Ο Αντώνης Ζέρβας δεν είναι πια μαζί μας.
Ο Αντώνης Ζέρβας θα είναι πάντοτε μαζί μας.
Ο Αντώνης Ζέρβας εξέπνευσε πάνω στην εκπνοή της Άνοιξης και την αρχή του Θέρους, στις 3 Ιουνίου 2022. Από κάποιους ανθρώπους το ελάχιστο που περιμένουμε –και ίσως αδικαιολόγητα– όταν αντικρίσουν τον θάνατο είναι μια γενναιότητα, έστω με μια δόση παραίτησης. Αυτό όμως που βρίσκεται πέρα από τις προσδοκίες μας είναι ο περιπαιγμός του θανάτου, πνευματώδης, αλλά όχι –για τούτο– λιγότερο πνευματικός. Το αντίθετο μάλιστα. Κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του, σε όσους φίλους δεν κατορθώνανε να υπερνικήσουν μια ενστικτώδη, ζοφώδη σοβαρότητα και να τη μεταμφιέσουν σε κάτι άλλο, τους απηύθυνε μια προστακτική: «Γέλα!».Και ξαφνικά το δικό του «Γέλα!» έμοιαζε να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα και αρτιότητα από όλα τα «Σκέψου» και «Στοχάσου!» που είχα, εγώ τουλάχιστον, ακούσει ποτέ. Μάλλον επειδή ακριβώς ο Ζέρβας έδειχνε αυτό που ο Αξελός ονόμαζε «αιματηρό ενδιαφέρον για τη δουλειά της σκέψης» (Κώστας Αξελός: Η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει σκέψη). Εκείνη η φιλοπαίγμων προστακτική επιστέγασε έναν βίο κριτικής αυστηρότητας.
Σε αντίθεση με το πλήθος εκείνων που επισκέφθηκαν ή επί μακρόν διέμειναν στις χώρες της Εσπερίας δίχως εν τέλει να καταφέρουν να αφουγκραστούν την αναπνοή των ανθρώπων και των τόπων, ο Αντώνης Ζέρβας λειτούργησε ως ένα είδος ιδιόμορφου βαρόμετρου καταγράφοντας τη διαφορά του πνευματικού κλίματος, προσπαθώντας και ο ίδιος «να κατανοήσει βαθύτερα τι τον συνδέει και τι τον χωρίζει από το πνεύμα της» (Αντώνης Ζέρβας, Εικόνoς Απορροαί, Μια αυτοβιογραφική Πρόφαση, Νεφέλη, Αθήνα 2015, σ. 9). Μία τέτοια κατανόηση σημαίνει κατεξοχήν την ιχνηλάτηση όλων εκείνων «των κρυφών διαλόγων που πλέχθηκαν και εξακολουθούν να πλέκονται στην Ευρώπη, χωρίς τους οποίους διαλόγους η γνώση είναι δημοσιογραφία, οι ιδέες εγκυκλοπαίδεια και το φως συναισθηματικό φληνάφημα» (Αντώνης Ζέρβας, Εικόνoς Απορροαί, σ. 11). Μα μπορεί, όντως, το φως της διανοίας να γίνει συναισθηματικό φληνάφημα; Δεν πρόκειται άραγε για ρητορική υπερβολή; Στο ιδιαίτερο πνευματικό συγκείμενο εκφοράς αυτών των λόγων δεν υπάρχει καμία υπερβολή. Το κατά Ζέρβα «παγκόσμιο Ντουμπάι», ο χώρος εκείνος που διαμορφώνεται από την πλήρη ρευστοποίηση των πολιτισμικών ταυτοτήτων κάτω από την πίεση των δυνάμεων της αγοράς και του εκτραχηλισμού του πνευματικού πολιτισμού, έχει το ανάλογό του στην έννοια της δημοσιογραφίας. Ο όρος «δημοσιογραφία» δεν αναφέρεται κυρίως στη δημοσιογραφική δραστηριότητα στα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά προεξαρχόντως στην επιβολή των «ενημερωτικών» προτύπων της δημοσιογραφίας στην περιοχή της πνευματικής δραστηριότητας, με συνέπεια την αντιστροφή της σχέσης ερωτήματος – απόκρισης και την συνακόλουθη τυποποίηση της σκέψηςˑ προφητικό το διαισθητικό βλέμμα του Έρμαν Έσσε στην αταίριαστης σύζευξης δημοσιογραφικής φρενίτιδας και πνευματικής παραγωγής: «Στις διαλέξεις αυτές, όπως και στα ρεπορτάζ των εφημερίδων, αγωνίζονταν να περάσουν μεσ’ από ένα χάος μεμονωμένων πολιτιστικών γεγονότων και θραυσμάτων γνώσεων στερημένων από κάθε νόημα» (Έρμαν Έσσε, Το Παιχνίδι με τις Χάντρες, Μτφρ. Φώντας Κονδύλης,Καστανιώτης, Αθήνα χ.χ., σσ.23-24).
Στη δημοσιογραφίζουσα φρενίτιδα που έχει κυριεύσει τμήματα του σύγχρονου περί πολιτισμού λόγου αντιπαραθέτει, για όποιον νομίζει ότι «γνωρίζει τους κρύφιους δρόμους της Θείας Χάριτος», την ανάγκη της αναμέτρησης, «της άσκησης στον βόρβορο της Δύσης για να νοιώσει προσωπικώς αν πράγματι ισχύει το προπατορικό αμάρτημαˑ αν πράγματι αντέχει στην ιδέα της ανθρώπινης φύσης και αν πράγματι η ενανθρώπηση του Σωτήρος είναι ζήτημα του νυν» (Αντώνης Ζέρβας, Εικόνος Απορροαί, σσ. 22-23). Θα συμπλήρωνα ότι στον δυτικό, λεγόμενο, κόσμο το υποκείμενο αναδύεται γυμνωμένο από οποιαδήποτε παραμυθία και για τούτο είναι περισσότερο επιρρεπές από ποτέ είτε στον κυνισμό είτε στην ιδεολογική ιδεοληψία. Η θεληματική καταστροφή κάθε μορφής παραμυθίας είναι το (αντι-)μυθιστόρημα του νεώτερου Ευρωπαϊκού πολιτισμού, του είχα πει σε κάποια αποστροφή μου. Κ’ εκείνος συγκατάνευσε.
Η ευκολία με την οποία ο Αντώνης Ζέρβας μπορούσε να περιδιαβαίνει τις περιοχές τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της ελληνικής γραμματείας τον εφοδίασε με μια ευρύτατη εννόηση του Ελληνισμού και της σημασίας του. Για να εννοήσει ξανά τον Ελληνισμό χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς μιας δήθεν ευπρέπειας εξέτασε τις καταγωγικές στιγμές του, μεριμνώντας παράλληλα να ξεριζώσει όλα εκείνα τα δασκαλίστικα –και καθόλου δασκαλικά– παρακολουθήματα του αυτονόητου: «Μόνον η παιδεία μπορεί να επιπηδήσει τα όρια της ιστορίας. Ναι! Η παιδεία μου δίδαξε την κουφοδοξία, τη μισαλλοδοξία, μ’ έκανε σκληροκάρδιο. Μου δίδαξε τους προγόνους με το αίνιγμα της αναμονής. Η Παιδεία μου δυνάμωσε τη λαγνεία. Μου έθρεψε τη σαρκολατρία. Η παιδεία μου δίδαξε πώς η αλήθεια πεθαίνει στην ομορφιά» (Αντώνης Ζέρβας, Το Ιπποτικό Μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου, Περισπωμένη, Αθήνα 2017, σ. 25). Δεν είναι η παραδοχή των αρνητικών επιδράσεων της παιδείας πάνω στο λυρικό υποκείμενο –το οποίο ποτέ δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον ποιητή– αλλά η υπονόμευση μιας βασικής παραδοχής της ελληνικής παράδοσης, της ταύτισης ομορφιάς και αλήθειας. Ολόκληρο το εκτενές ποιητικό έργο των Άκτων (Αντώνης Ζέρβας, Τα Άκτα, Ίνδικτος, Αθήνα 1996) στο οποίο εντάσσεται Το Ιπποτικό Μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου είναι μία προσπάθεια πραγμάτευσης τέτοιων καίριων ζητημάτων που αναφύονται από κάθε σοβαρή απόπειρα κατανόησης της πορείας του Ελληνικού πολιτισμού.
Σε αυτή την πραγμάτευση αρνήθηκε να ειδωλοποιήσει την ελληνική παράδοσηˑ και ίσως αυτή η πνευματική στάση να είναι μια από τις πιο πολύτιμες κληρονομιές του. Δύο ήταν τα όργανα πλοήγησης με τα οποία απέφυγε την ειδωλοποίηση. Από τη μία, η άλλοτε νοητή και άλλοτε αποτυπωμένη χαρτογράφηση των εσωτερικών διαλόγων του ευρωπαϊκού πολιτισμού, χωρίς κανέναν όμως συναισθηματισμό. Γράφει, λόγου χάριν, ότι τα Απομνημονεύματα του Σαιν Σιμόν οδηγούν στον Προυστ, υπονοώντας με ένα ρητορικό ερώτημα ότι ο Βυζαντινός Ψελλός δεν οδηγεί πουθενά («Ο τελευταίος [ο Σαιν Σιμόν] οδηγεί στον Προυστ, ο δικός μας;» Αντώνης Ζέρβας, Εικόνος Απορροαί, Αθήνα 2015, σ. 12). Αυτό που πάντοτε ζητούσε ήταν να γνωρίσει το κάθε δέντρο από τους καρπούς του: και αν κάποιο είχε ξεραθεί, δεν δίσταζε να το διαλαλήσει στις δημοσιές και τις πλατείες, δίχως όμως να υποτιμά ακόμη και αυτό το ξερό δέντρο, γνωρίζοντας ότι όσα ισχύουν στο βασίλειο της Φύσης δεν ισχύουν απαραίτητα και στο βασίλειο του Πνεύματος.
Εκείνο όμως το σπάνιο το οποίο διέθετε ήταν μια βιωμένη αντίληψη του ευρωπαϊκού πολιτισμού ιδωμένου καθ’ εαυτόν και στη συνέχειά του και όχι αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τον ελληνικό, κάτι το οποίο άλλωστε υποκρύπτει μια κραυγαλέα χρησιμοθηρική πρόθεση. Για τον νεκυηπόλο Ζέρβα η αναζήτηση των κρυφών διαλόγων του ιστορήματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν είναι απλώς μια εξευγενισμένη quellenforschung, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε συναίσθηση της σημασίας της. Όντας εγκρατής της ευρωπαϊκής παράδοσης στον υπερθετικό βαθμό, διέκρινε στην προ-αναγεννησιακή ζωγραφική και τον Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα «τη μεγαλοπρεπή σεμνότητα των αρχόντων και των πολεμιστών… την άνυλη σωματικότητα των γυναικών… με βάθος το ιερό βιβλίο της κοσμοϊστορικής ερμηνείας» (Αντώνης Ζέρβας, Εικόνος Απορροαί, Μια αυτοβιογραφική Πρόφαση, Νεφέλη, Αθήνα 2015, σ. 80). Μία αντιβολή με τον ιστορικό του πολιτισμού και της τέχνης Max Warburg θα είχε ιδιαίτερη αξία: εκεί που o Warburg θαυμάζει την κίνηση στην πρώιμη Αναγεννησιακή τέχνη ο Αντώνης Ζέρβας θαυμάζει την εξελικτική μεταβατικότητα της μορφής, ανάμεσα στη μεσαιωνική αυστηρότητα και την αναγεννησιακή γλυκύτητα, ανάμεσα στον καταυγασμό από το θαβώρειο φως του Χριστιανισμού και την πλήρη ενθαδικότητα της ύστερης αναγέννησης. Όπως κάποτε είχαμε συζητήσει, σε αυτό το ανάμεσα μπορεί να θεμελιωθεί ένας άλλος ανθρωπολογικός τύπος. Και μόλις τώρα έρχεται στον νου μου ο Πυθιόνικος του Πινδάρου, χρόνια μετά τη συζήτησή μας για τούτο το απόσπασμα, να φωτίσει αυτό το ενδεχόμενο ενός άλλου και υπέρλαμπρου ανθρωπολογικού τύπου: «σκιᾶς ὄναρ/ ἄνθρωπος. ἀλλ᾽ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ/ λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών» Πυθιόνικος Η΄, στ. 95-97 (Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος./ Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,/ φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,/κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου» [Πίνδαρος], Πινδάρου Επίνικοι, τ. Α΄, Πυθιόνικοι, Μετάφραση: Γιάννης Οικονομίδης, Εισαγωγή & Σχόλια: Δανιήλ Ιακώβ, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 145).
Ο ανθρωπολογικός αυτός προσανατολισμός της σκέψης του τον κατέστησε ικανό να νοηματοδοτήσει εκ νέου όρους που είχαν καταντήσει περιτρίμματα από την ακατάσχετη και ασύνετη χρήση: ποιητής, άνθρωπος των γραμμάτων, κριτικός, μεταφραστής και γι’ αυτό η φιλία του ήταν δώρα ατίμητο. Στην προσωπική συναναστροφή δεν δίσταζε, για παράδειγμα, να πει για κάποιους δήθεν κριτικούς που γράφουν κριτικές χωρίς κριτήρια: «Μα ξέρει αυτός ο άνθρωπος τι είναι κριτική;». Ή, όταν άκουγε κάποιο «αγλαοποίκιλτο» μοιρολόι για την απουσία κριτικής, αποκρινόταν: «Μα ποιος θέλει πράγματι κριτική σήμερα;». Ενώ άλλοι βάζουν τον πήχη υποκριτικά τόσο ψηλά ώστε ελάχιστοι να μπορούν να τον περάσουν, εκείνος έθετε πρώτα τα βασικά ερωτήματα και οι όποιες προσδοκίες κριτικής εξάρτυσης ήταν ακολουθήματά τους.
Η κριτική σκέψη ήταν συμφυής με την πράξη της ποιητικής δημιουργίαςˑ και οι δύο ζωοποιούνταν από το θάρρος του να θέσει με υψηλή μαεστρία ερωτήματα πέρα από τον αφελή λυρισμό του πρωτοπρόσωπου υποκειμένου. Η γνώση των κλασικών στοχαστών ολόκληρης της Δυτικοευρωπαϊκής λογοτεχνίας τον ώθησαν σε μια νέα αυστηρότητα της έκφρασης και κυρίως σε μία νιτσεϊκή επανεκτίμηση των αρετών, καμωμένη με πληρότητα σε μορφή ποιητική, βέλη εναντίον ενός κόσμου που έχει ερωτευθεί παράφορα τις κίβδηλες αρετές του: «Μια φορά τον άκουσαν να φιλοσοφεί προφέροντας με καυστικότητα: ‘Εντιμότητα από συμφέρον, αρετή από μικροψυχία, πίστη από συνήθεια./ Αλλά μία η οδός και εις τον τάφον φέρει’» (Αντώνης Ζέρβας, Μανουήλ Σκριβά του μεταφραστού, Carmen et Error, Περισπωμένη Αθήνα 2017, σ. 22). Έτσι, ο Ζέρβας, ο οποίος στάθηκε αρκετά τυχερός ώστε να έχει άρτια επίγνωση των καταβολών του, γενεαλογείται πνευματικά από τους Γάλλους moralistes και ιδίως από τον Λα Ροσφουκώ: «Γίνεται κανείς αποφασιστικός από αδυναμία και τολμηρός από δειλία» (La Rochefoucauld, Αξιώματα, ή Αφορισμοί και Αξιώματα Ηθικής, Μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Άρκτος, Αθήνα 1993, αρ. 11, σελ. 13). Όργανό του για τη διασκέδαση της αφέλειας του λυρικού «εγώ» η αναβίωση της εκτεταμένης ποιητικής αλληγορίας στο Ιπποτικό Μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου προκειμένου, όπως γράφει ο ίδιος στο προλόγισμά του, να περιγράψει την «περιβόητη» μετακένωση και τις περιπλοκές της. Είναι τεκμήριο της μαεστρίας του ότι η διήγηση του Ιπποτικού Μυθιστορήματος μπορεί να λειτουργήσει και εντελώς αυτόνομα, δηλαδή μη-αλληγορικά. Δεν πρόκειται για μία αλληγορία με ξεκάθαρες αντιστοιχίες όρων ώστε να διευκολυνθεί ο οκνηρός αναγνώστης. Η έλλειψη εύκολα αναγνωρίσιμων αντιστοιχιών μεταξύ αλληγορικής εικόνας και αλληγορουμένου παρασύρει τον εμμελή αναγνώστη βαθύτερα στην πνευματική περιπέτεια του νέου Ελληνισμού, των διαψευσμένων ή ανεκπλήρωτων υποσχέσεων και των ανεξόφλητων –πνευματικών και όχι μόνο– χρεών.
Μέρος της περιπέτειας αυτής ήταν και η πολιτική, εννοούμενη όχι ως ατομική λογοκρατική δέσμευση αλλά ως επέκταση της σκέψης για την κουλτούρα, αντιστρέφοντας τη συγκαιρινή μας προτεραιότητα της πολιτικής σε σχέση με την κουλτούρα που αποτελεί τη βάση των περισσοτέρων σχολών της σύγχρονης πολιτικής σκέψης και θεωρείται κάτι σχεδόν αυτονόητο στην πολιτική πράξη: «Η ιστορία δείχνει ότι ο άνθρωπος και οι κοινωνίες του μπορούν να αντέξουν τα πάνδεινα, εφόσον υπάρχει νόημα. Βίαιη και πολεμική, η πνευματική παράδοση της Ευρώπης συντήρησε παραταύτα μια ορισμένη ιδέα για τον άνθρωπο. Σ’ αυτήν πρέπει να ξαναστραφούμε, αφού η νεοφιλελεύθερη δημοκρατία, θεμελιωμένη πάνω στην τεχνική και τον οικονομισμό, απέδειξε ότι είναι ανίκανη προς σκέψη» (Αντώνης Ζέρβας, Μονοί Λόγοι, Δοκίμια / Άρθρα / Συνομιλίες, Περισπωμένη, Εν Αθήναις 2017, σ. 221). Η κριτική του Αντώνη Ζέρβα δεν προσκαλούσε τη συγκατάνευση, την έφτυνε μεγαλοπρεπώς, δεν καταδεχόταν να γίνει δημοχαρής μόνο και μόνο για να μην φανεί αφιλόδημος. Και έτσι εκδηλωνόταν η ιδιόρρυθμη, ομολογουμένως αίσθηση μιας κοινωνικής αποστολής, μιας ετοιμότητας να χρησιμοποιηθεί το νυστέρι εκεί που οι όγκοι της αδιαφορίας, της υποκρισίας και της εξομοίωσης τερατουργούσαν.
Η πνευματική μορφή του Αντώνη Ζέρβα ήταν το έκμαγμα ενός εσώτερου αγώνα αυτο-διαμόρφωσης, ο τρόπος που είχε επιλέξει για να διαμετρήσει τον αιώνα του. Η μορφή του Αλκιβιάδη αλληγοροποιεί την προτροπή σμίλευσης του εαυτού και την άκοπη υπερνίκηση της δυσκολίας, διότι σε αντίθεση με το ψευδο-ευσεβές σύγχρονο αφήγημα που ειδωλοποιεί με αμερικανίζοντες ακκισμούς τη «συμβατική» και «φιλότιμη» προσπάθεια, σε υψηλές μορφές όπως ο Αλκιβιάδης δεν υπάρχει καμιά προοδευτική προσπάθεια. Μονάχα ξεχύνεται παντού η θέληση και η φυσική αρετή του, απαστράπτουν οι ικανότητές του: «Από μικρός με τις εταίρες το σώμα του άρδευε πνεύμα, το πνεύμα γεννούσε την αντιλαϊκή ομορφιά της Τύχης και της θέλησης» (Αντώνης Ζέρβας, Στάση Λυσιατρείου, Περί Εκδιαιτήσεως, ήτοι το αυτοξερρίζωμα, Περισπωμένη, Αθήνα 2018, σελ. 29). Ο Αλκιβιάδης, «το ωραίο τίποτε» που διάλεξε να «ξεγεννήσει μόνος τον εαυτό του» (Αντώνης Ζέρβας, Στάση Λυσιατρείου, σ. 31), είναι το κραταιότερο σύμβολο της όψιμης φάσης της ποιητικής του δημιουργίας, καθώς του επιτρέπει να βρει έναν τρίτο όρο, ένα διαφορετικό σημείο εποπτείας της Ελληνικής παράδοσης: «Σε ποιον τάχα να κάνει ο Αλκιβιάδης; Ούτε στους σωκρατικούς διαλόγους, ούτε στα Ευαγγέλια» (Αντώνης Ζέρβας, Στάση Λυσιατρείου, σ. 30).
Αν μπορούμε να πούμε ότι ο Ζέρβας είχε όντως μια ιδεολογική επιδίωξη, αυτή ήταν αντιιδεολογική: η πλήρης αποδόμηση της «ευτυχιοκρατίας», έστω και αν ο ίδιος δεν χρησιμοποίησε ποτέ αυτή τη λέξη και ίσως να μην τη γνώριζε καν: «Αυτό που θεραπεύεται δεν με πολυτραβάει» (Αντώνης Ζέρβας, Στάση Λυσιατρείου, σ. 81). Η «ευτυχιοκρατία» είναι η κορύφωση του αυτονόητου, και ο Αντώνης Ζερβας γνώριζε ότι η έφοδος σε ικανώς οχυρή θέση σπάνια επιτυγχάνει αν γίνει μετωπικά. Η θέληση, η Τύχη, η παράδοση γίνονται όπλα σε αυτή την ανολοκλήρωτη μάχη.
Η μελέτη του έργου του είναι αντίβαρο ή ίσως και αναγκαίο καθαρτικό από όλους τους ενθαδικούς χιλιασμούς και τις πέρα για πέρα κάλπικες υποσχέσεις ριζικής αλλαγής που δεν συνοδεύονται από διάτορες υπομνήσεις της ανάγκης για ανανέωση των ανθρωπολογικών τύπων στους οποίους αποδίδουν τιμή οι κοινωνίες. Δεν είναι ο αφανισμός του ενός ή του άλλου επιτηδεύματος, επαγγέλματος ή λειτουργήματος που τροφοδοτεί την απελπισία του Ζέρβα αλλά η βίαιη –και κυρίως ύπουλη– έκλειψη βασικών ανθρωπολογικών σταθερών όπως η θυσία: «Πίσω από την κατάργηση της ένστολης θυσίας έρχεται ο ιερέας και ο δάσκαλος. Τι θα γίνει το έθνος δίχως τον τύπο του δασκάλου, δίχως τον τύπο του ιερέα και δίχως τον τύπο του αξιωματικού;» (Αντώνης Ζέρβας, Το Ιπποτικό μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου, Περισπωμένη, Αθήνα 2017, σ. 15). Τίποτε δεν ήταν πιο απεχθές στη σκέψη του από τη ρήση του Μπρεχτ «Αλλοίμονο στο έθνος που έχει ανάγκη από ήρωες». Σε αυτό το πνεύμα ο Ζέρβας αντιπαραθέτει την τελετή όχι ως μία διαδικασία νεκρωμένων ανθρώπων, αλλά ως μια σειρά προμαχώνων ενάντια στην χάλκευση του μέλλοντος: «Η έχθρα των τύπων που ζούμε στην εποχής μας είναι το κοσμοϊστορημένο μάθημα των μικρών ανθρώπων που φοβούνται το παρελθόν μας διότι καθένας τους θέλει να καταρτίσει το μέλλον για δικό του λογαριασμό. […] Το σπίτι είναι η τάξη της μνήμης. Όποιος πολεμάει την τελετή ξεπατώνει. Ίσως αυτά να μην είναι όλη η αλήθεια. Οπωσδήποτε όμως είναι η ηρωική αλήθεια» (Αντώνης Ζέρβας, Το Ιπποτικό Μυθιστόρημα του Αριστείδη Κουτζοθεόδωρου, σ. 15). Η διάτορη φωνή που υψώνεται ενάντια στον παροπλισμό του τελετουργικού χρόνου της παραδοσιακής κοινωνίας, τον οποίο βδελύσσεται όχι από κάποιον θνησιγενή φολκλορισμό αλλά επειδή κατανοεί πως ο χρόνος της τελετής αρτιώνει και οξύνει την ετοιμότητα προς θάνατον.
Κάποιες από αυτές τις κοινές απέχθειες έγιναν αφορμή να γνωρίσω καλύτερα τον Αντώνη Ζέρβα. Δεν θα μιλήσω για κοινά ταξίδια και κοινές ανησυχίες, διότι θα με αποσκοράκιζε καταδικάζοντάς με επί κοινοτοπία.
Αμετάκλητα. Τελεσίδικα.

