Η εναρμόνιση της ύπαρξης με την ανυπαρξία απασχόλησε τόσο τη φιλοσοφία όσο και τις τέχνες. Ιδιαίτερα ο άγραφος καμβάς της μουσικής έχει άμεση σχέση με τη ζωή μας, μιας και διαμορφώνει έναν τρόπο σκέπτεσθαι. Σκοπός της μουσικής είναι να μας δείχνει ποιοι θα μπορούσαμε ιδεωδώς να είμαστε. Κτίζει τις ιδέες που έχουμε για τον εαυτό μας, τον κόσμο μας, αποκρυσταλλώνει τις επιδιώξεις μας που λειτουργούν σαν αντιστάθμισμα στις ανθρώπινες αδυναμίες μας.
Η γνώση του παρελθόντος λειτουργεί σαν οδηγός του μέλλοντος στο μέτρο που μπορεί να βρεθεί το παρόν και αυτή η επαναλαμβανόμενη εσωτερική όδευση επιχειρεί τη μετάπλαση του ανεπίκαιρου σε επίκαιρο.
Διαμορφώνουμε έτσι έναν κόσμο, που χωρά συνήθως αυτά τα οποία δεν θέλουμε ή δεν προλαβαίνουμε να δούμε, να αισθανθούμε, να θυμηθούμε ή να ομολογήσουμε, τις πιο μύχιες συγκινήσεις, τα θραύσματα και τα τραύματα που μας σημαδεύουν δια παντός, αλλά ερήμην μας. Αυτή η ασύλληπτη μετάβαση από το ανύπαρκτο στο υπαρκτό μας καθηλώνει.
Το βασικό εργαλείο το δίνει η ποίηση, όχι μόνο η ποίηση που καταγράφεται με λέξεις στα έργα των μεγάλων δημιουργών, αλλά εκείνη που ενυπάρχει διάχυτη μέσα στον ιστό της καθημερινότητας, η άλλη εκείνη ποίηση, που σαν καταφέρουμε να την αντιληφθούμε, νιώθουμε να αναφλέγεται η λανθάνουσα επιθυμία μας για υπέρβαση και την ανάγκη μας να διασχίσουμε τα σύνορα της συμβατικότητας, πετώντας προς άγνωστες περιοχές. Έτσι γεννιέται το μακρύ ταξίδι της τέχνης, το οποίο περιρρέει μια αίσθηση μυστηρίου. Προϋπόθεση είναι το «ειδέναι», είναι η γνώση. Η σωρευτική πληροφόρηση δεν είναι «ειδέναι» γι’ αυτό και δεν καταλήγει πουθενά, «ειδέναι» ακόμη είναι η γνώση του παρελθόντος και αν το λησμονήσουμε είμαστε καταδικασμένοι να το ξαναζήσουμε.
Η ιστορική προσέγγιση, θέτει τα πλαίσια που μέσα σε αυτά υλοποιείται η κάθε ιστορική περίοδος.
Ο φανταστικός χώρος της μουσικής ακολουθεί το πνεύμα της εποχής, όπως εξάλλου όλο το φάσμα των τεχνών και αντιστοιχεί σε ορισμένη κοσμοθεώρηση και αυτή εννοούμε λέγοντας «πνεύμα της εποχής». Πρόκειται για μια εξιστόρηση των ιδεών και των καλλιτεχνικών και επιστημονικών μορφών τους. Μια διαδοχή εποχών που συντίθεται η καθεμία και από διαφορετική αισθητική. Αυτό λοιπόν δημιουργεί τον ιστορικό ιστό.
Προλογίζοντας και ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις αυτές, θέλω να υποστηρίξω ότι το μουσικό σύμπαν πρωτίστως, διαμορφώνεται από το κοινωνικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο αναφύεται η κάθε ιστορική περίοδος, όπου οι δημιουργοί είναι οι φορείς του πνεύματος.
Η διαμόρφωση όμως του κοινού, που σε τελευταία ανάλυση είναι ο αποδέκτης, σε συνάρτηση με την παιδεία του, συντελεί στην κατανόηση και την αποδοχή του δημιουργού. Λέει χαρακτηριστικά ο Γκαίτε «χωρίς σου, εγώ τι θα ’μουν κοινό μου αγαπητό; Ό,τι ζω θα ’ταν μονόλογος και ό,τι χαίρομαι βουβό».
Φέρνοντας στη μνήμη μας τα πλατωνικά θεωρήματα, δεν θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε το θεμελιώδες κομμάτι της παιδείας μας, που σ’ αυτό συντελεί η μουσική, γιατί ο ρυθμός και η αρμονία, με την ευρύτερη έννοια, μπορούν να διεισδύσουν στην ψυχή και να την αγγίξουν βαθιά.
Προϋπόθεση να δημιουργηθεί ένα σύνθετο πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελείται η μουσική δημιουργία, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα τοπίο πολυσήμαντο, διεισδύοντας ο νους, στο ευρύ φάσμα των τεχνών.
Μέσα σ’ αυτό, δημιουργοί και δημιούργημα αναπτύσσουν δεσμούς, με τους μυστικούς τους κανόνες, προκειμένου το έργο τέχνης να εδραιωθεί μέσα στο παρόν. Ξεδιπλώνεται λοιπόν ένας κόσμος αφήγησης, ένας κόσμος απεικόνισης, οδηγώντας τον νου σε δύσβατα μονοπάτια και η πεισματάρικη αυτή ανάκριση του ανθρώπου γίνεται τέχνη.
Ένα οργανωμένο σύστημα, όπως η μουσική και η σύνθεσή της, έχει μια φιλοσοφία γερά θεμελιωμένη στην ιστορία της τέχνης και του πολιτισμού, αλλά και έντονα χρωματισμένη από μια πίστη εστιασμένη στην ύπαρξη αρχών και αξιών υπερχρονικών. Εξάλλου τη στάθμη του πολιτισμού μας, την αποκαλύπτουν οι αξίες στις οποίες πιστεύουμε.
Να συγκρίνεις και να συγκρίνεσαι, μέσα σε μια αέναη κίνηση του ιστορικού γίγνεσθαι. Μια πολυμορφία μέσων, με διαφορετικά και αντιφατικά υλικά δίνουν νέες κατευθυντήριες γραμμές στη φαντασία, μα πάνω απ’ όλα θέτουν ερωτήματα προκαλώντας σκέψεις πολλαπλά διαστρωματωμένες. Η υπέρβαση των ορίων θέτει ως προϋπόθεση την απουσία της κοινότοπης σκέψης. «Τα όρια της γλώσσας μου ορίζουν τα όρια του κόσμου μου», αναφέρει ο φιλόσοφος και γλωσσολόγος Wittgenstein. Πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία μιας επαναλαμβανόμενης εσωτερικής όδευσης.
Kαι ένας σιωπηλός ουράνιος βυθός μάς ταξιδεύει εκεί όπου οι ήχοι δεν υπάρχουν. Οι ήχοι φυλακίζονται στην ατμόσφαιρα. Το φως, ο παγκόσμιος θεός, είναι ο μεγαλύτερος δραπέτης και ο Ευριπίδης, δια στόματος Απόλλωνα, μας καλεί να το ακούσουμε. Λίγο πιο κάτω βρίσκονται οι θνητοί, που δεν μπορούν να ακούσουν την αρμονία των ουρανών, γιατί «δεν έχουν ανεπτυγμένες τις αισθήσεις τους», έγραφε ο Πλάτων στον Τίμαιο. Ξεχνάμε ότι το φως είναι λυτρωτικό, τόσο στην επιστήμη, όσο και στην τέχνη. Το φως μπορεί να ταξιδεύει το παρελθόν μας στους ουρανούς, εκεί όπου οι ήχοι δεν υπάρχουν.
Το φως δεν έχει πληθυντικό, είναι ένας θεός σε ενικό. Στους ήχους όμως ο πληθυντικός επιτρέπεται. Καθένας απ’ αυτούς, έχει κάτι το ανθρώπινο, μαζί και κάτι μυθικό, που στριμώχνει την ιδιαιτερότητά του μέσα στο κύμα που θα τον ταξιδέψει με ταχύτητα ανθρώπινων διαστάσεων, στοιβάζοντας μέσα εκεί τα χρώματά του, το ύψος του και τη δύναμή του, κάνοντας τα αστέρια να σιωπούν.
Σ’ αυτό λοιπόν το μουσικό γίγνεσθαι, η μουσική εκπαίδευση πρέπει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο για να μην καταλήξει σε ουτοπία αλλά να συντελείται κάθε στιγμή, πλεγμένη με τον ιστό της καθημερινότητας, έξω από κάθε καιροσκοπισμό και σκοπιμότητα ή και άγνοια ακόμα.
Η παιδεία θα είναι, τελικά, μια όδευση που θα περιέχει σκιρτήματα και υλικό παρελθόντος, μέσα στο οποίο θα ευδοκιμούν οι επιστροφές στους χωματόδρομους της προσωπικής μας πατρίδας, αφήνοντάς μας έντονα τα δακτυλικά της αποτυπώματα.
Επιδράσεις και προσεγγίσεις
Η γνώση του παρελθόντος είναι βασικό στοιχείο πολιτισμού. Το έργο τέχνης εδραιώνει τη θέση του μέσα στην εποχή στην οποία ανήκει. Αυτό συμβαίνει στη μουσική, στις εικαστικές τέχνες, στον χορό αλλά και στην ποίηση, όπως και στην αρχιτεκτονική, μια κατεξοχήν «εξυπηρετική τέχνη». Αυτή η προσέγγιση της τέχνης έχει στόχο να τοποθετήσει την κάθε περίοδο μέσα στο εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο. Η αναφορά στον πολιτισμό εξάλλου πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση με τους οικονομικούς παράγοντες και τα τεχνικά επιτεύγματα της κάθε περιόδου που σε μεγάλο ποσοστό προσδιορίζουν τη συμπόρευση των τεχνών.
Οι αρχές και οι δομές που διέπουν τις τέχνες έχουν άμεση σχέση με την κίνηση και τον χώρο. Το «Less is more» του αρχιτέκτονα Mies van der Rohe δεν σημαίνει το πολύ λίγο, αλλά μια υπεύθυνη κρίση για το τι είναι απαραίτητο, μια Μοτσάρτια θεώρηση, θα έλεγα. Eκεί όπου υπάρχουν απεριόριστα μέσα, υπάρχει περιορισμένο μυαλό και εκεί όπου υπάρχουν περιορισμένα μέσα, υπάρχει απεριόριστο μυαλό. Η πράξη καθοδηγείται από τη θεωρία και ενώ η θεωρία μπορεί να στοχεύει στην τελειότητα, η πράξη δομείται με ατέλειες. Η ατέλεια πολλές φορές ξεπερνά την τελειότητα ως προς το συναίσθημα, αν όχι και ως προς την ομορφιά.
Η κλίμακα ορίζει τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Αρχιτεκτονική, χορός, γλυπτική, μουσική, ποίηση, που η συμπόρευσή τους βοηθάει να αντιληφθούμε ότι, πέρα από την όραση και την ακοή, υπάρχουν πολλές αόρατες διαστάσεις, όπως η όσφρηση και η αφή, ο χρόνος, ο άνεμος και πολλές άλλες κρυφές διαστάσεις.
Λέει χαρακτηριστικά ο Λεονάρντο στην Πραγματεία του περί ζωγραφικής: «ό,τι υπάρχει στον κόσμο, όντα, φαινόμενα και πλάσματα της φαντασίας, όλα τα εξουσιάζει ο ζωγράφος, πρώτα με τον νου του και ύστερα με τα χέρια του…». Για τον Ντα Βίντσι δεν υπάρχει έννοια χωρίς τη γραφική παράστασή της. Οι αναλογίες, θα γράψει, δεν βρίσκονται μονάχα μέσα στους αριθμούς και τις μετρήσεις, αλλά ακόμη και στους ήχους, στα βάρη, στους χρόνους και οπουδήποτε ενυπάρχει δύναμη.
Η σωστή αναλογία είναι ζήτημα λεπτεπίλεπτης προσέγγισης και μπορεί να οδηγήσει από τη μεγαλουργία μέχρι την καταστροφή. Ο ήχος, το σχήμα, ο όγκος είναι στοιχεία που δεν μπορούν να διαχωριστούν και μιλάμε στη μουσική για το σχήμα του ήχου. Η δυναμική, οι τόνοι του γκρι και η μετάβαση από το φως στο σκοτάδι συμβάλλουν στο πλάσιμο του χώρου.
[Όλα αυτά τα γνωστικά αντικείμενα δίδαξα επί 40 χρόνια σε Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τα τελευταία 30 στο Ωδείο Φ. Νάκας του οποίου ήμουν Καλλιτεχνικός Διευθυντής.
Προσκλήθηκα ακόμα από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Μεταπτυχιακό Τμήμα Αρχιτεκτόνων να δώσω 2 διαλέξεις με τίτλο «Συνθετικές προσεγγίσεις» (μια μετάβαση από το ανύπαρκτο στο υπαρκτό). Η διάλεξη αυτή αποσκοπούσε να βρει κοινούς τόπους, που ούτως ή άλλως υπάρχουν, μεταξύ της αρχιτεκτονικής και της μουσικής.
Τη διάλεξη αυτή υποστήριξαν οι υπεύθυνοι Καθηγητές της έδρας Τάσος Μπίρης, Ντόρα Τσιτάκη, Ντίνα Δεμίρ,η με την αρωγή του τότε υποψήφιου διδάκτορα Αρχιτέκτονα Μηχανικού Γιάννη Αθανασόπουλου. Μία διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Ερευνών και του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου με τίτλο «Από την πλάκα της Μεσοποταμίας στις σύγχρονες γραφές», στόχευε δε στην εξέλιξη της μουσικής γραφής.
Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, προσκεκλημένος από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στα πλαίσια του Σεμιναρίου για νέους μουσικούς των χάλκινων πνευστών, δόθηκε μία διάλεξη σχετικά με τη Βενετσιάνικη Μουσική και τη Ζωγραφική της. Άλλωστε η Βενετία ήταν ο τόπος όπου μελέτησα διεξοδικά τη Σύνθεση αλλά και ένα μεγάλο φάσμα της Τέχνης.
Στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, υπό την εποπτεία της καθηγήτριας χορολόγου – χορογράφου Κάτιας Σαβράμη, έδωσα μια διάλεξη σχετικά με την αρχαία ελληνική μουσική και τον ρόλο της στην αρχαία τραγωδία. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η τραγωδία είναι γέννημα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και όχι οποιουδήποτε ολιγαρχικού καθεστώτος.
Επί 30 συναπτά έτη δίδαξα Ιστορία της Τέχνης σε συνάρτηση με την Ιστορία της Μουσικής σε μονοετή κύκλο σπουδών, διαρθρωμένο σε 2 εξάμηνα στο Ωδείο Φ. Νάκας.
Όλες αυτές οι αναφορές γίνονται προκειμένου να προσδιορίσουν το εύρος του ενδιαφέροντος από φορείς οι οποίοι έθεσαν ως στόχο να εντάξουν την ευρύτητα της μουσικής μέσα στην επιστήμη και την τέχνη γενικότερα.
Το ενδιαφέρον όλα αυτά τα χρόνια ήταν μεγάλο, μιας και ο μουσικός χώρος συμβαδίζει με τις άλλες τέχνες που ένας μουσικός δημιουργός αν μη τι άλλο πρέπει να έχει προσεγγίσει.]
Αυτό είναι εμφανές τόσο στο μουσικό θέατρο όσο και σε όλες τις εκφάνσεις του μουσικού λόγου. Το θέμα της μουσικής παιδείας, εν τούτοις, παραμένει ανοιχτό. Θα έλεγα ότι στη χώρα μας πορεύεται με μεγάλες ελλείψεις μολονότι γίνονται ενίοτε γενναίες προσπάθειες, αλλά ο πλουραλισμός της γνώσης δεν κατακτιέται με ευχολόγια, αλλά με αρχές και δομές που πρέπει να έχει η παιδεία. Και όταν λέμε παιδεία, δεν εννοούμε έναν τεχνολογικό πολιτισμό, αν και θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι κατά ένα ποσοστό επέτρεψε την πρόοδο και συνέβαλε στην εξέλιξη της μουσικής σκέψης, με μία μορφή όμως λίγο έως πολύ διαφορετική από εκείνη του παρελθόντος.
Η συμφωνική ορχήστρα παραχώρησε φερ’ ειπείν τη θέση της σ’ ένα πλήθος μετασχηματισμών, οι οποίοι έρχονται να υποκινήσουν και να κάνουν εφικτή μία εντελώς νέα ευρηματική, κατακτώντας ηχητικούς κόσμους που θα πρέπει να παραδεχθούμε, αρκετά άγνωστους.
Κυρίως όμως η μουσική παιδεία πρέπει να πορευθεί χέρι-χέρι με την φιλοσοφία και να διεισδύσει βαθειά μέσα στα έγκατα της γνώσης από ανθρώπους ειδήμονες με ήθος και με μία ουμανιστική ματιά για τα πράγματα.
Συνθέτοντας το κενό
Όταν έχουμε έναν ακουστικό ορίζοντα, μπορούμε να φανταστούμε κι έναν ορίζοντα οπτικό, έναν της όσφρησης και έναν του σωματικού πόνου. Όλοι αυτοί οι ορίζοντες λειτουργούν σαν αποθήκες ζωής.
Μα η γραφή; Το έργο της γραφής, η ρίμα που λυγίζει την ιδέα, η γλώσσα που αλλάζει τον τόνο του αισθήματος και η αιώνια μουσική, αυτή η γλώσσα των ονείρων, αυτή η πεισματάρικη ανάκριση να παίρνει μορφή και να μεταπλάθει το ανεπίκαιρο σε αιώνιο, εισχωρώντας μέσα στη σκέψη μας, μα προπάντων στη σιωπή της.
Η ρήση του θεωρητικού της λογοτεχνίας Ρομάν Γιάκομπσον εισβάλλει μέσα στη μουσική: «Η ποίηση είναι η οργανωμένη βία που ασκείται πάνω στη νωχέλεια της καθημερινής γλώσσας» και κατ’ επέκταση ότι η μουσική είναι η συναισθηματική χρήση της γλώσσας στον υπέρτατο βαθμό και ακόμα, σύμφωνα με τον Πώλ Βαλερύ, «είναι η ανάπτυξη μιας κραυγής».
Άλλωστε μια μουσική σύνθεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τέχνη να συλλάβει κανείς έντονα και να καθορίσει εκείνο που δέχθηκε η ψυχή του με ασυνείδητη έκταση.
Η αφετηρία μπορεί να είναι ένα ερώτημα ή ένα ερέθισμα. Αυτό που αναπλάθεται σε ενεστώτα χρόνο είναι το παρόν του αφηγητή και ο παρελθόν χρόνος από την άλλη, που και τα δύο μαζί αυλακώνουν τη μνήμη.
Πρόκειται για μία πορεία από το ανύπαρκτο στο υπαρκτό, μέσα στον άυλο φανταστικό χώρο, όπου η ιδέα αποκτά υπόσταση.
Η πρωτοτυπία άλλωστε των μουσικών ιδεών δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις όπως «έμπνευση» ή «διαίσθηση», αλλά με σκέψεις και με λέξεις όπως «εφευρίσκω» και «επινοώ».
Το παρελθόν χάνεται μέσα στον χρόνο κατά τον André Malraux, και η παρουσία του χρόνου όπως και η αφήγηση ταυτίζονται με την αιωνιότητα.
Στην πραγματικότητα μια λευκή σελίδα μάς δηλώνει, μέσα από το κενό, «πως τίποτα δεν είναι ωραιότερο από αυτό που δεν υπάρχει». Έτσι ανοίγει το ποίημα του Πωλ Βαλερύ «Η λευκή σελίδα». Η λευκή σελίδα συνίσταται από υλικό παρελθόντος (μνήμη θα λέγαμε) και η άγραφη σελίδα αποκτά υπόσταση.
Η οκνηρία του πνεύματος απομακρύνεται και ένας χείμαρρος από ιδέες, αισθήματα, ρυθμούς, ήχους και εικόνες περιρρέει τη σκέψη. Ο κοινός νους απουσιάζει, κατανικώντας καθετί κοινότοπο, ευτελές και επιφανειακό.
Το υπόβαθρο του παρελθόντος
Η μουσική δημιουργία του 20ού αιώνα με όλες τις δρώσες δυνάμεις της, κινήθηκε πολλές φορές στα όριά της, εμφανίζοντας μέσα απ’ αυτά κινήματα που σημάδεψαν τον αιώνα μας. Οι δημιουργοί και τα δημιουργήματα κατ’ επέκταση που συντάσσονται με την πρωτοπορία δημιούργησαν το υπόβαθρο της νέας μουσικής.
Το σημερινό μας παρόν δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει την έκταση και τις επιπτώσεις των ίδιων των μεταβολών στην τέχνη. Προσηλωμένοι μάλιστα στον χώρο του προβλήματος της «νέας μουσικής» δεν αντιληφθήκαμε παρά περιστασιακά την καθαυτό επανάσταση του αιώνα μας και τη θεωρήσαμε σαν μια από τις πολλές επιμέρους εκφάνσεις. Το πιο επείγον είναι να συνειδητοποιήσουμε τις αλλαγές του παρόντος σε ολόκληρη την έκτασή τους και σε άλλους τομείς. Γιατί είναι προφανές ότι αυτές οι μεταβολές των τεχνών έχουν άμεση κοινωνικοπολιτική σημασία.
Αν ο δρόμος από τη σειραϊκή τάξη στον αλεατορικό τρόπο, εικονογραφεί κυρίως τη διάλυση της μορφής, ο τομέας της ηλεκτρονικής μουσικής μάς φανερώνει τη διάσταση και την απελευθέρωση του νέου ηχητικού κόσμου.
Αντικαθιστώντας την αλλοτινή γραμμική πορεία με την ταυτόχρονη παράθεση παραστάσεων, περιπλέκει τον ακροατή σ’ ένα πλέγμα ανακόλουθων γεγονότων –«πότε θα τελειώσω επιτέλους μ’ αυτό το σύμπαν που με χωρίζει από τη ζωγραφική μου; » αναρωτιόταν ο Πικάσο. Η μεγάλη περίοδος της σύγχρονης ζωγραφικής από τον Μανέ έως τον θάνατο του Πικάσο, θα φανεί αργότερα ως ο αναβρασμός που ανάγκασε τους ανθρώπους να εγχειριστούν από τον καταρράκτη, σύμφωνα με τη ρήση του André Malraux.
Άλλοι δημιουργοί κρύβουν τα αριστουργήματά τους, άλλοι θέτουν υποψηφιότητα για την αιωνιότητα, αποκτώντας το δώρημα της διαρκέστερης σιωπής.
Θα πίστευε ίσως κανείς πως η αλλαγή σημειογραφικού συστήματος είναι μια λεπτομέρεια κι ότι ένα μουσικό έργο θα μπορούσε να αποδοθεί είτε στο παλιό σύστημα, είτε στο σύστημα της νέας μουσικής γραφής, ενώ η μουσική θα έμενε η ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Αυτό όμως είναι τελείως ανακριβές. Το νέο σύστημα σχεδόν αποκλείει το άλλο. Πρόκειται για διαφορετικούς ηχητικούς κόσμους και αναφέρεται σ’ ένα άλλο σύστημα οργάνωσης της σύνθεσης και κατά συνέπεια σ’ ένα άλλο είδος μουσικής μορφής που συνδέεται με καθένα από τα δύο συστήματα.
Η καινούργια σημειογραφία δεν εφευρέθηκε απλώς για τον δικό της λογαριασμό αλλά ακριβώς για να οδηγήσει τη δημιουργία σ’ ένα νέο είδος μουσικής.
Οι δάσκαλοι που ξεπερνούν την αξία τους, δίνουν το στίγμα και στέλνουν την ακτινοβολία τους πέρα από τη εποχή τους. Έτσι φωτίζεται κατά διαστήματα το ιστορικό πεδίο της τέχνης, προκαλώντας, οφείλουμε να πούμε, βαθιές αναταραχές. Όλες αυτές οι τόσο διαφορετικές προσεγγίσεις και καταγραφές τους αν μη τι άλλο διεύρυναν τον Ακουστικό ορίζοντα κατά τον Stockhausen.
Κάθε τρόπος σύνθεσης που δεν θέτει στον εαυτό του περιορισμούς, κατά τον Igor Stravinsky, καταλήγει να είναι καθαρή ουτοπία. Δουλειά του συνθέτη είναι να διαλέγει τα στοιχεία που του προσφέρει η φαντασία, γιατί κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να θέτει όρια στον εαυτό της. Όσο περισσότερους περιορισμούς, όρια και επεξεργασία υφίσταται η Τέχνη, τόσο περισσότερο ελεύθερη είναι.
Για να παρασταθεί όμως μια ιδέα πρέπει ο δημιουργός να την πλάσει και να τη μορφοποιήσει, παλεύει έτσι με την ύλη, βάζει τάξη και υπακούει σε νόμους ώσπου τελικά να τοποθετήσει σε χώρο και χρόνο την ιδέα, που παίζει εκτός χώρου και χρόνου, για να την απαθανατίσει μ’ ένα σύμβολο αναγνωρίσιμο απ’ όλους άμεσα.
Το πλάσμα της τέχνης είναι έργο έμπνευσης και αν η έμπνευση είναι η ελευθερία της φαντασίας, το έργο όμως είναι ο περιορισμός της, σε μια συγκεκριμένη εικόνα.
Ιχνηλατώντας τη μουσική πρωτοπορία
Η νεότερη περίοδος του ελλαδικού χώρου οριοθετείται μετά το 1830, εκεί που οι δύο σχολές, η Επτανησιακή και η Εθνική Ελληνική σχολή, έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα που είχε διαμορφωθεί από τον Μανώλη Καλομοίρη και τους προγενεστέρους του, δημιούργησαν οι Μάριος Βάρβογλης, Γεώργιος Σκλάβος, Πέτρος Πετρίδης, Γεώργιος Πονηρίδης, Δημήτρης Μητρόπουλος, Λώρης Μαργαρίτης, Ανδρέας Νεζερίτης, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Αντίοχος Ευαγγελάτος, Λεωνίδας Ζώρας, Γεώργιος Καζάσογλου, Μενέλαος Παλλάντιος, Αλέκος Ξένος, Αλέκος Κόντης, Γιώργος Γεωργιάδης, Νικόλαος Αστρινίδης, Σόλων Μιχαηλίδης, Γιάννης Κωνσταντινίδης.
Η σύγχρονη μουσική δημιουργία αναδύεται μέσα από τα ερείπια του παρελθόντος, με πολλούς συνθέτες να αποδρούν από τα στενά πλαίσια και μεταλαμπαδεύοντας τη γνώση τους εν συνεχεία στα πάτρια εδάφη, αν και κάποιοι από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ.
Η σύγχρονη μουσική δημιουργία κατέχει πλέον, θα συμπλήρωνα, παρ’ όλα τα προβλήματα της μουσικής της παιδείας, μία διεθνή θέση. Ονόματα όπως του Ιάννη Ξενάκη και του Νίκου Σκαλκώτα έχουν καθιερωθεί στην Ιστορία της Σύγχρονης Μουσικής σαν κορυφαίες δημιουργικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα.
Μία σειρά από μουσικούς ερμηνευτές αλλά και συνθέτες μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους στην Ελλάδα, πήραν την απόφαση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, να πάρουν τον δρόμο και να βρεθούν σε άλλους τόπους, προκειμένου να ολοκληρώσουν τις μουσικές τους σπουδές –δεν είναι λίγοι και δεν θα τους ονοματίσω.
Επιστρέφοντας πολλοί από αυτούς έθεσαν στόχο να συνεισφέρουν, αγωνίστηκαν και αγωνίζονται να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση τους. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι όπως πριν, εάν αναλογιστούμε ότι πριν 30 χρόνια περίπου δεν υπήρχε μουσική πανεπιστημιακή σπουδή, συμπεραίνουμε ότι υπάρχει σήμερα μία σημαντική διαφοροποίηση από το παρελθόν, παρ’ όλες τις ελλείψεις.
Η συνολική δημιουργική προσφορά υπήρξε σημαντική. Οι Έλληνες συνθέτες πέτυχαν κάτι το ιδιαίτερο με τη πρωτοτυπία της σύνθεσής τους, στήνοντας έναν ολόκληρο αυτόνομο και αυθύπαρκτο ηχητικό κόσμο. Τα επιτεύγματα αυτά απαντώνται τόσο στο έργο του Ιάννη Ξενάκη όσο και στο έργο του Γιάννη Χρήστου.
Οι νέοι τρόποι σύνθεσης διαμορφώνουν και μια άλλη αισθητική: σ’ αυτό συνηγορεί και η σημειογραφία, διαμορφώνοντας έναν εικαστικό χώρο που το είκασμα μεταμορφώνεται σε ηχητικό γεγονός. Αυτός ο νέος ηχητικός κόσμος διαμορφώθηκε από μία πλειάδα συνθετών: Γιώργος Σισιλιάνος, Γιάννης Ιωαννίδης, Θόδωρος Αντωνίου, Γιάννης Απέργης, Ανέστης Λογοθέτης, Δημήτρης Δραγατάκης, Γιώργος Κουρουπός, ακολουθώντας μια γενιά νέων δημιουργών σχημάτισε τον ιστορικό ιστό. Μέσα σ’αυτόν εκκολάπτονται οι νέες ιδέες με προοπτική στο μέλλον.
Εν έτει 2022 με όλα τα ειδικά προβλήματα που έχουν προκύψει, τίθεται το ερώτημα: πώς προχωρούμε;
Eίναι γεγονός ότι η ελληνική λόγια μουσική, όπως την αποκαλούμε, χρειάζεται στήριξη και είναι θέμα της πολιτείας να αγκαλιάσει τους δημιουργούς και ειδικά τους νέους δημιουργούς, να εξάρει τις προσπάθειές τους, μεμονωμένες ή και ομαδικές ακόμα, προκειμένου να προβληθεί αυτό το είδος της μουσικής, ειδικά στη χώρα μας, άκρως αδικημένο.
Η απομάκρυνση του κοινού από τους συναυλιακούς χώρους την τελευταία διετία, δημιούργησε πολλά κενά . Κενά στην επαφή και στο πλάσιμο ενός ιστού, απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία της τέχνης.
Ο διάλογος που πρέπει να αναπτυχθεί μεταξύ του κοινού και των δημιουργών, στην προκειμένη περίπτωση, έχει χαλαρούς δεσμούς.
Μα είναι θέμα παιδείας, θα συμπλήρωνα, το πώς θα πλαστεί, πώς θα διαμορφωθεί αυτό το κοινό. Παιδείας αλλά και εκπαίδευσης συνάμα, ξεκινώντας από τη στοιχειώδη και καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα έως την Πανεπιστημιακή. Ένα τεράστιο κενό δημιουργείται στη Μέση εκπαίδευση, όπου η καλλιτεχνική παιδεία απουσιάζει παντελώς.
Λείπει λοιπόν αυτό το κάτι που μπορεί να οδηγήσει, αυτό το νέο κοινό, το οποίο οραματίζεται ένα καινούργιο κόσμο. Διότι είναι στον ορισμό της παιδείας η διάπλαση του ανθρώπου και τούτη η διάπλαση πάνω σε κάποια πρότυπα εκπονείται. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει όσο δεν αλλάζουν οι φορείς των νοοτροπιών, καθιστώντας την παιδεία ένα είδος «στρατιωτικής κατήχησης». Η παιδεία πρέπει να οδηγεί στο «νέο» και για να το καταφέρει αυτό πρέπει να είναι παιδεία με την κλασσική έννοια του όρου, που οφείλουμε να ομολογήσουμε σε καμμία περίπτωση δεν είναι έτσι δομημένη η δική μας.
Ποιος φταίει για όλα αυτά; Φταίνε οι ηθικολόγοι της σύνεσης που δεν αφήνουν τους νέους να γίνουν όσο πρέπει ασυλλόγιστοι. Φταίει –πώς να το πούμε;– ότι την παιδεία την κινούν μόνο γαστέρες.
Μουσική σε πρώτο ενικό
Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών
Ίσως και οι δύο παρόντες είναι σε χρόνο μέλλοντα
και ο μέλλον χρόνος έγκλειστος σε χρόνο παρελθόντα
Τ. S. Eliot
Μόνο με τον χρόνο ως φαίνεται ο χρόνος κατακτάται, γνωρίζοντας πολιτείες και ανθρώπους. Πόσες απ’ αυτές τις συναντήσεις ήταν άραγε απρόσμενες;
Η χρησιμότητα άλλωστε της μνήμης έγκειται στο να μας απελευθερώσει όχι λιγοστεύοντας τις σκέψεις, αλλά επεκτείνοντάς τες πέρα από την επιθυμία, πέρα από το μέλλον καθώς και από το παρελθόν.
Θραύσματα της μνήμης, χαμένες σκέψεις και νοσταλγικές ουτοπίες ιχνογραφούσαν τον κόσμο μας αναπλάθοντας παρωχημένες βιώσεις, επιχειρώντας τη μετάπλαση του ανεπίκαιρου σε επίκαιρο, συμμετέχοντας σε μια επαναλαμβανόμενη εσωτερική όδευση.
Σε αυτές τις εξερευνήσεις οφείλει τη δημιουργική μου παρουσία η συνθετική μου δραστηριότητα. Η Αθήνα και η Βενετία από την άλλη ήταν ο τόπος που μελέτησα διεξοδικά τη σύνθεση, αλλά συνάμα και ένα μεγάλο φάσμα της τέχνης. Ο Luigi Nono, o Bενετός συνθέτης της πρωτοπορίας και της στρατευμένης τέχνης, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μουσική μου σκέψη (ο μαέστρος των ήχων της σιωπής). Είναι στρατευμένη γιατί στρέφεται εναντίον των ομάδων που επιδιώκουν μια πολιτική της συσκότισης και εν τέλει της τύφλωσης, απευθυνόμενες σε ένα κοινό ναρκωμένο. Μουσική συνειδητοποίηση, θα αναφέρει ο Nono, γνώση του χθες και του σήμερα, για ένα άλλο, επιτέλους ελεύθερο αύριο.
Όλη αυτή η καταγραφή του νου, περιρρέει μια αύρα Ιταλικής και Γαλλικής μουσικής. Η μουσική κατάθεση άλλωστε της δεύτερης υπήρξε για τη φλαουτιστική γραμματεία σημαντικότατη και ως φλαουτίστας ήρθα σε επαφή με όλα αυτά τα έργα, με αποτέλεσμα να διεισδύσουν βαθιά μέσα στη σκέψη μου. Δεν παύουμε να εξερευνούμε, και όλης της αναζήτησής μας το τέλος είναι να φτάσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε και ν’ αντικρίσουμε για πρώτη φορά το σημείο που εμείς ορίσαμε.
⸙⸙⸙
Ενδεικτικά έργα: