© Ζωγραφική: Αλέξης Βερούκας

Αλέξης Βερούκας

«Ευτυχώς ονειρευόμαστε ακόμη»

α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής;

Πολύ ταιριαστό το ρήμα. Πάντα υπάρχει μια μικρή ιστορία για τα προσωπικά Εισόδια κάθε καλλιτέχνη στο πεδίο της τέχνης του. Με την έννοια της αφιερωμένης ζωής σε μια περιπέτεια εκτός των τειχών της καθιερωμένης κοινωνικότητας, της συνεργασίας, με τις όποιες εγγυήσεις και ασφάλειες αυτές παρέχουν. Στην περίπτωσή μου ήταν αφενός μια σχετική άνεση, πιτσιρίκι, να σχεδιάζω πορτρέτα με μολύβι που μοιάζαν αρκετά στο μοντέλο, αφετέρου η πατρική άρνηση και η καταπίεση προκειμένου να αποφύγω αυτήν την επιλογή, που μάλλον ενίσχυσε το πείσμα μου γι’ αυτήν. Είναι και κάποιες, νεφελώδεις τώρα, εικόνες από εσωτερικά εργαστηρίων που είχα ανακαλύψει στον δρόμο, έναν αγιογράφο πίσω από τη Μητρόπολη και έναν ζωγράφο στη Μιλτιάδου, κάπου χαμηλά από την Πραξιτέλους. Η μεγάλη αφορμή ήρθε το 1979 μαζί με τις συλλογές του Jeu de Paume και της Orangerie στην Εθνική Πινακοθήκη, την περίοδο που ετοίμαζαν το Musée d’Orsay. Ό,τι καλύτερο έγινε στη Γαλλία από τον Κουρμπέ ως τον Πικάσο. Ήμουνα μαγεμένος, σαν ένα παγκόσμιο θαύμα να εκτυλίχθηκε στην Αθήνα μπροστά μας. Έκτοτε, δεν νομίζω ποτέ να πέρασε απ’ το μυαλό μου ότι κάτι άλλο θα έκανα στη ζωή μου. Μια καλή τύχη μ’ έστειλε κοντά στον Τσαρούχη, βασικό ήρωα της εφηβείας μου, τον Αλέκο Φασιανό, τον Νίκο Στεφάνου, τους πιο πολύτιμους, δηλαδή. Έπειτα στη Σχολή στο Παρίσι, δώδεκα Έλληνες μοιραστήκαμε για 4-5 χρόνια το εργαστήριο ενός Ιταλού, του Λεονάρντο Κρεμονίνι. Ήμασταν κάτι σαν ανεξάρτητη κοινότητα εντός της Beaux-arts, με Ιταλό πρόεδρο. Δεν μου είναι δυνατό να μιλήσω για δικά μου έργα. Κάνω αυτό που ξέρω ότι πρέπει να κάνω για να μη με φάει η μελαγχολία. Αν κερδίζουν έναν λόγο ύπαρξης θα το κρίνουν κάποιοι θεατές τους, αν αισθανθούν την ανάγκη ν’ ασχοληθούν μαζί τους. Ίσως μόνο τα υλικά τους μπορώ να περιγράψω, που άλλωστε είναι τα γνωστά συνηθισμένα: κάρβουνο, τέμπερα, λάδι, παστέλ, με κάποιες τυχαίες κατά συγκυρία προσθήκες, όπως η άμμος, στερεωμένες σκόνες κ.λπ. Μόνο το έργο των ζωγράφων που θαύμασα και ζήλεψα μπορώ να περιγράψω με λόγια κι αυτό με ατέλειες γιατί όλα τα βιώματα στην Τέχνη δεν είναι απλό να ομολογηθούν.

β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;

Κασσάνδρες, δολοφόνοι κι ιατροδικαστές της ζωγραφικής κυκλοφορούν εδώ και 180 χρόνια γράφοντας μελέτες, μανιφέστα κ.λπ. για τα τέλη, τον θάνατό της. Η γνώμη μου είναι ότι όλον τον περασμένο αιώνα μπορεί να έγινε ανάγλυφη, τρισδιάστατη, να βγήκε απ’ το τελάρο και να περιφέρθηκε στις αίθουσες εκθέσεων με τα υλικά της σκηνογραφημένα εκτός πλαισίου, να αμφισβητήθηκε και να αποδομήθηκε περισσότερο η εξίσου με κάθε βεβαιότητα ή σύστημα αξιών του παρελθόντος –καμιά φορά με αληθοφανείς επιτυχημένες απόπειρες– όμως, όπως το αποδεικνύει η όλο και πυκνότερη-συχνότερη παρουσία της στα μουσεία, τα κέντρα τέχνης και τις φουάρ, είναι διαχρονική επιταγή από τη σπηλιά του ανθρώπινου γένους. Η οποιαδήποτε τεχνητή εικονική πραγματικότητα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το «παράθυρο» που ανοίγει ο ζωγράφος στο παραπέτασμα, το οποίο χωρίζει τον αισθητικό κόσμο που βιώνουμε από την φαινομενολογική εκδοχή του που εκείνος επινοεί, μετουσιωμένο με τα υλικά της τέχνης του. Όχι το υποκατάστατό του σε ψηφιοποιημένο αρχείο.

γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;

Έχουμε κριτικούς, και αρκετούς, καθώς γνωρίζω, αλλά δεν έχουμε κριτική. Με την έννοια ότι από το ʼ90 και μετά, με τη συρρίκνωση του ημερήσιου τύπου αλλά και των περιοδικών, δεν βρίσκουν βήμα και χώρο δημοσίευσης των κειμένων τους. Και οι λίγοι κριτικοί-δημοσιογράφοι επιβίωσαν γιατί συμβιβάστηκαν να καλύπτουν ένα συνολικό φάσμα πολιτιστικού ρεπορτάζ, εκτεινόμενο ως τις στήλες των «κοσμικών». Εξαϋλώθηκε ο βιοπορισμός του αρθρογράφου κριτικού τέχνης. Τον διαδέχθηκε η συγχώνευση κριτικού-επιμελητή, ενός «υβριδικού», όπως λέμε, νέου παράγοντα διοργάνωσης εκθέσεων, εντελώς ενσωματωμένου στον μηχανισμό ελέγχου της εντολοδότριας αγοράς, αποκλείοντας και προωθώντας στυλ, τάσεις, καλλιτέχνες.

Ο Έλληνας, οξυδερκής, μέσα στη διαύγεια του τοπίου του, όπου ο ανελέητος ήλιος «τρώει» τα σχήματα χωρίς να τα θολώνει, από τα πρώτα του βήματα εξασκείται στην ύπαιθρο τουλάχιστον και από την πανταχού παρούσα κλασική αρχαία τέχνη, στην εξοικείωση με μορφές και δομές χρηστές και χρηστικές ταυτόχρονα. Μ’ έναν τρόπο φυσικό τού μεταγγίζεται ένα αισθητικό κριτήριο, το οποίο όμως κινδυνεύει από βαριάς μορφής διπολισμό αυθαίρετης δημιουργικότητας να εξοστρακιστεί σε απόλυτη κακογουστιά. Εδώ είναι αναγκαία η αισθητική αγωγή και η καλλιτεχνική παιδεία, αλλά θεωρητικά και πρακτικά για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένουν άγνωστες λέξεις. Είμαστε πολύ καλύτερα από το 2000, αλλά για το ευρωπαϊκό περιβάλλον παραμένουμε στην κατηγορία των αναπτυσσόμενων χωρών.

δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική);

Όπως ο τίτλος του Χριστιανόπουλου: «Νεκρή πιάτσα». Ο περίπατος στις γκαλερί του κέντρου. Στο Μιλένιουμ τα εγκαίνια πετύχαιναν πάνω από τις μισές πωλήσεις και το πρώτο ή το δεύτερο Σαββατοκύριακο ολοκληρωνόταν το σολντάουτ. Εκείνες οι χρονιές, οι απατηλές! Τώρα κατάρρευση, διάψευση και στρεσογόνες αγωνίες πληρωμών, χρεών και ούτω καθεξής… Δεν αντιλαμβάνομαι και πολύ αυτό που γενικά υποστηρίζεται: η κρίση, η ισοπέδωση, η στροφή σε διακοσμητικές εφαρμογές συναφών τομέων από τους καλλιτέχνες για να μη λιμάσουν, θα γίνει κινητήρας, έμπνευση κ.λπ. Η ιστορία το διαψεύδει βέβαια, αφορμή μόνο δίνουν αυτές οι καταστάσεις. Τα μεγάλα και σημαντικά προηγούνται ή έπονται, σε περιόδους που η κοινωνική συνοχή και η απαραίτητη ευμάρεια της επιτρέπει να πιει απ’ την πηγή της τέχνης. Το μοντέλο της αγοράς που επικρατεί στην ελληνική μικρογραφία της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας είναι η συρρίκνωση των μικρών, εκλεκτικά εξειδικευμένων αιθουσών και η γιγάντωση και επέκταση παγκοσμίως παραρτημάτων των 10-20 πολυεθνικών εμπόρων. Αντίστοιχα μονοπωλώντας ή σε συνεκμετάλλευση κάποιους ίδιους σταρ καλλιτέχνες, εμβληματικούς και σημαντικούς της εποχής μας ή άλλους κατά παραγγελία αναλώσιμους. Όπως και στις επενδυτικές υπερδομές του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με τον εγκλεισμό του κόβιντ, από την κρίση πανικού περάσαμε στην ερημοποίηση της πρώην «πιάτσας» και σταδιακά στην ομαδική κατάθλιψη, όπως και το μεγαλύτερο τμήμα του λαϊκού σώματος, ιδιαίτερα της περιοχής μας. Εδώ οι συνάδελφοι μου κι εγώ έχουμε ένα προνομιακό στοίχημα και ευνοϊκή τύχη: τα τελευταία ευρώ, να μην τα φάμε σε φάρμακα, θεραπείες και ουσίες, αλλά σε τελάρα και υλικά, υποθηκεύοντας τα έργα μας σ’ ένα μέλλον με φορτωμένες όλες τις ελπίδες ενωμένες. Κουράγιο λοιπόν για νέα γη ή για ναυάγιο.

ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;  

Πολλά, ευτυχώς ονειρευόμαστε ακόμη. Αλλά όταν κάνουμε σχέδια ο Άλλος από πάνω γελάει. Έτσι δεν είναι;

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή