείται να μένει φυλακισμένο στις κατηγορίες που το κατατάσσουν οι ειδικοί, ακόμη και ο δημιουργός του και ο κάθε ιδιοκτήτης του, και «κινείται» τόσο με φυσικό όσο και με συμβολικό τρόπο; Μήπως αυτού του είδους η βιογραφία αποτελεί αποτελεσματική μέθοδο για να κατανοηθεί πως ο δεσμός των ανθρώπων με τα πράγματα αποτελεί το κλειδί της ιστορίας τους (Bonnot, 2014), πολύ περισσότερο που «το μουσείο είναι ένα λεξικό όπου τα αντικείμενα είναι οι λέξεις και αν δεν εγγραφούν σε μια σκέψη, χάνουν το νόημά τους» (Jacques Hainard);
Μήπως, επίσης, η αξία των αντικειμένων δεν είναι εγγενής, ούτε τους προσδίδεται εκ των προτέρων, αλλά έγκειται στο γεγονός και μόνο της κυκλοφορίας τους και της «έκθεσής» τους σε συγκεκριμένους χώρους, σε διαφορετικά βλέμματα και εκτιμήσεις, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με αυτό που συμβαίνει με «την οικονομική συναλλαγή που από μόνη της δημιουργεί αξία;… Γιατί ακόμη και αν, από θεωρητική άποψη, οι άνθρωποι δίνουν νόημα στα πράγματα, ωστόσο, μεθοδολογικά, είναι τα ίδια τα πράγματα-εν κινήσει που διαφωτίζουν το ανθρώπινο και κοινωνικό τους περιβάλλον» (Arjun Appadurai, 1986).
Η ιδέα αυτή του Α. Αppadurai αποτελεί τον μίτο της Αριάδνης της ανθρωπολογίας εφόσον η ταυτότητα του αντικειμένου είναι κατασκευασμένη τόσο από τη μοναδικότητα της διαδρομής του όσο και από τις διαδοχικές θέσεις που καταλαμβάνει στην καρδιά ενός συστήματος συλλογικών αναπαραστάσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η διαπολιτισμική οπτική του αντικειμένου που καλείται να απαντήσει στα ίδια ερωτήματα που θέτουμε στους ανθρώπους «από πού (προ)έρχεται, και ποιος το κατασκεύασε; Ποια ήταν η μέχρι στιγμής διαδρομή του, και ποια θεωρείται ως ιδανική σταδιοδρομία του;Ποιες είναι “οι ηλικίες του” ή οι αναγνωρισμένες περίοδοι της “ζωής” του και ποιες οι πολιτισμικές αναφορές αυτών των περιόδων; Πώς αλλάζει χρήση με την ηλικία του και τι του συμβαίνει όταν ολοκληρώσει την πλήρη χρησιμότητά του» (Kopytoff, 1986);
Έχει διαπιστωθεί ότι αντικείμενα που κρίνονται σημαντικά, αποκτούν ιδιαίτερο συμβολικό βάρος προσκαλώντας το κοινό να βρει φαντασιακούς τρόπους ταύτισης μαζί τους. Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ πιο έντονο τόσο μπροστά στα αριστουργήματα τέχνης μεγάλων μουσείων (Μουσείο Ακρόπολης, Λούβρο, ΜοΜΑ, Μουσείο των Ανακτόρων του Πεκίνου κ.ά.) όσο και στα εντελώς λιτά, χρηστικά αντικείμενα, μάρτυρες επώδυνης εμπειρίας που προκαλούν βαθιές συγκινήσεις ή την ανάγκη μεγαλύτερης και διαρκέστερης μνήμης (Μουσεία Ολοκαυτώματος, Δουλείας, το Μουσείο/Φυλακή του Νέλσον Μαντέλα στο Robben Island). Το ίδιο αίσθημα δημιουργείται και μπροστά σε άλλα αντικείμενα-εκθέματα που παρουσιάζουν τη σχέση του ανθρώπου με το θείο, το φυσικό περιβάλλον, την εξέλιξη της τεχνολογίας, την κοινωνική ζωή, την κοινωνικο-οικονομική ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμίσω έναν αφορισμό που θεωρώ πολύ σημαντικό και επαναλαμβάνω συχνά: «Καμιά διαθήκη δεν προηγήθηκε της κληρονομιάς μας»(«Notre héritage n’est précédé d’aucun testament», René Char, 1944). Η έννοια της κληρονομιάς ξεπερνάει εδώ τα γνωστά όρια της πολιτισμικής κληρονομιάς και αγκαλιάζει ό,τι πολύτιμο, υλικό και άυλο, παραδίδεται στην κοινωνία και γενικότερα στην ανθρωπότητα, από το απώτατο και το εγγύτατο παρελθόν της έως και το σήμερα. Τούτο σημαίνει ότι α) η κληρονομιά, το όποιο επίτευγμα της ανθρώπινης διάνοιας, το απόσταγμα γνώσης, σκέψης και συγκίνησης είναι ένα διαρκές παρόν, αφού δεν υπάρχει διαθήκη για να σημάνει τη διακοπή της. Κατά συνέπεια, θεωρείται ακόμη χρήσιμη και απαραίτητη για να εξακολουθεί να παρεμβαίνει και να διαμορφώνει το σήμερα και β) εφόσον δεν ορίζονται κληρονόμοι, όλοι θα μπορούσαν να την οικειοποιηθούν και να την χρησιμοποιήσουν όπου και όπως θέλουν, –φυσικά εντός των ορίων της επιστημονικής και ηθικής δεοντολογίας– με την πεποίθηση ότι κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί ελεύθερα να σχηματίσει τη δική του άποψη και να την αποτιμήσει θετικά ή αρνητικά, να την αποδεχτεί ή να την απορρίψει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Hannah Arendt (1973) έκανε ένα σημαντικό σχόλιο βασιζόμενη στον ίδιο αφορισμό: «χωρίς συνέχεια μέσα στον χρόνο δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει την αξία των θησαυρών. Οι κληρονόμοι και οι μάρτυρες (témoins), ανίκανοι να δώσουν ένα όνομα σε ό,τι κληρονόμησαν, στο τέλος το ξεχνούν. Έτσι ξαναρχίζει η τραγωδία. Στην απουσία μιας συνείδησης ικανής να αναρωτηθεί, να αναστοχαστεί, να θυμηθεί, να αφηγηθεί μια ιστορία και να της δώσει νόημα, η δράση έχει αξία μόνο για τους νεκρούς και απολύτως καμία για τους ζωντανούς. Η πράξη δεν ολοκληρώνεται και το γεγονός μάς διαφεύγει».
Αν αποδεχτούμε ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει κληρονόμοι, και ότι η κληρονομιά πρέπει να καταγράφεται και να «ιστορείται» για τους λόγους που προαναφέρει η Arendt, θα μπορούσαμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι το μουσείο, ως ζωντανό κύτταρο, μαζί με το κοινό, «τόσο όμοιο αλλά και τόσο διαφορετικό», καλούνται να συναντηθούν και να αναμετρηθούν με το αντικείμενο/έκθεμα/κληρονομιά μέσα από ένα νέο πρίσμα.
– Δια βίου πολιτισμικός γραμματισμός/αλφαβητισμός (lifelong cultural literacy). Για να μπορέσουν τα μουσεία να αντεπεξέλθουν στις νέες απαιτήσεις της εποχής μας, συμβάλλοντας παράλληλα στην κοινωνική συνοχή, επιβάλλεται όλοι, «όμοιοι» και «διαφορετικοί», να ξαναμάθουν να παρατηρούν, να αποκρυπτογραφούν και να οικειοποιούνται το αντικείμενο ως κληρονομιά, ως έργο πνευματικής περιεκτικότητας, γιατί «ψιθυρίζει» την κοινή «γλώσσα-μάνα» όλων των ανθρώπων που όλοι μπορούν να βιώσουν, όπως προανέφερα. Ίσως τότε όλοι θα αισθάνονται ευγνωμοσύνη που είχαν την ευκαιρία να ζήσουν μια τέτοια στιγμή, με απροσδιόριστη διάρκεια και επίδραση.
Εξάλλου, όπως και η γλώσσα, έτσι και οι ανθρώπινες γνώσεις και δεξιότητες που βοηθούν στην επικοινωνία με σύμβολα και κατά συνέπεια στην αποκρυπτογράφησή τους, δεν αναπτύσσονται παρά με άσκηση. Κατά συνέπεια, η διαδικασία αυτή πρέπει να επαναλαμβάνεται συχνά, να γίνει έξη (habitus), χωρίς ωστόσο να χάνει τη μαγεία της αναμονής, της ανακάλυψης και συχνά του θάμβους ή και του θυμού, που θα εκφράζεται ωστόσο πολιτισμένα. Η τύχη κάποιων έργων της Εθνικής Πινακοθήκης, που οδήγησε στην οργάνωση αυτής της ημερίδας, αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα.
Σ’ αυτή την περίπτωση, το έκθεμα/κληρονομιά μετατρέπεται σε καλειδοσκόπιο πολλών ταυτοποιήσεων και ταυτοτήτων και δεν εκφράζει αποκλειστικά μία και μόνο ιστορική, φιλοσοφική και αισθητική μνήμη, αλλά λαμβάνει υπόψη και την αντίληψη όσων δεν έχουν την ίδια πολιτισμική παράδοση ή αξιακή κλίμακα. Για την αφήγηση αυτή απαιτείται να συμβάλουν όλες οι πνευματικές δυνάμεις της κοινωνίας, μουσειολόγοι, φιλόσοφοι, ιστορικοί, επιστήμονες, αρχαιολόγοι, ιστορικοί τέχνης, εκπαιδευτικοί, αρχιτέκτονες, συγγραφείς, άνθρωποι της τέχνης, νομικοί, δημοσιογράφοι, τεχνίτες, και όλοι όσοι δημιουργούν στο νέο πολλά υποσχόμενο ψηφιακό πεδίο με μια συντονισμένη διαδραστική σχέση.
Για να έχει μεγαλύτερο αποτέλεσμα μια τέτοιου είδους διαδικασία, το μουσείο πρέπει να επιδείξει πολιτικό θάρρος, επαρκή επιστημονική κατάρτιση και υπεύθυνη ελευθερία. Αυτό σημαίνει ότι τα αντικείμενα πρέπει, όταν και όσο είναι δυνατό (αρκεί και ένα μόνο αντικείμενο-μαρτυρία), να αντανακλούν το «οδοιπορικό» της πολυμορφίας και να εντάσσονται σ’ ένα ευρύτερο πολιτισμικό οικοσύστημα.
Θα περιοριστώ να αναπτύξω, εν συντομία, ένα παράδειγμα «πολιτισμικού αναλφαβητισμού» που θα μπορούσε να διαφωτίσει την τρέχουσα συζήτηση, γιατί η άγνοιά του διαστρεβλώνει το καθαυτό μήνυμα του Χριστιανισμού, στη συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση. Πρόκειται για την εικόνα/πίνακα με τον Άγιο Χριστόφορο τον Κυνοκέφαλο, ένα από τα έργα που βανδαλίστηκαν στην Πινακοθήκη.
Έχω γράψει σχετικά στο βιβλίο μου Εικόνες του Άλλου, η διαφορά από τον μύθο στην προκατάληψη, που αποτελεί μια προσπάθεια κατανόησης και καταγγελίας των μηχανισμών της μισαλλοδοξίας και της απόρριψης του Άλλου/Διαφορετικού στο διάβα του χρόνου. Κάτι ανάλογο μας υπενθυμίζει και το εκπληκτικό χαρακτικό του Goya: «Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα», που κοσμεί την παρούσα έκθεση και αναφέρεται στον πρόλογο του εν λόγω βιβλίου.
Σ’ αυτή τη ζοφερή ιστορία, υπήρξαν και κάποιες δειλές απόπειρες, αληθινά αρχέτυπα ανοχής, με στόχο την οικοδόμηση μιας μυθολογίας του ανθρωπισμού. Και αυτό πολύ πριν φτάσει ο αιώνας του Διαφωτισμού που κατήγγειλε και γελοιοποίησε τα στερεότυπα της απόρριψης (Μοντεσκιέ, Βενιαμίν Φρανκλίνος).
Σ’ αυτή την αρχαιολογία της απόρριψης, εμβληματική μορφή του διαφορετικού/ξένου, κατέχει το τέρας, με το ερώτημα αν μπορεί να μετατραπεί σε ανθρώπινο ον. Το θέμα αυτό χώρισε επί αιώνες τους χριστιανούς θεολόγους σε αντίπαλες παρατάξεις. Ορισμένοι έκλιναν προς μια αμετάκλητη καταδίκη στην κατάσταση του ζώου, ενώ άλλοι προς μια δυνατότητα λύτρωσης, που συνεπαγόταν αναγκαστικά τον προσηλυτισμό, συλλογικό ή ατομικό.
Σ’ αυτές τις εύθραυστες απόπειρες ανθρωπισμού εντάσσονται οι θεωρίες του Αθανασίου Αλεξανδρείας (373 μ.Χ.) και του Αλεξάνδρου εξ Άλης (1245), τους οποίους χωρίζουν οκτώ αιώνες και οι οποίοι βρίσκονται στα δύο άκρα της χριστιανοσύνης, που υποστηρίζουν και οι δύο ότι αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο είναι η ψυχή του, ενώ όλα τα σωματικά χαρακτηριστικά είναι δευτερεύοντα και ανήκουν στον χώρο του τυχαίου. Είναι επίσης γνωστή η διαβόητη διαμάχη το 1550 όπου ο Βαρθολομαίος ντε λας Κάσας ήταν σχεδόν ο μόνος υπερασπιστής της ανθρώπινης φύσης των «Ίντιος» του Νέου Κόσμου, μπρος σε ένα ακροατήριο δεκτικό στις νεοαριστοτελικές θεωρίες σχετικά με τους εκ φύσεως σκλάβους, τις οποίες αναπτύσσει ο αντίπαλός του, Χουάν Χινές ντε Σεπούλδεβα. Οι απόπειρες αυτές εξ-ανθρωπισμού, είναι γενναιόδωρες, αλλά συνήθως πνίγονταν κάτω από το βάρος των προκαταλήψεων.
Μία από τις ελάχιστες, εύθραυστες εξαιρέσεις ανθρωπισμού στην γενικά απορριπτική αυτή διάθεση ήταν η περίπτωση του Αγίου Χριστοφόρου, που ανήκε σε μία κατηγορία φανταστικών τεράτων, των Κυνοκεφάλων. Φαίνεται ότι το υβρίδιο αυτό άλλοτε κατατάσσεται στο ζωικό βασίλειο (πίθηκοι) άλλοτε εξομοιώνεται με υπαρκτές ανθρώπινες ομάδες, τους Σαμογέτες (που ζουν στον Αρκτικό Ωκεανό), τους Μπενγκάλι (που ζουν στον κόλπο της Βεγγάλης, κατά τον Μάρκο Πόλο, 13 αι.) και τον άραβα θαλασοπόρο Ιμπν Μπατούτα, έναν αιώνα αργότερα), τους Μαυριτανούς (Ντιέγκο Γκόμες) ή τους Ινδιάνους της Αμερικής (Χριστόφορος Κολόμβος). Παρότι, τελικά, οι Ευρωπαίοι δεν τους συνάντησαν, δεν δίστασαν να τους απεικονίσουν σε χάρτες και σε καθεδρικούς ναούς.
Nα υπογραμμιστεί ότι οι άνθρωποι-κύνες έχουν έντονη παρουσία στο φαντασιακό. Μπορούν να διαθέτουν θεϊκή φύση, όπως ο Άνουβις στην Αρχαία Αίγυπτο, ο οποίος έχει σώμα ανθρώπου και κεφάλι τσακαλιού, αλλά συχνότερα τοποθετούνται στο μεταίχμιο της ανθρώπινης φύσης.
Από τον 9ο αιώνα και μετά δεν είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς στην Ανατολή απεικονίσεις της Πεντηκοστής όπου, στο μέσον των Αποστόλων, που είναι καθισμένοι σε ημικύκλιο, υψώνονται αψίδες που περιέχουν την προσωποποίηση των εθνών. Εκεί, ανάμεσα στους ξένους, που αναγνωρίζονται λόγω της φυσιογνωμίας τους ή της ενδυμασίας του, παρεισφρέει, ενίοτε, η συμβολική μορφή του κυνοκέφαλου.
Αλλά και η Δύση δεν αγνόησε το θέμα της αποστολής των Μαθητών. Στην κεντρική πύλη του νάρθηκα στο Αββαείο του Βεζελέ (12ος αιώνας), ο γλύπτης έχει διατάξει σε περιφερειακά διαμερίσματα τις τερατόμορφες φυλές που μπορούν να σωθούν με τον προσηλυτισμό. Ανάμεσά τους διακρίνονται οι Σκιρίτες (άνθρωποι χωρίς μύτη και με πλακουτσό πρόσωπο, τους οποίους ο Μεγασθένης τοποθετούσε στον Βορρά), οι Πυγμαίοι, οι Πανώτιοι (άνθρωποι με μεγάλα αυτιά) και οι Κυνοκέφαλοι. Το τύμπανο του Βεζελέ αποκρυσταλλώνει σκόρπιους θρύλους προσδίδοντάς τους ένα σαφέστατο δογματικό μήνυμα: ακόμη και οι τερατώδεις φυλές μπορούν να εξαγοραστούν με τη βάφτιση (Άγιος Βασίλειος, Άγιος Αυγουστίνος κ.λπ.) φωτο.

Υπάρχουν απόκρυφες πράξεις των αποστόλων Ανδρέα και Βαρθολομαίου, γνωστές από κοπτικά, αραβικά και αρμενικά κείμενα, που αφηγούνται τον προσηλυτισμό, στη χώρα των Πάρθων, ενός ιδιαίτερα τρομακτικού τέρατος που αποκαλείται Abominabilis (Αποτρόπαιος). «Είχε ύψος τέσσερις πήχεις και το πρόσωπό του έμοιαζε με το πρόσωπο ενός μεγάλου σκύλου και τα μάτια του έκαιγαν σαν αναμμένοι δαυλοί και τα δόντια του έμοιαζαν με τους χαυλιόδοντες ενός αγριογούρουνου ή τους κυνόδοντες ενός λιονταριού». Στο Συναξάριο του Αγίου Χριστοφόρου αναφέρεται ότι «Περί τούτου του ενδόξου και μεγαλομάρτυρος τερατώδη λέγεταί τινα και παράδοξα, ότι τε κυνοπρόσωπος ην εκ της χώρας των τους ανθρώπους κατεσθιόντων και ότι πρότερον ανθρώπους ήσθιεν, ύστερον δε μετά το πιστεύσαι Χριστώ μετεμορφώθη. Ουκ έστι δε τούτο, ουκ έστιν· αλλά τινές αυτόν ούτως υπενόησαν διά το εθνικόν και άγριον και φοβερόν».
Σύμφωνα με έναν ευρύτερα διαδεδομένο θρύλο, η μεταμόρφωση αυτή αφορά στον Άγιο Χριστόφορο. Κατά τη γέννησή του ο κυνοκέφαλος αυτός φέρει το όνομα Reprobus (Καταδικασμένος), πέρα από το «Αποτρόπαιος», που είδαμε παραπάνω. Μετά τον προσηλυτισμό του χάνει τα τερατώδη χαρακτηριστικά του γίνεται ο Christophorus (ο φέρων τον Χριστό), ένας από τους δημοφιλέστερους αγίους της χριστιανοσύνης. Σε πολλές περιπτώσεις αποκτά ανθρώπινη εμφάνιση: ο Άγιος Χριστόφορος είναι ο εύρωστος και συμπαθητικός γίγαντας που το φυλακτό του ακόμη και σήμερα, στον 21ο αιώνα, θεωρείται ότι προστατεύει τους ταξιδιώτες (γνωρίζουμε την παράδοση που τον θέλει να μεταφέρει τους διαβάτες από την μια όχθη ενός μανιασμένου ποταμού στην άλλη, μεταξύ των οποίων και τον μικρό Χριστό, εξ ου και το χριστιανικό όνομά του). Ωστόσο, διατηρεί, ενίοτε, ακόμη και μετά που έγινε άγιος, την αρχική του εμφάνιση, ιδίως στον χριστιανισμό της Ανατολής (είναι γνωστή η εικόνα του, του 17 αι. από την Καππαδοκία, που φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, ως Κυνοκέφαλου) φωτο.
Θέλω να πιστεύω ότι ο αυτουργός και οι ομοϊδεάτες της καταδικαστέας πράξης βανδαλισμού του σχετικού πίνακα στην Εθνική Πινακοθήκη δεν θα γνώριζαν την ιστορία της αγιοποίησης του Αγίου Χριστοφόρου, διαφορετικά δεν θα είχαν προβεί σ’ αυτή την πράξη που στρέφεται εναντίον του ίδιου του Χριστιανισμού, στο όνομα του οποίου έδρασαν για να αποκαταστήσουν την δήθεν προσβολή του.
Θα ήθελα να κλείσω με μία σκέψη: Αν τόσοι άνθρωποι συρρέουν στο χώρο του Μουσείου, θα πρέπει να συντελείται εκεί κάποια απροσδιόριστη, αδιόρατη μετάλλαξη, πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που νομίζουμε και η οποία δεν αποτιμάται άμεσα.
Το «τελετουργικό» που συντελείται σ’ αυτή τη συνάντηση του κοινού με το έκθεμα, θα πρέπει να εκλύει πανανθρώπινες αξίες και να υπαινίσσεται αγωνίες, πτώσεις και όνειρα που εκφράζουν αλλά και ξεπερνούν τα όρια ενός συγκεκριμένου κοινού, εφόσον αντανακλούν, in fine, την πολιτισμική συγγένεια της κοινωνίας.
Η δημιουργία συνθηκών μιας τέτοιας μετάλλαξης δεν είναι εύκολη ούτε για τα μουσεία, ούτε για άλλους ισότιμους με αυτά χώρους, ακόμη και στις πιο ευνομούμενες, σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες, de facto πολυφωνικές. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθούν οι πρώτες κατευθυντήριες αρχές της Σύμβασης του 2005 της Ουνέσκο που προανέφερα και που η χώρα μας κύρωσε το 2007:
– Η πολιτιστική πολυμορφία μπορεί να προστατευθεί και να προωθηθεί μόνο εάν κατοχυρωθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες.
– Οι χώρες έχουν το κυρίαρχο δικαίωμα να υιοθετούν μέτρα και πολιτικές για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης στην επικράτειά τους.
– Προώθηση του σεβασμού της διαφορετικότητας της πολιτιστικής έκφρασης και ανάδειξη της αξίας της σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο».
Μόνο με την εφαρμογή αυτών και άλλων παρομοίων κατευθυντηρίων γραμμών που παράγουν ένα στέρεο νομικό και ηθικό πλαίσιο, με ισχυρές θεσμικές, ασφαλιστικές δικλείδες, παράλληλα με έναν διά βίου πολιτισμικό γραμματισμό, θα δημιουργηθεί ένα κλίμα υπεύθυνης ελευθερίας, χάρη στην οποία η Τέχνη, πέρα από φάρμακο, θα γίνεται διαμεσολαβητής ώστε ο άνθρωπος να νοηματοδοτεί, να διαστέλλει και να υπερβαίνει τον σύντομο, βιολογικό του χρόνο.
⸙⸙⸙
[Η Κατερίνα Στενού, είναι διεθνής εμπειρογνώμων Διαπολιτισμικής Επικοινωνίας, πρώην Διευθύντρια του τομέα Πολιτιστικής Πολιτικής και Διαπολιτισμικού Διαλόγου της UNESCO.]