Πάνος Σταθάτος

Ελληνική επιστημονική φαντασία: ένα είδος φάντασμα

Ι.

Αναζητώντας το είδος της ελληνικής επιστημονικής φαντασίας (στο εξής ΕΦ) στον 20ό αιώνα, παρατηρούμε αμέσως ότι είναι σχεδόν αόρατο. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις παλιά κείμενα της ελληνικής ΕΦ, πόσο μάλλον μια κριτική ή ακαδημαϊκή αποτίμησή τους. Οι εδραιωμένες ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας (π.χ. του Κ. Θ. Δημαρά, του Λίνου Πολίτη, του Mario Vitti, ακόμα και η εισαγωγή του Roderick Beaton[1]) δεν κάνουν καμία νύξη στην ΕΦ, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ακόμα κι αν κοιτάξουμε σε εξειδικευμένες βιβλιογραφίες, όπως σε αυτή του Νίκου Θεοδώρου και του Χρήστου Λάζου, τα περισσότερα μυθιστορήματα που αναφέρονται έχουν πια εξαντληθεί.[2] Έχουμε λοιπόν μια εντελώς παράδοξη κατάσταση όπου κείμενα σαν αυτά του Διαμαντή Φλωράκη, τα οποία άρχισε να γράφει από τη δεκαετία του 1980 και αναφέρονταν σε ένα πολύ μακρινό μέλλον, χιλιετίες μετά το δικό μας παρόν, βρίσκονται πια ξεχασμένα και διάσπαρτα σε διάφορα παλαιοβιβλιοπωλεία.

 Πώς εξηγείται μια τέτοια αορατότητα; Θα ήταν λάθος να υιοθετήσουμε μια άγονη αντίληψη περί λογοτεχνικής αξίας, υποθέτοντας ότι τα κείμενα δεν άντεξαν στον χρόνο γιατί απλώς δεν ήταν αξιόλογα. Κάτι τέτοιο θα αγνοούσε την ιστορικότητα των ειδών και το γεγονός ότι τα είδη αποτελούν κοινωνικο-ιστορικές μορφές που εξελίσσονται στο χρόνο σαν ένας φυσικός οργανισμός, ότι δηλαδή υπάρχουν ορισμένες συνθήκες που ευνοούν και άλλες που περιορίζουν την ανάπτυξη συγκεκριμένων ειδών. Ο Georg Lukács έλεγε ότι τα είδη καθορίζονται από συγκεκριμένες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες: εμφανίζονται σε συγκεκριμένα στάδια ιστορικής εξέλιξης, αλλάζουν δραστικά, κάποτε εξαφανίζονται εντελώς και άλλοτε επανέρχονται στο προσκήνιο με ορισμένες τροποποιήσεις.[3] Θα πρόσθετα ότι υπάρχουν ορισμένες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες που λειτουργούν ανασταλτικά και δεν επιτρέπουν σ’ ένα είδος να αναπτυχθεί, ενάντια στη θέληση των συγγραφέων και αναγνωστ(ρι)ών του.

 Αυτός ο παραγκωνισμός του είδους της ΕΦ στη νεοελληνική λογοτεχνία σχετίζεται με ευρύτερες διεργασίες που αφορούν την άνιση δομή της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Η μορφή του είδους είναι προνομιακή για μια τέτοια διερεύνηση. Ο Franco Moretti υποστήριζε ότι η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση (close reading) μεμονωμένων«αριστουργηματικών»κειμένων δεν θα μπορούσε να μεταφέρει επαρκείς πληροφορίες για το πώς συγκροτείται η Παγκόσμια Λογοτεχνία. Αντ’ αυτού, προτείνει την εξ αποστάσεως ανάγνωση (distant reading), δηλαδή τη μελέτη μονάδων που είναι μικρότερες (θέματα-μοτίβο) ή μεγαλύτερες (είδη-ρεύματα) από το μεμονωμένο κείμενο, οι οποίες θα λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση της ανίχνευσης των νόμων της παγκόσμιας λογοτεχνικής ιστορίας.[4] Αντλώντας από μία παρατήρηση του Fredric Jameson σχετικά με την ιαπωνική λογοτεχνία, ο Moretti επισημαίνει τα περίπλοκα προβλήματα που προκύπτουν από τη συνάντηση μίας δυτικής μορφής (εν προκειμένω του μοντερνισμού) με την ιαπωνική κοινωνική πραγματικότητα. Στις κουλτούρες που βρίσκονται στην περιφέρεια του λογοτεχνικού συστήματος, το μοντέρνο μυθιστόρημα δεν αναδύεται ως αυτόνομη μορφή, αλλά προκύπτει «ως ένας συμβιβασμός της δυτικής μορφολογικής επιρροής (συνήθως αγγλικής ή γαλλικής) με τα τοπικά υλικά».[5]

 Πράγματι, είναι μάλλον κοινότοπη η παρατήρηση ότι οι λογοτεχνικές φόρμες μεταφέρονται, μέσω περίπλοκων πολιτισμικών ανταλλαγών, από τους χώρους ανάδυσής τους και τείνουν να «εθνικοποιούνται» στις χώρες υποδοχής. Για παράδειγμα, όπως έδειξε πειστικά ο Δημήτρης Τζιόβας, στην Ελλάδα ο μοντερνισμός εισήχθη κυρίως από τη γενιά του ʼ30 σαν ένα αισθητικό πρόταγμα που καθρέφτιζε τη δίψα για νεωτερικότητα και εκσυγχρονισμό, καταφέρνοντας να ηγεμονεύσει στα πολιτισμικά συμφραζόμενα της νεοελληνικής κουλτούρας.[6] Τότε ο μοντερνισμός της γενιάς του ʼ30 απαντούσε στην εισαγωγή ενός ευρωπαϊκού ρεαλισμού που είχε ήδη «εθνικοποιηθεί», τρόπον τινά, ως ηθογραφία με τη συμβολή της νεοσύστατης επιστήμης της λαογραφίας. Όμως τα πράγματα φαντάζουν ακόμα πιο περίπλοκα για είδη όπως η ΕΦ, η οποία μοιάζει να μην προσφέρεται για τα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα», καθώς η ιστορία του είδους εμπλέκεται ευθύς εξαρχής σε μία σειρά δυαδικών αντιθέσεων, με κυριότερη την αντίθεση μεταξύ υψηλής και μαζικής κουλτούρας.[7] Για να εντοπίσουμε λοιπόν την ελληνική ΕΦ στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη, πρέπει πρώτα να προχωρήσουμε σε μία συνοπτική παγκόσμια χαρτογράφηση του είδους.

ΙΙ.

Μπορούμε λοιπόν να ξεκινήσουμε από μια εμπειρικά προφανή διαπίστωση: το είδος της ΕΦ γράφεται συστηματικά και ευδοκιμεί στις τεχνολογικά αναπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Πράγματι, η ΕΦ ήρθε στο προσκήνιο και απέκτησε ορατότητα σε μέρη όπου ο εκσυγχρονισμός και η νεωτερικότητα δημιούργησαν τις τεχνολογικές δυνατότητες μιας πλήρους και συχνά απότομης αλλαγής του εμπειρικού περιβάλλοντος αναγνωστ(ρι)ών και συγγραφέων: στον 19ο αιώνα της βιομηχανικής επανάστασης πρόκειται φυσικά για τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία (με κύριες φιγούρες τον Ιούλιο Βερν και τον H. G. Wells), ενώ στον 20ό για τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση (με την «χρυσή εποχή» της ΕΦ να συμπίπτει σχεδόν και στις δύο υπερδυνάμεις περίπου στις δεκαετίες πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο)· σταδιακά η κυριαρχία του είδους επεκτάθηκε και στην Ιαπωνία (συμπλέοντας με τον ταχύ εκσυγχρονισμό και τη χρηματιστικοποίηση), ενώ κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να πούμε για τη ραγδαία ανάπτυξη της σύγχρονης κινεζικής ΕΦ που συμβαδίζει με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας.[8] Τα διαγαλαξιακά ταξίδια, η κατάκτηση άλλων πλανητών, η σύγκρουση με εξωγήινους ως αλληγορία του ψυχροπολεμικού Άλλου, είναι μερικές μόνο από τις θεματικές της ΕΦ που προκύπτουν ως απόρροια μιας τέτοιας ανισορροπίας δυνάμεων και ως προεκτάσεις της δυναμικής της κυριαρχίας.

 Έτσι, ο John Rieder, με αφορμή τη φράση του Edward Said ότι το δυτικό μυθιστόρημα αποτελεί πολιτισμικό προϊόν της αστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και άρα είναι αδιανόητο χωρίς τον ιμπεριαλισμό, σημειώνει ότι η ανάδυση της ΕΦ συμπίπτει με τον κυρίαρχο λόγο της αποικιοκρατίας.[9] Στο ίδιο μήκος κύματος, σε ένα ιδιαίτερα επιδραστικό άρθρο, ο Istvan Csicsery Ronay Jr συνέδεσε την ΕΦ με τον διάλογο περί Αυτοκρατορίας που άνοιξε από το ομώνυμο βιβλίο των Toni Negri και Michael Hardt, υπογραμμίζοντας τρείς αλληλένδετες προϋποθέσεις που ευνοούν την ανάδυση της ΕΦ: (1) η τεχνολογική επεκτατικότητα της ιμπεριαλιστικής θέλησης για δύναμη, (2) η διαμεσολάβηση μιας δημοφιλούς κουλτούρας που απορρόφησε και κωδικοποίησε το τραύμα του ιμπεριαλιστικού προγράμματος και (3) η ψευδο-ουτοπική φαντασιακή προβολή μιας πετυχημένης τεχνοεπιστημονικής Αυτοκρατορίας.[10] Τα παραπάνω εξηγούν το γεγονός ότι η αμερικανική ΕΦ είναι σήμερα ο δείκτης των τάσεων και της εξέλιξης του είδους· όπως θα έλεγε η Pascale Casanova, η Αμερική αποτελεί μέχρι σήμερα τον «μεσημβρινό του Greenwich» της παγκόσμιας παραγωγής ΕΦ.[11]

 Όμως το Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός του Said μάς διδάσκει πως όπου υπάρχει μια κεντρομόλος ηγεμονική κουλτούρα πάντα αναπτύσσεται αντίσταση σε αυτή. Έτσι, μέσα στις αναπτυγμένες χώρες προέκυψαν φυγόκεντρες τάσεις που αντιτάχθηκαν στις ιμπεριαλιστικές προεκτάσεις της ΕΦ. Ο Μάης του ’68 δημιούργησε ένα πολιτισμικό κλίμα που παρακίνησε τους συγγραφείς να καταπιαστούν με ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας (Samuel Delany, Ursula Le Guin, κ.α.), εθνοτικότητας και φυλής (Octavia Butler, Nalo Hopkinson και το ευρύτερο πολιτισμικό ρεύμα του αφροφουτουρισμού), ενώ τη δεκαετία του 1970 οι φεμινιστικές (Joanna Russ, Marge Piercy) και οικολογικές (Ernest Callenbach) ουτοπίες ανανέωσαν το είδος σε τεράστιο βαθμό.[12] Η περιθωριακότητα της ΕΦ στο λογοτεχνικό σύστημα φαίνεται ότι την κατέστησε ένα προνομιακό όχημα που ώθησε πολλούς και πολλές να μιλήσουν για την περιθωριακότητα της δικής τους ταυτότητας μέσα σε ένα λευκό και καταπιεστικό πατριαρχικό σύστημα. Την ίδια περίοδο, η καθιέρωση των σπουδών ΕΦ, με περιοδικά όπως το Science Fiction Studies και το Extrapolation, συνέβαλε ώστε το είδος να θεωρηθεί άξιο αναφοράς, αρχίζοντας να αποτινάσσει τον «παραλογοτεχνικό» του χαρακτήρα. Πέρα λοιπόν από τις ανισότητες ανάμεσα στις εθνικές λογοτεχνίες, φαίνεται ότι αναπτύσσεται και μία σύγκρουση στο εσωτερικό των εκάστοτε εθνικών λογοτεχνιών, στην οποία οι συγγραφείς ΕΦ έρχονται να απαντήσουν συμβολικά μέσω των έργων τους.

 Ωστόσο, η ιστορία της ΕΦ στον 20ό και στον 21ο αιώνα είναι επίσης μια ιστορία επέκτασης του είδους σε ολόκληρο το παγκόσμιο λογοτεχνικό πεδίο.[13] Ενδεικτικά, η Πολωνία έβγαλε έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς ΕΦ, τον Stanisław Lem, ενώ η Τσεχία τον Karel Čapek, ο οποίος στο θεατρικό R.U.R. εισήγαγε την έννοια του «ρομπότ» (που είναι η τσεχική λέξη για την «εργασία»). Σήμερα παρατηρείται μιασημαντική έκρηξη στη λατινοαμερικάνικη ΕΦ, εδραιώνεται σταδιακά η ινδική και η αραβική ΕΦ, ενώ το ρεύμα του αφροφουτουρισμού (που συνδεόταν κυρίως με τους Αφροαμερικάνους συγγραφείς ΕΦ που καταπιάνονταν με φυλετικά και εθνοτικά ζητήματα), πρόσφατα επεκτάθηκε με το ρεύμα του αφρικανοφουτουρισμού (African-futurism), το οποίο εστιάζει ακόμα περισσότερο στην αφρικανική κουλτούρα.[14] Μολονότι έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά ότι «η ΕΦ είναι όσο δυτική είναι η Coca Cola, τα μεγάλα αμάξια και οι υπολογιστές», η ικανότητα της ΕΦ να δοκιμάζει διαφορετικούς τρόπους να γίνονται τα πράγματα, την καθιστά ένα προνομιακό είδος για να εκφράσει την μετααποικιακή κατάσταση.[15] Έτσι, στη λεγόμενη μετααποικιακή ΕΦ, η οικειοποίηση του είδους μετατρέπεται σε μια διαλεκτική διαδικασία, με την οποία οι συγγραφείς σφετερίζονται και αντιστρέφουν τα όπλα του αντιπάλου με στόχο να τα στρέψουν εναντίον του.[16]

 Παραμένει όμως το ερώτημα της τοποθέτησης των λογοτεχνιών από χώρες οι οποίες, χωρίς να έχουν αποτελέσει αποικίες, βρίσκονται αναμφίβολα στην περιφέρεια του λογοτεχνικού και γεωπολιτικού συστήματος σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και την οικονομία τους. Σε αυτή την κατεύθυνση, ο Andrew Milner προχωρά σε μια τριμερή διάκριση των λογοτεχνιών της ΕΦ ανάλογα με τη θέση τους στο παγκόσμιο σύστημα. Αξιοποιώντας την ορολογία του Immanuel Wallerstein, η οποία επηρέασε και τις μελέτες του Franco Moretti, ο Milner χωρίζει τη λογοτεχνική παραγωγή ΕΦ: (1) σε λογοτεχνίες πυρήνα όπου η ΕΦ ευδοκιμεί, (2) σε ημιπεριφερειακές λογοτεχνίες που αντιμετωπίζουν το είδος με δημιουργικό και καινοτόμο τρόπο και (3) σε αμιγώς περιφερειακές λογοτεχνίες όπου δεσπόζει η λογική της πολιτισμικής εισαγωγής και του μιμητισμού των πρακτικών του πυρήνα.[17]

 Πού πρέπει να τοποθετήσουμε την ελληνική ΕΦ σ’ αυτό το παγκόσμιο σκηνικό; Στο πλαίσιο του περιοδικού Science Fiction Studies έχουν πραγματοποιηθεί αφιερώματα και συνέδρια για την ΕΦ στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου διαφαίνεται ένα πρόσφατο ενδιαφέρον για την ιταλική και την ισπανική ΕΦ.[18] Σε ένα πολύ σημαντικό άρθρο, η Sara Martín εστίασε στην ισπανική παραγωγή ΕΦ και τη χαρακτήρισε ως είδος φάντασμα (phantom genre), προσπαθώντας να εξηγήσει το γεγονός ότι η ισπανική ΕΦ παραμελείται από την κριτική και ακαδημαϊκή παράδοση της χώρας:

Με τον όρο «είδος φάντασμα» αναφέρομαι σε ένα λογοτεχνικό είδος με μια πεισματικά αγνοημένη εθνική παράδοση, ο πολλαπλασιασμός της οποίας εξαρτάται, όλως παραδόξως, από τη μαζική κατανάλωση μεταφράσεων από τα αγγλικά. Ο αντίκτυπος της ΕΦ στην Ισπανία αγνοείται διπλά από το πολιτισμικό κατεστημένο, συμπεριλαμβανομένης της ακαδημίας: οι μεταφράσεις αντιμετωπίζονται σαν μία αθέλητη ξένη εισβολή που δικαιολογείται μόνο για εμπορικούς σκοπούς, ενώ η συνακόλουθη δημιουργία μιας εγχώριας παράδοσης γίνεται αντιληπτή ως ένας εξευτελιστικός τοπικός παρασιτισμός.[19]

Η παρατήρηση της Martín συμβαδίζει σε μεγάλο βαθμό με αυτές των Simone Brioni και Daniele Comberiati για την ιταλική ΕΦ.[20] Η Martín επινοεί τον όρο «είδος φάντασμα» για να εξηγήσει την διπλή αορατότητα του είδους: δεν είναι μόνο ότι η ισπανική ΕΦ δεν έχει καταφέρει να βρει διεθνές ακροατήριο, αλλά ότι φαίνεται να παραμελείται ακόμα και από τη λογοτεχνική κοινότητα της Ισπανίας. Το ισπανικό κοινό φαίνεται να λατρεύει το είδος, ωστόσο καταναλώνει πρωτίστως τα προϊόντα που προσφέρονται από την αμερικανική μαζική κουλτούρα, σε μεγάλο βαθμό χωρίς να έχει ιδέα για την ΕΦ που γράφεται εντός Ισπανίας.

 Η έννοια του «είδους φάντασμα» φαίνεται να περιγράφει με πολύ καθαρό τρόπο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα και σε άλλες ημιπεριφερειακές ή περιφερειακές λογοτεχνίες ΕΦ. Πράγματι, το είδος της ΕΦ εμπλέκεται από την αρχή στην πολύ βασική αντίθεση μεταξύ υψηλής και μαζικής κουλτούρας, η οποία φαίνεται να βραχυκυκλώνει οποιαδήποτε απόπειρα ένταξής ενός ειδολογικού κειμένου στο σώμα της εθνικής λογοτεχνίας, κάτι που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για οποιοδήποτε άνοιγμα στο εξωτερικό. Το είδος φάντασμα δίνει έμφαση ακριβώς σ’ αυτή την ιδιαιτερότητα της μορφής: δεν στρέφει την προσοχή σε μεμονωμένα έργα, αλλά στην τοποθέτηση ενός είδους σε ένα ασύμφορο εθνικό πολιτισμικό περιβάλλον. Ένας από τους λόγους αυτής της αορατότητας είναι το γεγονός ότι η ΕΦ είναι ένα είδος που μοιάζει να μην προσφέρεται για την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας: όταν το εθνικό φαντασιακό χτενίζει το λογοτεχνικό πεδίο ψάχνοντας για νέα αριστουργήματα, αντιλαμβάνεται την ΕΦ σαν έναν ξενόφερτο μιμητισμό, την αγνοεί και την προσπερνάει. Όμως για να το κατανοήσουμε αυτό πρέπει να περάσουμε στην ιδιόμορφη ανάδυση της ελληνικής ΕΦ στις παρυφές της εθνικής λογοτεχνίας.

ΙΙΙ.

Η αορατότητα φυσικά είναι τελείως διαφορετική από την ανυπαρξία. Μέχρι στιγμής υπάρχουν αρκετές παρουσιάσεις της ιστορίας της ελληνικής ΕΦ στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό: υπάρχουν τρία αφιερώματα του περιοδικού Διαβάζω,[21] καθώς και τρείς αξιόλογες βιβλιογραφίες για το είδος: (1) της Δόμνας Παστουρματζή, η οποία χαρτογραφεί τις ελληνικές μεταφράσεις της λογοτεχνίας του φανταστικού, της ΕΦ και της λογοτεχνίας τρόμου μέχρι το 1993, (2) η βιβλιογραφία του Χρήστου Λάζου και του Νίκου Θεοδώρου που εστιάζει στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή μέχρι το 1998, και (3) η Φαντασιογραφία του Σπύρου Βρετού, που φτάνει μέχρι το 2007.[22] Πέρα από την περίοπτη θέση που καταλαμβάνει στα μάτια της ελληνικής κριτικής η μορφή του Λουκιανού, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι το πρώτο ελληνικό έργο ΕΦ είναι η νουβέλα Από τη Γη στον Άρη που δημοσιεύτηκε το 1929 (συμπτωματικά την ίδια χρονιά που ο Hugo Gernsback εισήγαγε τον όρο «επιστημονική φαντασία») από τον Δημοσθένη Βουτυρά, έναν πολυγραφότατο συγγραφέα που μεσουράνησε στις αθηναϊκές εφημερίδες την εποχή του μεσοπολέμου. Η νουβέλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρωδία ΕΦ και σε μεγάλο βαθμό το ίδιο ισχύει και για άλλους συγγραφείς που ασχολήθηκαν περιστασιακά με το είδος (όπως, για παράδειγμα, ο Πέτρος Πικρός).[23]

 Ωστόσο, ο κύριος φορέας διακίνησης του είδους της ΕΦ δεν ήταν μεμονωμένοι συγγραφείς, αλλά τα πρώτα περιοδικά λαϊκής λογοτεχνίας που άρχισαν να εμφανίζονται από τη δεκαετία του 1930, τα οποία περιλάμβαναν κυρίως κόμικς και ενίοτε διηγήματα ΕΦ. Τα πρώτα περιοδικά που εστίαζαν αμιγώς στην ΕΦ έκαναν την εμφάνισή τους στη δεκαετία του 1950-1960· καθώς επρόκειτο για απομιμήσεις των αμερικανικών προτύπων τους, περιλάμβαναν κυρίως ξένους συγγραφείς. Όμως από τη δεκαετία του 1970 και τη μεταπολίτευση άρχισαν να παρουσιάζουν πιο συστηματικά και έργα Ελλήνων συγγραφέων.[24] Όπως δείχνει η ανάλυση της Δόμνας Παστουρματζή, κατά την περίοδο από το 1970 έως το 1999 παρατηρείται μία έξαρση στα ελληνικά περιοδικά ΕΦ που εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν διαρκώς, χωρίς να καταφέρνουν να παγιώσουν την κυκλοφορία τους, καθώς προσέκρουαν σε ανυπέρβλητα οικονομικά εμπόδια.[25] Περιοδικά κόμικς όπως η Βαβέλ και το Παρά Πέντε, και ειδικά το εβδομαδιαίο ένθετο 9 της Ελευθεροτυπίας που επιμελούνταν ο Άγγελος Μαστοράκης και κυκλοφορούσε από το 2000 ως το 2010, έπαιξαν κεντρικό ρόλο, αφενός στη δημοσίευση και την προβολή Ελλήνων συγγραφέων ΕΦ και αφετέρου στο άνοιγμα του είδους σε ευρύτερο ακροατήριο.

 Πράγματι, τα λαϊκά περιοδικά αποτέλεσαν σημαντικό δίαυλο για τους συγγραφείς ΕΦ: εκεί μπόρεσαν να παρουσιάσουν τα έργα τους και να συνδιαμορφώσουν την ταυτότητα της ελληνικής κοινότητας ΕΦ. Δόθηκε έτσι ώθηση στη συγγραφή των μυθιστορημάτων ΕΦ που άρχισαν να εμφανίζονται με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Παρ’ όλα αυτά, κατά πάσα πιθανότητα αυτά τα μυθιστορήματα δεν κατάφεραν να ανοιχτούν σε ένα ευρύτερο κοινό, καθώς καταναλώνονταν κυρίως από την ελληνική κοινότητα της ΕΦ, όπως δείχνει το γεγονός ότι τα περισσότερα μυθιστορήματα που παραθέτει ο Λάζος και ο Θεοδώρου είναι σήμερα εξαιρετικά δυσεύρετα και εν πολλοίς εξαντλημένα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ενασχόλησης με το είδος από την κριτική και την πανεπιστημιακή κοινότητα. Δύσκολα θα βρει κανείς κριτικές των έργων σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, ενώ τα τμήματα Φιλολογίας δεν ασχολήθηκαν σχεδόν καθόλου με την ανάδυση του είδους της ΕΦ, πέρα από ορισμένες ιστορικές ανασκοπήσεις. Η μακροημέρευση της κοινότητας έγινε με τους όρους της ίδιας της κοινότητας, η οποία θέσπισε λέσχες (ενδεικτικά η Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας – Α.Λ.Ε.Φ – και η Λέσχη Φανταστικού Ιωαννίνων – Λ.Φ.Ι.), λογοτεχνικά βραβεία (όπως το βραβείο Ικαρομένιππος), συνέδρια και ημερίδες.[26]

 Έτσι, η ιστορική ανάδυση της ΕΦ μοιάζει με την ιστορία της ανάδυσης του είδους στις ΗΠΑ: η ΕΦ είναι και στην Ελλάδα ένα είδος με λαϊκή καταγωγή, καθώς τα περιοδικά και τα φάνζιν συνέβαλαν στη δημιουργία μιας λογοτεχνικής κοινότητας, αλλά και ενίοτε στην οιονεί γκετοποίησή της. Υπάρχει όμως μια θεμελιώδης διαφορά: η ελληνική ΕΦ δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα δημοφιλές είδος με ευρεία λαϊκή απήχηση, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ· δεν μπορεί κανείς να γράψει ΕΦ απευθυνόμενος σε ένα ευρύ ακροατήριο που αναμένει, ας πούμε, τυποποιημένες διαγαλαξιακές ιστορίες με στόχο να πουλήσει πολλά αντίτυπα, κάτι που στην Ελλάδα ισχύει για άλλα λογοτεχνικά είδη όπως το λεγόμενο αισθηματικό μυθιστόρημα και λιγότερο για το ιστορικό μυθιστόρημα. Αυτό βέβαια ισχύει για την ελληνική λογοτεχνία εν γένει: σε ένα τόσο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, ελάχιστοι είναι ακόμα και οι καταξιωμένοι συγγραφείς που μπορούν σήμερα να πουν ότι βιοπορίζονται από τη συγγραφική τους δραστηριότητα. Και πάλι όμως, η μεγάλη διαφορά είναι ότι οι συγγραφείς ΕΦ έχουν να αντιμετωπίσουν τα καχύποπτα βλέμματα ότι αυτό που κάνουν «δεν είναι λογοτεχνία». Έχουμε λοιπόν την εξής παράδοξη κατάσταση: η ελληνική ΕΦ λαμβάνει όλους τους αρνητικούς αξιολογικούς επιτονισμούς που εμπεριέχονται στη λαϊκή και δημοφιλή κουλτούρα, χωρίς όμως να αποτελεί τέτοια με την ευρεία έννοια. Βρίσκεται στην ιδιόμορφη ιστορική κατάσταση να είναι και ταυτόχρονα να μην είναι δημοφιλής και λαϊκή λογοτεχνία. Αυτό μπορεί να μοιάζει ότι προστατεύει την ΕΦ από την τυποποίηση και την εμπορευματοποίηση, αλλά στην πραγματικότητα εμποδίζει την ανάπτυξη της ελληνικής λογοτεχνίας ΕΦ.

 Θα ήταν όμως λάθος να αποδώσουμε τις ευθύνες της αορατότητας του είδους αποκλειστικά σε αυτή την ακαδημαϊκή αδιαφορία, η οποία σαφώς λαμβάνει τη μορφή μίας ιδιόμορφης πολιτισμικής περιφρόνησης. Αναζητώντας τις βαθύτερες αιτίες αυτής της αορατότητας, στον πρόλογο για την εξάτομη συλλογή Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα, ο Μάκης Πανώριος αναφέρεται επίσης σε αυτόν τον «εστετισμό» και την περιφρονητική υπεροψία της «επίσημης λογοτεχνίας», τα οποία οφείλονται στη ρετσινιά της λαϊκής καταγωγής της λογοτεχνίας του φανταστικού, καθώς και στην καταδίκη της παραλογοτεχνίας, πράγματα που εκτιμά ότι αντιφάσκουν με τα εθνικά και παραδοσιακά θέματα που δεσπόζουν στην εθνική ελληνική λογοτεχνία.[27] Έπειτα, σε έναν άλλο πρόλογο για μια ανθολογία που επικεντρώνεται σε ελληνικά διηγήματα ΕΦ, ο Πανώριος προσθέτει την ιδιόμορφη ιστορία της Ελλάδας που δεν της επιτρέπει να έχει «ομαλό λογοτεχνικό παρελθόν», με αποτέλεσμα να υιοθετούνται ευρωπαϊκά ρεύματα που «φωτογραφίζ[ουν], έστω και με παραμορφωτικό φακό, το υπό διαμόρφωση περιβάλλον». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πανώριος θεωρεί ότι ο σημαντικότερος λόγος που δεν ευδοκιμεί η ελληνική ΕΦ είναι ότι «η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ βιομηχανικό κράτος».[28] Κινείται λοιπόν στο ίδιο μήκος κύματος με τον Σπύρο Βρετό, ο οποίος προκρίνει παρόμοιες αιτίες για την αδυναμία ανάπτυξης της ελληνικής ΕΦ: η ελληνική διανόηση προσκολλάται στο παρελθόν και στην παράδοση, η αγορά είναι μικρή και περιορίζει την παραγωγή πρωτότυπων κειμένων και μεταφράσεων, ενώ ο Βρετός θεωρεί ότι υπάρχουν πολιτικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες που «είχαν ως συνέπεια τη σχετική τεχνολογική και επιστημονική υπανάπτυξη».[29] Και στις δύο περιπτώσεις είναι ολοφάνερη μια ρητορική περί τεχνολογικής καθυστέρησης που καθρεφτίστηκε σε μια αντίστοιχη πολιτισμική καθυστέρηση σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στο εξωτερικό.

 «Λαϊκή» καταγωγή ΕΦ, σνομπισμός «επίσημης» κουλτούρας, τεχνολογική «υπανάπτυξη». Όλα αυτά ισχύουν· αυτό που απουσιάζει είναι η περιγραφή της κατάστασης που γεννά ευθύς εξαρχής τέτοιες αντιθέσεις, όπως σοβαρή ή επίσημη και λαϊκή κουλτούρα, υψηλή και μαζική κουλτούρα, προηγμένα και καθυστερημένα κράτη, ανάπτυξη και υπανάπτυξη. Λείπει επίσης μια αντίληψη σχετικά με το πώς η έννοια του λογοτεχνικού είδους συμμετέχει σε αυτές τις διαδικασίες: τα παραπάνω έχουν την τάση να εστιάζουν σε αμιγώς εξω-λογοτεχνικά γεγονότα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι ένα λογοτεχνικό είδος τοποθετείται εξίσου και σε μία λογοτεχνική ιστορία, η οποία είναι ήδη συγκροτημένη με βάση αυτές τις αντιθέσεις. Το σημαντικότερο είναι ότι απουσιάζει μία αντίληψη που λαμβάνει υπόψη ότι αυτές οι αντιθέσεις περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από τη μεγάλη αντίθεση μεταξύ εθνικής και Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, η οποία δεν αφορά μόνο το είδος, αλλά κάθε έργο που γράφεται σε μια γλώσσα με μικρότερη εμβέλεια.

 Η μοίρα λοιπόν του είδους φάντασμα της ΕΦ είναι αλληλένδετη με τη μοίρα των μικρών λογοτεχνιών που τοποθετούνται σε έναν άνισο παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, που είναι γεωπολιτικές και ταυτόχρονα λογοτεχνικές. Αυτό σημαίνει ότι η χαρτογράφηση της ελληνικής ΕΦ στο σώμα της εθνικής λογοτεχνίας περνάει κατ’ ανάγκην μέσα από την τοποθέτηση μιας μικρής λογοτεχνίας σ’ ένα παγκόσμιο λογοτεχνικό πεδίο. Με άλλα λόγια, ίσως η ελληνική ΕΦ μπορεί να χρησιμεύσει σαν ένα προνομιακό παρατηρητήριο που θα μας επιτρέψει να ξανασκεφτούμε τόσο την εθνική όσο και την παγκόσμια κατάσταση στην οποία βρίσκεται η λογοτεχνία σήμερα.[30]

***

Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, καθώς και στη μετέπειτα υγειονομική κρίση της πανδημίας, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένες τάσεις που δείχνουν ότι αυτή κατάσταση αρχίζει να αλλάζει, με την ελληνική ΕΦ να αρχίζει σταδιακά να βγαίνει από την αφάνεια. Η οικονομική κρίση λειτούργησε καταλυτικά, ενθαρρύνοντας πολλούς συγγραφείς να εκλάβουν την ΕΦ ως ένα κατάλληλο όχημα για την έκφραση κοινωνικού προβληματισμού. Τα μυθιστορήματα ΕΦ (σε πλήρη σύμπλευση με τις εξελίξεις σε ολόκληρο τον πλανήτη, επρόκειτο κυρίως για δυστοπίες) αυξήθηκαν ραγδαία, κέρδισαν λογοτεχνικά βραβεία, ανθολογήθηκαν και μάλιστα μεταφράστηκαν.[31] Παράλληλα, εμφανίστηκαν νέα ιστολόγια για την ποπ κουλτούρα, όπως το «Smashing Culture», καθώς και νέα περιοδικά που ανέδειξαν παραμελημένες πτυχές της ιστορίας του είδους, όπως το robotnik fantastica. Στην ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα εκπονήθηκαν πρόσφατα δύο διδακτορικές διατριβές που εστιάζουν στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο του φανταστικού.[32] Το 2024 η Ιωάννα Μπουραζοπούλου βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για την τριλογία «Ο Δράκος της Πρέσπας», ενώ την ίδια χρονιά το ΑΠΘ διοργάνωσε ένα από τα πρώτα επιστημονικά συνέδρια για τη λογοτεχνία του φανταστικού με τίτλο «Η μυθοπλασία του φανταστικού σήμερα», στο οποίο συμμετείχαν συγγραφείς και πανεπιστημιακοί από Ελλάδα και Ισπανία. Μάλιστα, η ΕΦ και η λογοτεχνία του φανταστικού έχουν αρχίσει σιγά σιγά να διαχέονται σε ολόκληρη την ελληνική πολιτισμική παραγωγή: σήμερα εμφανίζονται κόμικς (όπως τα Γυμνά οστά του Δημοσθένη Παπαμάρκου σε σκίτσο Kanellou Cob), κινηματογραφικές ταινίες (όπως οι ταινίες μικρού μήκους Third Kind του Γιώργου Ζώη και Μάγμα της Λίας Τσαλτά, ή οι μεγάλου μήκους ταινίες Μήλα του Χρήστου Νίκου ή το Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο του Γιάννη Βεσλεμέ), ακόμα και μουσικοί δίσκοι ΕΦ (όπως το Λύκοι στον Άρη του Pan Pan, με εξώφυλλο που σκίτσαρε πάλι ο Kanellos Cob). Σήμερα η ελληνική ΕΦ αρχίζει σταδιακά να αφήνει πίσω το στίγμα της παραλογοτεχνίας και της «λογοτεχνίας φυγής» και να θεωρείται ένα πολιτισμικό είδος που μπορεί να αξιοποιηθεί για να προσεγγίσει μια σειρά από πολύ σοβαρά ζητήματα, όπως την περιβαλλοντική καταστροφή, το προσφυγικό, και φυσικά τον ρόλο της τεχνολογίας και το πώς επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Ίσως μάλιστα να είναι το προνομιακό είδος για να προσεγγίσει αυτά τα ζητήματα.

***

Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης μελέτης που επιδιώκει να χαρτογραφήσει την ελληνική επιστημονική φαντασία σε ένα παγκόσμιο λογοτεχνικό πεδίο, καθώς και να αναδείξει τις αστείρευτες κριτικές δυνατότητες του εν λόγω είδους μέσα από ερμηνευτικές αναγνώσεις μυθιστορημάτων του Νίκου Μάντη και της Ιωάννας Μπουραζοπούλου.


[1] Μετά τη δεκαετία του 1980, αφού ο Γιώργος Κεχαγιόγλου κατέγραψε τις είκοσι τρεις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας που γράφτηκαν μετά το έργο του Δημαρά (στο πολύ σημαντικό: Γιώργος Κεχαγιόγλου «Οι ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Μαντατοφόρος, τχ. 15/1980, σελ. 5-66), παρατηρείται μία κάμψη του ενδιαφέροντος γι’ αυτή τη γραμματολογική κατηγορία (για τις λίγες που γράφτηκαν μεταξύ 1980 και 1990, βλ. Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, μτφρ. Ευαγγελία Ζούργου-Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα: Νεφέλη, 1996, σελ. 16-17, υποσημείωση 2). Σήμερα ως επί το πλείστον έχουν σταματήσει να γράφονται ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας και, αντ’ αυτού, εμφανίζονται κατά καιρούς διάφορες εγκάρσιες ιστορίες γύρω από αισθητικές κατηγορίες όπως ο μοντερνισμός (π.χ. Γιώργος Αριστηνός, Νάρκισσος και Ιανός: Οι μεταμορφώσεις του μοντερνισμού στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα: Νίκας, 2024). Όσο για την ΕΦ, καταγράφεται σε ξεχωριστό λήμμα σε δύο λεξικά νεοελληνικής λογοτεχνίας: Bruce Merry, Encyclopedia of Modern Greek Literature, Greenwood Press, 2004, σελ. 383-385 και Γιάννης Ν. Παρίσης «επιστημονική φαντασία (ΕΦ)» στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι, Αθήνα: Πατάκης, 2007, σελ. 666-669.

[2] Νίκος Θεοδώρου – Χρήστος Λάζος Βιβλιογραφία της Ελληνικής Επιστημονικής Φαντασίας (από το Λουκιανό μέχρι Σήμερα), Ιωάννινα: Ζωσιμαία Κεντρική Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων, 1998.

[3] Tony Bennett, Outside Literature, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge, 1990, σελ. 77, ο οποίος το αντλεί από το: Georg, Lukács Problem der Ästhetik, Werke, vol. 10, Νοϊβίντ: Luchterhand,, 1969, σελ. 118. Το εν λόγω πολύτομο έργο του Lukács έχει μείνει μνημειωδώς λησμονημένο, με τον ίδιο τον Adorno να παραδέχεται ότι δεν μπήκε καν στον κόπο να το διαβάσει: Martin Jay «Ολότητα και μαρξιστική αισθητική: η περίπτωση του Λυσιέν Γκολντμάν», στο Φώτης Τερζάκης (εισ.-επιμ.-μτφρ.), Μετα-μαρξιστικά ρεύματα: Στην αισθητική και στη θεωρία της λογοτεχνίας, Αθήνα: Futura, 2004, σελ. 73, υποσημ. 7.

[4] Franco Moretti, Distant Reading, Νέα Υόρκη: Verso, 2013, σελ. 76-77.

[5] Στο ίδιο, σελ. 50. Από την εισαγωγή του Jameson στο βιβλίο του Kojin Karatani, The Origins of Japanese Literature (1993)· αναδημοσίευση: Fredric Jameson, The Modernist Papers, Λονδίνο & Νέα Υόρκη, 2007, σελ. 281-293.

[6] Δημήτρης Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του ’30: Νεοτερικότητα, Ελληνικότητα και Πολιτισμική Ιδεολογία, Αθήνα: Πόλις, 2011.

[7] Για λίγες παραπάνω σκέψεις σχετικά με αυτή τη διαλεκτική υψηλής και μαζικής κουλτούρας, βλ. το σχετικό άρθρο μου: Πάνος Σταθάτος «Η διαλεκτική υψηλής και μαζικής κουλτούρας και η προβληματική της τεχνολογίας στο είδος της Επιστημονικής Φαντασίας», Marginalia. Σημειώσεις στο περιθώριο, τχ 13, 16 Νοεμβρίου 2021: https://marginalia.gr/arthro/i-dialektiki-ypsilis-kai-mazikis-koyltoyras-kai-i-provlimatiki-tis-technologias-sto-eidos-tis-epistimonikis-fantasias/

[8] Βλ. σχετικά: Yan Wu κ. α. «Great Wall Planet: Introducing Chinese Science Fiction» Science Fiction Studies, vol. 40, no. 1, 2013, σελ. 1–14.

[9] John Rieder, Colonialism and the Emergence of Science Fiction, Νέα Υόρκη: Wesleyan UP, 2008, σελ. 1- 33. Για τη φράση του Said, βλ.: Edward Said, Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός, μτφρ. Βανέσα Λάππα, Αθήνα: Νεφέλη, 1996, σελ. 98.

[10] Istvan Csicsery-Ronay Jr «Empire» στο David Seed (ed.), A Companion to SF, ό.π., σελ. 362-372. Βλ. επίσης: Eric D. Smith, Globalization, Utopia, and Postcolonial SF: New Maps of hope, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2012, σελ. 2.

[11] Pascale Casanova, Η παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Αθήνα: Πατάκης, 2011, σελ. 121-139 και Andrew Milner, Locating SF, Λίβερπουλ: Liverpool University Press, 2012, σελ. 174.

[12] Βλ. ενδεικτικά: Δόμνα Παστουρματζή «Φεμινιστική επιστημονική φαντασία, Η λογοτεχνία σήμερα: όψεις, αναθεωρήσεις, προοπτικές», επιμ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Ελληνικά Γράμματα, 2004 και Παστουρματζή, «Octavia E. Butler: η πρώτη μαύρη συγγραφέας εφ στις ΗΠΑ» (2010), Φανταστικά Χρονικά, τ. 16. Βλ. επίσης τα πρόσφατα αφιερώματα του περιοδικού robotnik fantastica: Εργάτ(ρι)ες του Φανταστικού στην Octavia Butler (τχ. 2, σελ. 2020), στον Samuel Delany (τχ. 3, 2020), στη Joanna Russ (τχ. 6, 2021) και στη Nalo Hopkinson (τχ. 10, 2022).

[13] Millner, Locating SF, ό.π., σελ. 44.

[14] Πρόσφατα (2019), η συγγραφέας Nnedi Okorafor πρότεινε τον όρο αφρικανο-φουτουρισμός που γρήγορα πήρε απήχηση οδηγώντας στη συγκέντρωση μίας ανθολογίας το 2020. Το σύντομο μανιφέστο της Okorafor: http://nnedi.blogspot.com/2019/10/africanfuturism-defined.html.

[15] Το παράθεμα: Uppinder Mehan, «The Domestication of Technology in Indian Science Fiction Short Stories» Foundation 74, φθινόπωρο 1998, σελ. 54. Βλ. επίσης: Nalo Hopkinson και Uppinder Mehan, So Long Been Dreaming, Βανκούβερ: Arsenal Pulp Press, 2004, σελ. 7-9.

[16] Για την μετααποικιακή ΕΦ, βλ. ενδεικτικά: Globalization, Utopia, and Postcolonial SF: New Maps of hope, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2012, Ericka Hoagland και Reema Sarwal (επιμ.) Science Fiction, Imperialism and the Third World: Essays on Postcolonial Literature and Film, πρόλογος: Andy Sawyer, Λονδίνο: McFarland, 2010, Jessica Langer, Postcolonialism and Science Fiction, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2011, Mashrood Ashraf Raja κ.α. (επιμ.), The Postcolonial Fantasy: Essays on Postcolonialism, Cosmopolitics and Science Fiction, Λονδίνο: Macfarland, 2011, καθώς και το πολύ διαφωτιστικό: Ian Cambell, Arabian Science Fiction, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2018, σελ. 17-76.

[17] Milner, Locating SF, ό.π., σελ. 166-167 και γενικά: σελ. 155-177.

[18] Βλ. «On Global Science Fiction – Part 1», Science Fiction Studies, Vol. 26, No. 3, Νοέμβριος 1999, «On Global Science Fiction – Part 2», SFS, Vol. 27, No. 1, Μάρτιος 2000 και «Science Fiction and Globalization», SFS, Vol. 39, No. 3, Νοέμβριος 2012.

[19] Sara Martín, «Introduction. Spanish SF: A Phantom Genre» Science Fiction Studies, vol. 44, no. 2, 2017, σελ. 209 και γενικά: σελ. 209-215.

[20] Simone Brioni και Daniele Comberiati, Italian Science Fiction: The Other in Literature and Film (Studies in Global Science Fiction), Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2019, σελ. 1-31.

[21] Βλ. ενδεικτικά: Διαβάζω τχ. 20 (1979), 220 (1989) και 432 (2002). Ο Βρετός συγκεντρώνει τα αφιερώματα που έγιναν μέχρι το 2007: Σπύρος Α. Βρετός, Φαντασιογραφία: Βιβλιογραφία έργων αναφοράς Επιστημονικής Φαντασίας στην Ελλάδα: 1971-2007, Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, 2008, σελ. 111-113.

[22] Δόμνα Παστουρματζή, Βιβλιογραφία επιστημονικής φαντασίας, φαντασίας και τρόμου, 1960-1993, Αθήνα: Alien, 1995, Νίκος Χρ. Θεοδώρου και Χρήστος Δ. Λάζος, Βιβλιογραφία της Ελληνικής Επιστημονικής Φαντασίας (από το Λουκιανό Μέχρι Σήμερα) ό.π., και Σπύρος Α. Βρετός, Φαντασιογραφία, ό.π. Ο David Seed έχει κάνει μία αποτίμηση της βιβλιογραφίας της Παστουρματζή: David Seed «SF in Greece» Science Fiction Studies, vol. 23, no. 1, 1996, σελ. 139–140.

[23] Βλ. επίσης το πρόσφατο (2022): Dimitra Nikolaidou, «A Short History of Science Fiction in Greece»: https://internova.worldculturehub.net/a-short-history-of-science-fiction-in-greece/

[24] Βλ. και το λήμμα του Βρετού στο: Βασίλης Βαμβακάς και Παναγής Παναγιωτόπουλος (επιμ.) Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξιλόγιο, Αθήνα: Πέρασμα, 2010: ηλεκτρονικά στο: https://www.redworlds.gr/elliniko-fantastiko-lima-vretos.

[25] Domna Pastourmatzi «Hellenic Magazines of Science Fiction», Science Fiction Studies 26.3, Νοέμβριος 1999, σελ. 430.

[26] Για μια ανταπόκριση από το Ικαρομένιππος βλ.: Domna Pastourmatzi. «News from the Hellenic Science-Fiction Front» Science Fiction Studies, vol. 23, no. 3, 1996, σελ. 548. Δύο είναι τα πιο γνωστά συνέδρια: αφενός η ημερίδα για την ΕΦ στα Ιωάννινα: Κατερίνα Τζάννου (επιμ.) Πρακτικά ημερίδας για την ελληνική εφ, Ιωάννινα: Ζωσιμαία Δημόσια Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων, 1998, και αυτή στο ΑΠΘ για τα βιοτεχνολογικά και ιατρικά θέματα στην ΕΦ, βλ. ανταπόκριση της Παστουρματζή: Domna Pastourmatzi. «Science Fiction in Greece» Science Fiction Studies, vol. 29, no. 1, 2002, σελ. 152–157.

[27] Μάκης Πανώριος (πρόλογος, επιμ.), Το ελληνικό φανταστικό διήγημα: τόμος Α, Αθήνα: Αίολος, 1987, σελ. 9-17.

[28] Μάκης Πανώριος (πρόλογος, επιμ.), Ελληνικά διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας, Αθήνα: Αίολος, 1995, σελ. 11-12.

[29] Βρετός, Φαντασιογραφία, ό.π., σελ. 10.

[30] Παραφράζοντας τη συνέντευξη του Michael Hardt, ο οποίος θεωρούσε ότι η Ελλάδα της κρίσης ήταν ένας προνομιακός τόπος για να δούμε την παγκόσμια κατάσταση: Τάσος Τσακίρογλου (επιμ.), Πρόσωπα της απομάγευσης: 38 συνεντεύξεις για την κρίση και το μέλλον, Αθήνα: Οκτώ, 2014, σελ. 167.

[31] Πρόκειται για τη συλλογή που επιμελήθηκαν τα μέλη της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας: α2525: Ιστορίες από την Αθήνα του μέλλοντος, Αθήνα: ΑΛΕΦ, 2017, η οποία μεταφράστηκε στα αγγλικά, τα ιταλικά και τα ιαπωνικά: Francesca T. Barbini και Francesco Verso (επιμ.), Nova Hellas: Stories from Future Greece, Εδιμβούργο: Luna Press Publishing, 2021.

[32] Συγκεκριμένα: Ιωάννης Μαρκόπουλος, Το φανταστικό στο νεοελληνικό διήγημα (1880-1930), Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ, 2023 και Βίβιαν Παπαγεωργίου, Το ελληνικό σινεμά του φανταστικού 1970-2010, Αθήνα: Αιγόκερως, 2023.

Κύλιση στην κορυφή