© Pigeons at St Marks’ Square, 1961

Δημήτρης Κόκορης

Εκπρόσωποι της γενιάς του 1970: δραματικός λυρισμός και έμμετρος ρυθμός

Η αίσθηση του έμμετρου ρυθμού είναι σε μικρό ή μεγάλο βαθμό βιωμένη από όσες και όσους ασχολούνται με το ποιητικό φαινόμενο, ενώ η μακρά πορεία της θεωρίας έχει από καιρό απολήξει στο να εκλαμβάνονται, σε γενικές γραμμές,  ως «λυρισμός / λυρικότητα» η έκφραση συναισθημάτων της ποιητικής φωνής ή του ομιλούντος ποιητικά προσώπου και ως «δραματικότητα» η διαδοχή στοιχείων (εικόνων, πράξεων, συγκρούσεων, σκέψεων, συναισθημάτων, ομιλουσών φωνών, ρυθμικών τόνων, σκηνικών εκτύλιξης της ποιητικής πλοκής κ.ά.) στο εσωτερικό ενός ποιήματος. Η συνύπαρξη λυρισμού και δραματικότητας στο πλαίσιο του ίδιου ποιήματος συγκροτεί διαχρονικό χαρακτηριστικό πολλών δειγμάτων της ποιητικής εξέλιξης (υπάρχουν, βέβαια, και πολλά ποιήματα αμιγώς λυρικά ή δραματικά), ενώ εντοπίζεται και σε αρκετές καταθέσεις εκπροσώπων της γενιάς του 1970. Η κριτική και αναγνωστική πρόσληψη του έργου των ποιητών, που εμφανίστηκαν γύρω στο 1970, καθώς και των ακόμη νεότερων,  είναι σε πλήρη εξέλιξη, γεγονός που ισχύει και για το ποιητικό έργο πολλών σύγχρονών μας δημιουργών αυτό καθ’ αυτό, εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά αντίθετα εξελίσσεται και συνεχώς εμπλουτίζεται. Κατά τούτο, δεν υπάρχει η απαραίτητη χρονική απόσταση, που είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της νηφάλιας αξιολόγησης και για την ολοκλήρωση της γραμματολογικής αποκρυστάλλωσης. Λίγες μόνον αναφορές θα γίνουν, στις οποίες χαρτογραφείται μία ποιητική ροπή, από το τέλος του 20ού αιώνα και εξής δυναμικά εξελισσόμενη. Η ανιχνευόμενη ποιητική ροπή, στην ενδυνάμωση της οποίας συνέπραξαν ή και πρωτοστάτησαν και εκπρόσωποι της γενιάς του 1970, έχει να κάνει με την επάνοδο του έμμετρου ρυθμού, ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις κινητοποιεί έναν δραματικό λυρισμό σύγχρονης κοπής και νεωτερικής γεύσης. Σε ορισμένες μόνον από αυτές τις ποιητικές περιπτώσεις θα σταθούμε, επιχειρώντας δειγματοληπτικές αναφορές.

Η  έμμετρη ποιητική συλλογή Τριώδιο ως συνεργατικό εγχείρημα των Ηλία Λάγιου, Διονύση Καψάλη και Γιώργου Κοροπούλη, η οποία υπογράμμισε τη στροφή νεότερων ποιητών προς τις έμμετρες μορφές, εκδόθηκε το 1991. Δύο χρόνια μετά ακολούθησε η Ανθοδέσμη, συλλογή επίσης συντεθειμένη με όρους  ποιητικής σύμπραξης, στης οποίας τη συγγραφή συμμετέσχε –μαζί με τους Λάγιο, Καψάλη και Κοροπούλη– και ο Μιχάλης Γκανάς. Ο δραματικός λυρισμός του Τριωδίου και της Ανθοδέσμης είναι έκδηλος και εντείνεται και από τη συστέγαση διαφορετικών φωνών στο ίδιο ποιητικό βιβλίο, φωνών που συγκλίνουν ως προς τον έμμετρο επιτονισμό τους, αλλά διαφορίζονται ως προς τη δραματικά φορτισμένη λυρική τους ιδιόλεκτο. Ας παρακολουθήσουμε ένα λυρικό δείγμα με δραματική ένταση και έμμετρη φόρτιση, που απέρρευσε από την ευαισθησία του ποιητή της γενιάς του 1970, όπως αυτή δόθηκε ως ποιητική έκφραση, εκτός του Τριωδίου και της Ανθοδέσμης: (με τα γνωστά, έστω συμβατικά, κριτήρια, οι Καψάλης, Λάγιος και Κοροπούλης εντάσσονται σε μεταγενέστερο γραμματολογικό στάδιο από αυτό που χρονικά οριοθετεί η γενιά του 1970).

Μιχάλης Γκανάς: από τη σύνθεση Παραλογή (1993)

Μια μάνα γύρευα να βρω
μ’ εννιά μαχαίρια στο πλευρό
και με τη μια της κόρη.

Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά
και μες στα καρυοφύλλια.

Να ’πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωσταντή
να πάει βρεγμένος σπίτι.

Να του φορέσει τα στεγνά
να τον μαλώνει σιγανά…

Στο ποίημα, η λυρική ανάσα ενδυναμώνεται και από τον έμμετρο ρυθμό, ο οποίος ανεβάζει το επίπεδο της ηχητικής αρμονίας, αξιοποιώντας πέρα από τις ισοσυλλαβίες των στίχων και την ομοιοκαταληξία. Η συνομιλία του Γκανά με το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», ως συνέχιση της αξιοποίησης του Δημοτικού τραγουδιού στη μεταπολεμική μας ποίηση (Δανιήλ), και η γοργή διαδοχή εικόνων στο ποίημα, της οποίας η ρυθμικότητα «δεν ανατρέπει την τονικότητα του καθημερινού ιδιώματος» (Θ. Μαρκόπουλος: 22) συντελούν στη δραματοποίηση ενός λυρισμού, που έχει ρυθμικό φορτίο παλαιό, αλλά ποιητική γεύση σύγχρονη.

Ο Νάσος Βαγενάς στις Βάρβαρες ωδές (1992) και στην Πτώση του ιπτάμενου β΄ (1997) βαθμιαία ενδυναμώνει την αξιοποίηση έμμετρων  μορφών, ενταγμένων σε ποιητικά συμφραζόμενα μιας έκφρασης, που κινεί δραματικά το λυρικό της κοίτασμα (Πυλαρινός 2004, Κοσμόπουλος). Η συγκεκριμένη ποιητική στρατηγική αποκορυφώνεται (Βαγενάς: 209-395) στις Σκοτεινές μπαλλάντες (2001), στον Στέφανο (2004) και Στη νήσο των μακάρων (2010). Ακολουθεί ένα ποίημα, του οποίου ο λυρισμός ανορθώνεται και από την έμμετρη ρυθμικότητα και από αξιοποίηση διαχρονικών συμβόλων λυρικής ανάτασης, όπως, για παράδειγμα, είναι η Μούσα και τα τριαντάφυλλα. Η ανάδυση του αυτοσαρκασμού στοιχειοθετεί μία κίνηση ανατρεπτική, η οποία συμβάλλει στην ανόρθωση ενός δραματικού λυρισμού νεωτερικής υφής:

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΑ

Είναι καιρός που η Μούσα μου κάτι έχει πάθει.
Δεν κάθεται στα γόνατά μου γελαστή.
Βαριέται, μου καταλογίζει λάθη
ασυγχώρητα, εμένα που από το σινάφι
με είχε τον πιο θερμό εραστή.

Αυτή που πριν χάιδευε τα μαλλιά μου
με μυρωμένα δάχτυλα, μου μιλά
με ήχους που δεν θυμίζουν μελωδία πιάνου
– καρφώνονται σαν βέλη Ινδιάνων
εκεί που κάποτε άφηναν τριαντάφυλλα.

Αισθάνομαι πως κάποιες την έχουν ζαλίσει
με σχόλια κάθε άλλο παρά λυρικά
– μισόλογα για μένα – που την έχουν πείσει
πως θά ’ταν για τους δυο μας μια λύση
να πάψει να με βλέπει ερωτικά

– να συναντιόμαστε σαν δύο καλοί φίλοι,
αγαπημένοι, με κοινά ενδιαφέροντα,
λεπτά (πάνω απ’ το άρρεν και το θήλυ),
μιλώντας για το πνεύμα, όχι την ύλη,
και, κάποτε, για τον έρωτα.

Νιώθω πως δεν θ’ αργήσει να με ξεχάσει,
ότι σε λίγο θα μου τα κόψει κι αυτά,
αφού έχει αρχίσει να με λέει Θανάση,
αυτή που ώς τώρα μου είχε πλάσει
τα πιο τρυφερά υποκοριστικά.

Το συγκεκριμένο ποίημα αντλεί μέρος της δραματικότητάς του και από εσκεμμένες ρυθμολογικές παραβάσεις, που απλώς διαταράσσουν χωρίς να αδρανοποιούν την παραδοσιακή ευρυθμία: αναπαιστική έναρξη σε ιαμβικό στίχο (α΄ στροφή, τέταρτος στίχος), δακτυλικό κλείσιμο σε ιαμβικούς στίχους (δ΄ στροφή, δεύτερος και πέμπτος στίχος), ελλιπείς ομοιοκαταληξίες στη δεύτερη στροφή κ.ά. Επιπρόσθετα, η ειρωνική προοπτική του ποιήματος διανοίγεται αισθητά, απομακρυνόμενη από τη ρομαντική σχέση του ποιητή με τη Μούσα, εξαιτίας τού ότι μία ποίηση αυτοσαρκαστικού περιεχομένου, οπότε κατεξοχήν δραματική,  εκφράζεται με γλώσσα κατ’ επίφασιν λυρική, γεγονός που αντανακλάται και στο λεκτικό υλικό των στίχων: ο «θερμός εραστής», τα «μυρωμένα δάχτυλα», η «μελωδία πιάνου», τα «τριαντάφυλλα» και ο «έρωτας» αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το απορρέον από τον ποιητικό ρεαλισμό «σινάφι» και κυρίως τον γλωσσικά λαϊκότροπο «Θανάση», που είναι συντριπτικά δραστικότερος τόσο από τον λόγιο «Αθανάσιο» όσο και από τον ρομαντικογενή «Νάσο».

Οι υπαρξιακές εντάσεις και οι ερωτικές εσοχές του νεωτερικού ποιητικού λόγου της Άντειας Φραντζή ενσαρκώνονται και με σονέτα παραδοσιακού ρυθμού αλλά σύγχρονης λεκτικής και συγκινησιακής αίσθησης, τόσο στο Στεφάνι (1993) όσο και στα 7 νυχτερινά σονέτα + 1 στροφή (2012). Η λυρική αύρα, που αναδύεται από την έμμετρη φόρτιση ορισμένων ποιημάτων της Φραντζή, συνυπάρχει με την αξιοσημείωτη δραματικότητα, που εκπηγάζει από τη διαδοχή ποικίλων στοιχείων στο εσωτερικό του ίδιου ποιήματος (Κόκορης: 49). Αυτή η συνύπαρξη έμμετρου λυρισμού και μοντερνιστικής δραματικότητας ανιχνεύεται και σε ορισμένες ποιητικές εγγραφές από την Τελετή στο κύμα (2002).  Για παράδειγμα, δυναμικές όψεις ποιητικής πατριδογνωσίας επιχωριάζουν στο ακόλουθο ποίημα, ενταγμένες σε εικαστικό σκηνικό (η «Ώρα» προφανώς παραπέμπει στην ομώνυμη αθηναϊκή γκαλερί του Ασαντούρ Μπαχαριάν). Ενδύουν τη δραματική διαδοχή τους με το πέπλο του έμμετρου λυρισμού, υφασμένο από αναφορές στην ποιητική τών –κατά τη σειρά εμφανίσεώς τους στο ποίημα– Μάνου Ελευθερίου (το γνωστό τραγούδι «Ατέλειωτη εκδρομή» του Θανάση Γκαϊφύλλια είναι σε στίχους δικούς του), Αλέξανδρου Μπάρα, Νίκου Καββαδία, Νίκου Εγγονόπουλου, Μανόλη Αναγνωστάκη, Κ.Π. Καβάφη, Διονύσιου Σολωμού, Γιώργου Σεφέρη και Ιωάννη Πολέμη (Φραντζή: 192):

ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

Η εκδρομή αυτή έχει ή δεν έχει τέλος;
Μην είναι μια συζήτηση που βούλιαξε στο ίδιο έλος;

Τρία καράβια φάνηκαν κοντά στην «Ώρα»
Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις κι η Θεοδώρα.

Στην πρύμνη ο κάπταιν Τζιμ από το Τζιμπουτί
Ο Μπολιβάρ στην πρώρα αγνοών αν κείται πού τι.

Οι τελευταίοι ποιητές πεθάναν όλοι
Ο συρφετός ακόλουθος στο λόγο τού Μανόλη.

Είπε θα πάγω σ’ άλλη γη θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα
Την εκδρομή αυτή σ’ όλη τη γη τη χάλασα.

Κι όμως την είδα την ξανθούλα ψες αργά
Κι ούτε μονάχη ήταν ούτε απ’ την ξενιτιά.

Μιλούσε τις σπασμένες λέξεις από γλώσσα ξένη
Κι ετοιμαζόταν να σαλπάρει ωσάν φαρμακωμένη.

Το καράβι δεν το λέγαν Α γωνία 9 37
Αλλ’ Agoni A Grėce στροφή φαρδιά πλατιά.

Στων Γραικών τα λαγόνια ω! Μαύρη ράχη των Ψαρών
Σκαρφάλωσαν οι κάνθαροι των νέων ποιητών.

«Μην είν’ οι κάμπο, μην είναι τα ψηλά βουνά;».

Οι υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας και υποδειγματικής λεκτικής συμπύκνωσης εγγραφές της ποίησης του Γιώργου Μαρκόπουλου (Πυλαρινός 2013, Πανουτσόπουλος) αποκρυσταλλώνονται με δραματικό λυρισμό στο συνθετικό ποίημα «Μετά των αγίων» (Γ. Μαρκόπουλος: 178-186), από την ποιητική συλλογή Κρυφός κυνηγός (2010). Το ποιητικό υλικό δομείται σε στίχο-εδάφιο, με αγωγό της αναδυόμενης συγκίνησης όχι τον προφητικό τόνο αλλά το βαθύ και καίρια εκφρασμένο βίωμα. Εάν απομονώσουμε λίγες μόνον εγγραφές, δεν νιώθουμε τη ρυθμική ένταση, εάν όμως διαβάσουμε με συνεχόμενο ρυθμό, ακολουθώντας τη στίξη, θα αισθανθούμε μία ρυθμική δυναμική που ξεπερνά το ηχοφθογγολογικό φορτίο του εκτεινόμενου σε μία σειρά στίχου και ολοκληρώνεται σε ευρύτερη λεκτική ποσότητα. Η έρρυθμη και κατ’ ουσίαν έμμετρη υπόσταση της συγκεκριμένης μορφής, που έχει μεγάλη παράδοση στον ποιητικό λόγο (όχι μόνον τον νεοελληνικό), απλώνει τη δραματική της κίνηση και τη λυρική της υφή σε έκταση μεν λελογισμένη και από την ισχυρή στίξη προσδιοριζόμενη, η οποία όμως υπερβαίνει τον συνήθη ρυθμικό ορίζοντα του περιορισμένου σε μία σειρά στίχου:

-Ο αδελφός εκείνου του ασθενούς που, ενώ το κουδούνι του επισκεπτηρίου τον είχε αναγκάσει να φύγει απ’ το δωμάτιο, αυτός καθόταν στην αυλή του νοσοκομείου και κοίταζε με άφατη προσήλωση το παράθυρο του αδελφού του νομίζοντας πως δεν φαίνεται, ενώ εκείνος απ’ την αγάπη του αυτή βουρκωμένος τον έβλεπε, καθότι, όπως είναι γνωστό, απ’ το σκοτάδι βλέπουμε, βλέπουμε πάντα προς το φως.

-Παιδάκια που παίζουν στο δωμάτιό τους κλοτσώντας την μπάλα σιγά, πολύ σιγά, γιατί η μαμά τους τους είπε πως οι δίπλα έχουνε πένθος.

-Ποδήλατο μικρού που μεγάλωσε, στην πίσω μάντρα, στ’ άχρηστα,

αφημένο.

-Δυο παιδάκια, παραμονή Χριστουγέννων, που λένε τα κάλαντα στον τάφο του

πατέρα τους.

-Τα κοριτσάκια εκείνα στη φωτογραφία του 1948,  που τα μισά ήσαν με τα μαλλάκια τους κανονικά και τα άλλα μισά κουρεμένα με την ψιλή, για να δηλώνεται έτσι ότι ήσαν ορφανά.

-Το φεγγάρι που ακολουθεί κατά πόδας το αεροπλάνο ζητώντας, σπαρακτικά λες, να μπει και αυτό μέσα.

-Τα αμάλιαγα πουλάκια που πέφτουν από τη φωλιά και, καθώς τα πιάνεις στα χέρια, σου αφήνουν μια αίσθηση σαν να κλείνεις μάτια νεκρού.

-Το χελιδόνι που και αυτό δεν ήξερε τι ξέχασε και ανήσυχο πηγαινοερχόταν στη φωλιά, ενώ όλα τ’ άλλα πάνω στα σύρματα έτοιμα ήσαν για πιο θερμά ήδη ν’ αναχωρήσουνε μέρη.

-Το κασετόφωνο του συντριμμένου αυτοκινήτου ύστερα από θανατηφόρο τροχαίο, που εξακολουθεί να παίζει ενώ μόλις πριν λίγο τα ασθενοφόρα περισυνέλεξαν τέσσερα διαλυμένα κορμιά.

-Η μακρινή τρυφερότητα του αποχαιρετιστήριου φιλιού γονιών, που περίμεναν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους για να χωρίσουν.

Η πυκνή εναλλαγή λυρικά εκφρασμένων στιγμιοτύπων, που εμπεριέχουν στον συγκινησιακό ιστό τους τον χρόνο ως φθορά, τον θάνατο ως απώλεια, την τρυφερότητα ως βίωμα και τη μνήμη ως μοχλό ανάδειξης των υπαρξιακών τραυμάτων, προικίζει τη λυρική ακρίβεια της ποιητικής έκφρασης με τόσο μεγάλη ταχύτητα δραματικής κίνησης, ώστε δίκαια το «Μετά των αγίων» εντάσσεται στις λειτουργικότερες καταθέσεις του σύγχρονου δραματικού λυρισμού.

Ο Μιχάλης Γκανάς, ο Νάσος Βαγενάς, η Άντεια Φραντζή,ο Γιώργος Μαρκόπουλος γραμματολογικά ανήκουν στη γενιά του 1970 (Παπαγεωργίου, Αλεξίου & Ζήρας 2001, Ψάχου 2011). Δημιούργησαν και δημιουργούν, αποδίδοντας ρυθμικό ρόλο στις έμμετρες μορφές. Αυτό εντοπίζεται σε ορισμένες, τουλάχιστον, πλευρές της ποιητικής τους και το επιτυγχάνουν, είτε αξιοποιώντας τον έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο (ακόμη και αποδιοργανώνοντας ορισμένες δομές του), είτε μπολιάζοντας τον ελεύθερο στίχο τους ή και την ποίησή τους σε πεζό με φορτία έμμετρης ρυθμικότητας. Με τις εναλλαγές, όμως, εικόνων και τόνου και γενικότερα με την πυκνή διαδοχή στοιχείων στο εσωτερικό των ποιημάτων τους, δραματοποιούν τον λυρισμό και του προσδίδουν κινητικότητα, βάθος και σύνθετη λειτουργικότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αλεξίου Δ. (επιμ.) & Ζήρας Α. (εισαγωγή) (2001). Γενιά του ’70. Αθήνα: Ολκός.
  • Βαγενάς Ν. (2015 β). Βιογραφία. Ποιήματα 1974-2014. Αθήνα: Κέδρος.
  • Γκανάς Μ. – Καψάλης Δ. – Κοροπούλης Γ. – Λάγιος Η. (1993). Ανθοδέσμη. Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα. Αθήνα: Άγρα.
  • Δανιήλ Χ. (1999). Σύγχρονη ποίηση και δημοτική παράδοση. Το δημοτικό τραγούδι στην ποίηση των μεταπολεμικών υπερρεαλιστών ποιητών [= διδακτορική διατριβή]. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Τμήμα Φιλολογίας.
  • Κόκορης Δ. (2003). ««Πολύπτυχος ποιητικός λόγος» [για την ποιητική συλλογή της Άντειας Φραντζή Τελετή στο κύμα – 2002], Διαβάζω, τχ. 439, σ. 48-49.
  • Κοσμόπουλος Δ. (2007). Η πτήση του ιπτάμενου, Μια εισαγωγή στην ποίηση του Νάσου Βαγενά. Αθήνα: Ίνδικτος.
  • Λάγιος Η. – Καψάλης Δ. – Κοροπούλης Γ. (1991). Τριώδιο. Βαλλίσματα. Αθήνα: Άγρα.
  • Μαρκόπουλος Γ. (2014). Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή). Αθήνα: Κέδρος.
  • Μαρκόπουλος Θ. (2019). Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά. Δοκιμιακές ανιχνεύσεις. Αθήνα: Μελάνι.
  • Πανουτσόπουλος Ι. (2015).  Γιώργος Μαρκόπουλος, ο «σκοτεινός Αλφειός» της ελληνικής ποίησης. Αθήνα: Εκάτη.
  • Παπαγεωργίου Κ. Γ. (1989). Η γενιά του ’70. Ιστορία – Ποιητικές διαδρομές. Αθήνα: Κέδρος.
  • Πυλαρινός Θ. (επιμ.) (2004). Μελετήματα: Νάσος Βαγενάς. Αθήνα: Βιβλιοθήκη Τράπεζας Αττικής.
  • Πυλαρινός Θ. (2013). «Με επιμονή και με σκοπό στον ίδιο τόπο». Η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου. Αθήνα: Εκάτη.
  • Φραντζή Ά. (2021). Το έσω χάραγμα 1975-2015. Αθήνα: Sestina.
  • Ψάχου Μ. (2011). Η ποιητική γενιά του ’70, ιδεολογική και αισθητική διερεύνηση [= διδακτορική διατριβή]. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων / Τμήμα Φιλολογίας.
Κύλιση στην κορυφή