Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Νικόλας Σεβαστάκης

Είναι η «χαμηλή» βία πρόβλημα;
Πέντε σκέψεις για τους βανδαλισμούς της καθημερινότητας

Είμαστε, πλέον, κατά του αίματος

Εδώ και κάποια χρόνια, μπορούμε να πούμε πως άρχισε να εμπεδώνεται στην κοινωνία μας μια σχετική συναίνεση για την απαξία της σκληρής, δολοφονικής βίας. Η πολιτική δολοφονία, το «οπαδικό» έγκλημα, ο φόνος κατά τη διάρκεια μιας ληστείας, όλες αυτές οι ακραίες εκδοχές, δεν βρίσκουν εύκολα συνηγόρους. Αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Ιδίως σε σχέση με τις δολοφονίες που είχαμε στη χώρα στο όνομα μιας κοινωνικής δικαιολόγησης υπήρχε, όπως γνωρίζουμε, ένα σημαντικό κομμάτι βουβής αποδοχής, ανοχής και ανοιχτής επικρότησης. Το πράγμα έχει αλλάξει όμως και για διάφορους λόγους μπορούμε πλέον να συμφωνήσουμε πως η ακραία, φονική βία, η βία κατά «ανθρώπινων στόχων» συναντά την, σχεδόν ομόθυμη, καταδίκη. Θα υπάρχει βέβαια πάντα ένα ποσοστό δηλωμένης εχθροπάθειας ή ανώνυμης σαδιστικής αντικοινωνικότητας, ένας κόσμος (ιδίως στον ανώνυμο ή ψευδώνυμο σχολιασμό στα social media) που επιχαίρει ή εύχεται τη φυσική εξόντωση άλλων προσώπων. Επιφανή πρόσωπα, διασημότητες, πολιτικοί, καλλιτέχνες που έχασαν για κάποιο λόγο τη δημοφιλία τους, γίνονται στόχοι συμβολικών δολοφονιών και τεράστιων δόσεων μίσους. Φυσικά, το ίδιο συμβαίνει στην «αυθόρμητη» αγανάκτηση του πλήθους για εγκλήματα ειδεχθή που επαναφέρουν σε ένα κομμάτι του πληθυσμού την επιθυμία για θανατική ποινή ή για βασανισμούς και εκδικητική καταστροφή του δράστη, φερόμενου ή καταδικασμένου. Παρ’ όλα αυτά, η αιματοχυσία δεν είναι αποδεκτή. Έχει χάσει τα ηρωικά της διαπιστευτήρια και έχει συνδεθεί με νοσηρές και βάρβαρες λογικές ή με αναχρονιστικά κατάλοιπα άλλων καιρών. Το αίμα υποδηλώνει κοινωνική καθυστέρηση, τυφλά και φανατικά ήθη ή παραπέμπει σε αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές χαμένων ανθρώπων που δεν μπορούν να διεκδικήσουν αλλιώς το δίκιο τους.

Η διακριτική γοητεία των μικρο-καταστροφών

Δεν συμβαίνει, παρ’ όλα αυτά, το ίδιο και με ένα φάσμα απρεπειών της καθημερινότητας. Ούτε με τους χαμηλής κλίμακας βανδαλισμούς, τις «ελάσσονες» διαβρωτικές καταστροφές αντικειμένων, χώρων και δημόσιων υποδομών. Η βία κατά των άψυχων πραγμάτων δεν λογαριάζεται σαν κάτι σημαντικό. Ή ακριβέστερα, για ένα μέρος των πολιτών είναι σημαντικό όχι όμως για ένα άλλο τμήμα της κοινωνίας, των νέων και των διανοούμενων ελίτ. Η θεωρία της σπασμένης βιτρίνας και γενικά η έμφαση στο ζήτημα της incivilité, της καθημερινής απρέπειας ή των χαμηλής κλίμακας διαταραχών της κοινωνικής καθημερινότητας, έχουν πολιτογραφηθεί ως αγωνίες συντηρητικές που «συσκοτίζουν» πάντα κάποια «πιο σοβαρά προβλήματα».

Η ελληνική εμπειρία σε μεγάλες και μικρότερες πόλεις έχει να επιδείξει τεράστιο φορτίο ακριβώς των καταστροφών. Η αλλοιωμένη, πειραγμένη, «σαμποταρισμένη» επιφάνεια, το μαρκαρισμένο και μπογιατισμένο σπίτι, το διαλυμένο παγκάκι του πάρκου, όλα αυτά που σχετίζονται με τις υποδομές της καθημερινής ζωής βρίσκονται σε διαρκή επέκταση. Η ορατή πραγματικότητα σε πανεπιστήμια, σχολεία, κτήρια, απλές πολυκατοικίες, μικρές και μεγαλύτερες πλατείες, είναι μια πραγματικότητα «μουτζουρωμένη» και σε διαρκή όχληση. Και αυτή η κατάσταση μπορεί να υποθέσει κανείς πως δεν είναι κάτι ασήμαντο ούτε απλώς «κατασκευασμένο» από την κριτική και τους ηθικούς πανικούς κάποιων συντηρητικών, όπως φαίνεται να πιστεύουν πολλοί. Από μια άποψη, η βία κατά των αντικειμένων είναι συμπληρωματική όψη της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού δεσμού. Γι’ αυτό μπορεί να δει κανείς τις αναλογίες του βανδαλισμού στην σεξιστική επίθεση σε μια γυναίκα, στο παρκάρισμα σε θέση ανάπηρου, στην τοξική προσβολή που αποσκοπεί να καταρρακώσει την προσωπικότητα του άλλου. Η βία εναντίον των αντικειμένων είναι πράξη τρομοκρατίας κατά του χώρου όπου λαμβάνει σάρκα η κοινωνική μας ύπαρξη, όπου ξεδιπλώνεται το κοινωνικό μας σώμα. Και αυτή κοινωνική ύπαρξη δεν αποτελείται μόνο από άλλους ανθρώπους αλλά και από χρήσεις, αντικείμενα, τοπία. Οι άνθρωποι δεν κατοικούν στον κόσμο ως ουδέτερα σαρκία αλλά με όλη τη μεροληψία του βιώματός τους: με έναν υλικό περίγυρο, με μια «νεκρή» αλλά στην ουσία ζωντανή φύση που κι αυτή δεν πρέπει να υφίσταται την ταπείνωση και την κακοποίηση ενός αυθαίρετου υποκειμενισμού.

«Εμείς κοιτάμε τον Άνθρωπο». Ο ριζοσπαστικός ανθρωπισμός ως δικαιολόγηση

Υπάρχει νομίζω μία άτυπη δικαιολόγηση των βανδαλισμών και της κακοποίησης των άψυχων. Η δικαιολόγηση αυτή δανείζεται μάλιστα ένα σχήμα ριζοσπαστικού ανθρωπισμού με αναφορά στο ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ζωή. Το μήνυμα που εκπέμπεται είναι το εξής: αν μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος (δηλαδή οι καταδυναστεύσεις που υφίσταται), δεν μπορούμε να πολυδίνουμε σημασία σε (μικρο)πράγματα, πόσο μάλλον στις ιδιοκτησίες, στις «περιουσίες» και στις επιφάνειες. Οι άνθρωποι εδώ είναι βεβαίως «πάνω από τα πράγματα», πάνω από τις περιουσίες και τα τιμαλφή. Ο άνθρωπος, ακούμε συχνά, είναι πάνω από τα «ντουβάρια», τα τζάμια, τα αυτοκίνητα κ.λπ. Και όταν ο υποβαθμισμένος χώρος είναι, ας πούμε, ένα δημοτικό πάρκο ή μια στάση λεωφορείου, πάλι αυτός ο ριζοσπαστικός ανθρωπισμός εφευρίσκει συλλογισμούς που εξωραΐζουν τις πράξεις αυτές και σχετικοποιούν τη σημασία των συντελούμενων φθορών. Ενίοτε οι βανδαλισμοί θεωρούνται έτσι προϊόν της στενότητας και της απουσίας φυσικού χώρου για τους πιο φτωχούς ή για τη νεολαία. Άλλοτε λογαριάζονται σαν αναπόφευκτη φανέρωση της γενικότερη υποτίμησης των δημόσιων αγαθών σε κοινωνίες που εκθειάζουν την ιδιωτική, επιχειρηματική λογική. Και ενίοτε, τα βανδαλισμένα κτήρια, αγάλματα, επιφάνειες κρίνονται εκ του περιεχομένου, από το τι «αντιπροσωπεύουν» και συμβολίζουν. Ένα κτήριο κυβερνητικής υπηρεσίας και οι καταστροφές που υφίσταται αξιολογούνται διαφορετικά από το γραφείο μιας ανθρωπιστικής ΜΚΟ, ένα κτήριο Τράπεζας διαφορετικά από ένα σχολείο, αν και, πολύ συχνά, το «πολιτικό βλέμμα» στο tagging, στο άγριο γράψιμο επιφανειών που δεν έχει καμία σχέση με το οργανωμένο γκράφιτι, δεν βλέπει σοβαρό πρόβλημα σε αυτή την ακάθαρτη οικειοποίηση των επιφανειών της πόλης από τους χρήστες της. Ας πούμε ότι όπως παλιότερα οι ανθρώπινοι στόχοι των τρομοκρατών αξιολογούνταν ανάλογα με το ποιόν τους (την εκ των προτέρων βεβαιότητα της ενοχής τους), αυτή η λογική έχει περάσει και σε άψυχους «στόχους». Υπάρχουν σπίτια ένοχα, κτήρια υπόλογα, χώροι όπου ο βανδαλισμός εναντίον τους γίνεται κατανοητός ως μέρος μιας πολιτικής σημειολογίας, ενός ακτιβιστικού παίγνιου, μιας αισθητικής ετεροδοξίας.

Φιλοσοφικά, πάντως, αυτό που ονομάζω εδώ «ριζοσπαστικό ανθρωπισμό», ενώ αναφέρεται διαρκώς σε κοινωνικά αίτια και υψηλό βαθμό καθορισμού της δράσης των ανθρώπων, πολιτεύεται σαν αφηρημένη μεταφυσική σύλληψη της ζωής μας: βλέπει τον κόσμο της ζωής των ανθρώπων, τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα κτίσματα και τις προσόψεις, σαν νεκρή ύλη που η όποια αλλοίωση ή τυχόν καταστροφή τους (το σπάσιμο, η μουτζούρα κ.λπ.) είναι άνευ σημασίας μπροστά στις «κοινωνικές σχέσεις» οι οποίες και εξηγούν, σε τελευταία ανάλυση, αυτές τις καταστάσεις. Σύμφωνα με αυτό το κατεξοχήν θεωρησιακό βλέμμα, οι χώροι της πόλης διαχωρίζονται από τους κατοίκους τους και η ανθρώπινη ζωή παρουσιάζεται σαν κάτι που δεν σχετίζεται με τον κόσμο των πραγμάτων και των χρήσεων της καθημερινότητας. Για παράδειγμα, ο όρος «μπάχαλα» που έχει επικρατήσει για τον πολιτικό ή δημοσιογραφικό χαρακτηρισμό δράσεων που ενέχουν πάντα το στοιχείο του βανδαλισμού, των καμένων κάδων, της σπασμένης βιτρίνας, των κατεστραμμένων αυτοκινήτων κ.λπ. περιέχει ήδη ως όρος αυτόν τον εξωραϊσμό της βίας κατά των πραγμάτων. Δεν υπάρχει εδώ συνείδηση ότι το «μπάχαλο» συμπυκνώνει –μεταξύ άλλων– μια παθολογία της πράξης, ότι ενσωματώνει μια βούληση για βαναυσότητα τόσο απέναντι σε πράγματα όσο και απέναντι σε υποκείμενα. Αντιθέτως, ένα μέρος της κοινωνίας και των διανοούμενων ελίτ θεωρεί πως οι ορατές καταστροφές δεν είναι τίποτα μπροστά στις αόρατες, έμμεσες, αφανείς δυνάμεις που πιέζουν τα άτομα και συνθλίβουν τους λαούς. Με μια λέξη: η ορατή, φυσική, απτή βία δεν θεωρείται άξιο λόγου πρόβλημα.

Για να επαναξιολογήσουμε τη χαμηλή, βανδαλιστική βία ως πρόβλημα, πρέπει να αρνηθούμε τη βολική διευθέτηση των ριζοσπαστών ανθρωπιστών μας: να απορρίψουμε την ιδέα πως η μη ευθέως ανθρωποκτόνος, διάχυτη βία είναι ασήμαντη και πως τάχα δεν αφορά τα «πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας μας». Χρειάζεται όμως και ένα επιπλέον βήμα. Να απορρίψουμε τον εξωραϊστικό αισθητισμό και όλες εκείνες τις αντιλήψεις που υποτιμούν τη σημασία των περιουσιών, των ανθρώπινων δημιουργημάτων, των υλικών υποδομών που περιβάλλουν τη ζωή μας. Καμιά ιδεολογία κατά της ατομικής ιδιοκτησίας ή της υλιστικής, καπιταλιστικής καθημερινότητας δεν νομιμοποιεί την καταστροφή κτηρίων ή άλλων, ιδιωτικών ή δημόσιων περιουσιών.

Το τέχνασμα κάθε ριζοσπάστη ανθρωπιστή –που του επιτρέπει να χειρίζεται την πολιτική βία ή άλλες μορφές βαναυσότητας– είναι ένα κοινωνιολογικό σόφισμα που ισχυρίζεται ότι σε ορισμένα αντικείμενα και τελικά στην ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα των κοινωνιών μας έχει ενσωματωθεί μια τεράστια ποσότητα βίας (καταναγκασμών, εκμεταλλευτικών σχέσεων ή άλλων μορφών κυριάρχησης), που μπροστά της όλες οι αποκλίνουσες ή λοξές μορφές διαβρωτικής και βίαιης αντίδρασης μεμονωμένων ανθρώπων είναι αστεία ή ασήμαντη. Αυτός όμως ο συλλογισμός πάσχει από τη γνωστή, υψηλή αφαίρεση που αφαιρεί από την ανθρώπινη δράση τον πρακτικό της ορίζοντα. Κάθε ευθύνη του προσώπου αίρεται για να προβληθεί μια δαιμονοποιημένη, ασφυκτική και δίχως περιθώρια επιλογής πραγματικότητα. Και αυτή η παρουσίαση της πραγματικότητας ως σιδερένιου κλουβιού είναι η άλλη όψη των ευφημισμών που χρησιμοποιούνται για πολλές εκδηλώσεις βίας.

Δυο βλέμματα

Έχω την εντύπωση πως για να σκεφτούμε τη μη φονική βία ως κάτι πολύ σοβαρό, χρειαζόμαστε απόσταση από δύο βλέμματα:

Το βλέμμα του ριζοσπάστη ανθρωπιστή που αφαιρεί την ουσία του ανθρώπου από τα «χρήματα» (δηλαδή, τα πράγματα που τον περιβάλλουν) και δεν θεωρεί τη φυσική βία ως σημαίνον ζήτημα, ούτε τον βανδαλισμό ως πρόβλημα της αστικής, πολιτικής μας ύπαρξης.

Το βλέμμα εκείνου του παλιάς κοπής συντηρητικού, που θεωρεί πως όλα αυτά τα θέματα είναι απλώς ζητήματα αστυνόμευσης και κοινωνικής πειθαρχίας, πράγμα που οδηγεί αυτομάτως σε διαρκείς προτάσεις για «σκλήρυνση» των ποινών και εκκλήσεις πάταξης.

Το πρώτο βλέμμα καταλήγει σε στρατηγικές ηθικού εξωραϊσμού, θεωρητικής δικαιολόγησης και συνεχούς πολιτικής υποτίμησης.

Το δεύτερο βλέμμα ανατρέχει σε μια απεγνωσμένη καταγγελία της αδύναμης, χαλαρής, παθητικής φιλελεύθερης δημοκρατίας που δεν μπορεί να συντρίψει αποφασιστικά τις ποικίλες μορφές παραβατικότητας.

Επαναξιολογώντας τις χαμηλές πτήσεις της βίας

Επανατοποθετώντας το πρόβλημα της «μικρής» βαναυσότητας και του τετριμμένου βανδαλισμού σε μια οπτική υπεράσπισης του κόσμου της ζωής από τον μηδενισμό, αρνούμαστε αυτό το διπλό αδιέξοδο. Αναγνωρίζουμε, πρώτον, πως το πρόβλημα της κακοποίησης των αντικειμένων που περιστοιχίζουν όσα πράττουμε και ζούμε καθημερινά, είναι πραγματικό και σημαίνον για τον πολιτισμό μας. Δεν είναι κατασκεύασμα της ηθικής και πολιτισμικής μας φοβίας, ούτε προβολή μιας ανησυχίας για την ίδια τη «δημοκρατία», όπως λέγεται συχνά με ευκολία. Η ίδια η δημοκρατία περιέχει τη μέριμνα για τις φόρμες και τους τρόπους, δεν είναι απλώς ένα σύστημα σκοπών αλλά και μια εμπειρία κανόνων συνύπαρξης, αμοιβαιότητας και εθελούσιου αυτοπεριορισμού. Η δημοκρατία δεν είναι η πολιτική στέγη της ιδιωτικής ή ομαδικής ασυδοσίας, το προστατευτικό κέλυφος μιας επιθυμητικής αγριότητας ούτε απλώς ένα πλαίσιο θεσμικών περιφράξεων και νομιμοφροσύνης. Συχνά, ο δημόσιος διάλογος για τις διάχυτες βιαιότητες ή για τους βανδαλισμούς παγιδεύεται ανάμεσα στην «καλλιτεχνική» συγχώρεση της υπέρβασης και της καταστροφής των ορίων και στην «αστυνομική» αγανάκτηση για μορφές αταξίας και παράβασης. Ο αστός ως καλλιτέχνης υιοθετεί την ελευθεριακή σύμβαση του φίλου των εξεγέρσεων. Ο αστός ως υπεύθυνος πολίτης τείνει στο αντίθετο, σε μια απελπισμένη αναζήτηση της ευταξίας ως έλλειψης ρωγμών.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μια άλλη κριτική της βίας. Η απόρριψη των σοφισμάτων του ριζοσπάστη ανθρωπιστή που δεν βλέπει κάτι σπουδαίο ακόμα και στις βόμβες χωρίς ανθρώπινα θύματα (έχει την τάση να τις βλέπει ως βαρελότα παιδιών), είναι απαραίτητη και αναπόδραστη. Δεν αρκεί όμως. Γιατί χρειάζεται να αποφύγουμε και την παγίδα μιας εξιδανίκευσης της ηρεμίας και της απουσίας οχλήσεων και συγκρούσεων στην αστική και δημόσια ζωή μας. Είναι δυο διαφορετικά ρίσκα με ποικίλη κατανομή στον πληθυσμό, ανάλογα με την ηλικιακή συνθήκη, την πολιτική ευαισθησία και την κοινωνική-επαγγελματική ένταξη.

Ένα συλλογικό ήθος ριζικής απαξίωσης της βίας δεν εγκαθιστά μεταξύ μας μια ρηχή, αφελή και καταπιεστική «συναίνεση», όπως φοβούνται κάποιοι-ες στον κριτικό, ριζοσπαστικό χώρο. Αντιθέτως. Όπως η κακή σπατάλη και η βλαπτική χρήση πόρων απαραίτητων για την αξιοπρεπή ζωή, έτσι και η βία κατά πραγμάτων υποβαθμίζει τον κοινωνικό μας κόσμο. Δεν είναι μια προσβολή σε μια ατομική αισθητική αλλά επίθεση στην ίδια την έννοια ενός μοιρασμένου, κοινού κόσμου όπου κινούμαστε με τις επιθυμίες και τα όνειρά μας, όχι όμως με όλες τις επιθυμίες και όλα μας τα όνειρα.

Η ελληνική εμπειρία σε ορισμένες μορφές βίας, όπως η πολιτική τρομοκρατία και ο διάχυτος βανδαλισμός είναι γεμάτη ασυνεπή σοφίσματα και ακραίες πολιτικές ιδιοτέλειες. Έφτασε η στιγμή που τα πάντα βάφτηκαν στο χρώμα της φτηνής πολιτικής. Οι κρίσεις των τελευταίων χρόνων μας δίνουν, ωστόσο, την ευκαιρία να πλουτίσουμε το βλέμμα μας για τα όρια της κακοποιητικής πρακτικής σε όλα τα πεδία: κατά των ανθρώπων, των κτισμάτων, των άλλων έμβιων όντων. Η βία ως κατάχρηση ισχύος, ψευτοαπελευθέρωση της έκφρασης ή αποφόρτιση υπόγειων κοινωνικών ανταγωνισμών, η βία που προβάλλεται συχνά ως αναπόφευκτο μέρος της ζωής μας, πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν αυτό που είναι: μια μικρή ή μεγάλη άσκηση βαναυσότητας κατά του κοινού μας βίου.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή