Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Αγγελίνα Λυκόγιαννη

Δύο αφηγήματα

ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΧΩΡΙΣ ΧΕΡΙΑ

Φλέρταρα με την απότομη κατηφόρα από την αρχή του καλοκαιριού. Το ποδήλατο ολοκαίνουργιο, ροζ και λευκό, με πλεκτό καλαθάκι, κουκλί ζωγραφιστό, φτιαγμένο για ήρεμες, κοριτσίστικες ποδηλατάδες δίπλα στη θάλασσα, φορεματάκια με λουλουδάκια, πεδιλάκι λευκό με λευκή καλτσούλα σοσονάκι. Στοπ. Όχι εγώ, άλλο κορίτσι ήταν αυτό. Εγώ είχα φαγωμένα γόνατα, νεροπίστολα, έμπαινα πρώτη στους αγώνες ποδοσφαίρου, εκεί που τα καλαμίδια έπεφταν βροχηδόν και οι στραμπουληγμένοι αστράγαλοι δεν αποτελούσαν σοβαρό λόγο απουσίας από την εντεκάδα. Αργότερα απέκτησα αγωνιστικό κιτρινόμαυρο. Προς το παρόν έπρεπε να επιχειρήσω το απονενοημένο με το ροζ ποδήλατο. Βγήκα μεσημέρι, να μη με πάρει κανένα μάτι… Γραμμή για την κατηφόρα. Που αν την πας ανάποδα είναι ανηφόρα. Καβαλάω αποφασιστικά. Βαθιά ανάσα. Τώρα κρατάω την ανάσα. Αφήνω τα χέρια και το ποδήλατο ορμά ασυγκράτητο. Κάνω οκτάρια και ουρλιάζω από μέσα μου. Το ποδήλατο-κουφέτο μεταμορφώνεται σε δίτροχο φονιά, καταπίνει αχόρταγα την κατηφορική άσφαλτο που καίει κάτω από τον Αυγουστιάτικο, μεσσηνιακό ήλιο. Οι φραγκοσυκιές παρακολουθούν ράθυμα, βάζουν στοιχήματα. Φρενάρω λίγο πριν τον τερματισμό. Δεν έχει άλλη κατηφόρα γιατί κάποιος με σοβαρό έλλειμμα φαντασίας δεν είδε την προοπτική μια αέναης κατηφορικής, ποδηλατικής εντροπίας αλλά την τακτοποιημένη εκτροπή μιας ανηφορικής πορείας. Πόδια με σπορτέξ στην άσφαλτο. Γυρίζω το κεφάλι και ατενίζω την κορυφή της κατηφόρας που έχει στιγμιαία γίνει ανηφόρα. Βρίσκομαι ανάμεσα σε δυο ανηφόρες. Ισορροπώ πάνω στο ποδήλατο και το ποδήλατο ισορροπεί στον ελάχιστο τόπο του ανάμεσα σε δύο ανηφορίζουσες κατηφόρες ή κατηφορίζουσες ανηφόρες, μαζί ισορροπούμε ανάμεσα σε δύο πανομοιότυπες επιλογές. Ξεκαβαλικεύω. Γυρίζω το τιμόνι και αντιμετωπίζω ιδρωμένη την ανηφόρα που με κοιτά βλοσυρά. Πριν ήσουν φίλη. Τώρα τι έγινε ξαφνικά: Σπρώχνω στωικά το ποδήλατο που ξαναέγινε κουφετάκι, προς το φρύδι του δρόμου. Η φιστικί πόρτα στα δεξιά μου, χρόνια ασάλευτη, περιμένει. Λίγο ακόμα, δύσκολη η ανάβαση με ένα πιάτο στραπατσάδα να κολυμπάει στο στομάχι. Φτάνω με μια τελευταία θεληματική σπρωξιά. Κοιτάω δεξιά, κοιτάω αριστερά. Το απομεσήμερο βραδυπορεί. Στρίβω αριστερά, στο βάθος γεφύρι ισιάδι λίγο πριν την έξοδο του χωριού. Οι φραγκοσυκιές έγειραν για τον καθιερωμένο υπνάκο τους. Αύριο πάλι.

Ο ΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΠΗΓΑΔΑ

Θα ήταν κορίτσι. Δεν θυμόταν πια πόσο χρονών. Πιασμένες χέρι χέρι με την φιληνάδα της. Δεν θυμόταν πια το όνομα της. Κι όπως διέσχιζαν με τρόμο και περιέργεια το γιοφύρι που ένωνε τα δυο χωριά, τον αντίκρισαν. Η φήμη του σκοτεινή και άραχλη. Σφαγέας, ληστοσυμμορίτης. Μα η γιαγιά-κορίτσι είδε μόνον τα μάτια του, κατάμαυρα, που έκαιγαν καρβουνιασμένα μέσα στις κουρασμένες κόγχες. Τα φυσεκλίκια φορεμένα σταυρωτά στο στήθος, το δικό του τίμιο ξύλο. «Τί κάνετε εδώ; Γυρίστε στα σπίτια σας, σφαλίστε πόρτες και παράθυρα. Σφαλίστε τα αυτιά και τα μάτια σας». Κοίταζε πέρα από τα κεφάλια τους, πέρα από αυτό που ήταν να συμβεί. Ήξερε από τότε, είχε πια καταλάβει. Πώς και από ποιους γράφεται η ιστορία, ξοφλημένη, μονόφθαλμη και αλλήθωρη. Είχε μυρίσει την προδοσία και τον απόπατο του μετέπειτα ξεπλύματος. Μα δεν τον ένοιαζε. Όχι όταν είχε δει τον θάνατό του να επαναλαμβάνεται βασανιστικά στα ορεινά και πεδινά θέατρα των επιχειρήσεων, στην κάψα του καλοκαιριού με τις ψείρες και την πείνα μόνιμους συντρόφους, στον χιονιά με τα κρυοπαγήματα και τα κρυσταλλιασμένα χνότα γύρω από αναιμικές φωτιές μέσα σε υγρές σπηλιές, στην απώλεια και στο αίμα που ουρλιάζει με στόμα ορθάνοιχτο και κατακόκκινο, στα μάτια των συντρόφων που μετριούνται και ξαναμετριούνται να βεβαιωθούν ότι δεν έλειψαν πολλοί αυτή τη φορά. Χαμήλωσε το βλέμμα στις κοριτσίστικες πλεξούδες, άπλωσε τη φαρδιά παλάμη του, τις χάιδεψε. «Πηγαίνετε τώρα. Δεν είναι από εδώ ο δρόμος σας. Εσείς θα ζήσετε. Να τα πείτε στους τοίχους και στα παραθυρόφυλλα, στις αυλές και στα σιωπηλά φύλλα των δέντρων. Εκείνα πάντα θυμούνται. Ποτέ δεν ξεχνούν». Και τους γύρισε την πλάτη. Και τον κατάπιε το ποτάμι το ανθρώπινο που κουνιόταν σκληρίζοντας πέρα-δώθε, σαν μεθυσμένο. Αυτή η ανάμνηση δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Μα και ποια είναι τάχα μου η αλήθεια; Ο Άρης υπήρξε, σαν τον Χριστό. Θνητός και ωραίος∙ σκληρός όταν το υπαγόρευε η ανάγκη, τρυφερός όταν το επέτρεπε ο αγώνας. Ήθελε να διώξει τους εμπόρους από τον Ναό. Τα κατάφερε για λίγο. Μετά τον σταύρωσαν κι αυτόν.

Κύλιση στην κορυφή