Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Αναστάσης Βιστωνίτης

Έζρα Πάουντ: «Μέγας ποιητής και μέγας ανόητος»

Το 1960, στο βιβλίο του In Defence of Ignorance ο αμερικανός ποιητής Καρλ Σαπάιρο περιέλαβε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ezra Pound: The Scapegoat of Modern Poetry» («Έζρα Πάουντ: ο αποδιοπομπαίος τράγος της σύγχρονης ποίησης»). Το σκληρό κι επιθετικό κείμενο του Σαπάιρο καταλήγει με μια «αφιέρωση» –ένα είδος «επιταφίου», θα λέγαμε: «Στον Έζρα Πάουντ: μεγάλο ποιητή και μεγάλο ανόητο».

Από τον Νοέμβριο του 1972 που πέθανε ο Πάουντ ως σήμερα έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για το έργο του, οι οποίες προστέθηκαν στις επίσης αμέτρητες σελίδες και μελέτες που προηγήθηκαν ενόσω ζούσε. Όμως το ότι ένας μείζων ποιητής υπήρξε φασίστας είναι δύσκολο να το δεχτεί κανείς. Και το ότι από το 1941 ως το 1945 έκανε εκπομπές από το ιταλικό φασιστικό ραδιόφωνο υπέρ του Άξονα κι εναντίον των Συμμάχων είναι ένα χάπι πολύ πικρό για να το καταπιούμε.

Δεν ήταν ασήμαντοι οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι που υποστήριξαν τον ευρωπαϊκό φασισμό στην ιταλική, τη γαλλική και τη γερμανική εκδοχή του. Αλλά η περίπτωση Πάουντ υπήρξε ακραία. Όταν στα κρεματόρια του Άουσβιτς εξοντώνονταν εκατομμύρια Εβραίοι, τσιγγάνοι και αντιφρονούντες, ο ποιητής των Cantos αναφωνούσε στις εκπομπές του: «Οι ηγέτες σας είναι ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι», «τα κανόνια σας δεν είναι της δημοκρατίας αλλά της εβραιοκρατίας» και «ο πόλεμος αυτός είναι χαμένος για εσάς και τα παιδιά σας».

Αλλά πώς έφτασε εδώ ένας σπουδαίος ποιητής, ένας εξαίρετος τεχνίτης (il miglio fabro – ο «καλύτερος», κατά τον Τ.Σ. Έλιοτ), αυτός που ανέδειξε τον Τζόυς, που έδωσε στην Έρημη χώρα, το καταστατικό ποίημα του μοντερνισμού (προς άρσιν των όποιων παρεξηγήσεων, εννοώ εδώ τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό), την τελική της μορφή και βοήθησε τον Χεμινγουέι να τελειοποιήσει το γράψιμό του; Για τον κορυφαίο Αμερικανό κριτικό Άλφρεντ Κέιζιν τα πράγματα ήταν απλούστερα: ο Πάουντ ήταν ένα «παγόνι της λογοτεχνίας» κι «ένας φωνακλάς Γιάνκης των συνόρων». Αν κανείς ανατρέξει στα κείμενα του ποιητή, συμπεραίνει πως ο Κέιζιν είχε δίκιο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

Ο Έζρα Πάουντ (1885-1972) γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη του Άινταχο. Ήταν μοναχοπαίδι κι οι γονείς του ευκατάστατοι. Χαρισματικός, ατίθασος, υπερφίαλος και ισχυρογνώμων, είχε μόνο ένα όνειρο στη ζωή του: να καταλάβει υψηλή θέση ως ποιητής στο ανάκτορο των μουσών. Κι από πολύ νέος θεωρούσε πως ο Νέος Κόσμος δεν είναι ο κατάλληλος τόπος να πραγματοποιήσει τ’ όνειρό του. Αναχώρησε λοιπόν τo 1908 για την Ευρώπη και πήγε στη Βενετία για να γίνει, όπως έλεγε –μιμούμενος προφανώς τον Σοπενάουερ– «ονειρευτής ονείρων». Στο τυπογραφείο ενός ορφανοτροφείου τύπωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή A Lume Spento (Με τα κεριά σβηστά). Ο τίτλος προέρχεται από το Καθαρτήριο (26ο Canto) του Δάντη, ο οποίος τον απέδωσε στον τροβαδούρο του 12ου–13ου αιώνα Αρνώ Ντανιέλ. Ο Δάντης υπήρξε το πρότυπο του Πάουντ για το δικό του magnum opus, όπως το φανταζόταν ο ίδιος: τα Cantos. Είναι άραγε τυχαίο που πίστευε πως η ιταλική ποίηση δεν είχε να παρουσιάσει τίποτε σημαντικό μετά τον Δάντη;

Ο Πάουντ έφυγε την ίδια χρονιά από την Ιταλία κι εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, την αδιαμφισβήτητη τότε πρωτεύουσα των αγγλοσαξονικών Γραμμάτων. Εκεί ανέπτυξε πρωτοφανή δραστηριότητα. Συναναστράφηκε κάποιους από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της πόλης, γνώρισε τον Γέητς, κορυφαίο ποιητή, γνώρισε τη Ντόροθυ Σαίξπηρ, που θα την παντρευόταν, εξέδωσε μέσα σε δώδεκα χρόνια είκοσι βιβλία με ποιήματα, δοκίμια και μεταφράσεις και προώθησε το έργο συγγραφέων που αργότερα θα καταλάμβαναν περίοπτη θέση στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα.

Αλλά η κριτική απήχηση του δικού του έργου δεν ήταν εκείνη που θα περίμενε. Ο Έντμουντ Γουίλσον, μια μεγάλη μορφή της αμερικανικής κριτικής, είπε πως «παιδιαρίζει» και πως είναι «ένας αθεράπευτος επαρχιώτης». Τον τίτλο του ποιητή πρώτης γραμμής θα τον αποκτούσε πολύ αργότερα, στη δεκαετία του 1950, όταν η Νέα Κριτική, που σε μεγάλο βαθμό προέκυψε κι από δικές του θέσεις (κυρίως όμως του Τ.Σ. Έλιοτ), θα κυριαρχούσε στις ακαδημαϊκές σπουδές και στα κριτικά κείμενα τόσο στη Βρετανία όσο και στον Νέο Κόσμο.

Εκείνος ο φιλόδοξος Γιάνκης όμως δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο Λονδίνο. Το 1921 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στο Παρίσι, την πόλη που κατά τον Νίτσε ήταν η πατρίδα για κάθε ευρωπαίο καλλιτέχνη. Εκεί, το 1922 θα γνώριζε την Όλγα Ρατζ που θα γινόταν ερωμένη και σύντροφός του ως το τέλος της ζωής του. (Δεν συμπεριλαμβάνω, βέβαια, εδώ τα χρόνια που πέρασε έγκλειστος στο ψυχιατρείο της Αγίας Ελισάβετ στην Ουάσιγκτον.) Το 1924 το ζεύγος Πάουντ αναχώρησε για την Ιταλία κι εγκαταστάθηκε στο Ραπάλο. Τους ακολούθησε η Όλγα Ρατζ, η οποία ήταν έγκυος από τον Πάουντ. (Το κοριτσάκι που έφερε στον κόσμο το έδωσε να το μεγαλώσει μια οικογένεια Γερμανών χωρικών.) Μόλις η Ντόροθυ Πάουντ το έμαθε, έφυγε για την Αίγυπτο. Όταν επέστρεψε, ήταν έγκυος κι αυτή, αλλά από άγνωστο, Αιγύπτιο κατά πάσα πιθανότητα. Το αγόρι που έφερε στον κόσμο ο Πάουντ το αναγνώρισε για δικό του. Τα επόμενα χρόνια ο ποιητής μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στη σύζυγο και την ερωμένη. Μénage à trois.

Το 1927 ο Πάουντ συνάντησε για πρώτη φορά τον Μουσολίνι στο σπίτι του τελευταίου, όπου έδινε ένα κονσέρτο η Όλγα Ρατζ κι έξι χρόνια αργότερα γι’ άλλη μια φορά (τη δεύτερη στο Palazzo Venezia στη Ρώμη, όπου είχε ιδιαίτερη συνομιλία μαζί του). Του έδωσε μάλιστα ένα βιβλίο με τα τριάντα πρώτα Cantos. «Ma qusto e divertente» («Μα τι διασκεδαστικό»), είπε ο δικτάτορας κι ο αφελής Πάουντ συμπέρανε πως ο Μουσολίνι είχε συλλάβει ενστικτωδώς το νόημα της ποίησής του. Εκστασιάστηκε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που εφεξής τον αποκαλούσε «αφεντικό». (Με την παραπάνω φράση του Μουσολίνι, άλλωστε, αρχίζει το Canto XLI – ως εξής: «Ma questo,» /said the Boss, «e divertente.» Η πορεία του ποιητή προς την κόλαση είχε προδιαγραφεί. Την «προετοίμασε» όμως πολύ νωρίτερα ο ίδιος: Από το 1930 άρχισε να στέλνει χίλιες περίπου επιστολές τον χρόνο σε γνωστούς, φίλους και πολιτικά πρόσωπα προπαγανδίζοντας τις φασιστικές ιδέες. Μια απ’ αυτές, μάλιστα, στον φίλο κι εκδότη του Τζέιμς Λώφλιν, κατέληγε με τον χαιρετισμό: «Heil Hitler». (Η νεότερη έρευνα απέδειξε πως με τον ίδιο χαιρετισμό κατέληγαν κι επιστολές που απηύθυνε σε άλλους.) 

Δύσκολα συνοψίζει κανείς το απερίγραπτο φασιστικό ιδεολόγημα του Πάουντ, που έγραφε μελέτες περί οικονομίας χωρίς να γνωρίζει οικονομικά κι ήταν φανατικός αντισημίτης επειδή πίστευε πως οι Εβραίοι κυβερνούσαν τον κόσμο μέσω της εμπορίας του χρήματος, δηλαδή της τοκογλυφίας. Λ.χ. το διάσημο Canto XLV (Με την τοκογλυφία) του 1936 είναι εμπνευσμένο από μια σκηνή στην Κόλαση του Δάντη, όπου οι τοκογλύφοι βασανίζονται στον αιώνα τον άπαντα. Οι τοκογλύφοι της εποχής του είναι οι Εβραίοι (τη λέξη Εβραίος, Jew, την έγραφε με μικρό j) κι εκείνος ήταν ο νέος Δάντης που τους «κατακεραύνωνε».

Η άποψη του Έλιοτ πως ο Πάουντ ήταν «ο καλύτερος τεχνίτης» μπορεί να ακούγεται υπερβολική, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκε στους καλύτερους, για τούτο και τα πολιτικά του αμαρτήματα, που έφτασαν ως την προδοσία, είναι δύσκολο να τα κατανοήσει κανείς –πόσο μάλλον να τα συγχωρέσει. Είναι εμφανέστατα στα Cantos της Πίζας, αφού τα ποιήματα αυτά, που ανήκουν στα σημαντικότερα ποιητικά έργα του 20ού αιώνα –είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι– , αρχίζουν με έναν θρήνο για την πτώση του μουσολινικού καθεστώτος και τη ρητή αναφορά στην εικόνα του Μουσολίνι και της ερωμένης του Κλάρας Πετάτσι με τα πτώματά τους κρεμασμένα από τα πόδια σε πλατεία του Μιλάνου, μετά την εκτέλεσή τους από τους Ιταλούς παρτιζάνους.

Πρόκειται για ποιήματα εξόχως ελεγειακά, θρηνητικά, θα έλεγε κανείς, αλλά και για τη μοίρα του ίδιου του Πάουντ, που τα έγραψε κλεισμένος στο στρατόπεδο του αμερικανικού στρατού στην Πίζα, μετά τη σύλληψή του το 1945. Δεν είναι βεβαίως «το έπος του φασισμού», όπως ισχυρίζονται διάφοροι, αλλά και πουθενά δεν φαίνεται εδώ η πολιτική, ηθική ή συνειδησιακή μεταστροφή του Πάουντ, όπως εντελώς λανθασμένα υποστηρίζει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο βιβλίο του Από την Πίζα στην Αθήνα (1987), ένα εκτενέστατο δοκίμιο, το οποίο μάλιστα τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο δοκιμίου, που το συμπεριέλαβε αργότερα (το 1994) στον δεύτερο τόμο των Μελετών του. Το αντίθετο μάλιστα. Από τον πρώτο ακόμη στίχο («The enormous tragedy of the dream in the peasant’s bent shoulders»)–χωρίς αμφιβολία ο στίχος είναι πολύ ωραίος– έχουμε αναφορά στην υπόσχεση του Μουσολίνι ότι στον «παράδεισο» που υποσχόταν, όλοι οι Ιταλοί χωρικοί σε ογδόντα χρόνια θα είχαν το ιδιόκτητο σπίτι τους. Τώρα, όμως, ο παράδεισος έχει χαθεί. Και γι’ αυτό φταίνε, ανάμεσα σε άλλους, οι Ιταλοί παρτιζάνοι (ο Πάουντ τους αποκαλεί maggots, δηλαδή μυγοσκούληκες), που πρώτα εκτέλεσαν τον Μουσολίνι και την ερωμένη του κι έπειτα τους κρέμασαν από το πόδια σε μια πλατεία του Μιλάνου. Αυτό ο Πάουντ το αποκαλεί «διπλή σταύρωση». Όσο για τον Ρούσβελτ, που στις εκπομπές του τον είχε περιλούσει με πλήθος υβριστικούς χαρακτηρισμούς, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να ζητήσει να τον κρεμάσουν, εδώ τον αποκαλεί «μυξιάρη βάρβαρβαρο».

Πώς συμβαίνει έπειτα από όλα τούτα τα Cantos της Πίζας να είναι σπουδαίο έργο; Και μάλιστα να ξεχωρίζουν μέσα στο χάος των υπόλοιπων Cantos; Είναι το προσωπικό δράμα του Πάουντ που κυριαρχεί πάνω από τα παραθέματα, το βίωμα που απορροφά τη γνώση, ακόμη και την απολύτως στρεβλή ανάγνωση της Ιστορίας (για να το πω επιεικώς). Σε τελική ανάλυση, είναι η τραγωδία, το αυθεντικό αίσθημα που εκφράζεται συγκλονιστικά, υπερβαίνοντας έτσι το φασιστικό ιδεολόγημα, από το οποίο εντούτοις ο Πάουντ δεν απαλλάχθηκε ποτέ.

Τα Cantos της Πίζας εκδόθηκαν το 1948 και προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στις ΗΠΑ, όταν τιμήθηκαν την επόμενη χρονιά με το πρώτο βραβείο Bollingen. Η ιστορία είναι πασίγνωστη, όπως και το παρασκήνιο που προηγήθηκε της βράβευσης, κι είναι περιττό να την επαναλάβω. Αλλά η άκριτη αποδοχή του συνόλου του παουντικού έργου στη χώρα μας είναι από πολλές πλευρές χαρακτηριστική. Ακόμη κι ο Ελύτης στο δοκίμιό του Η μέθοδος του άρα (1986) θεωρεί πολύ μεγάλο έργο τα Cantos (στο σύνολό τους, δηλαδή) αγνοώντας προφανώς το χάος των στίχων και των φασιστικών παραθεμάτων που θα έπρεπε κανείς να τα απορρίψει χωρίς πολλά-πολλά –σε αντίθεση με τον Σεφέρη που ήταν όχι μόνο επιλεκτικός αλλά κι εξαιρετικά προσεκτικός. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως όταν ο Ελύτης έγραψε το παραπάνω κείμενο είχε διαβάσει σε μεταφράσεις πολύ μικρό μέρος των Cantos (τα πιο «ανώδυνα» από πολιτικής πλευράς) –και πάντως αγνοούσε το σημαντικότερο τμήμα τους: τα Cantos της Πίζας, που μεταφράστηκαν χρόνια αργότερα στα ελληνικά ως Άσματα (τέλος πάντων), αλλιώς θα ήταν προσεκτικότερος. Ακόμη και για το ενδεχόμενο να τα διάβασε σε γαλλική μετάφραση έχω σοβαρές αμφιβολίες.

Έχουν γραφτεί –και συνεχίζουν να γράφονται– χιλιάδες σελίδες υπέρ ή κατά του Πάουντ, που σαν τον Έλιοτ έχει γίνει βιομηχανία παραγωγής διδακτορικών διατριβών και φιλολογικών δημοσιευμάτων, τα οποία ξεκινούν από αυθαίρετες θέσεις και καταλήγουν σ’ εξίσου αυθαίρετα συμπεράσματα. Εκείνος ο προικισμένος Γιάνκης «κατάφερε» να ζήσει σαν προσωπική τραγωδία αυτό που φαντάστηκε σαν «έπος» της εποχής του ή σαν ένα είδος σύγχρονης Θείας κωμωδίας ή ακόμη και σαν ποιητική μεταφορά σε τεράστια κλίμακα μιας φούγκας του Μπαχ. Αλλά ποια (κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο) «μεταστροφή» –και μάλιστα μέσα στα κλουβιά του στρατοπέδου της Πίζας; Μολονότι θεωρώ πολύ σημαντικό έργο τα Cantos της Πίζας, δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στον πειρασμό και να μην αναφερθώ μόνο σ’ ένα παράδειγμα (διόλου σχολαστικό, νομίζω) από το καταληκτικό Canto LXXIV (σελ. 539 της έκδοσης των New Directions), όπου ο Πάουντ γράφει:

Xaire Alessandro

       Xaire Fernando, e il Capo,

Pierre, Vidcun,

       Henriot

Το Xaire, βέβαια, εδώ είναι Hail, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ποιους «χαιρετά» ο ποιητής. Ας τους πάρουμε με τη σειρά:

Ο Alessandro είναι ο Alessandro Pavolini, δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος, γραμματέας του φασιστικού κόμματος της μουσολινικής Δημοκρατίας του Σαλό (1943-1945). Συνελήφθη από τους Ιταλούς παρτιζάνους, εκτελέστηκε στις 28 Απριλίου 1945 και το πτώμα του κρεμάστηκε από τα πόδια, μαζί μ’ αυτό του Μουσολίνι και της ερωμένης του Κλάρας Πετάτσι, στην Piazzale Loreto του Μιλάνου.

O Fernando είναι ο Fernando Mezzasoma, δημοσιογράφος και υπουργός Λαϊκής Κουλτούρας της φασιστικής Δημοκρατίας του Σαλό. Συνελήφθη από μέλη της ιταλικής αντίστασης κι εκτελέστηκε κι αυτός την ίδια μέρα με τον Alessandro Pavolini.

Ο Pierre είναι ο Pierre Laval, πρωθυπουργός του κατοχικού Καθεστώτος του Βισύ. Μετά το τέλος του πολέμου πέρασε από δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία κι εκτελέστηκε στις 15 Οκτωβρίου 1945.

Ο Vidkun είναι ο Vidkun Quisling, ιδρυτής το 1933 του νορβηγικού φασιστικού κόμματος Εθνική Ένωση. Στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής ήταν πρωθυπουργός της Νορβηγίας (1942-1945) μαζί με τον Γερμανό πολιτικό διοικητή Γιόζεφ Τερμπόφεν. Η κυβέρνησή του συμμετείχε στην Τελική λύση: το ναζιστικό πρόγραμμα εξόντωσης των Εβραίων. Μετά την απελευθέρωση πέρασε από δίκη. Κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονίες, υπεξαίρεση κι εσχάτη προδοσία. Καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε στις 24 Οκτωβρίου 1945.

Ο Henriot είναι ο Philippe Henriot, φασίστας ποιητής, δημοσιογράφος, προπαγανδιστής από ραδιοφώνου και υπουργός προπαγάνδας του Καθεστώτος του Βισύ, που τον αποκαλούσαν «Γκαίμπελς της Γαλλίας». Τον εκτέλεσε η γαλλική αντίσταση στις 28 Ιουνίου 1944.

Όσο για τον il Capo, πρόκειται, βέβαια, για το «αφεντικό»: τον Μουσολίνι.

Αυτούς τους εγκληματίες χαιρετίζει ο Έζρα Πάουντ φέρνοντας σ’ εξαιρετικά δύσκολη θέση τους φίλους της ποίησής του, ιδιαίτερα όσους μπαίνουν στον κόπο να τον διαβάσουν κάπως προσεκτικά. Έφαγα πολλά χρόνια από τη ζωή μου διαβάζοντας τις αμέτρητες μελέτες και αναλύσεις, όπως και τις παραμικρότερες ανοησίες που δημοσίευσε ο Πάουντ, προκειμένου να καταλάβω πού οφείλονταν οι κραυγαλέες αντιφάσεις του. Τι είχαμε λοιπόν εδώ; Εξωφρενική υπεροψία; Άγνοια; Έλλειψη του στοιχειώδους αισθήματος αυτοπροστασίας; «Ψήλωμα του νου»; Παράνοια; Όλα αυτά μαζί ή τίποτε απ’ αυτά;

Έπρεπε να περάσει πολύς καιρός από τότε για να μάθουμε κι εμείς εδώ πως ο Στάλιν στα νιάτα του είχε διαλέξει το ψευδώνυμο Κόμπα, ήρωα της Γεωργίας που αγωνίστηκε εναντίον του τσαρικού καθεστώτος κι ήταν ένα είδος γεωργιανού Ρομπέν των Δασών, όπως θεωρούσε τότε τον εαυτό του κι ο Στάλιν. Αλλά αυτό το ψευδώνυμο του Στάλιν ο Πάουντ το ήξερε και το αναφέρει στο τέλος του Canto LXXXIV. Και τότε, πώς ο ίδιος θεωρούσε τη Δημοκρατία του Σαλό ιδεώδη για τη δημιουργία της «δίκαιης πολιτείας», που θα βασιζόταν στα Ανάλεκτα του Κομφούκιου, τα Πολιτικά του Αριστοτέλη και τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, και τον Μουσολίνι σύγχρονο Σιγισμούνδο Μαλατέστα; Κι ακόμη: είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που θαύμαζε τον Φλωμπέρ, τον Χένρυ Τζέιμς και τον Τζόυς να τους υμνεί στις εκπομπές του και ταυτοχρόνως να συστήνει στους ακροατές του ως σημαντικά κι επωφελή αναγνώσματα το Ο αγών μου του Χίτλερ και τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών; Αυτά μόνον στο μυαλό του Πάουντ θα μπορούσαν να συνυπάρξουν και να συνδυαστούν. Ενός ανθρώπου που, μολονότι δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ιαπωνία και την Κίνα, πίστευε, αφελώς ή ανοήτως, πως αν οι Ιάπωνες άκουγαν τις συμβουλές του και μελετούσαν –υπό την καθοδήγησή του, φυσικά– τον Κομφούκιο (τον οποίον, ειρήσθω εν παρόδω, οι Ιάπωνες απεχθάνονταν), ο ίδιος θα μπορούσε να δώσει ένα τέλος στον πόλεμο του Ειρηνικού! Βέβαια, δεν θα περίμενε κανείς από έναν ποιητή, που ως το τέλος της ζωής του «αρχαιολογούσε» στο παρόν, να γνωρίζει ότι οι ποιητές και πεζογράφοι της Κίνας που θα σηματοδοτούσαν τη λογοτεχνική αναγέννηση της χώρας είχαν προκύψει από το «Κίνημα της νέας Κουλτούρας», γενάρχης του οποίου ήταν ο πεζογράφος Λου Χσουν, κι ότι οι εκπρόσωποί του ήταν αντικομφουκιανοί. Από το «Κίνημα της Νέας Κουλτούρας» προέκυψε το μεγάλο πολιτικό κίνημα της «4ης Μαΐου» (1919), ο «κινεζικός διαφωτισμός», θα λέγαμε, που τα κύρια γνωρίσματά του ήταν:

Η χρήση της καθημερινής γλώσσας στη λογοτεχνία κι όχι εκείνης των μανδαρίνων.

Το τέλος της πατριαρχίας, οι ατομικές ελευθερίες και η απελευθέρωση των γυναικών.

Η επανεξέταση και η νέα ερμηνεία των κομφουκιανών κειμένων, που σήμαινε ότι η Κίνα ήταν ένα έθνος ανάμεσα στα υπόλοιπα, με μια κουλτούρα που δεν την όριζε ο κομφουκιανισμός.

Προείχαν, σε κάθε περίπτωση, οι αρχές της ισότητας.

Αυτό που έπρεπε να προσδιορίζει τη χώρα εφεξής θα ήταν η στροφή προς το μέλλον κι όχι η εμμονή στο παρελθόν.

Όλα αυτά ο Πάουντ ή τα αγνοούσε (το πιθανότερο) ή δεν τον απασχόλησαν ποτέ. Κι ως το τέλος της ζωής του, η Κίνα στη συνείδησή του παρέμεινε ένα ιδεολόγημα, μια φαντασίωση, που όσο κι αν έμοιαζε γοητευτική, δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οι μεταφράσεις του από την κλασική κινεζική ποίηση άρχισαν να απασχολούν σοβαρά τους Κινέζους ποιητές και μελετητές στο Μεσοβασίλειο πολύ αργά, στη δεκαετία του 1970, όταν ο μοντερνισμός, ο οποίος στη Δύση είχε αρχίσει να εξασθενεί, θα ανανέωνε την ποίηση της Κίνας μέσω της ομάδας των ποιητών που τους αποκάλεσαν «ομιχλώδεις» και κυρίως του επιφανέστερου από αυτούς, του Μπέι Ντάο. Πέραν τούτου, η επίδραση των Γάλλων στη χώρα, στον Νότο ιδιαίτερα, ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των Αγγλοαμερικανών, όπως μου είπε το 2007 ο πρόεδρος του πανεπιστημίου Baptist στο Χονγκ Κονγκ, που καταγόταν από τη Σαγκάη.

Ο πολυτάλαντος κι εγωκεντρικός Έζρα Πάουντ ήταν ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Είχε απίστευτο ένστικτο όσον αφορά την ποιότητα, και την ικανότητα να οικειοποιείται ακόμη και πράγματα για τα οποία γνώριζε ελάχιστα. Το 1908 η χήρα του Έρνεστ Φενολόζα, που υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τόκυο, του παρέδωσε τα κατάλοιπα του συζύγου της, στα οποία περιλαμβανόταν ένα δοκίμιο με τίτλο The Chinese Written Character as a Medium for Poetry και μια σειρά από προσχέδια μεταφράσεων κινεζικής ποίησης. Ο Φενολόζα γνώριζε ελάχιστα γιαπωνέζικα και καθόλου κινέζικα. Τα προσχέδιά του ήταν προϊόντα συνεργασίας με δύο γιαπωνέζους καθηγητές, που κι εκείνων οι γνώσεις της κινεζικής γλώσσας ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Γι’ αυτό και τον μεγάλο Κινέζο ποιητή Λι Πο (ή πιο σωστά: Λι Μπάι) τον αναφέρουν ως Ριχάκου, που είναι το όνομά του στα γιαπωνέζικα. Ο Πάουντ, από άγνοια φυσικά, το διατηρεί και στις δικές του μεταφράσεις, τις οποίες τιτλοφορεί Κατάη (ένα από τα ονόματα που δόθηκαν κατά καιρούς στην Κίνα), όπου μεταμορφώνει τα προσχέδια σε μια σειρά από τα ωραιότερα ποιήματα που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα, ώστε να μη δίνουμε σημασία ούτε στους νεολογισμούς ούτε στις παραφράσεις και στα λάθη του, όπως λ.χ. στο περίφημο ποίημα του Λι Πο «Αποχαιρετισμός στον ποταμό Κιανγγκ». Κιάνγκ όμως είναι μια από τις τέσσερις κινεζικές λέξεις που σημαίνουν ποταμός. Είναι δηλαδή σαν ο τίτλος να λέει: «Αποχαιρετισμός στον ποταμό Ποταμό». Γιατί, απλούστατα, «ποταμός Κιάνγκ» δεν υπάρχει. Στο ποίημα ο ποταμός είναι ο Γιανγκτσέ. (Πρόκειται βέβαια για την εκλατινισμένη μεταφορά, σύμφωνα με το σύστημα των Wade-Giles, που χρησιμοποιούνταν στη Δύση ως και τη δεκαετία του 1970. Τώρα έχει αντικατασταθεί από το pinyin, που χρησιμοποιείται επισήμως από το 1934, αναγνωρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη και το έχουν υιοθετήσει οι περισσότεροι σινολόγοι. Αφορά, φυσικά, την επίσημη γλώσσα, τα μανδαρινικά, που τα μιλούν στον Βορρά, κι όχι τα καντονέζικα, που τα μιλούν στον Νότο. Έτσι, το παλιό Kιάνγκ, σύμφωνα με το pinyin προφέρεται Tζιάνκ.) Αναπόφευκτα, όσοι μετέφρασαν την παουντική εκδοχή αυτού του ποιήματος στα ελληνικά επανέλαβαν το λάθος τού Πάουντ.

Οι σινολόγοι αμφιβάλλουν για το αν ο Πάουντ έμαθε αρκετά κινεζικά αργότερα, γιατί παρέμεινε πιστός στη θεωρία του ότι τρία είναι τα βασικά γνωρίσματα της σπουδαίας ποίησης: η λογοποιία, που τη συναντούμε στην ποίηση της αρχαίας Ελλάδας, η μελοποιία (στην ποίηση των προβηγκιανών) και η φανοποιία (στην κλασική κινεζική ποίηση). Το σχήμα εξακολουθεί κάποιους να τους γοητεύει και σήμερα, αλλά το τρίτο τουλάχιστον σκέλος του είναι αυθαίρετο. Φανοποιία σημαίνει, πρωτίστως, εικόνα, δηλαδή ιδεόγραμμα. Ο Πάουντ, ακολουθώντας τον Φενολόζα, αντιλαμβανόταν τα κινεζικά μόνον ως οπτική γλώσσα. Στις αρχές του 20ού αιώνα αυτό φάνταζε ίσως ριζοσπαστικό, αλλά βεβαίως δεν είναι σωστό. Η δυσκολία εκμάθησης της κινέζικης γλώσσας οφείλεται κυρίως στα τονικά επίπεδα. Οι φόρμες στην κλασική κινεζική ποίηση μάλιστα είναι τόσο αυστηρές και η αντίστιξη τέτοια, που συγκρινόμενο ένα δικό μας σονέτο λ.χ. μαζί τους μοιάζει σαν να είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο. Αυτό, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι τα ποιήματα της κλασικής εποχής θα τα διαβάσει κανείς στα καντονέζικα, όπου τα τονικά επίπεδα είναι εννέα (χρησιμοποιούνται τα επτά) και ακούγεται η ομοιοκαταληξία. Αν τα διαβάσει στα μανδαρινικά, όπου τα τονικά επίπεδα είναι πέντε (χρησιμοποιούνται τα τέσσερα) και οι λέξεις εντελώς διαφορετικές, η ομοιοκαταληξία χάνεται.

Ίσως δεν είναι περιττό να θυμίσω πως τα μαθήματα της κινεζικής γλώσσας ο Πάουντ τα άρχισε στο ψυχιατρείο της Αγίας Ελισάβετ στην Ουάσιγκτον, όπου νοσηλευόταν, στη δεκαετία του 1940. Αυτό δεν έχει να κάνει, φυσικά, με την ποιότητα των μεταφράσεών του, που είναι έργο ιδιοφυούς και ποιητή πρώτης γραμμής, αλλά με τη θεωρία του περί φανοποιίας.

Όταν ο Πάουντ παραδίδεται από τους Ιταλούς παρτιζάνους στον αμερικανικό στρατό και μεταφέρεται στο στρατόπεδο της Πίζας, είναι εξήντα ετών. Έχει καταφέρει να στρέψει εναντίον του και τους πιστότερους φίλους του στην Αμερική, όπως τον Χέμινγουει και τον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς. Αλλά αυτοί, μαζί με τον Έλιοτ, τον Άρτσιμπαλντ ΜακΛίς, τον Ρόμπερτ Φροστ, τον εκδότη του Τζέιμς Λώφλιν και άλλους θα αναλάβουν να τον σώσουν από την ηλεκτρική καρέκλα. Με την πολύτιμη συνδρομή του διευθυντή του ψυχιατρείου της Αγίας Ελισάβετ, θα πείσουν τους δικαστές ότι ο Πάουντ ήταν ψυχικά ασθενής και δεν είχε επίγνωση των λόγων και των επιπτώσεών τους. Ο ποιητής κλείνεται στο εν λόγω ψυχιατρείο το 1945. Εκεί τον επισκέπτονται ποιητές, καλλιτέχνες και θαυμαστές, ανάμεσα στους οποίους και κάποιοι ακροδεξιοί ρατσιστές, όπως ο διαβόητος Τζον Κάσπερ, φανατικός ακτιβιστής υπέρ των φυλετικών διακρίσεων και φίλος του Λίνκολν Ρόκγουελ, ιδρυτή του αμερικανικού ναζιστικού κόμματος. Όταν ο Πάουντ ελευθερώνεται το 1958, υπό τον όρο ότι θα εγκαταλείψει τις ΗΠΑ, φτάνοντας με πλοίο στη Νάπολη της Ιταλίας χαιρετά φασιστικά τους δημοσιογράφους που τον περιμένουν στην προκυμαία. Σαράντα ένα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1972, οι νεοφασίστες χρησιμοποίησαν το όνομά του για το πολιτικό κόμμα που ίδρυσαν: Casa Pound.

Ο ποιητής βρίσκεται θαμμένος στο νεκροταφείο του Σαν Μικέλε στη Βενετία. Το τάφο του τον επισκέφτηκα δύο φορές: την πρώτη το 1983 και τη δεύτερη το 2015, όταν δίπλα του βρισκόταν και ο τάφος της ερωμένης του Όλγας Ρατζ, που πέθανε το 1996. Για την ειρωνεία του πράγματος, στο ίδιο τμήμα του νεκροταφείου είναι θαμμένος κι ένας πασίγνωστος ποιητής εβραϊκής καταγωγής: ο Γιόζεφ Μπρόντσκι. Τον Μάιο του 2019 ο τότε υπουργός εσωτερικών της Ιταλίας Ματέο Σαλβίνι ανέβασε στο twitter μια φράση του Πάουντ: «Αν κάποιος δεν θέλει να πάρει ρίσκο για τις ιδέες του, αυτό σημαίνει είτε ότι οι ιδέες του δεν αξίζουν είτε ότι δεν αξίζει ο ίδιος». Μισόν αιώνα σχεδόν μετά τον θάνατο του ποιητή οι ερινύες εξακολουθούν να τον κυνηγούν και στον τάφο.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή