Ζωγραφική: Ιωάννα Λημνιού

Δημήτρης Αγγελής

Δύο κακοδαιμονίες της ελληνικής ποίησης

Με αφορμή τον θάνατο του Μιχάλη Γκανά και την επιστροφή στην ποίησή του, σκέφτομαι πως δύο είναι οι κύριες κακοδαιμονίες της ελληνικής ποίησης σήμερα. Θα κατέγραφα τρεις, επέλεξα όμως ν’ αναφερθώ μόνο στις δύο, καθώς η μαχητική υποστήριξη και η δημόσια προβολή της queer ποίησης φαίνεται πως σύντομα θα κοπάσει, το φαινόμενο θα κανονικοποιηθεί και θα επανέλθουν τα αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια στο προσκήνιο – κι αυτό δεν θα οφείλεται μόνο στη διαφαινόμενη μεταβολή των παγκόσμιων πολιτικών συγκυριών. Οι άλλες δύο είναι η «αριστερή μελαγχολία» που ως θεωρητικό σχήμα έχει προτείνει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος και η επαναμάγευση της ποίησης μέσω της στροφής της στη λαϊκή βάση (τραγούδι) ή/και στην ομοιοκαταληξία. Την επαναμάγευση της ποίησης είχε προτείνει αρχικά ο Νάσος Βαγενάς, αλλά κύριοι υποστηρικτές της σήμερα είναι μάλλον ο κύκλος του περιοδικού Νέο Πλανόδιον. Θα μπορούσε, μάλιστα, κάποιος να ισχυριστεί ότι οι δύο υπό εξέταση περιπτώσεις λειτουργούν στο πεδίο παραπληρωματικά, με την έννοια ότι η πρώτη εστιάζει κυρίως στο περιεχόμενο, ενώ η δεύτερη στη μορφή. Και οι δύο, επίσης, αντιτάσσουν συμπαγείς ιδεολογικές αντιλήψεις στον μεταμοντέρνο ρευστό εαυτό, και οι δύο προβάλλουν ξεχωριστά το δικό τους «χαμένο κέντρο». Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε αυτές τις δύο τάσεις μιλώντας είτε, στο πλαίσιο της φασματολογίας/στοιχειοντολογίας (hauntology: Ζακ Ντερριντά, Μαρκ Φίσερ), για αιωνίως πλανώμενα φαντάσματα από τα «ακυρωμένα μέλλοντα» του μοντερνισμού που εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν είτε για πολιτιστικά απομεινάρια που οδηγούν σε ονειροπόληση (retromania: Σάιμον Ρέινολντς), καθώς και οι δύο προβάλλουν υπόρρητα ευρύτερες προτάσεις ως εναλλακτικές στη νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική. Δεν πρόκειται για λογοτεχνίες ερωτήσεων, αλλά για λογοτεχνίες συνειδητών αξιακών απαντήσεων.

Όσον αφορά την αριστερή μελαγχολία: πέρα από το βασικό ερώτημα για ποιον λόγο χρειάζεται να μελαγχολούμε [1], η συγκεκριμένη μελαγχολία μπορεί στον καιρό του Βάλτερ Μπένγιαμιν να είχε λόγο ύπαρξης, στην εποχή της ψηφιακής πολιτειότητας όμως δεν μπορεί παρά να αφορά νοσταλγική συζήτηση ημιανοϊκών συνταξιούχων σε καφενείο όπου απ’ το παλιό τζουκμπόξ ακούγονται «Οι παλιοί μας φίλοι» του Σαββόπουλου[2]∙ επιπλέον, τα ερμηνευτικά εργαλεία του κόσμου έχουν αλλάξει από τον μακρινό 19ο αιώνα και το να συντηρούμε επαναστατικές ονειρώξεις είναι δείγμα εφηβικής ανωριμότητας και αβαθούς ιδεολογικής συγκρότησης, τίποτε παραπάνω – ειδικά όταν σε αυτές η ιδέα της εξέγερσης δεν συνδέεται με γιορτή αλλά με εικόνες μισαλλοδοξίας και καταστροφής. Αναφέρω αντιθετικά την άποψη της Καουτάρ Αρσί, η οποία γράφει από τη μεριά της πιο ριζοσπαστικής αριστεράς (που την ορίζει: «να είσαι αριστερός θα πει να ανησυχείς για τους απόντες»), αλλά στο σημείο αυτό δεν έχει σχέση με τη μανιεριστική, μανιχαϊστική αισθητική της εγχώριας αριστερής μελαγχολίας:

Πιστεύω ότι αρχίζοντας να γράφω, γράφω ενάντια. Νιώθω μια ισχυρή αντιπαλότητα. Γράφω ενάντια σε μια ορισμένη τάξη, σε μια ορισμένη βία, σε μια ορισμένη ομάδα ανθρώπων. Μετά, η αντιπαλότητα αυτή σβήνει. Αρχίζω να γράφω υπέρ. Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, τι θα μπορούσε να μην κάνει κακό, σκέφτομαι ανθρώπους που μετρούν. Και μ’ αρέσει αυτό. Το θέλω. Είμαι υπέρ του. [3] 

Προφανώς υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη διαφοροποίησης, εναντίωσης, άρνησης, αντίστασης στο σύγχρονο status quo – και πώς αλλιώς θα προχωρήσουμε ως δημοκρατίες αν υπάρχουν μόνο συναινέσεις; – αλλά ο όρος «αριστερή μελαγχολία» παραπέμπει σήμερα σ’ ένα νεκροταφείο προθέσεων, σε κάτι τόσο ιστορικά καθηλωμένο που κάθε άλλο παρά γοητευτικό ή ελκυστικό είναι. Μοιάζει σαν ν’ ακροβατούμε διαρκώς σε μια κλυδωνιζόμενη βάρκα μεταξύ δύο αιώνων, του 19ου και του 20ού, ενώ ζούμε στον 21ο, σαν να στρατευόμαστε ρομαντικά στην Ιστορία ως «αθετημένη υπόσχεση», αλλά συγχρόνως ν’ ατενίζουμε νοσταλγικά τα ερείπια που έχουμε εμείς οι ίδιοι αφήσει ξοπίσω μας – νομίζω πως ανάλογα θα μπορούσαμε να ορίσουμε και αυτό που οι αριστερομελαγχολικοί θα ονόμαζαν με σφιγμένα δόντια «αντίδραση». Για να θυμηθούμε τον οξυδερκή Τσέστερτον, ο οποίος πίστευε ότι η αληθινή επανάσταση προϋποθέτει ως χειραφετητική δύναμη την αγάπη,

Στην πραγματικότητα, εκείνος που είναι πραγματικά εξεγερμένος είναι ο αισιόδοξος, που ζει και πεθαίνει σε μια απελπισμένη και αυτοκτονική προσπάθεια να πείσει όλους τους άλλους ανθρώπους πόσο καλοί είναι.[4]

Το πρόβλημα εδώ βρίσκεται στο ότι σήμερα, μετά την πλήρη ηθική απαξίωση κάθε τρομοκρατικής οργάνωσης και των εκάστοτε ποταπών κινήτρων της, μετά την πυρπόληση της Μαρφίν, την πάνω και την κάτω πλατεία Συντάγματος, τα γεγονότα του 2015 κ.λπ. – όλα γεγονότα που ασμένως δικαιολόγησε μία πλευρά της εξτρεμιστικής αριστεράς – υπάρχουν ποιητές μιας ανορθόδοξης πολιτικοποίησης που ομνύουν στο «όραμα του Δεκέμβρη του 2008», γράφουν για καλάσνικοφ, οδοφράγματα και εξεγέρσεις προγραμματικά, δηλαδή όχι επειδή σκοπεύουν πραγματικά να αφήσουν τη βολή του γραφείου τους και να επαναστατήσουν για κάτι[5], αλλά προκειμένου να ενταχθούν στο φιλολογικό σχήμα της «αριστερής μελαγχολίας», καθώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ασχοληθεί σοβαρά η κριτική μαζί τους και να διασωθούν λογοτεχνικά. Το να επαναφέρεις την απροκάλυπτη πολιτική στράτευση ως ερμηνευτικό και πρωτίστως ως αξιολογικό κριτήριο στην τέχνη (εννοείται πως κάθε ποίηση είναι με κάποια έννοια στρατευμένη, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να είναι και με πολεμικό τρόπο κομματικά-ιδεολογικά επικαθορισμένη), το να βάζεις σε στενό κορσέ ή σε γύψο την ποίηση για να υπηρετήσεις την ιδεολογία, σημαίνει ότι είσαι διατεθειμένος να προβάλεις ακόμα και την αισθητική της ασημαντότητας εάν εξυπηρετεί τις ανάγκες σου. Ένας ζντανοφισμός χωρίς Ζντάνοφ επανεμφανίζεται ως τιμητής στον χώρο της ποιητικής ερμηνείας, υποκαθιστά την αισθητική από το πολιτικό, καταργεί την αυτονομία του ποιητικού λόγου για χάρη ενός στρατευμένου δήθεν ακτιβισμού, ο οποίος σε τελευταία ανάλυση μόνο κατ’ όνομα είναι «αριστερός»[6]. Και αυτό τελικά συμβαίνει – τελευταία μάλιστα το σχήμα της αριστερής μελαγχολίας ξεχειλώνει κατά το δοκούν, προκειμένου να στεγάσει κάθε διαμαρτυρόμενο στον δικό της συμπεριληπτικό μεσσιανισμό χειραφέτησης[7]. Πρόκειται, θεωρώ, για μία μίζερη κατανόηση της τέχνης: ο ποιητής καταθέτει, χωρίς προφανώς να του έχει ζητηθεί, μία υπεύθυνη δήλωση αυτοδοξαστικής ριζοσπαστικής χρηστοήθειας ή χρησμολογικής επαναστατικότητας, η οποία προφανώς δεν θα πολιτικοποιήσει ούτε και θα αφυπνίσει κανέναν, λησμονώντας ότι η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο με λιγότερο κραυγαλέους τρόπους, απλώς δείχνοντας την αναντιστοιχία ονείρου-πραγματικότητας – «κρατώντας σε εγρήγορση τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων», λέει ο Φριντ.

Όπως προβάλλεται, η «αριστερή μελαγχολία» στην ποίηση δεν είναι ένας νοσταλγικός αλλά ένας συγκρουσιακός όρος[8]. Εκφράζει από τη μια μεριά την αριστερή ευαλωτότητα και αμηχανία μετά το 1989, μια ιδεολογία επαναστατικού αλυτρωτισμού με εξουθενωμένο ουτοπικό πλεόνασμα. Σήμερα θα είχε οπωσδήποτε πολύ μεγαλύτερη αποδοχή το αίτημα λ.χ. για κοινωνική δικαιοσύνη αν δεν ντυνόταν τον στενά οριοθετημένο κορσέ της «αριστερής μελαγχολίας», σαν να είναι ο αριστερός κινηματικός ακτιβισμός η μόνη προνοιακή αρχή μέσα στην Ιστορία[9]. Κι από την άλλη μεριά, ο όρος παρακάμπτει την κεντρώα πολιτική κατευνασμού των παθών που ακολουθήθηκε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, επιδιώκοντας καθυστερημένα, με τις φανταστικές μπαλωθιές των ποιητών της, μία τελευταία ηρωική έφοδο στον ουρανό, ενώ από χρόνια έχει αποδειχθεί ότι από πάνω της υπάρχει μόνο τσιμεντένιο ταβάνι.   

Η δεύτερη κακοδαιμονία ξεκινάει από την τετριμμένη διαπίστωση ότι η ποίηση σήμερα έχει απομακρυνθεί από το κοινό της. Από αυτή τη συζητήσιμη απόφανση (σε σύγκριση με ποια εποχή; με βάση ποιες στατιστικές;), που συνήθως υποκρύπτει την αιώνια φιλοδοξία των ποιητών να δαφνοστεφανωθούν εν ζωή, ευνόητα προκύπτουν δύο ακόμα συζητήσιμα συμπεράσματα: αν «ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι», όπως έλεγε ο Παλαμάς στην εποχή του, τότε τα τραγούδια (του Διονύση Σαββόπουλου, της Λίνας Νικολακοπούλου, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Λεξ κ.λπ.) είναι προφανώς τα καλύτερα ποιήματα της εποχής μας και η ομοιοκαταληξία, η θεραπεία της ασθένειας – άρα, εύλογα αναρωτιόμαστε, μήπως και η ίδια η ποίηση από τον μοντερνισμό και ύστερα χρειάζεται να αυτοκαταργηθεί; Εννοείται πως η επιστροφή στον έμμετρο στίχο για την επαναμάγευση της ποίησης έχει δύο διαφορετικές αλλά όχι πάντα διακριτές μεταξύ τους εκδοχές: τους παραδοσιοκεντρικούς ποιητές που αναζητούν την έκφραση της «κοινής λαλιάς» και της «λυρικής μας ιθαγένειας» (πίσω από τον μακρινό πρόγονο Κώστα Κρυστάλλη, στοιχίζονται μεταξύ άλλων οι Χρήστος Μπράβος, Μάρκος Μέσκος, Μιχάλης Γκανάς κ.ά.) και τους ομοιοκατάληκτους ή έμμετρους με πιο σύγχρονη θεματική (με αρχηγέτη τον σημαντικό Διονύση Καψάλη, τους Ηλία Λάγιο, Γιώργο Κοροπούλη, Κώστα Κουτσουρέλη, Σοφία Κολοτούρου, Θεοδόση Βολκώφ, Θάνο Γιαννούδη, περιστασιακά και πολλούς άλλους, λ.χ. τους Νάσο Βαγενά και Ορέστη Αλεξάκη). Θυμάμαι πως ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος, από τους πρώτους που επέστρεψαν στην ομοιοκαταληξία (με το βιβλίο του Άλλη γραφή, 1994), υποστήριζε ότι ο πρώτος που συνειδητά αποφάσισε να επιλέξει στην ύστερη φάση του την ομοιοκαταληξία ήταν ο Δ.Π. Παπαδίτσας, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Ορόσημο, πάντως, και για τις δύο τάσεις, ήταν η τετραφωνική Ανθοδέσμη. Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα των Μ. Γκανά, Δ. Καψάλη, Γ. Κοροπούλη, Η. Λάγιου (Άγρα, 1993).

Εδώ ανακύπτουν δύο ζητήματα. Συνήθως όσοι υπερασπίζονται το αίτημα για επιστροφή της ποίησης στο στόμα του λαού επικαλούνται τον γνωστό στίχο του Σεφέρη «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη», παραγνωρίζοντας όμως ότι ο Σεφέρης κάθε άλλο παρά απλός και κατανοητός ήταν στην εποχή του. Το αίτημα για μια αυθεντικά «λαϊκή τέχνη» είναι βαθύτατα ανιστορικό, στη ζωγραφική λ.χ. αν εξαιρέσουμε την εκκλησιαστική εικονογραφία, τον φωτογραφικό ρεαλισμό και τους ναΐφ ζωγράφους, οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση προϋποθέτει μια καλή θεωρητική εργαλειοθήκη και μεγάλη εξοικείωση με την τέχνη της αναπαράστασης. Και το δεύτερο: η επιστροφή στην ομοιοκαταληξία[10] ή στην ποιητική της ελληνικής ιδιοπροσωπίας εκφράζει εκ των πραγμάτων μία νοσταλγία για τη χαμένη κοινότητα και την ιστορικά και συλλογικά βιωμένη πολιτισμική της υποδομή (και συνεκδοχικά μία δυσπιστία, απογοήτευση ή και έχθρα για τη σύγχρονη κουλτούρα, που μπορεί να απολήγει σε μία μορφή λανθάνοντα κυνισμού ή αντιδραστικού μηδενισμού), δηλαδή είναι ένα κατεξοχήν συντηρητικό αίτημα, που διασώζεται όμως κατά περίπτωση από τη δυναμική των ποιητικών φωνών που το υπηρετούν. Δεν μιλάμε απαραιτήτως για ένα πολιτικά συντηρητικό αίτημα, αλλά για ένα ποιητικά συντηρητικό αίτημα που παραμένει ανεκπλήρωτο: με το ύφος μόνο δεν γίνεται ποίηση, οπότε υπάρχει κίνδυνος οι ποιητές που υπηρετούν αυτό το πρόταγμα να οδηγηθούν σταδιακά στη μονότονη επανάληψη του ίδιου ή στην αφωνία. Η μεταμοντέρνα επανοικείωση της παράδοσης, πραγματικής ή επινοημένης, με την προγραμματική επιστροφή μιας αναπλασμένης ή αναθεωρημένης ή και τετριμμένης ομοιοκαταληξίας μεταφέρει τα συμβολικά νοήματα και τις αξίες ενός προγενέστερου τρόπου ζωής, ενός θρυμματισμένου βιόκοσμου, σ’ έναν κόσμο ο οποίος έχει πλήρως εγκολπωθεί τις αξίες του καταναλωτικού καπιταλισμού της πλατφόρμας. Αυτή η νεοφορμαλιστική επιστροφή υπηρετεί την ποίηση μόνο στον βαθμό που ανασύρει ασύνδετα θραύσματα από το παρελθόν, απ’ ό,τι κάποτε αποτελούσε το παραδοσιακό πλαίσιο, και τα αξιοποιεί με παιγνιώδη τρόπο ή ανασυγκροτώντας τα σε νέες βάσεις[11].

Και για να επεκτείνουμε λίγο τον συλλογισμό μας: Η σημερινή «κρίση της πολιτισμικής χρονικότητας» που βλέπει ο Φίσερ, η «δυσχρονία» του Σάιμον Ρέινολντς ή η «νοσταλγική συνθήκη» του Φρέντρικ Τζέιμσον, είναι όψεις του ίδιου νομίσματος: η μορφική προσκόλληση σε τεχνικές και φόρμουλες του παρελθόντος σημαίνει ότι «παραιτούμαστε από τη μοντερνιστική πρόκληση της επινόησης νέων πολιτισμικών μορφών που προσιδιάζουν στη σύγχρονη εμπειρία», την οποία δεν μπορούμε να αναπαραστήσουμε, παραμένοντας αναχρονιστικά παγιδευμένοι στον 20ό αιώνα ή και σε προγενέστερες εποχές. Η νεοφορμαλιστική νοσταλγία των μορφών συναντάται στο «θόλωμα της τυπικής συγχρονικότητας» με την αριστερή μελαγχολία, γιατί το αίσθημα ανασφάλειας στον νεοφιλελεύθερο, μεταφορντικό, ψηφιακό καπιταλισμό του 21ου αιώνα προκαλεί «μια αντισταθμιστική δίψα για το καθιερωμένο και το οικείο» και οδηγεί σε μια «κουλτούρα αναδρομής και παστίς», στον «τραυματικό καταναγκασμό της επανάληψης»[12]. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα αίσθημα απώλειας, ένα αποτυχημένο πένθος που προσκαλεί φαντάσματα από το παρελθόν να επιστρέψουν, αλλά η επίμονη παρουσία τους οδηγεί τελικά σε αποτυχία προσαρμογής στο παρόν.

 Παρ’ όλα αυτά, η ποίηση που εκφράζει τη νοσταλγία των πρώην εσωτερικών μεταναστών για το ήθος μιας παράδοσης δωρικής και για την εξωραϊσμένη ζωή στην επαρχία –ανάλογο φαινόμενο υπάρχει και στην πεζογραφία, όπου το αντίστοιχο της ομοιοκαταληξίας είναι η χρήση της ντοπιολαλιάς– παραπέμποντας σε παιδικές αναμνήσεις και δίνοντας μια οδό διαφυγής στη σύνθετη και βίαιη σημερινή καθημερινότητα έχει, τουλάχιστον στην περίπτωση του Γκανά, ευρύτατη αποδοχή. Λόγω ηλικίας και προσωπικής εμπειρίας, ίσως, οι συγκεκριμένοι ποιητές εκλαμβάνουν τον πρότερο ελληνικό τρόπο βίου με όρους πολιτιστικής συνέχειας και όχι ρήξης (σε πριν/μετά), όπως θα την εκλάμβανε κάποιος νεότερος, και πιθανόν είναι περισσότερο αποδεκτοί σε αντίστοιχες ηλικιακές ομάδες και σε μια κοινωνία έτσι κι αλλιώς καθηλωμένη σε παρελθοντικές πολιτισμικές φόρμες (βλ. τις πρόσφατες δημόσιες αντιπαραθέσεις περί Καραγάτση, Καζαντζίδη κ.λπ.) και συναφή απολογητικά ιδεολογικά σχήματα ταυτότητας (Ανατολή-Δύση, ελληνικότητα-ευρωπαϊκότητα κ.λπ.). Και προς αποφυγή παρεξηγήσεων, να σημειώσω κλείνοντας και το εξής: πολλοί από τους ποιητές που προανέφερα είναι εξαιρετικοί, εδώ όμως δεν κρίνεται η προσωπική ποιητική κατάθεση καθενός αλλά μία συνολική τάση, ειδικά όταν αυτή επενδύεται με σωτηριολογικό για τη σύνολη ελληνική ποίηση καθήκον. Και αυτό, δυστυχώς, παρατηρείται.    

Οι κάθε λογής περιχαρακώσεις ή συνομαδώσεις, όταν πίσω από αυτές κρύβονται αρτηριοσκληρωτικές ιδεολογικές τοποθετήσεις και αξιώσεις ισχύος[13], δεν βοηθούν την ποίηση, την περιορίζουν. Καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζεται όπως επιθυμεί, να στρατεύεται περιστασιακά σε αυτό ή το άλλο συννεφάκι, να γράφει από χαϊκού μέχρι δεκαπεντασύλλαβο κι από σονέτα μέχρι λετριστικά πειράματα. Η δημιουργία όμως διαχωριστικών γραμμών με βάση τις προσυνειλημμένες απόψεις μιας αυτάρεσκης προφητικής ιδιοσυγκρασίας δεν πάει την ποίηση μπροστά, την οχυρώνει σε θέσεις μάχης πίσω από λιγότερο ή περισσότερο εμπνευσμένες εικοτολογίες και αποστερεί την ελευθερία της. 

Η ποίηση – ερωτική, πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική, φυσιολατρική κ.λπ. – οφείλει να υπηρετεί πάνω απ’ όλα τη γλωσσική αυτοπάθεια της ομορφιάς.


[1] Άσχετο αλλά και σχετικό: διαβάζοντας αυτές τις μέρες Έριχ Φριντ, συναντώ τη φράση: «Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας λένε τώρα πια για τον Franz Kafka: “Ο Κafka, μα αυτός τελικά ήταν οπτιμιστής”» (Erich Fried, Κόβοντας με τα δόντια το κεφάλι της ποίησης, μετάφραση: Γ. Λίλλης – Α. Παραφέλας, Ενύπνιο, Αθήνα 2024, σ. 155). Η αριστερή μελαγχολία δεν έχει αναλάβει απλώς την επαχθή γραφειοκρατία του μεταθανάτου μιας συγκεκριμένης μορφής της αριστεράς, αλλά πρωτίστως την απέλπιδα, σικελιανικού τύπου προσπάθεια νεκρανάστασής της – στα χαρτιά μόνο και όχι, ευτυχώς, στην πράξη.   

[2] Θυμίζω χαρακτηριστικούς στίχους του τραγουδιού: «Η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου / μελαγχολία / Κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας / και ποιους θ’ αφήσεις/ Πέρασαν για πάντα οι παλιές ιδέες / οι παλιές αγάπες, οι κραυγές / γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών». Είναι προφανές ότι η αναφορά στο τζουκ-μποξ και στον Σαββόπουλο σχετίζεται με την ανακύκλωση της ρετρό αισθητικής για την οποία κάναμε λόγο πρωτύτερα.

[3] Ζοζέφ Αντράς-Καουτάρ Αρσί, Λογοτεχνία και επανάσταση, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2024, σ. 54 (ο προαναφερθείς ορισμός του αριστερού, σ. 64). Ο πιο μετριοπαθής Ζοζέφ Αντράς, σε άλλο σημείο του βιβλίου (σ. 146) και στο ίδιο πνεύμα, γράφει για την επανάσταση «εννοούμενη ως πλεόνασμα ζωής και όχι ως ενόρμηση θανάτου».

[4] G.K. Chesterton, The Defendant (1η αγγλ. έκδ. 1901), επανέκδ. Jazzybee Verlag, Βόρειο Τσάλεστον 2017, σ. 4. Το παράθεμα δανείζομαι από το κείμενο του Δημήτρη Καράμπελα «Γκ. κ. Τσέστερτον, Τ.Σ. Έλιοτ και οι παράδοξοι θεοί του μοντερνισμού», στον τόμο Σταύρος Ζουμπουλάκης (επιμ.), Χριστιανική πίστη και λογοτεχνία στον 20ό αιώνα. Πεγκύ, Μπερνανός, Μαρσέλ / Τσέστερτον, Γκρην, Ουώ, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2024, σ. 168.

[5] Θυμίζω την παρατήρηση της Wendy Brown στο περίφημο δοκίμιό της «Resisting left melancholy» (Boundary 2, τχ. 26:3/1999) ότι παρατηρούμε πλέον, λόγω προσκόλλησης στο νεκρό παρελθόν, τη μετάβαση από μια αριστερά της ελπίδας στις απεριόριστες δυνατότητες του μέλλοντος σε μια περιθωριακή, άγονη αριστερά που έχει μετατρέψει σε πρώτιστη αρετή της την ίδια την αδυνατότητά της να δράσει στο παρόν και μάλιστα θεωρητικολογεί με ευφορία γι’ αυτό. 

[6] Διερωτώμαι αν αποκλειστικά και μόνο η αριστερά ταυτίζεται σήμερα με την ουτοπία. Ο επιθετικός προσδιορισμός στον όρο «αριστερή μελαγχολία» δεσμεύει και τη λογοτεχνική κριτική και αναγκαστικά οδηγεί στον προβληματισμό τι είναι και τι δεν είναι «αριστερό» στην εποχή μας, ειδικά όταν μιλάμε πλέον για «πληθυντική αριστερά» (ο εγκληματικός σταλινισμός λ.χ. ή ο απροϋπόθετος φιλορωσισμός συνιστούν μέρος της;). Ο Νίτσε το είχε πει σωστά: «Μπορεί κανείς να ορίσει μόνο τα πράγματα που δεν έχουν ιστορία» και η Καουτάρ Αρσί συμπληρώνει: «όταν δεν ξέρεις τι να την κάνεις μια λέξη, τη βάζεις στον πληθυντικό για να χωράει κάπως περισσότερα για όλους» (ό.π. σ. 76). Οι σκελετοί στη ντουλάπα αφορούν, προφανώς, και τη δεξιά του αυταρχισμού και του απάνθρωπου νεοφιλελευθερισμού, μόνο που εδώ δεν παρατηρείται κάποιο παλινορθωτικό ή φιλολογικό διακύβευμα, μάλλον δεν υπάρχει καν διακύβευμα.      

[7] Σημειώνουμε το ακόλουθο παράδοξο: η αριστερή μελαγχολία θρηνεί μια εσχατολογική δυνατότητα που συμβολικά κατέρρευσε μαζί με τα κομμουνιστικά καθεστώτα το 1989/1991, αλλά την ίδια στιγμή, αρνούμενη ότι τα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η «ορθή» πραγμάτωση του σοσιαλιστικού ονείρου (ουσιαστικά ο βίαιος εξαναγκασμός παραμένει ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος πραγμάτωσης κάθε ουτοπίας), υποστηρίζει κάθε επιμέρους εθνοτική, φυλετική, σωματική κ.λπ. ταυτότητα, η οποία προφανώς μόνο σε φιλελεύθερα καθεστώτα μπορεί να εκδηλωθεί, καθώς στα άλλα θα κατέληγε χωρίς περιττές διατυπώσεις για σωφρονισμό στα γκουλάγκ. Δικαίως, λοιπόν, ο Μαρσέλ Γκωσέ υποστηρίζει ότι η σημερινή αριστερά είναι άκρως νεοφιλελεύθερη (βλ σχετικά το κείμενο του Γ. Γρηγορίου σε αυτό το τεύχος).   

[8] Έτσι κι αλλιώς, όταν οριοθετούμε μία γενιά χρονολογικά (π.χ. γενιά του ʼ30, πρώτη μεταπολεμική γενιά, γενιά του ʼ70), λειτουργούμε λίγο-πολύ συμπεριληπτικά. Όταν ορίζουμε μία γενιά περιγραφικά (ποίηση της ήττας, γενιά της αριστερής μελαγχολίας κ.λπ.), λειτουργούμε με αποκλεισμούς, εξαιρώντας όσους δεν σχετίζονται με τα κριτήρια που την ονοματοδοτούν.  

[9] Υπενθυμίζω ότι μέχρι την ανταγωνιστική εμφάνιση του σοσιαλισμού/κομμουνισμού, αυτής της ενδοκοσμικής, μη μεταφυσικής σωτηριολογίας, ο χριστιανισμός είχε κατοχυρώσει το προνόμιο της πνευματικότητας και ασκούσε στον δημόσιο χώρο το μονοπώλιο της καλοσύνης. Ο αστικός χριστιανισμός, βέβαια, είναι πλέον ένας εφησυχασμένος, συμβολικός χριστιανισμός, μακριά από τις πολιτικές αρχές της Επί του Όρους Ομιλίας, μ’ ένα λεξιλόγιο κούφιας και μεγαλόστομης λυρικής καλλιέπειας, και γι’ αυτό έφτασε να στηρίζει αβασάνιστα μοναρχίες, δικτατορίες, αποικιοκρατίες και «δίκαιους πολέμους» σε πείσμα του Ευαγγελίου. Η Εκκλησία, για ν’ αφήσουμε στην άκρη το εξημερωμένο σε –ισμό ιδεολόγημα, υπάρχει αυθεντικά σε «πόλεμο» (ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν, Μτθ. 10,34) και αγωνία (Μιγκέλ ντε Ουναμούνο). Αναρωτιέμαι: αν η απολιτική υπαρξιστική σκέψη της αστικής-χριστιανικής διανόησης σε παλαιότερες δεκαετίες συνιστούσε μια υπεκφυγή σε σχέση με τα προβλήματα της εποχής, μήπως η αναχρονιστικά υπερπολιτικοποιημένη «αριστερή μελαγχολία» συνιστά μια ηθελημένη ή ασυνείδητη προσπάθεια νοσταλγικής επιστροφής στο καταφύγιο μιας προηγούμενης εποχής σαφήνειας; Κατανοώ βέβαια ότι η δυστυχία τού να είναι κανείς «μέτριος χριστιανός» (Ζ. Μπερνανός), είναι παρόμοια με τη δυστυχία τού να είναι κανείς «μέτριος αριστερός».      

[10] Παρατηρείται επίσης και επιστροφή σε μια πομπώδη ομοιοκαταληξία παρωχημένου λεξιλογίου και ιδεών, και μάλιστα από νεότερους λόγιους ποιητές, που προτιμούν να συνομιλούν με τον Γρυπάρη, τον Πορφύρα ή Γάλλους ποιητές του 19ου αιώνα παρά με το σημερινό κοινό. Σε κάθε περίπτωση, η ασφάλεια της μορφής, δηλαδή η επανασύνδεση με τα ευγενή κατάλοιπα μιας προνεωτερικής τελετουργικής χρονικότητας, είναι η απάντησή τους στο αγωνιώδες ερώτημα για νομιμοποίηση και αντικειμενική εγκυρότητα του σύγχρονου ποιητικού Κανόνα.  Όμως εκτός από την κοινότητα που προσδίδει ένα ήθος επιμέλειας εαυτού στο ποιητικό υποκείμενο, υπάρχει και το ζήτημα της ανταπόκρισης στην επικαιρότητα, η οποία απευθύνει ένα επιτακτικό αίτημα νοήματος σε μια εποχή έκλειψης του συμβολικού (βλ. και Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, Για την εξαφάνιση των τελετουργιών. Μια τοπολογία του παρόντος, μετάφραση: Βασίλης Τσαλής, εκδ. Opera, Αθήνα 2024, ειδικά το πρώτο κεφάλαιο), που αρνείται κάθε μονότονη τελεολογία και μας θέλει résolument modernes, όπως θα έλεγε ο μακρινός μας πρόγονος Αρθούρος Ρεμπώ (Μια εποχή στην κόλαση).  

[11] Βλ. David Gross, Τα ερείπια του παρελθόντος. Παράδοση και κριτική της νεοτερικότητας, μετάφραση: Κ. Γεώρμας, επιμέλεια: Γ.Ν. Μερτίκας, Πατάκης, Αθήνα 2003, σ. 115.

[12] Παρότι η οπτική διαφοροποιείται, η παράγραφος αυτή βασίζεται εξολοκλήρου στην «Αργή ακύρωση του παρελθόντος» του Μαρκ Φίσερ, από το βιβλίο Η ακύρωση του μέλλοντος. Κείμενα για τον καπιταλιστικό ρεαλισμό και τη μυστική θλίψη του 21ου αιώνα, επιλογή-μετάφραση-επίμετρο: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, Αντίποδες, Αθήνα 2024.

[13] Ας τολμήσουμε μια παρακινδυνευμένη παρατήρηση: αν διαβάσει κανείς τους πρόχειρους καταλόγους των ονομάτων που παρέθεσα, θα διαπιστώσει ότι σχεδόν απουσιάζουν τα γυναικεία ονόματα. Στην περίπτωση της ελάσσονος «αριστερής μελαγχολίας» περιλαμβάνονται βέβαια πολλά γυναικεία ονόματα με φεμινιστικά αιτήματα (το ύστερο «ξεχείλωμα» που λέγαμε, το οποίο μετατρέπει σταδιακά την τάση στο πιο σύγχρονο και συμπεριληπτικό αίτημα για ποίηση «αριστερού δικαιωματισμού»), όμως στην περίπτωση της παραδοσιοκεντρικής / ομοιοκατάληκτης ποίησης σχεδόν ελλείπουν. Γενικά, αν εξαιρέσει κανείς θέματα που αφορούν άμεσα μια γυναικεία/έμφυλη οπτική (φεμινισμός, queer, γυναικοκτονίες κ.λπ.) φαίνεται ότι προσώρας τα «ιδεολογικά» ζητήματα απασχολούν κυρίως τους άνδρες ποιητές. Τόσο το καλύτερο για τις γυναίκες!  

Κύλιση στην κορυφή