Νομίζω πως ήταν πρώτος ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος που το επεσήμανε στα καθ’ ημάς, πως η εποχή μας είναι μεταχριστιανική και, κατά μία έννοια, προχριστιανική. Δύσκολα στην εποχή μας θα μπορούσε να προκύψει πολιτικό δοκίμιο με τίτλο Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη, όπως εκείνο του Νοβάλις που γράφτηκε το 1799. Γιατί απλούστατα, ουδείς αντιλαμβάνεται πλέον την Ευρώπη ως «Χριστιανοσύνη», όπως τους προηγούμενους αιώνες. Μικρή σημασία έχει το γιατί· συνέβη.
Και στην πρώην οθωμανική μας επαρχία, τι συμβαίνει; Πώς πηγαίνει το έργο στην Ελλάδα όπου η θρησκεία της «Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού» αναγνωρίζεται από το άρθρο 3 του Συντάγματος (το οποίο είναι αναθεωρητέο, ας έχουμε υπόψιν) ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα»; Εδώ έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε πώς λειτούργησε το όλο πράγμα μέσα στα πλαίσια της πανδημίας των τελευταίων ετών.
Αν γκουγκλάρει κανείς «Εκκλησία και πανδημία», «Εκκλησία και εμβολιασμός», «Εκκλησία και μάσκες» και πάει λέγοντας, θα δει ένα πλήθος από δημοσιεύσεις, αναρτήσεις, σχόλια, βίντεο κ.ά., που ασχολούνται με το θέμα. Σαν να πρόκειται για ένα ζήτημα που, πρώτα και κύρια, αφορά ή οφείλει να αφορά την Εκκλησία και τη στάση της έναντι αυτού. Ουδείς βεβαίως αρνείται πως μέσα στις συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία, η Εκκλησία απευθυνόμενη στους πιστούς είχε και έχει να παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, είναι αυτή η αιτία για την οποία παρατηρούμε στο δημόσιο πεδίο να κυριαρχεί η συζήτηση για τη στάση ή τη θέση της Εκκλησίας ως προς την τήρηση των μέτρων, την υποστήριξη του εμβολιασμού κ.λπ.;
Στον λεγόμενο «προοδευτικό» χώρο, όπου –κακά τα ψέματα– πάντοτε υπήρχε μια εχθρότητα έναντι της Εκκλησίας και των δομών της, άλλοτε συγκεκαλυμμένη άλλοτε ανοιχτή και επιθετική, σε βαθμό που να φτάσουμε στον αφορισμό σύμφωνα με τον οποίο «αντικληρικαλισμός είναι ο προοδευτισμός των ευηθών», καλλιεργήθηκε, από πολύ νωρίς με το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, η άποψη πως η Εκκλησία αντιδρά απέναντι στα υγειονομικά μέτρα και πως υπονομεύει την όποια προσπάθεια ελέγχου της πανδημίας και πως γενικότερα η στάση της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και «αντικοινωνική».
Ας δούμε το όλο πράγμα από την αρχή. Πριν ακόμη γίνει το πρώτο lockdown και πριν μπούμε στην πρώτη καραντίνα, γύρω στα τέλη Φεβρουαρίου, κι ενώ μόνο τα μεγάλα καρναβάλια της Πάτρας και αλλού είχαν ακυρωθεί, ξεκίνησε –ως μη όφειλε κατά την ταπεινή μου άποψη– μια κουβέντα σχετικά με την υγειονομική βόμβα που θα αποτελούσαν οι ακολουθίες των Χαιρετισμών που επίκειντο. Σαφώς και είναι γεγονός πως ο λαός μας αγαπά ιδιαίτερα τις ανοιξιάτικες αυτές απογευματινές θρησκευτικές τελετές προς τιμήν της Θεοτόκου, πλην όμως, τη στιγμή που γήπεδα, θέατρα, σινεμά, κλαμπ, μπουζουξίδικα και πάει λέγοντας ήταν ανοιχτά και λειτουργούσαν χωρίς περιορισμούς, ποιος ήταν ο λόγος που οι δημοσιολογούντες αναφέρονταν σχεδόν αποκλειστικά στους Χαιρετισμούς, που θα μας εξολόθρευαν όλους; Ομολογώ πως, αν και όπως ανέφερα παραπάνω, όντως, αυξάνει ο κόσμος που επισκέπτεται τους ιερούς ναούς για τους Χαιρετισμούς κάθε άνοιξη, δεν γνώριζα πως ο ελληνικός λαός είναι τόσο φιλακόλουθος ώστε να κατακλύζει τους ναούς σε βαθμό ώστε, τότε, λίγο πριν το lockdown, το μόνο που ανησυχούσε τους δημοσιολογούντες να είναι το πλήθος που θα γέμιζε τις εκκλησίες και αργότερα την κοινωνία με κορωνοϊό.
Κι ήρθε το lockdown. Μια τεράστια αλλαγή για όλους μας, κάτι πρωτόγνωρο. Είναι γεγονός πως αρχικά η διοίκηση της Εκκλησίας επέδειξε τα συνηθισμένα, αργά, πολύ αργά αντανακλαστικά της, γεγονός που εξανάγκασε κυριολεκτικά τον πρωθυπουργό να επιβάλει το κλείσιμο των ιερών ναών. Δεν υπήρχε άλλη λύση, εκ των πραγμάτων. Τότε όμως, ξεκίνησε μια άλλη συζήτηση στο δημόσιο πεδίο: το περιεχόμενο της Θείας Κοινωνίας.
Πολύ πριν διάφοροι μοναχοί και ιερωμένοι γίνουν λοιμωξιολόγοι και επαΐοντες περί των εμβολίων, ξεκίνησε μια δημόσια συζήτηση όχι σχετικά με το αν ο ιός μεταδίδεται ή όχι μέσω της Θείας Κοινωνίας –συζήτηση καθ’ όλα νόμιμη για έναν μη πιστό– αλλά σχετικά με το περιεχόμενο της. Επιστήμονες από τη Ζυρίχη και το Λονδίνο, αποφαίνονταν με σιγουριά που θα ζήλευε ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας σχετικά με το αν η Θεία Κοινωνία είναι, υπονοεί, υπαινίσσεται, συμβολίζει ή μοιάζει με Σώμα και Αίμα Χριστού, σε μια συζήτηση που ουδείς μπορούσε να καταλάβει τι εξυπηρετούσε, τη στιγμή μάλιστα που οι ναοί ήταν κλειστοί και οι λειτουργίες τελούνταν μόνο από τον παπά, τον ψάλτη και τον νεωκόρο. Όταν δε βρέθηκε ιερέας που κοινώνησε δύο αδελφάκια στο Κουκάκι, Κύριος οίδε τι χαμός συνέβη!
Με δυο λόγια από πολύ νωρίς ξεκίνησε μία σύγκρουση. Από τη μία πλευρά ο προοδευτικός κόσμος ο οποίος εγκαλούσε την Εκκλησία είτε για μη τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων και μέτρων είτε για μη επίδειξη του απαιτούμενου υγειονομικού ζήλου κι από την άλλη διάφοροι απίθανοι κληρικοί και μοναχοί που ανακάλυπταν ένα σωρό εξωφρενικές θεωρίες είτε εναντίον της ύπαρξης του ιού είτε εναντίον της χρήσης μάσκας εντός των ιερών ναών είτε κατά των εμβολιασμών. Το εντυπωσιακό βεβαίως είναι ότι δεν υπήρχε για καμία από αυτές τις θέσεις και απόψεις η παραμικρή, μα η παραμικρή θεολογική ή θρησκευτική τεκμηρίωση. Καμία παραπομπή στους Αγίους Παΐσιο ή Πορφύριο στους οποίους, δυστυχώς, χρεώνονται συνήθως από κάθε παλαβό διάφορες παρανοϊκές και, συχνά, αντιχριστιανικές, θεωρίες. Γιατί, απλούστατα, πότε οι δύο Άγιοι δεν θα υποστήριζαν οτιδήποτε έθετε σε κίνδυνο την υγεία των ανθρώπων. Αυτό όμως είναι άλλο ζήτημα.
Έτσι, λοιπόν, στη θέση του αντικληρικαλισμού και της σκληρής κριτικής προς την ποιμαίνουσα Εκκλησία που ήταν κάτι λίγο πολύ συνηθισμένο, σιγά σιγά άρχισε να αναπτύσσεται ένας ιδιαίτερα μαχητικός αντιχριστιανισμός. Και όσο αναπτυσσόταν και αναπτύσσεται αυτός ο αντιχριστιανισμός, τόσο αναπτύσσεται από διάφορους παραεκκλησιαστικούς, κατά κύριο λόγο, κύκλους η ομολογιακή παράνοια, ο αντιεπιστημονικός ανορθολογισμός, η πεισματική αντίσταση στον εμβολιασμό. Φυσικά, σε όλο αυτό συνηγόρησαν και οι ατυχείς κυβερνητικοί χειρισμοί σε αρκετά ζητήματα, όπως ο επιτρεπόμενος αριθμός των εκκλησιαζομένων τα περσινά Χριστούγεννα, όπου μέσα σε δύο μέρες πέρασε από τους 9 στους 25. Σε σημείο, που να έχουμε φτάσει σε έναν κανονικό ιδεολογικό πόλεμο.
Όπως όμως συμβαίνει σε κάθε πόλεμο, σε κάθε καβγά, σε κάθε διαφωνία, την ευθύνη πάντα την έχει αυτός που είναι πιο έξυπνος ή, έστω, που νομίζει πως είναι πιο έξυπνος. Είναι χαρακτηριστικό πως η διοίκηση της Εκκλησίας, που για πολλά θα μπορούσε να κατηγορηθεί, στην παρούσα συγκυρία είναι πιο υπάκουη από ποτέ στις κυβερνητικές υγειονομικές εντολές και παροτρύνσεις, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι σε θέση να επιβληθεί, όπως ενδεχομένως θα θέλαμε, έναντι των αρνητών ή των μαχητικά αντιεμβολιαστών. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ο Αρχιεπίσκοπος πιο συχνά παροτρύνει με λόγια και έργα τους πιστούς να εμβολιαστούν, παρά να εξομολογηθούν ή να κοινωνήσουν.
Ωστόσο, ο πόλεμος συνεχίζεται –με την αρωγή και των ΜΜΕ φυσικά, αλλά και των ΜΚΔ– αμείλικτος. Τι κι αν σε έρευνα της Pulse το 45% των ανεμβολίαστων δήλωνε πως δεν κάνει το εμβόλιο επειδή δεν έχει πειστεί για την αποτελεσματικότητά ή την ασφάλειά του και τι κι αν μόλις το 11% αυτών δήλωνε άρνηση του εμβολιασμού για θρησκευτικούς λόγους; Ο πόλεμος, όχι πλέον εναντίον της Εκκλησίας, αλλά εναντίον των χριστιανών του ορθόδοξου δόγματος, συνεχίζεται. Πληροφορούμαστε πάντα την ιδιότητα αποβιώσαντος ανεμβολίαστου, αν είναι κληρικός ή μοναχός, αλλά δεν γνωρίζουμε πόσοι ανεμβολίαστοι γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, εκπαιδευτικοί ή δικηγόροι άφησαν την τελευταία τους πνοή ανεμβολίαστοι σε κάποια ΜΕΘ.
Είναι άδικες οι κατηγορίες, θα αναρωτηθεί κανείς; Και ναι και όχι. Προφανώς υπάρχει μερίδα της Εκκλησίας, των ιερωμένων και των μοναχών που κάνει σκληρό πόλεμο κατά των εμβολίων, θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές όσων τους ακολουθούν και πληρώνοντας συχνά και οι ίδιοι το τίμημα, όπως ο μακαριστός μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κοσμάς. Αλλά δεν είναι η πλειοψηφία, ούτε αυτοί που δίνουν τον τόνο. Η πλειοψηφία των Ελλήνων επισκόπων έχει μιλήσει υπέρ του εμβολιασμού, πολλούς μητροπολίτες είδαμε να εμβολιάζονται δημόσια. Τότε; Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;
Όπως το 2015, έτσι και σήμερα, ζούμε έναν τρομακτικό διχασμό. Και, δυστυχώς, την ευθύνη γι’ αυτόν την έχουν και οι πλέον υγιείς δυνάμεις του «ορθολογισμού», αφού πρόθυμα ιδεολογικοποίησαν τις παραμέτρους αυτής της κρίσης. Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, ο Διαφωτισμός από τη μία πλευρά και από την άλλη η δεισιδαιμονία, η αμάθεια, ο ανορθολογισμός. Ακόμη κι αν δεν είναι έτσι.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα συνέβησαν λίγο πριν την εκπνοή του 2021 με αφορμή την ανάρτηση Μόσιαλου. Ουδείς αμφισβήτησε το δικαίωμα του κυρίου Μόσιαλου να κάνει όποια ανάρτηση θέλει. Ακόμη και η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου επικρίνει την ανάρτηση και το πνεύμα της, αλλά ούτε ζητά να ληφθούν μέτρα κατά του κυρίου Μόσιαλου ούτε αρνείται το δικαίωμά του να αναρτά ό,τι θέλει. Απλώς, άσκησε κριτική στην ανάρτηση, την οποία θεώρησε ατυχή.
Κι όμως επικράτησε ένα χάος. Οι συνήθεις αναφορές σε Μεσαίωνα, σε Ιράν, σε σκοταδιστική Εκκλησία και ανόητους πιστούς «που πιστεύουν στον κρίνο», έδωσαν και πήραν. Μια πολεμική άνευ προηγουμένου, η οποία ελάχιστα θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί, καθώς υπήρξε μεν κριτική αλλά τίποτε άλλο πέραν της κριτικής.
Και το λυπηρό είναι πως τελικά η ανάρτηση του κυρίου Μόσιαλου έριξε νερό στον μύλο των αντιεμβολιαστών. Όπως χαρακτηριστικά μου είπε φίλος κληρικός, «έμενα δυσκόλεψε που κάνω αγώνα να πείσω τους ανεμβολίαστους». Και όμως αυτή την απλή παράμετρο, δεν φάνηκε να την είδε κανείς.
Και συνεχίστηκε ο πόλεμος με τον θάνατο του μητροπολίτη Κοσμά. Κριτική που ξεκινούσε από το γιατί ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου δεν αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο μακαριστός μητροπολίτης απεβίωσε με δική του ευθύνη, αρνούμενος να εμβολιαστεί (λες και ποτέ έχει υπάρξει επικήδειος όπου αναφέρονται τα λάθη του αποβιώσαντος), μέχρι το γιατί αναφέρουν τα ΜΜΕ πως ο μητροπολίτης «εκοιμήθη» αντί του «πέθανε», σε ένα μοναδικό παραλήρημα εμπάθειας και αμάθειας.
Είναι σαφές πως έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας προκειμένου να αφήσουμε πίσω μας αυτήν την πανδημία που έχει δοκιμάσει, λίγο-πολύ, όλους μας, παντοιοτρόπως. Μέσα από αυτό το είδος της αντίληψης και με αυτής της ποιότητας την πολεμική, θα έχουμε λιγότερα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Δεν νομίζω πως αυτό θέλουμε.
Και κάτι τελευταίο· η Εκκλησία κατά καιρούς έχει συμπεριφερθεί λάθος, έχει επιδείξει ιδιαίτερα αμβλυμμένα αντανακλαστικά, έχει σταθεί κατώτερη από το ύψος των περιστάσεων. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, οι κατηγορίες σε βάρος της είναι, σε μεγάλο βαθμό, άδικες. Τόσο, που την ίδια στιγμή την κατηγορεί ο προοδευτικός κόσμος αλλά και οι ακραίοι φονταμενταλιστές ταυτόχρονα. Αυτό, αν συνεχιστεί με την ίδια ένταση, δεν θα βγει σε καλό. Όχι για την Εκκλησία, αλλά για όλους μας.