α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής;
Όπως «μπήκα» σε όλα τα άλλα της ζωής μου, έτσι «μπήκα» και στη ζωγραφική! Αν και υπήρχαν οι αφορμές από την παιδική ηλικία, τα βιβλία, το περιβάλλον γύρω μου, δεν ακολούθησα επισήμως τα εικαστικά. Ακολουθώντας την πορεία μου, γνώρισα τη ζωγραφική, αλλά ο πιο σημαντικός σταθμός ήταν η χαρακτική. Την πρώτη μου έκθεση με συρμάτινες κατασκευές την έκανα 28 χρονών, στην γκαλερί «Αιγόκερως». Άσκησα τη δημοσιογραφία μέχρι που, στα 37 μου χρόνια, μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης. Προφανώς, σε εκείνη την ηλικία ήρθε η ώρα γι’ αυτό το νέο κεφάλαιο στη ζωή μου… Εν ολίγοις, πιστεύω πως εμείς μπορεί να νιώθουμε ελεύθεροι να επιλέξουμε αλλά, στην ουσία, ακολουθούμε μια πορεία που δεν έχουμε χαράξει εμείς. Μια περίεργη αλυσίδα γεγονότων κομβικής σημασίας μας συμβαίνουν και το ένα φέρνει το άλλο. Με τον ίδιο τρόπο συνέβη και ζω στο Παρίσι από το 2013. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσα να πω πως «μπήκα» στη ζωγραφική γιατί έψαχνα ένα μέσο έκφρασης, αλλά πιστεύω πως δεν είναι μόνον αυτό, ούτε είναι τόσο απλοϊκά τα πράγματα. Η ενασχόληση μου, λοιπόν, με τον χώρο των εικαστικών είναι κάτι το οποίο, μαζί με όλα τα άλλα, με διαμορφώνει σε αυτό που είμαι αυτή τη στιγμή. Δεν είμαι ένας παθητικός άνθρωπος, ένας μοιρολάτρης, αλλά πιστεύω στις συγκυρίες, οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται συμπτωματικές… Βέβαια, οι συγκυρίες για να συμβούν, θα πρέπει κανείς να τολμάει στη ζωή του, αλλιώς το πιο πιθανό είναι να μη συμβεί τίποτα. Όταν ρισκάρεις, διαμορφώνεσαι, ολοκληρώνεσαι και μαθαίνεις να ζεις. Έτσι τουλάχιστον το πέρασμα του χρόνου από πάνω σου μορφοποιείται σε κάποιο νόημα.
Οι δάσκαλοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί στην πορεία. Σου εμφυσούν την αγάπη ως προς το αντικείμενό σου, την υπομονή με την οποία πρέπει να σκύψεις πάνω από το απαιτούμενο και, στη συνέχεια, την καλλιέργεια του νου, ώστε να έχεις τα μάτια σου όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά. Να μπορείς να βλέπεις έναν πίνακα ζωγραφικής και να είσαι ικανός να τον διαβάσεις στην κυριολεξία. Να βρεις τις ρίζες του. Να βρεις τις εικαστικές σου συγγένειες. Ακόμη κι αν ένα έργο δεν σου αρέσει, πρέπει να έχεις την ικανότητα να πάρεις κάτι από αυτό και να ωφεληθείς. Στη συνέχεια, η μελέτη πάνω στα έργα και στις ζωές των καλλιτεχνών –αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα–, γίνονται οι εκάστοτε επιρροές σου και οι εφήμεροι δάσκαλοί σου. Προσωπικά, εικαστικούς παππούδες έχω κυρίως από την περίοδο του κινήματος Νταντά και της Νέας Αντικειμενικότητας.
Η έμπνευση, το ταλέντο και οι ιδέες δεν έρχονται από μόνα τους, θέλουν καλλιέργεια και επιμονή. Έτσι η ζωγραφική με οδήγησε στην οξυγραφία για να βρω ποιότητες γραφής και πλούτο υφών. Η σχεδόν ψυχαναγκαστική «κουζίνα» της χαρακτικής (με τις αναθυμιάσεις της που λατρεύω), με οδήγησε στο χρώμα. Το χρώμα στη χαρακτική είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο τεχνικής αλλά και αισθητικής. Από κει και πέρα, η πληθώρα χαρακτικών με έκανε να αρχίσω να καταστρέφω τα τυπωμένα χαρτιά μου και να τα κόβω κομματάκια. Τα χιλιάδες μικρά κομματάκια χαρτιών με οδήγησαν στη σύνθεση νέων έργων, σε ένα ατελείωτο παζλ. Ταυτόχρονα, μπήκα στη διαδικασία του ραψίματος στο χέρι για να σταθεροποιώ τα κομματάκια. Κάθε κομματάκι χαρτιού, με το αντίστοιχο χρώμα κλωστής. Δεν άργησε να έρθει το animation που έδωσε κίνηση και ζωντάνια στους ήρωές μου. Ένα πεταμένο εικόνισμα έξω από μια εκκλησία, στη Σέριφο, με έβαλε στον κόσμο της αγιογραφίας. Μαζεύω μεταλλικά εικονίσματα και ράβω πάνω τους κομματάκια χαρακτικών μου. Πρόσφατα ξαναμπήκε στη ζωή μου ο μουσαμάς και τα λάδια… Μη νομίζετε πως εγώ δεν ξαφνιάζομαι από όλα αυτά… Πολλές φορές νιώθω πως είμαι ένας θεατής όσων μου συμβαίνουν… Επίσης, κάτι σημαντικό για μένα, είναι οι τίτλοι που βάζω στα έργα μου, κάνοντας τον θεατή-αναγνώστη να τα διαβάζει με τη δική μου οπτική και αισθητική. Παραθέτω μερικούς: «Τα πέτρινα λιοντάρια στην άκρη της νύχτας», «Ο χασάπης της Λεωφόρου», «Απροσδιόριστη λανθάνουσα ανησυχία», «Όταν η μνήμη ατονεί», «Τα εκκεντρικά κουμ-κουατ», «Όταν το παιχνίδι οδηγεί σε δράμα» κ.ά.
β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;
Δεν μου αρέσουν τα περισσότερα από όσα βλέπω στις διάσημες γκαλερί, στο Παρίσι. Επικρατεί η αισθητική της ευκολίας. Όπως ακριβώς μας την πασάρουν από τις τηλεοπτικές εκπομπές, από τα σουπερμάρκετ, τις βιτρίνες των μαγαζιών, δηλαδή, το καλουπωμένο, το εύπεπτο, το φασόν, το εμπορικό, το γυαλιστερό… Έτσι έχει εκπαιδευτεί το κοινό από το σύστημα. Εύκολη τροφή για το μυαλό, «μην προβληματίζεσαι, μη σκέπτεσαι». Το ίδιο συμβαίνει και στον χώρο μας. Τα χρηματικά ποσά που διακινούνται είναι ασύλληπτα και τελειώνουν σε πολλά μηδενικά. Αναφέρομαι όμως σε άλλους καλλιτέχνες και σε άλλο αγοραστικό κοινό (όχι απαραίτητα Γάλλων…) Από την άλλη, υπάρχει μια εμπορική γραμμή από τους γκαλερίστες, με βασικό στόχο την οικονομική απόδοση. Ένας γκαλερίστας δεν είναι πάντα λάτρης της τέχνης, αλλά είναι ένας επιχειρηματίας και αυτό λέει πολλά… Το κέρδος είναι και το καρότο στην κούρσα, αυτό και το μοναδικό κριτήριο. Όσο για την Ελλάδα, η οικονομική κρίση του 2008 και στη συνέχεια η πανδημία, κάνουν ακόμη το τοπίο πολύ θολό και δύσκολο.
Την εικαστική τάση που επικρατεί, την ονομάζουν ακόμη «αφηρημένο εξπρεσιονισμό», πιστεύω όμως πως γίνεται από βιασύνη ή ευκολία. Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός ήταν ένα μεταπολεμικό κίνημα το οποίο ξεκίνησε το 1945 και ήδη από τη δεκαετία του ʼ60, η εικαστική τάση είχε αρχίσει να μετατοπίζεται προς την αισθητική της ποπ αρτ. Άρα, αυτό που βλέπουμε δεν μπορεί να λέγεται ακόμη «αφηρημένος εξπρεσιονισμός», ένα κίνημα που ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων της εποχής εκείνης… Στο μέλλον, οι ιστορικοί τέχνης θα βάλουν ένα όνομα και σε αυτή την περίοδο των εικαστικών.
γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;
Έχουμε καθυστερήσει και τρέχουμε να προλάβουμε. Κάνουμε ό,τι μπορούμε… Αν και γίνονται πράγματα, δεν υπάρχει στην κουλτούρα μας, στην εκπαίδευσή μας, η ενασχόλησή μας με τα εικαστικά, ούτε καν ως θεατές. Η εικαστική κριτική απαιτεί μελέτη και γερές βάσεις. Υπάρχουν ιστορικοί τέχνης που ασκούν κριτική και θα ήταν καλό να υπήρχαν ακόμη περισσότεροι και να γράφουν με γνώμονα τις γνώσεις τους και μόνο. Στη Γαλλία βλέπεις μέσα στα μουσεία σχολεία με τους δασκάλους τους να κάνουν αναλύσεις επί των αναλύσεων μπροστά από τα έργα τέχνης και τα παιδιά να είναι αθόρυβα, αφοσιωμένα και να συμμετέχουν όλα με αληθινό ενδιαφέρον, σοβαρότητα και θέληση να ρουφήξουν τη γνώση. Μέσα στα μουσεία, τα παιδιά ξέρουν πολύ καλά πού βρίσκονται, για παράδειγμα δεν κυνηγάει το ένα το άλλο και οι διάλογοι γίνονται χαμηλόφωνα, σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα…
δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική);
Πάρα πολύ. Η οικονομική κρίση άλλαξε τον χάρτη με τις γκαλερί, πολλές έκλεισαν και οι συλλέκτες μαζεύτηκαν. Ήρθε και ο covid και αποτέλειωσε την ήδη φτωχή δραστηριότητα… Σίγουρα τα ντεπό των καλλιτεχνών είναι γεμάτα…
ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Η ατομική μου έκθεση στην γκαλερί Ζουμπουλάκη από τις 13.1.2022 μέχρι τις 5.2, με τον τίτλο «Μεταποίηση». Τα επόμενα animation που φτιάχνω, καθώς και οι ελαιογραφίες Αγίων σε μουσαμά. Φυσικά τη χαρακτική δεν την παρατώ… Συνεχίζω να κάνω αυτά που ξέρω και, με τη σειρά τους, όλα αυτά θα με οδηγήσουν και πάλι, κάπου αλλού…