Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) θεωρείται μαζί με τον Χρήστο Γιανναρά ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεολόγους του προσώπου, καθώς επέμεινε στην οντολογική σημασία της έννοιας και στις συνέπειές της για μια ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Πολλές από τις προϋποθέσεις και τις θεματικές στη θεολογία του προσώπου παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ των δύο στοχαστών, όπως και οι καινοτομίες στη διαπραγμάτευσή τους: πρόσωπο και φύση, υπόσταση και ουσία, ετερότητα και κοινωνία, η εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα είναι ορισμένα από τα κοινά θέματα (Papanikolaou: 2008, 232-245). Ωστόσο, θα ήταν ίσως ακόμη πιο ενδιαφέρον στο πλαίσιο μιας συνολικής αποτίμησης το να εντοπίσει κανείς τις σημαίνουσες διαφορές στη διαπραγμάτευση των ίδιων θεμάτων από τους δύο σημαντικότερους εκφραστές της θεολογίας του προσώπου. Μεταξύ πολλών θεματικών, θα επιλέξουμε μία η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της σκέψης και των δύο, έχοντας μεγάλες ανθρωπολογικές και υπαρξιακές συνέπειες: Τι σημαίνει ο έρωτας και η αγάπη. Ενώ, δηλαδή, και οι δύο στοχαστές τονίζουν την οντολογία της σχέσης και ότι το πρόσωπο είναι μια ταυτότητα που προκύπτει από την κοινωνία χωρίς να προϋπάρχει της σχέσεως, θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα το ανθρωπολογικό ζήτημα και να δούμε τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο οι δύο επιφανείς «προσωπολόγοι» διαπραγματεύονται τα δύο αυτά σημαίνοντα.
Η διαφορά μεταξύ εσχατολογικής και αποφατικής θεολογικής μεθόδου

Μπορούμε κατ’ αρχήν να παρατηρήσουμε ότι υπάρχει μία διαφορά στη θεολογική μεθοδολογία των δύο στοχαστών από την οποία ξεκινά η διακριτή κατανόηση. Η μέθοδος του Χρήστου Γιανναρά είναι θεμελιωδώς «αποφατική», ενώ του Ιωάννη Ζηζιούλα «εσχατολογική». Στην παράδοση του Βλαντίμιρ Λόσκι, που ακολουθεί ο Γιανναράς, ακρογωνιαίος λίθος είναι ο αποφατισμός ως θεολογική επιστημολογία, δηλαδή η άρνηση να εξαντλήσουμε την αλήθεια στη διατύπωσή της, ενώ η αρχή της σκέψης του Μητροπολίτη Περγάμου είναι η εσχατολογία, και ειδικότερα το γεγονός ότι η πραγματική οντολογική κατάσταση των όντων θα αποκαλυφθεί σε ένα εσχατολογικό μέλλον που δεν έχει ακόμη συμβεί. Το ερώτημα πώς θα είναι τα όντα στην εσχατολογική τους κατάσταση αποκτά κεντρική θέση στη σκέψη του Ιωάννη Ζηζιούλα ως το τελικό κριτήριο για την αλήθεια των όντων. Το ενδιαφέρον είναι ότι αν και τα έσχατα βρίσκονται στο τέλος της Ιστορίας και δεν έχουν συμβεί ακόμη, αυτό δεν οδηγεί τη σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου σε μία μονομερή υπογράμμιση του αποφατισμού, αλλά και σε μία έμμεση καταφατική θεολογία βασιζόμενη στη Θεία Ευχαριστία ως πρόληψη των εσχάτων. Το γεγονός αυτό έχει συνέπειες για το θέμα μας. Εννοούμε ότι η μη δυνατότητα θετικιστικής γνώσης για την αλήθεια του ανθρώπου στην εσχατολογική Βασιλεία θα μπορούσε κατεξοχήν να σημαίνει μία σύνδεση της εσχατολογικής θεολογικής μεθόδου με τον αποφατισμό. Ωστόσο, παραδόξως, στη σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου κυριαρχεί περισσότερο το αίτημα για μια «καταφατική Θεολογία», η οποία βασίζεται στο «ήδη και όχι ακόμη», δηλαδή στο γεγονός ότι ο Χριστός μέσα στην Ιστορία έχει πραγματοποιήσει εν Πνεύματι τον εσχατολογικό τρόπο υπάρξεως και αυτή η εισβολή των εσχάτων συμβαίνει επικλητικά σε κάθε Θεία Ευχαριστία, δίνοντας το δικαίωμα σε κάθε θεολόγο να ερμηνεύσει τι είναι το καινό που φέρνει ο Χριστός και πώς διακρίνεται από την ιστορική συνθήκη.
Στην «καταφατική» Θεολογία του Ιωάννη Ζηζιούλα μπορούμε να εντοπίσουμε στοιχεία των ανθρωπίνων σχέσεων, τα οποία, δια της εντάξεώς τους στην Ευχαριστία, εικονίζουν την εσχατολογική αλήθεια της αγάπης, ενώ στην «αποφατική» Θεολογία του Χρήστου Γιανναρά υπάρχει μια μεγαλύτερη διστακτικότητα στο να ορίσουμε θετικές πλευρές του πώς θα είναι ο εσχατολογικός τρόπος υπάρξεως. Η άλλη, όμως, πλευρά αυτής της προσοχής είναι μια έμφαση του Γιανναρά στη δυναμικότητα του αθλήματος των ανθρωπίνων σχέσεων που δεν μπορούν να αποκρυσταλλωθούν τελεσίδικα σε μία δομή, αλλά η υπαρκτική τους γνησιότητα τίθεται διαρκώς υπό κρίση. Αυτό που θα θέλαμε να παρατηρήσουμε είναι ότι, παραδόξως, ο αποφατισμός του Γιανναρά τον οδηγεί σε μία μεγαλύτερη συμπεριληπτικότητα∙ καθώς το άθλημα των σχέσεων είναι δυναμικό, μέσα στην Ιστορία μπορούν να συνυπάρξουν και να συναυξηθούν ο σίτος και τα ζιζάνια, αναμένοντας να έρθει η κρίση της υπαρκτικής γνησιότητας στο μέλλον. Με την έννοια αυτή μπορεί να ενταχθεί στην Εκκλησία ως μυστήριο ο γάμος σε όλη την αυθυπερβατική του δυναμική, καθώς τα βιολογικά ένστικτα μεταμορφώνονται σε έναν εικονισμό της αγάπης του Θεού, χωρίς όμως αυτό να γίνεται με έναν τρόπο μαγικό ή απλώς δομικό (Yannaras: 2010, 216-218). Είναι, εξάλλου, σημαντικό ότι ο Γιανναράς συνδέει την έννοια της ενέργειας με αυτήν του προσώπου, θεωρώντας ότι το πρόσωπο δεν μπορεί να πραγματωθεί ει μη διά της ενεργείας του, ενώ ο Ζηζιούλας θεωρεί την ενέργεια κυρίως ως φυσική, όχι προσωπική, ενώ εντοπίζει τον προσωπικό τρόπο υπάρξεως περισσότερο σε θεσμούς και δομές της Εκκλησίας που εικονίζουν το τριαδικό αρχέτυπο και τη Μοναρχία του Πατρός.
Η κριτική του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη στο ερωτικό γεγονός
Εντέλει, το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης Περγάμου ξεκινά μεθοδολογικώς από την εσχατολογία αντί για τον αποφατισμό σημαίνει εν τέλει ότι η κριτική του προς ανθρώπινες σχέσεις που βλέπουμε μέσα στη φύση και την Ιστορία είναι οξύτερη. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας διατυπώνει μια έννοια αγάπης, βασιζόμενης στην Αγία Τριάδα, την οποία αντιπαραθέτει εντόνως προς τον έρωτα μεταξύ των ανθρώπινων προσώπων, ο οποίος βασίζεται στην έλξη από συγκεκριμένες ιδιότητες. Εδώ μπορούμε να κάνουμε μία τριπλή διάκριση ανάμεσα στην αγάπη, τον έρωτα και τη βιολογική αναπαραγωγή, αν και τα δύο τελευταία δείχνουν μάλλον να συνδέονται στη σκέψη του Ζηζιούλα, αντιπαρατιθέμενα προς την αγάπη. Ως κριτική στον έρωτα εν γένει αναφέρεται ότι αυτός βασίζεται στις ιδιότητες του ερώμενου και άρα δεν είναι απολύτως ελεύθερος όπως μια αγάπη που θα προκαλείτο από την απόλυτη ετερότητα του αγαπώντος, συνιστώντας μία επίσης απόλυτη ετερότητα του αγαπωμένου. Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος τελεί σε κατάσταση έρωτα, αυτό δεν μπορεί παρά να έχει κάποια σχέση με τις ιδιότητες του ερώμενου, είτε πρόκειται για έμφυλη σχέση, είτε ακόμη και για ιδεώδη ή και για τον θείο έρωτα. Αντιθέτως, το ριζικό που κομίζει η χριστιανική αγάπη είναι ότι συμπεριλαμβάνει τον αμαρτωλό, τον άσχημο, ακόμη και τον εχθρό, δηλαδή πρόσωπα που οι ιδιότητές τους είναι μη ελκυστικές, αλλά απωθητικές.
Ακόμη πιο οξεία, όμως, είναι η κριτική προς τη βιολογική αναπαραγωγή. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας επιμένει να βλέπει τον τοκετό, ουσιαστικά, ως γέννηση του θανάτου, καθώς γεννιέται ένα μέλος του είδους που προορίζεται να πεθάνει. Θεωρεί ότι η αναπαραγωγή έχει το πάθος της οντολογικής αναγκαιότητας, καθώς συνδέεται με το φυσικό ένστικτο (Zizioulas: 1985, 50). Η «αποτυχία» της επιβίωσης της βιολογικής υπόστασης δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου επίκτητου σφάλματος ηθικού είδους, λ.χ. μιας παράβασης, αλλά της ίδιας της σύστασης της υπόστασης μέσα από την πράξη διαιώνισης του είδους. Αυτό για τον Ζηζιούλα σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως βιολογική υπόσταση είναι εγγενώς μια τραγική μορφή. Γεννιέται μεν ως αποτέλεσμα ενός εκστατικού γεγονότος, του έρωτα, αλλά το γεγονός αυτό είναι συνυφασμένο με τη φυσική αναγκαιότητα και ως εκ τούτου στερείται οντολογικής ελευθερίας. Γεννιέται ως υποστατικό γεγονός, ως σώμα, αλλά το γεγονός αυτό είναι συνυφασμένο με την ατομικότητα και τον θάνατο (Zizioulas: 1985, 52).
Για να διασωθεί ο έρως ως γεγονός εσχατολογικής κοινωνίας, ο Ζηζιούλας θέτει ορισμένες αυστηρές οντολογικές προϋποθέσεις. Για να είναι ο έρωτας μια πραγματική έκφραση της ετερότητας με την προσωπική έννοια, χρειάζεται να είναι όχι απλώς εκστατικός, αλλά επίσης και κυρίως υποστατικός: χρειάζεται να προκαλείται από την ελεύθερη κίνηση ενός συγκεκριμένου όντος και να έχει ως τελικό προορισμό ένα άλλο συγκεκριμένο ον. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να συμβεί ούτε στη σεξουαλική ούτε στην «πλατωνική» μορφή του έρωτα. Στην περίπτωση του σεξουαλικού έρωτα, η ερωτική κίνηση πηγάζει από τον εαυτό και υπαγορεύεται από τους νόμους της φύσης. Δεν προκαλείται από τον Άλλο ούτε κατευθύνεται τελικά προς τον Άλλο. Όμως, και στην περίπτωση του «πλατωνικού έρωτα» ο άλλος χρησιμοποιείται ως μέσο για τη συμμετοχή σε μια ιδέα (Zizioulas: 2006, 71-72). Ενώ ο έρως εν γένει βασίζεται σε μία έλξη από φυσικές ιδιότητες, είτε σωματικές, στην πιο ενστικτώδη εκδοχή του, είτε πνευματικές, ψυχολογικές κ.ο.κ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο Άλλος αποδεικνύεται επιφαινόμενο και όχι συστατικός οντολογικός παράγοντας. Αν και η ερωτική κίνηση φαίνεται να σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο ον, αυτό το ον δεν είναι μοναδικό με απόλυτη έννοια –μάλλον «χρησιμοποιείται» ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, είτε πρόκειται για την ικανοποίηση μιας φυσικής ορμής και ενός σκοπού είτε για μια πνευματική μετάθεση σε ένα ιδεώδες.
Μια άλλη ένσταση που εγείρεται από τον Ιωάννη Ζηζιούλα είναι αν η αξίωση της ετερότητας ως απόλυτης μοναδικότητας που προσιδιάζει ειδικά στον έρωτα μπορεί να κατανοηθεί ως αξίωση αποκλειστικότητας με τρόπο που να αντιστρατεύεται την καθολικότητα της εκκλησιαστικής κοινωνίας: αν ο ερώμενος είναι απόλυτα μοναδικός και ο μόνος πραγματικά και απόλυτα Άλλος, υπάρχει ακόμα χώρος για άλλα συγκεκριμένα όντα να είναι Άλλα με την αληθινή έννοια; Κατά τον Ιωάννη Ζηζιούλα, η αποκλειστικότητα προϋποθέτει τον ατομικισμό και μπορεί να έχει νόημα στην περίπτωση του έρωτα μόνο αν η ερωτική σχέση υπαγορεύεται από τη φύση και συλλαμβάνεται και βιώνεται ψυχολογικά και όχι οντολογικά, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα στην κοινή μας εμπειρία (Zizioulas: 2006, 72-73). Το πρόβλημα με τη βιολογική γέννηση κατά τον Ζηζιούλα είναι ότι η ανθρώπινη φύση γεννά συγκεκριμένα όντα, των οποίων η ετερότητα πηγάζει από τον θάνατο άλλων ετεροτήτων και είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει άλλες ετερότητες εις βάρος της δικής της ιδιαιτερότητας. Ο βιολογικός μηχανισμός της ανθρώπινης αναπαραγωγής συνίσταται σε έναν νόμο της φύσης που προηγείται της εμφάνισης του ιδιαίτερου όντος και αποσκοπεί στην εξασφάλιση της επιβίωσης του είδους, δηλαδή του γενικού. Ο μηχανισμός αυτός συνδέεται με μια διαδικασία θανάτου, δηλαδή εξαφάνισης του ιδιαίτερου στο κοινό, της υπόστασης στη φύση. Οι απόγονοι και εντέλει το είδος του ανθρώπου επιβιώνει, όμως τα συγκεκριμένα πρόσωπα των γονέων πεθαίνουν και μάλιστα το γήρας ως προγραμματισμένος θάνατος συμπίπτει με το τέλος της αναπαραγωγικής δυνατότητας. Αυτή η γέννηση ενός ιδιαίτερου ανθρώπινου όντος, που είναι προϊόν ενός μηχανισμού θανάτου, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια σύγκρουση μεταξύ προσώπου και φύσης στο οντολογικό επίπεδο (Zizioulas: 2006, 57-59). Για τον Ζηζιούλα, η σεξουαλική αναπαραγωγή και η βιολογική γέννηση συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης σχέσης, που την προκάλεσε και την κατέστησε δυνατή, υπαγορεύεται πλήρως και αναπόφευκτα από τη φύση εις βάρος του συγκεκριμένου όντος.
Για τον Γιανναρά, αντιθέτως, αν και η σεξουαλική επιθυμία μπορεί όντως να είναι σαφώς ατομικιστική, πραγματικά ένας «τρόπος του θανάτου», όμως ταυτόχρονα, όπως συνυπάρχουν ο σίτος και τα ζιζάνια, μπορεί και να είναι η ικανότητα του ανθρώπινου προσώπου να αγαπά ερωτικά, μια πραγματικότητα τόσο αναπόφευκτα συνυφασμένη με την ανθρώπινη συνθήκη ώστε να αποτελεί ένα «σημείον» της κοινωνίας της ύπαρξης του τριαδικού πρωτοτύπου (Yannaras: 1984). Το μυστήριο του γάμου μπορεί να αποτελεί μια ευλογημένη άσκηση, που οδηγεί το ζευγάρι στη ζωή της Τριάδας, μια ζωή αγάπης μέσω της αυθυπέρβασης. Ο Γιανναράς εξυμνεί τις αυθυπερβατικές, εκστατικές ικανότητες που ενυπάρχουν στη φυσική ορμή που οδηγεί τα ανθρώπινα όντα να αγαπούν ερωτικά το ένα το άλλο. Μια σχέση που έχει αρχικά υποκινηθεί από τη φυσική έλξη για τους σκοπούς της αναπαραγωγής, μπορεί μέσω της αυθυπερβατικής δυναμικής της ασκήσεως να φτάσει σε μια κατάσταση που «κέκτηται διδάσκαλον τὴν ἁγίαν Τριάδα», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Αγίου Ισαάκ του Σύρου (Yannaras: 2005). Χρειάζεται, πάντως, να επισημάνουμε ότι παρά την κριτική που ασκεί ο Ιωάννης Ζηζιούλας στο ερωτικό γεγονός, δεν πρόκειται για μια ολοκληρωτική απόρριψη, καθώς μάλιστα η θεματική του θείου έρωτος είναι ενταγμένη στην εκκλησιαστική παράδοση. Ο Ζηζιούλας δέχεται την εκστατική δυναμική του έρωτος, όμως επιμένει ότι μία οντολογία της αγάπης έχει ταυτοχρόνως την υποστατική διάσταση, καθώς η αγάπη του Θεού μας κάνει να υπάρχουμε με έναν νέο τρόπο (Zizioulas: 2013, 85-113).
Αντί συμπερασμάτων
Οι διαφορές στη θεολογική μεθοδολογία των δύο σημαντικότερων θεολόγων του προσώπου έχουν οδηγήσει σε διαφορετικές προσεγγίσεις της σκέψης τους, παρά την εντυπωσιακά κοινή θεματική και εμφάσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Γιανναράς ακολουθεί περισσότερο μια θεολογία «από τα κάτω προς τα πάνω», δηλαδή από την ανθρώπινη εμπειρία προς τη μεταφυσική μέσω της «εκστατικής αυθυπέρβασης», της οποίας ο έρως αποτελεί σημαντικό τροφοδότη. Αντιθέτως, ο Ιωάννης Ζηζιούλας ακολουθεί μία θεολογική κίνηση «από τα πάνω προς τα κάτω», ήτοι από την Αγία Τριάδα προς τον άνθρωπο, αλλά και «από το μέλλον προς το παρόν», ήτοι από την εσχατολογική βασιλεία προς την Ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι συλλαμβάνει το πρόσωπο όπως υπάρχει στην Αγία Τριάδα, χωρίς θάνατο, χωρίς διαδοχή, με απόλυτη ετερότητα και καθολικότητα και στη συνέχεια το εφαρμόζει στην ανθρωπολογία του προσώπου, έχοντας ως πυξίδα την εσχατολογική Χριστολογία. Κατά τον τρόπο αυτό, η χριστιανική αγάπη θεωρείται ότι έχει στοιχεία όπως η απόλυτη μοναδικότητα, η οποία υπερβαίνει την έλξη από φυσικές ιδιότητες, η απόλυτη ετερότητα, που ανθίσταται στην αναγωγή στο κοινό της φύσης, αλλά από την άλλη και η πλήρης καθολικότητα που υπερβαίνει την αποκλειστικότητα του ατομικισμού. Αυτές είναι οι κύριες οντολογικές βάσεις επί των οποίων ο Ζηζιούλας στηρίζει την κριτική του στο ερωτικό γεγονός, ως βασιζόμενο, αντιστοίχως, στη βιολογική ή πνευματική, εντέλει στη φυσική έλξη, καθώς και σε μία σχέση με τη βιολογική αναπαραγωγή ατομικοτήτων, ώστε το είδος να επιβιώνει σε βάρος του συγκεκριμένου προσώπου. Από την άλλη, θα μπορούσαμε να βρούμε σε ορισμένα σημεία της σκέψης του Ζηζιούλα μια καταξίωση της εκστατικής δυναμικής του έρωτος, σύμφωνα με τους χριστιανούς μυστικούς, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα πρόκειται για μια αποδραστική ψυχολογική φυγή, αλλά για μια υποστατική ενσάρκωση, που οδηγεί σε συγκεκριμένη προσωπική ύπαρξη κατά έναν καινό τρόπο.
Βιβλιογραφία
Larchet, Jean-Claude. Personne et nature ; La Trinité, Le Christ, L’homme : Contributions aux dialogues interorthodoxe et interchrétien contemporain. Παρίσι: Cerf, 2011.
Loudovikos, Nikolaos. «Person Instead of Grace and Dictated Otherness: John Zizioulas’ Final Theological Position?», The Heythrop Journal 52, τχ. 4 (2011): 684–99.
Papanikolaou, Aristotle. «Personhood and Its Exponents in Twentieth-Century Orthodox Theology». Στο The Cambridge Companion to Orthodox Christian Theology, επιμέλεια Elizabeth Theokritoff και Mary Cunningham, 232–45. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2008.
Yannaras, Christos. «In praise of marriage». INTAMS Journal for the Study of Marriage & Spirituality 16, τχ. 2 (2010): 216–18.
———. The Freedom of Morality. Μετάφραση Elizabeth Briere. Crestwood, Νέα Υόρκη: St. Vladimir’s Seminary Press, 1984.
———. Variations on the Song of Songs. Μετάφραση Norman Russell. Brookline, Μασαχουσέτη: Holy Cross Orthodox Press, 2005.
Zizioulas, John D. Being as Communion. Studies in Personhood and the Church. Λονδίνο: Darton, Longman and Todd, 1985.
———. Communion and Otherness. Further Studies in Personhood and the Church. Λονδίνο: T & T Clark, 2006.
———. «Person and Nature in the Theology of St. Maximus the Confessor». Στο Knowing the Purpose of Creation through the Resurrection-Proceedings of the Symposium on St Maximus the Confessor, October 18-21, 2012, επιμέλεια Maxim Vasiljević, 85–113. Καλιφόρνια: Sebastian Press, 2013.