Ζωγραφική (λεπτομέρεια): Μαρία Φιλοπούλου

Διονύσιος Σκλήρης

Επιμέλεια ανθρώπινου εαυτού σε μετα-ανθρώπινους καιρούς

Θεοφάνης Τάσης, Ψηφιακός Ανθρωπισμός. Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη, Αρμός, Αθήνα 2019

Στο βιβλίο κατ’ αρχήν περιγράφεται η σύγχρονη «εικονιστική κοινωνία» ως μια κοινωνία όπου η εικόνα κυριαρχεί σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες χάρη σε πρωτοφανείς τεχνικές δυνατότητες παραγωγής και διακίνησης εικόνων, με αποτέλεσμα την τάση για εξαΰλωση των αγαθών και των σχέσεων. Ο έως τώρα νεωτερικός κόσμος του δημόσιου χώρου και του έθνους-κράτους ασθμαίνει για να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, όπως αγωνιά και η ίδια η ανθρώπινη υποκειμενικότητα του καθενός μας για την προσαρμογή. Σε αυτό το άγχος ανταποκρίνεται η ιδεολογία του «υπερανθρωπισμού» (transhumanism), η οποία προτείνει είτε μια γενετική τροποποίηση του ανθρώπου για τη βελτιστοποίηση των ικανοτήτων του, είτε την εξέλιξη σε έναν υβριδικό κυβερνο-οργανισμό που θα αλληλεπιδρά με το εικονιστικό περιβάλλον, είτε συνδυασμό των δύο. Ενώ δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο μιας τελικής κατίσχυσης της τεχνητής νοημοσύνης επί της βιολογικής.

Το εκκρεμές μεταξύ «πληθωριστικής ελευθερίας» και «αλγοριθμικής ευκολίας»

Το χαρακτηριστικό της εποχής μας, κατά τον Θεοφάνη Τάση, είναι ότι παραδόξως η αυτονομία μας σήμερα δεν κινδυνεύει από την έλλειψη ή την εμπόδιση της ελευθερίας μας, όπως στις απαρχές της νεωτερικότητας, αλλά, αντιστρόφως, από την «πληθωριστική ελευθερία», όταν μια εκθετική αύξηση των επιλογών προκαλεί νευρωτικό άγχος και διάλυση στο υποκείμενο. Ενώ μια πρώτη φάση της τεχνολογικής εξέλιξης οδήγησε σε διευκολύνσεις του σώματος με το να μη χρειάζεται να καταβάλουμε σωματικό μόχθο, η σημερινή οδηγεί κατεξοχήν σε ευκολίες του πνεύματος, όταν οι αλγόριθμοι εμφανίζονται να ξέρουν τις «επιλογές σου» καλύτερα από τη δική σου συνείδηση. Βεβαίως, η χρήση παρόμοιων αλγορίθμων καταπραΰνει το άγχος του νευρωτικού υποκειμένου που κατακλύζεται από δυνατότητες, στο τέλος, όμως, κινδυνεύουν να υποκαταστήσουν την υποκειμενική συνείδηση από την αυτονομημένη τεχνητή νοημοσύνη. Ο ολοκληρωτισμός του μέλλοντος έρχεται έτσι όχι μέσω της καταπίεσης και της καταστολής, αλλά μέσω ενός διπόλου αφενός πληθωριστικής ελευθερίας και, αφετέρου, προτάσεων αλγοριθμικής ευκολίας που απαλλάσσουν το υποκείμενο από τα βαρέα και δυσβάστακτα φορτία που έχει επωμιστεί.

Ένα συναφές παράδοξο της εποχής μας είναι ότι ο κατακλυσμός της αφηρημένης πληροφορίας δεν οδηγεί μόνο σε ένα υποκείμενο υπερβολικά εγκεφαλικό και διανοητικό, αλλά επίσης και σε ένα υποκείμενο ακραίως θυμικό. Αυτό μάλλον συμβαίνει διότι καταλύεται το «ευσύνοπτον» κατά τον Αριστοτέλη, του δημόσιου λόγου, όπου κάποιος μπορεί να έχει θέα ταυτοχρόνως του συνόλου και των μερών μιας λογικής διαδικασίας και επιχειρηματολογίας. Αντιθέτως, ο βομβαρδισμός από συνεχή κομμάτια πληροφόρησης με σπάνια τη δυνατότητα συνθετικής κατανόησης, σε συνδυασμό με το αγχώδες κυνηγητό των ατομικών επιλογών, οδηγεί και σε υποκειμενικότητες που αντιδρούν με ακραίο θυμικό τρόπο, κυρίως με φθόνο, οργή και μισαλλοδοξία. Τα πιο επικίνδυνα παραδείγματα είναι εν προκειμένω ο διαδικτυακός εκφοβισμός (cyberbullying) και η διαδικτυακή διαπόμπευση (internet mobbing). Άλλες βαθύτερες διαθέσεις και στάσεις, όπως ο οίκτος, η συμπόνια, το πένθος και η παρηγορία εξαχνώνονται μέσα στη γρήγορη εναλλαγή των εικόνων, που δεν επιτρέπει την εμβύθιση στην υπαρξιακή τραγικότητα. Η εικονοκρατία γίνεται παραδόξως ταυτόχρονα και κυριαρχία της αφηρημένης αλγοριθμικής πληροφορίας, αλλά και θυμοκρατία.

Συναφείς εξελίξεις είναι ότι η καταιγιστική «πληθωριστική ελευθερία» επιλογών οδηγεί στο να κατανοούμε την ίδια την αλήθεια ως ζήτημα επιλογής. Η «πληθωριστική ελευθερία» εκβάλλει στη «μετα-αλήθεια» με την έννοια ότι το αποδομούμενο υποκείμενο καλείται να επιλέξει ταχύτατα μεταξύ εκδοχών αλήθειας, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να προσαρμόζονται επ’ αυτού μάλλον ανεπίγνωστα. Πρόκειται βέβαια για μια ριζοσπαστικοποίηση του πλουραλισμού ως αυταξίας, το οποίο ήδη υπάρχει στη νεωτερικότητα, με την κρίσιμη διαφορά ότι τώρα η αποχαλίνωση των χρόνων οδηγεί σε δυσκολία δημοκρατικού διαλόγου. Οπότε με την ίδια έννοια που η καταιγίδα επιλογών οδηγεί στη σαγήνη της πνευματικής τεμπελιάς να εμπιστευτείς αλγορίθμους που ξέρουν την «αλήθεια σου» καλύτερα από σένα, παρομοίως στο πολιτικό επίπεδο η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να αντικατασταθεί από την αυταρχική μετα-δημοκρατία, που θα υπηρετεί το ίδιο ζητούμενο διευκόλυνσης της πνευματικής οκνηρίας, όταν ο πολίτης θα έχει μη διαχειρίσιμη ποσότητα πληροφόρησης. Ακολουθώντας μια βασικά φιλελεύθερη πολιτική φιλοσοφία, ο Τάσης συνδέει αυτόν τον νέο εικονιστικό αυταρχισμό με το πολιτικό φαινόμενο του «εικονιστικού λαϊκισμού», που είναι η άλλη όψη του. Οι κατακερματισμένες θυμικές αντιδράσεις σε κατακλυσμό κομματιών από πληροφορίες εντέλει δύναται να κατατείνει κατ’ αυτήν την άποψη στην απόθεση της ελευθερίας σε έναν αυταρχικό ηγέτη. Το ατυχές βεβαίως είναι ότι μορφές αυταρχικών μεταδημοκρατιών ενδέχεται να είναι πιο λυσιτελείς στο νέο ψηφιακό περιβάλλον, οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο κρίσης της δημοκρατίας.

Βεβαίως, δεν πρόκειται καθόλου για ένα συντηρητικό ή κοινότοπα νοσταλγικό βιβλίο που θα τόνιζε μονομερώς τις καταστροφικές συνέπειες της ψηφιακής τεχνολογίας. Είναι σαφές ότι η εικονιστική κοινωνία προσφέρει νέα φόρα δημόσιου διαλόγου, νέες αφηγηματικές κοινότητες, νέες εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης, ακονίζοντας συχνά την πολιτική  υπευθυνότητα. Σε κάθε περίπτωση, ο θεωρητικός λόγος είναι ευκολότερο να διαγιγνώσκει τους άμεσους κινδύνους από το να προφητεύει τα μακροπρόθεσμα ή και τα εκ παραδρομής αγαθά που φέρνει η τεχνολογία στις ανθρώπινες σχέσεις και την πολιτική ζωή. Κυρίως, πρόκειται για ένα χρέος του στοχασμού να ενοπτριζόμαστε και το τι χάνουμε ανθρωπολογικώς και πολιτικώς, ώστε οι νέες ταχύτητες να μην καταργούν τον αναστοχασμό και να μην εξαντλούν αναγωγικά την ενσώματη συνείδηση στην αφηρημένη νοημοσύνη. 

Η επικαιρότητα της «φρονήσεως»

Η διεισδυτική περιγραφή, πάντως, δεν μπορεί παρά να εκβάλλει στην περισσότερο επίκαιρη από ποτέ θέση του ερωτήματος τι συνιστά εντέλει την ανθρωπινότητα. Ο Θεοφάνης Τάσης δεν σπεύδει να διαπραγματευθεί εξαντλητικά το φιλοσοφικό αυτό ερώτημα που είναι σήμερα πιο υπαρξιακό από ποτέ, αλλά το προσεγγίζει σταδιακά, κάνοντας διαδρομές μεταξύ αφενός της περιγραφής των σύγχρονων παθολογιών και αφετέρου εναλλακτικών εκδοχών διερώτησης για το τι συνιστά το ιδιαζόντως ανθρώπινον. Μια ενδεικτική αποφατική απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι ανθρωπινότητα είναι η μη αναγωγή στο σύνολο των δεδομένων μας, ότι ο άνθρωπος είναι εντέλει κάτι μυστηριωδώς παραπάνω από την ολικότητα των δεδομένων που παράγει. Ο Τάσης επίσης καταφεύγει σε μια καντιανού τύπου διερώτηση για τη μοναδικότητα του προσώπου που είναι ένας αυτοσκοπός, ο οποίος αντιστέκεται στον ωφελιμισμό. Λ.χ. δεν θεωρούμε αυτονοήτως ηθικό να θυσιάσουμε ένα θύμα τροχαίου για να σωθούν με τα όργανά του πολλές άλλες ζωές ή δεν θα καταδικάσουμε έναν αθώο ή και ένοχο μόνο για τις καλές συνέπειες του παραδειγματισμού. Αυτή η καντιανή δεοντοκρατική θέση του προσώπου ως αυτοσκοπού δείχνει να αντιστέκεται στον ντε φάκτο ωφελιμισμό, στον οποίο μας εθίζει η λογική των αλγορίθμων.

Ο Τάσης, πάντως, κυρίως οδηγεί τη διερώτηση σε μία τέχνη του βίου, όπου παραδόξως το πολύ σύγχρονο συναντά γόνιμα το πολύ παραδοσιακό. Γιατί ο Τάσης, παραδέχεται μεν την αδυναμία ελέγχου των ανθρωπολογικών αλλαγών που φέρνει η εικονιστική τεχνολογία, διερωτάται όμως ταυτόχρονα και για το πώς μπορεί να σωθεί το αυτόνομο υποκείμενο της νεωτερικότητας. Αλλά και αναδιφεί ταυτοχρόνως την παλαιότερη ελληνική φιλοσοφική παράδοση της «φρονήσεως» και της «επιμελείας εαυτού», με ένα πνεύμα άλλοτε αριστοτελικό και άλλοτε επικούρειο, με σκοπό να αρθρώσει έναν οπωσδήποτε «αντιστασιακό» ανθρωπισμό σε μια ψηφιακή εποχή. Αρχαίες ελληνικές αξίες, όπως η φρόνηση, το μέτρο του «μηδέν άγαν» και η διαύγαση των παθών, που ήταν ζητούμενες κυρίως στην κλασική και ύστερη αρχαιότητα, καθίστανται εκ νέου επίκαιρες για να διασωθεί μια μετρημένη ανθρωπινότητα, την οποία ο Τάσης δεν ορίζει τελεσίδικα, αλλά παρουσιάζει ως διαχρονικώς επιθυμητή.

Διερωτήσεις για τη χρονικότητα του υποκειμένου στην εικονιστική εποχή

Έχει βεβαίως ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Τάσης μας καταδεικνύει στο βιβλίο του ότι η εικονιστική κοινωνία προωθεί τη «βιομηχανία των τεχνών του βίου», με μια πληθωρική πρόταση στρατηγικών αυτοβοήθειας, πρακτικών διαλογισμού, όπως το mindfulness ή και την ψηφιακή αποτοξίνωση σε ειδικά κέντρα (digital detox retreats). Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να διερωτηθεί σε τι διαφέρουν προτάσεις όπως αυτές που κάνει ο Τάσης για την «επιμέλεια εαυτού», από την υπόλοιπη πληθώρα προτάσεων που ούτως ή άλλως θάλλουν στην εικονιστική κοινωνία μας. Ίσως μια απάντηση να είναι ότι οι προτάσεις βίου των σύγχρονων «βιομηχανιών» έχουν μια έμφαση στο παρόν, στη βίωση του «εδώ και τώρα» που ανταποκρίνονται στην «ψυχική υποθερμία» του εικονιστικού υποκειμένου, το οποίο έχει ανάγκη από συνεχή συγκινησιακή συναρπαγή, σε συνδυασμό, οπωσδήποτε, με καταπραΰνσεις παροδικών καταφυγίων αποφόρτισης. Ενώ ο Τάσης εισηγείται, αντιθέτως, μια ωριμότερη σχέση με τη χρονικότητα, όπου η επιμέλεια εαυτού μπορεί να περιλαμβάνει και αποσύρσεις, επαναφορές και επανερμηνεύσεις της παράδοσης, αρχαίας και νεωτερικής, στα αιτήματα του παρόντος, καθώς και αναστοχασμό για το πώς θα ορίσουμε την ανθρωπινότητά μας στο μέλλον.

Ενδιαφέρον, επίσης, έχει η παρατήρηση του Τάση για τις νέες αξίες που αναδύονται, ενίοτε με διαλεκτικό τρόπο. Λ.χ. η απώλεια του πιο αδιαμεσολάβητου ενσώματου βίου για χάρη του διαμεσολαβημένου από την ψηφιακή εικόνα δεν οδηγεί σε μία μονότροπη πορεία προς τη ψευδαίσθηση, αλλά προκαλεί αντίρροπα μια νέα λατρεία της αυθεντικότητας ή και της μοναδικότητας, που αναδεικνύονται σε προτεραιότητα του διαδικτυακού κυνηγιού. Η δυνατότητα όλοι μας να αυτοσκηνοθετούμαστε οδηγεί σε μία άμιλλα ποιος θα είναι ο πιο αυθεντικός και ιδιαίτερος, με αποτέλεσμα πιο λεπτουργημένες εξατομικεύσεις –κάτι που, παρεμπιπτόντως, μπορεί και να συνιστά μια πρόοδο σε σχέση με παλαιότερες άκριτες ομαδοποιήσεις–, αλλά και στο αυτοηττώμενο εγχείρημα ότι η νέα κατηγορική προσταγή για αυθεντικότητα δεν μπορεί παρά να είναι η κατεξοχήν αναυθεντικότητα ως μια νευρωτική αυθεντικότητα.

Παρομοίως και στη σχέση με τη χρονικότητα. Ενώ η βασική ερμηνευτική του Τάση είναι ότι το εικονιστικό υποκείμενο είναι αυτό της «εδώ και τώρα» συγκίνησης, ωστόσο, διαπιστώνουμε κατεξοχήν στην εικονιστική κοινωνία την αναδίφηση του παρελθόντος για άγρα εμπειριών, όταν δεν μας φτάνει το παρόν, με αποτέλεσμα τη λατρεία του vintage, του εντέχνως επιτηδευμένου παλαιακού, που επανέρχεται για να μας προσφέρει τη συγκίνηση του σπάνιου μέσα από την ψηφιοποιημένη νοσταλγία. Ενώ και η συνεχής διαμεσολάβηση των εμπειριών σημαίνει ότι υπάρχουν δύο χρόνοι, αφενός αυτός της εμβίωσης και αφετέρου αυτός της έκθεσης της εμπειρίας στη διαδικτυακή κοινότητα. Οι δύο αυτοί χρόνοι μπορεί και να συμπίπτουν εντέλει στο βάθος της τάσης αυτής, που τη βλέπουμε με τα lifelogs, όπου ο χρήστης αυτοπαρακολουθείται και καταγράφει σε πραγματικό χρόνο τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια όλου του 24ώρου (κάτι που παρεμπιπτόντως θυμίζει τις αναφορές του πρώιμου Λούθηρου ότι εξομολογείτο σε πραγματικό χρόνο τους αμαρτωλούς λογισμούς του στον πνευματικό του με αποτέλεσμα η εξομολόγηση να διαρκεί μέχρι και έξι ώρες). Μπορεί, όμως, και να προσφέρουν δυνατότητες διαμεσολαβημένης επαναβίωσης της πρώην ή της απολεσθείσας εμπειρίας με τη λατρεία του βίντατζ ή με την εμμονή στην ανασύνθεση παλαιότερων εποχών, το οποίο και είναι το άλλο άκρο του εκκρεμούς.

Η επιμέλεια ενός ανθρώπινου εαυτού εμμένει και στο ότι συναισθήματα, όπως η αιδώς, οι τύψεις, το φιλότιμο και η ενσυναίσθηση δεν είναι αναγώγιμα σε αλγορίθμους, καθώς συνιστούν μια ενσώματη συνείδηση που αντιστέκεται στην εξαΰλωση των δεδομένων της νοημοσύνης. Επίσης, δεν μπορεί η ανθρώπινη εμπειρία των παθών ούτε καν να αναχθεί αποκλειστικά σε νευροβιολογικές διεργασίες. Ο Τάσης αντιστέκεται στον αφελή φυσικαλισμό που είναι η άλλη όψη «υπερανθρωπιστικών» (transhumanist) θεωριών και εμμένει στην ανθρωπινότητα ως μια συνθήκη που διαμορφώνεται κυρίως από την ενσώματη συνείδηση της θνητότητας. Η ανθρώπινη ενσώματη συνείδηση προχωρά συχνά μέσα από αντιφάσεις και αντινομίες, όντας εξαιρετικά ευλύγιστη. Μία σύγχρονη επιμέλεια εαυτού, όπως αυτή που προτείνει ο Θεοφάνης Τάσης, θα μπορεί να αναλάβει ακόμη και την αντιφατικότητα του προσώπου, προβαίνοντας σε μια ανθρωπιστική ερμηνευτική σημαντικών πνευματικών επιτευγμάτων του παρελθόντος που αποτελούν κριτήρια διαύγασης του τι είναι ο άνθρωπος σε μια εποχή κινδύνων σύγχυσης με το μη ανθρώπινο.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή