Ἡ Μονὴ Φιλοκάλλους ἢ Φιλοκάλλη ἄκμασε στὴ Θεσσαλονίκη τοῦ 13ου καὶ 14ου αἰώνα καὶ συνδέεται, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὸν ἅγιο Σάββα, πρῶτο ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας, καὶ μὲ τὸν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, ποὺ διετέλεσε ἡγούμενός της πρὶν τὶς δύο θητεῖες του στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο.
Ἡ θέση της δὲν ἔχει ἐπακριβῶς ταυτιστεῖ. Μελετητὲς[1] εἰκάζουν μὲ πειστικότατα ἐπιχειρήματα ὅτι βρισκόταν στὴ θέση τοῦ εὐρύτατου περιβόλου τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ὀρφανοῦ. Ὡστόσο, ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος ποὺ μοῦ πρωτομίλησε γιὰ τὴ Μονὴ τὴν τοποθετοῦσε στὸ Βαρδάρι, κι ἡ γεωγραφικὰ ἀντιδιαμετρικὰ ἀντίθετη τοποθέτηση παρουσιάζει ἐνδιαφέρον γιατὶ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀναφορὰ στὴ Μονὴ δὲν ἦταν ὁ ἅγιος Σάββας, ποὺ φέτος ἑορτάζουμε τὰ 800 χρόνια ἀπὸ τὴ χειροτονία του σὲ ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Νέος[2].
Γνωστὸς καὶ ὡς Βερροιεύς, λόγω τῆς καταγωγῆς του ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια τῆς πόλεως, ὁ ὅσιος Νικόδημος φαίνεται ὅτι ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάστηκε τὴ μοναχικὴ βιοτὴ κι ἔζησε ὡς ἀναχωρητὴς. Πιθανολογεῖται ὅτι ἐγκαταβίωσε σὲ κάποιο ἀπὸ τ᾽ ἀσκηταριὰ τῆς κοίτης τοῦ Ἀλιάκμονα ὅπως ὁ συνομήλικός του ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Νέος, ὅταν φτάνει ὅμως στὴν Θεσσαλονίκη, ἐντάσσεται σὲ κοινοβιακὴ μονή, ὅπου ἐντυπωσιάζει ἡγούμενο καὶ συμμοναστὲς μὲ τὴν εὐπείθεια, τὴν προσήνεια καὶ τὴν ὑπακοή του. Ἐνοχλεῖ, ὅμως, ἡ διαγωγή του, γιατὶ ὁ ὅσιος Νικόδημος ἐπέλεξε ν’ ἀκολουθήσει τὴ δύσκολη ὁδὸ τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητας. Σύχναζε καὶ συνδιαλεγόταν μὲ πόρνες, δίνοντάς τους χρήματα ἀπὸ τὰ ἔσοδα τῆς Μονῆς γιὰ νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἁμαρτωλὴ βιοτή.
Αὐτός, φαντάζομαι, εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος τοποθετοῦσε τὴ Μονὴ Φιλοκάλλους στὸ Βαρδάρι, ποὺ εἶναι σήμερα ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὸν ἀγοραῖο ἔρωτα.
Φαίνεται πὼς ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε τελεσφόρος, γιατὶ ἕνα βράδυ τὸν μαχαιρώσαν ἔξαλλοι μαστρωποί. Ἡμιθανὴς ὁ ἅγιος φτάνει στὴ Μονή, ὁ ἡγούμενος δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέλθει, στὸ κατώφλι κοινωνεῖ ὁ ἅγιος τ’ ἄχραντα μυστήρια καὶ ξεψυχάει. Ὁ ἡγούμενος ὁρίζει νὰ ταφεῖ ἡ σορὸς ἐκτὸς Μονῆς.
Αὐτὰ συμβαίνουν γύρω στὰ 1307.
Ὅταν μετὰ μερικὰ χρόνια ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος ἀναλαμβάνει τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς, πληροφορεῖται τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Νικόδημο. Ἀμέσως προβαίνει στὴν ἁγιοκατάταξή του, συγγράφει τὸν βίο του καὶ χτίζει ναὸ στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου.
«Χρειάστηκε ἕνας ἅγιος γιὰ ν’ ἀναγνωρίσει τὸν ἄλλον ἅγιο!», συμπέρανε ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος.
❧
Ἡ φιλία τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ Χαρκιανάκη μὲ τὸν συγγραφέα καὶ ζωγράφο Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη εἶναι φιλία ποὺ ἑνώνει κλῆρο καὶ λαό, φιλία σπάνια γιὰ τὴν ἔνταση, τὴν ἐπιμονή, τὴν πνευματικότητά της. Κράτησε εἴκοσι πέντε περίπου χρόνια, μέχρι τὴν ἐκδημία τοῦ πατέρα μου. Τὸ στεφάνι ποὺ ἔστειλε στὴν κηδεία ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος εἶχε ἀφιέρωση: «Στὸν ἀλησμόνητο φίλο, στὸν ἀνεπανάληπτο διδάσκαλο». Αὐτὴν τὴν ἀφιέρωση ἀπηχεῖ ὁ τίτλος τοῦ παρόντος κειμένου, παραπέμποντας ἐπίσης στὸ ποίημα «Διδαχή» τοῦ Ν. Γ. Πεντζίκη, ὅπου συναντοῦμε τὸν στίχο: «ἡ ἀγάπη πρέπει καὶ τὰ κόπρανα νὰ μὲ μάθει νὰ τρώω τοῦ ἄλλου»[3].
Γνωρίστηκαν σὲ δεῖπνο σὲ σπίτι φίλων χειμώνα τοῦ 1968, ὅταν ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς ἦταν ἡγούμενος τῆς Μονῆς Βλατάδων. Τριάντα σχεδὸν χρόνια ἀργότερα, στὸ μελέτημά του «Πεντζίκης ὁ ἀνεπιφύλακτος»[4], ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς περιγράφει μὲ ἀξιοθαύμαστη ἐνάργεια μνήμης τὴν ἀπαρχὴ τῆς φιλίας τους:
Κάποια στιγμὴ καθὼς τρώγαμε μὲ ρωτᾶ: «Ἔχετε πάει, Ἅγιε Ἡγούμενε, στὸ Ὄρος;». Τοῦ ἀπάντησα ὅτι μονάχα στὴ χιλιετηρίδα τοῦ 1963 βρέθηκα κι ἐγὼ γιὰ λίγο, μ’ ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος τῶν πανηγυριστῶν στὶς Καρυὲς καὶ τὸ Πρωτᾶτο, ἀλλὰ δὲν ἐνθουσιάστηκα ἰδιαιτέρως. Χωρὶς νὰ κρύψει τὴν ἀγανάκτησή του, σὰν νὰ τὸν εἶχα ραπίσει κατὰ πρόσωπο, μοῦ παρατήρησε εὐθαρσῶς: «Μᾶς φέρατε ἀσφαλῶς πολὺ ὀρθολογισμὸ ἀπὸ τὴ Γερμανία. Καιρὸς νὰ πᾶτε γιὰ λίγη Ὀρθόδοξη Θεολογία στὸ Ἅγιον Ὄρος. Μόνο ἐκεῖ θὰ τὴν βρεῖτε σήμερα». Δὲν τοῦ εἶπα τίποτα, μόνο τὸν κοίταξα ἔκπληκτος καὶ περίμενα νὰ δῶ ποῦ θὰ καταλήξει. Ἐκεῖνος ἐρεθίστηκε ἀκόμα πιὸ πολύ, καὶ συνέχισε ἀκάθεκτος: «Γιατί βλέπω νὰ δυσφορεῖτε; Δὲν συμπαθεῖτε μήπως τοὺς Ἁγιορεῖτες, γι’ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε νὰ λὲν ἢ νὰ γράφουν γι᾽ αὐτοὺς πὼς τάχα εἶναι ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀγράμματοι, κίναιδοι καὶ τὰ τέτοια; Ἐγὼ θὰ σᾶς ἐπέτρεπα νὰ κάνετε ὅ,τι σᾶς κάνει κέφι ἐφ’ ὅρου ζωῆς. Ἀρκεῖ νὰ πηγαίνατε νὰ κουρνιάσετε ἐκεῖ πάνω στὰ βράχια σὰν τὰ ἀγριοπούλια, ὅπως κάνουν ἐκεῖνοι ἀπὸ περίσσια ἀγάπη. Γνώρισα ἕναν γέρο Μοναχό, Κρητικὸ συμπατριώτη σας, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ 16χρονο παιδὶ στὸ Ὄρος. Τὸν ρώτησα, τί τὸν ἔκαμε νὰ πάει ἐκεῖ ἀφήνοντας τὸ ὄμορφο νησί σας, καὶ μοῦ ἀπάντησε: Τὸ πλούμισμα σ’ ἕνα κάλυμμα Εὐαγγελίου ποὺ κουβαλοῦσε ἕνας Ἁγιορείτης περνώντας ἀπὸ τὸ χωριό μας. Τὴν καταλαβαίνετε ἐσεῖς αὐτὴ τὴ γλώσσα, Ἅγιε Ἡγούμενε; Γιατί σωπαίνετε;»
Μὴ ἔχοντας κανένα ἐπιχείρημα σ’ ὅλα αὐτά, καὶ ἄγουρος ἀκόμη στὰ τριάντα μου χρόνια τότε, καὶ πράγματι ἀνίκανος, μὲ τὴν ὄντως δυτικότροφη σκέψη μου, νὰ πιάσω τέτοια μηνύματα, τοῦ ἀπάντησα τελείως ἀπροκάλυπτα. «Δὲν αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ πῶ τίποτα. Μοῦ φθάνει ὁ τρόπος ποὺ βλέπω νὰ τρῶτε.» Τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ἐκείνη, μόλις εἶχε ρίξει ἀδέξια ἕνα κομμάτι τυρὶ φέτα μέσα στὴ σούπα του καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὴ λιώσει, κάνοντας ἕναν ἀηδιαστικὸ χυλό, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ βλέπω.
Εἶδα ἀμέσως πὼς σταμάτησε νὰ μιλᾶ καὶ κατέβασε τὸ κεφάλι σὰν νὰ τὸν εἶχα ὁλοκληρωτικὰ ἀποστομώσει.
Ὅμως αὐτός, ποὺ τόσο μισοῦσε τὸν ὑποκριτικὸ καθωσπρεπισμὸ τῶν σημερινῶν ἀστῶν στὴν Ἑλλάδα, ὅταν μάλιστα συνδυάζεται μὲ ἀρκετὴ δόση Βαλκανικῆς βαρβαρότητας, μᾶλλον γοητεύτηκε ἀπροσδόκητα ἀπὸ τὴν «ἀντικοινωνικὴ» ἀποκοτιά μου, ὅπως μπόρεσα νὰ μάθω ἀπ’ τὸν ἴδιο, τὴν ἀμέσως ἑπόμενη μέρα. Ἐκτιμώντας φαίνεται τὴν ἀντίδρασή μου ὡς ξέσπασμα καθαρὰ «Πεντζικικοῦ» αὐθορμητισμοῦ, μ’ ἔκρινε ὅτι πέρασα τὶς ἐξετάσεις γιὰ νὰ συγκαταλεχθῶ στὸν κύκλο τῶν μονιμοτέρων φίλων του.
Ἔτσι ἀντὶ νὰ θυμώσει, ὅπως εἶχα φανταστεῖ, τὴν ἑπόμενη κιόλας μέρα πρὶν ἀπὸ τὸ μεσημέρι, χτυποῦσε τὸ κουδούνι τοῦ ἡγουμενείου τῶν Βλατάδων.
Ἄνοιξα ὁ ἴδιος καὶ ἀντικρύζοντάς τον, ὡς τὸν μόνο ἐπισκέπτη ποὺ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ περιμένω, τὸν ἄκουσα νὰ ψελλίζει δειλά, μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ ἔνρινη ἐκείνη φωνή του: «Ἦλθα νὰ πιοῦμε ἕνα καφέ, γιατὶ ἄκουσα πὼς γράφετε καὶ ποιήματα. Θὰ θέλατε νὰ διαβάσουμε ποιήματά σας;».
Κυριολεκτικὰ ἀποσβολωμένος ἀπὸ τὴν ἀφοπλιστική του ταπείνωση καὶ παιδικότητα, δὲν ἤξερα πῶς νὰ τὸν εὐχαριστήσω γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴ συγκίνηση ποὺ μοῦ ἔδινε, καὶ τοῦ τὸ δήλωσα ἀπερίφραστα, μὲ ἔκδηλη τὴν ἀμηχανία μου μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἀπροσδόκητο δῶρο.
Στὴ συνέχεια καθίσαμε γιὰ δύο ἕως τρεῖς τουλάχιστον ὧρες σὲ μιὰ κουβέντα ποὺ ἔμοιαζε πιὸ πολὺ μ’ ἐξομολόγηση, καὶ μ’ ἔκαμε ἤδη νὰ ὑποψιασθῶ πὼς ἔπρεπε ν᾽ ἀρχίσω νὰ ξανασκέφτομαι τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ νὰ ξανασυλλαβίσω τὸν κόσμο. Γιατὶ ὁ Πεντζίκης δὲν ἦταν ἁπλῶς ὁ λογοτέχνης «ὣς τὰ μπούνια», ὅπως εἶπε ὁ Σεφέρης. Ἦταν ἐπίσης ὁ γνησιώτερος καὶ γενναιότερος Βυζαντινὸς ἀνάμεσά μας, ὁ διαλεγόμενος ἀκαταπόνητα καὶ κατὰ τὸν πιὸ γόνιμο τρόπο μὲ τὸν σημερινὸ περίεργο, ἂν ὄχι καὶ χρεωκοπημένο, κόσμο.
Εἴκοσι ὀκτὼ χρόνια ἦταν ἡ ληξιαρχικὴ διαφορὰ τῶν δύο ἀνδρῶν καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς γνωριμίας τους, ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς ἦταν στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς του θητείας καὶ ὁ ΝΓΠ στὸ κατώφλι τῆς συνταξιοδότησης ἀπὸ τὴ βιοποριστική του ἐνασχόληση. Ἡ διαφορὰ τοῦ κύκλου ζωῆς δὲν ἐπηρέασε τὴ φιλία τους. Οἱ φίλοι εἶναι πάντα συνομήλικοι.
Τὴν ἐποχὴ τῆς γνωριμίας τους, ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς δὲν εἶχε ἀκόμη ἐκδώσει ποιήματά του. Στὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ, Χῶμα καὶ στάχτη (1975), τὸ πρωιμότερο ποίημα ἔχει ἡμερομηνία 30.10.1960 καὶ δεκατέσσερα ἀπὸ τὰ πενῆντα τέσσερα ποιήματα τῆς συλλογῆς γράφτηκαν πρὶν τὴ γνωριμία τῶν δύο ἀνδρῶν. Ὁ ΝΓΠ εἶχε πρόσφατα ὁλοκληρώσει τὸ πεζογράφημα Σημειώσεις ἑκατὸ ἡμερῶν. Λίγα χρόνια πρὶν εἶχαν ἐκδοθεῖ δύο μείζονα ἔργα του, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῆς σκόρπιας ζωῆς (1963) καὶ Τὸ μυθιστόρημα τῆς κυρίας Ἔρσης (1966), καὶ στὸ τελευταῖο τεῦχος τοῦ ἑβδομαδιαίου περιοδικοῦ Ταχυδρόμος πρὶν τὸ στρατιωτικὸ πραξικόπημα καὶ τὴ χούντα, δημοσιεύτηκε τὸ δοκίμιο τοῦ Γιώργου Σεφέρη «Οἱ ὧρες τῆς κυρίας Ἔρσης».
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1967, κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς παραθερισμοῦ στὸν Σταυρὸ Χαλκιδικῆς, ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι νεκρὸς ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ἡ αἴσθηση αὐτὴ ἐγκαινιάζει τὴν ὄψιμη δημιουργική του περίοδο, ὅπου, μέσω τῆς ψηφαριθμητικῆς ἐπεξεργασίας κειμένων, συγγραφικὴ καὶ ζωγραφικὴ ἔκφραση συγκλίνουν καὶ ἑνοποιοῦνται.
Κατὰ κάποιον τρόπο, λοιπόν, ἡ γνωριμία μὲ τὸν μακαριστὸ Στυλιανὸ ἔρχεται σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ὁ ΝΓΠ ξεκινᾶ μιὰ διαδρομὴ ἀχαρτογράφητη καὶ κινδυνώδη. Τὸν ρόλο τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη προτυπώνει ὁ συγγραφέας στὶς Σημειώσεις ἑκατὸ ἡμερῶν μιλώντας γιὰ τὸν Βιζυηνό, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τὴ μητέρα του στὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη γιὰ νὰ λάβει συγχώρηση γιὰ τὸ ἁμάρτημά της[5].
Χωρὶς ἀναφορὰ στὴν ἱερωσύνη ἀδύνατο ν᾽ ἀποκατασταθεῖ τάξη. Ἤξερε τί ἔκανε ὁ Βιζυηνὸς πηγαίνοντας τὴ μητέρα του στὸν πατριάρχη […] Ὁδηγώντας την ν’ ἀνέβει τὶς σκάλες τῆς ἱερωσύνης καὶ ὁ γιὸς ἐκφράζει, κατὰ τὸν ὀρθότερο τρόπο, τὴ στοργή του πρὸς τὴ δυστυχισμένη μάνα παρέχοντάς μας τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκτιμήσουμε τὸν ὑψηλὸ μεσολαβητικὸ ρόλο ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐπίκληση τῆς ἐξ ὕψους βοηθείας, τοῦ ἱερατικῶς ὑψηλὰ ἱσταμένου ποιμένος τῶν λογικῶν προβάτων, εἰκόνος τῆς ἀρρήτου δόξης τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων καὶ τοῦ Φωτός, παρὰ τὰ στίγματα ποὺ ἐνδέχεται νὰ τοῦ ἀλλοιώνουν τυχὸν τὴν ὄψη.
Πυξίδα καὶ ραχοκοκκαλιὰ τῆς ὄψιμης δημιουργικῆς περιόδου τοῦ ΝΓΠ ὑπῆρξε ἡ καθημερινή του ἐνασχόληση μὲ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, ἡ ὁποία ἄρδευσε τὴ συγγραφικὴ καὶ ζωγραφική του ἔκφραση. Καὶ ἡ ἀνεπιφύλακτη γενναιοδωρία τοῦ μακαριστοῦ Στυλιανοῦ ἐπέτρεψε στὸν πατέρα μου νὰ ἐργάζεται μὲ βάση τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ ἔργου.
«Τὰ ἐκ τοῦ Συναξαριστοῦ ὠφέλη εἶναι ἡ βοήθεια ἐκκλησιασμοῦ ποὺ μᾶς παρέχει. Μᾶς βοηθεῖ νὰ ἔμπουμε στὴ ἐκκλησία. […] Ὁλόκληρος ὁ Συναξαριστὴς εἶναι ἕνας μέγας ἐρειπιὼν ἀτομικῶν καταλοίπων, ποὺ λαβαίνουν ζωὴ καὶ ἔκφραση χάρις στὴν ἐκκλησία καὶ τὸ περιβάλλον της», γράφει ὁ ΝΓΠ στὸ Πρὸς ἐκκλησιασμό (1970)[6], συλλογὴ δοκιμίων ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸ Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν στὴν Μονὴ Βλατάδων ἀναμφισβήτητα μὲ διαμεσολάβηση τοῦ μακαριστοῦ Στυλιανοῦ. Τὸ ἐξώφυλλο σχεδίασε ὁ συγγραφέας κι εἰκονίζει τὴν κάτοψη τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ὀρφανοῦ, ποὺ κάποτε ἦταν ἐνταγμένος στὴν Μονὴ τοῦ Φιλοκάλλους. Ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς θυμᾶται[7] νὰ τὸν ξεναγεῖ ὁ ΝΓΠ στὸν ναὸ αὐτὸ καὶ νὰ τοῦ «τονίζει μὲ ἔμφαση ὄτι τὸ κατάστικτο ἀπὸ λευκὲς κουκίδες νυφικό, στὴν ἀπεικόνιση τοῦ ἐν Κανᾶ γάμου, δὲν ἦταν στοιχεῖο ἁπλῶς αἰσθητικῆς, δηλαδὴ διακοσμήσεως, ἀλλὰ δοξολογικὸς ἀστερισμὸς τῶν δακρύων».
Τὸ πλῆθος οἱ μνῆμες ποὺ εὑρίσκει κανεὶς στὸν Συναξαριστή, ἐξυφαίνει, προκειμένου νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἐκκλησία, τὸν νυμφώνα τοῦ Κυρίου, τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς ποὺ στερούμαστε. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ μνήμη τῶν πραγμάτων δημιουργεῖ ἕναν κόσμο ποὺ ἔρχεται σ’ ἀντίθεση μὲ τὸν ἄμεσα πραγματικό. Ἀρκετὰ ἀνάλογο πρὸς τὸν κόσμο τῆς ποίησης, ὅπου γιὰ νὰ φτάσουν, πληροῦντες τὸ κενὸ τῶν ἄμεσων πραγμάτων, πολλοὶ ποιητὲς ὑπομένουν μιὰ πλήρη διαταραχὴ τῶν αἰσθήσεών των, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ὀδυνηρὲς ἐπιπτώσεις,
γράφει ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης[8] κι ἀμέσως μετὰ κάνει λόγο γιὰ τὶς μνῆμες τῶν ὁσίων ἱερέων, ἱεραρχῶν ποὺ ἀρνήθηκαν τὰ ἐν τῷ βίῳ γιὰ νὰ μεταμορφωθοῦν στὰ γράμματα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς πίστεως, προτυπώνοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν τροχιὰ τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Στυλιανοῦ.
Ἡ προτύπωση αὐτὴ μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε πληρέστερα τὴν ἀφιέρωση στὸ ἀντίτυπο τῆς δεύτερης ἔκδοσης τοῦ Πρὸς ἐκκλησιασμὸ (1977)ποὺ ἔστειλε ὁ συγγραφέας στὸν ἱεράρχη:
Στὴν ἡγετικὴ μορφὴ τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας πάντας, τιμώντας τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ στολίζοντάς τον τὸν ἐξομοιώνει πρὸς ἑαυτόν, εὐσεβῶς ἀσπαζόμενος τὴν δεξιὰν τοῦ Στυλιανοῦ Χαρκιανάκη, Σεβασμιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας, ἀπὸ βάθους καρδίας, Ν. Γ. Πεντζίκης.
Τριάντα χρόνια ἀργότερα, ὁ πρόλογος ποὺ ἔγραψε ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς γιὰ τὴν τρίτη ἔκδοση τοῦ Πρὸς ἐκκλησιασμό (2007), καταλήγει: «Ἂς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του. Μᾶς δίδαξε ὅσα δὲν χωροῦν στὸ κοινὸ Ἀλφάβητο!»[9].
Ἡ προτύπωση τῆς τροχιᾶς εἶναι ἀπολύτως ἀκριβής, ἀλλά, ὅπως ἁρμόζει καὶ ἐπιβάλλεται, ὁ ἱεράρχης προχωρᾶ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ποιητή. Κι ὅπως τὸ μαρτυρικὸ αἷμα τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀλεούτου ἀρδεύει τὴν ἀμερικανικὴ ἤπειρο, τὸ χῶμα τῆς Αὐστραλίας καθαγιάζεται πλέον ἀπὸ τὸ σεπτὸ καὶ τίμιο σκήνωμα τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη ποὺ ἐπὶ σχεδὸν μισὸ αἰώνα ποίμανε ἑπτακόσιες χιλιάδες ὀρθόδοξους πιστούς κι ἔλεγε πὼς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «μιὰ θρόμβωση φωτός»[10].
Οἱ κάτοικοί της τὴν ὀνομάζουν Young Country, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἡ Αὐστραλία εἶναι ἡ πλέον παλαίφατος ἤπειρος τοῦ πλανήτη, κι ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς ἀγάπησε ἀληθινὰ τὴν χώρα αὐτὴ ποὺ
ἔκαμ’ ὁ Θεὸς
φτωχομάνα τοῦ πόνου καὶ τῆς προσφυγιᾶς,
δέχτηκε ὅ,τι ἀπόρριψε ὁ ὑπόλοιπος κόσμος
καὶ τὸ ξανάδωσε στὸν ἥλιο
νεόκοπο νόμισμα
στὰ μέτρα τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Ἐρήμου.[11]
Θαύμασε τὴν «πρωτόγονη θυμοσοφία»[12] τοῦ λαοῦ της, σπλαχνικὰ συμπόνεσε τοὺς γηγενεῖς ἀβοριγίνους καὶ τὸ «ὀνείρεμά» τους[13], ἀγάπησε τ’ ἄνθη καὶ τὰ πουλιά της, ἀγάπησε τὴν ἴδια τὴ γῆ της:
Πρέπει νὰ δεῖς τὸ σῶμα της στὴν ἔρημο
ἀπὸ ἀπόσταση ἀεροπορικὴ
καὶ θὰ ὁμολογήσεις νέο θρίαμβο στὸ ὁμοούσιο:
ὀπάλιο πολύχρωμο μεγεθυσμένο![14]
Στὴν ἀφιέρωση τοῦ ἀντιτύπου τῆς δεύτερης ἔκδοσης τοῦ Πρὸς ἐκκλησιασμό (1977)ποὺ ἔστειλε ὁ πατέρας μου στὸν μακαριστὸ Στυλιανὸ διακρίνω ἕναν ἀπόηχο τοῦ στίχου Tel qu’en Lui–même enfin l’éternité le change τοῦ Στέφανου Μαλλαρμέ, στὸν ὁποῖο ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης ἀναφέρεται ἐκτενῶς στὸ κείμενό του «Ὑποσυνειδήτου κλίμαξ καὶ σουρρεαλισμός»[15], ὅπου χαρακτηρίζει τοὺς ποιητὲς «κόκκους τοῦ κοσμικοῦ κονιορτοῦ τῆς πλάσης ὁλόκληρης» κι ὑπερασπίζεται τὸν μηδενισμὸ τοῦ Γάλλου ποιητῆ ὡς ὁλοκάθαρη ἐξομολόγηση ἀδυναμίας ποὺ μετατρέπει αὐθωρεὶ τὴν ἄρνηση σὲ κατάφαση. Κι ὅταν σὲ ὄψιμο ποίημα ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς γράφει:
Καημὸς τοῦ ποιητῆ νὰ σημαίνει
διὰ τῶν εὐτελεστέρων τὰ εὐγενέστερα,[16]
ἴσως ν’ ἀπηχεῖ διδαχὲς τοῦ Ν. Γ. Πεντζίκη, ὁ ὁποῖος ἀνεπιφύλακτα ἐπαινοῦσε τὸν Μαλλαρμὲ λέγοντας «πῆρε μενοὺ ἑστιατορίου καὶ τό ʼκανε ποίημα!».
Ἀνάλογη ἀπήχηση πεντζικικῆς διδαχῆς διακρίνω στοὺς παρακάτω στίχους ἀπὸ τὸ ποίημα «Ἅγιον Ὄρος»:
Ἐδῶ τὰ ὀνόματα εἶναι διαρκέστερα
ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα
καὶ τὰ πράγματα[17]
ποὺ γράφτηκε στὶς 19 Δεκεμβρίου 1992, εἴκοσι πέντε μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία τοῦ πατέρα μου, κι ἀποτελεῖ ἴσως τὸ πιὸ αὐθεντικὸ ἀπόσταγμα τῆς ἑξηντάχρονης συναναστροφῆς τοῦ Ν. Γ. Πεντζίκη μὲ τὸ Ἁγιώνυμο Ὄρος. «Ἀπὸ κείνη τὴν πρώτη μας διεξοδικὴ κουβέντα καὶ μετὰ ἡ Μονὴ Βλαταδων ἔγινε πιὰ σὰν σπίτι του», γράφει ὁ μακαριστὸς Στυλιανός, «ὅπως ἄλλωστε αἰσθανόταν καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, στὸ ὁποῖο πάντα πηγαίναμε μαζί, καὶ ὅπου ζήσαμε ἀλησμόνητες ὧρες σὲ ἱερουργίες στὸ ναό, καὶ σὲ κουβέντες ἀτέλειωτες».[18]
Ἐξομοιώσεις κι ἀλλαγὲς ἐν ἀφθονίᾳ ἐπεφύλαξε σὲ συγγραφέα καὶ ἱεράρχη ἡ φιλία τους. Σὲ γράμμα του πρὸς τὴ μητέρα μου ἀπὸ τὴν Αὐστραλία, ποὺ ἐπισκέφτηκε τὸ φθινόπωρο τοῦ 1981 κατόπιν προσκλήσεως τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου, ὁ πατέρας μου, ποὺ «δήλωνε ἐκ τῶν προτέρων καὶ μονίμως ἡττημένος ἔναντι ὁποιασδήποτε δράσεως»[19], σημειώνει «πλάι στον ἀρχιεπίσκοπο μεταμορφώνομαι σὲ ἄνθρωπο τῆς δράσης». Συγκλονιστικότερη μεταμόρφωση εἶναι ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς κλείνει τὴν περιγραφὴ τῆς γνωριμίας του μὲ τὸν Ν. Γ. Πεντζίκη:
Γιὰ μένα στάθηκε τόσο εὐλογημένη καὶ εὐεργετικὴ αὐτὴ ἡ σχέση, ὥστε δὲν δυσκολεύτηκα διόλου νὰ δηλώσω, φεύγοντας τότε [τὸ 1975 γιὰ τὴν Αὐστραλία], «ὅτι αἰσθανόμουν σὰν νήπιο ποὺ τὸ ἀποσπᾶς βίαια ἀπὸ τὸ πλούσιο μητρικὸ στῆθος»[20].
Μεταμόρφωση σύμμορφη καὶ σύμμετρη ἐκείνης τοῦ κὺρ Μιχαὴλ Ψελλοῦ ὅταν γράφει στὸν καίσαρα Ἰωάννη Δούκα ἀναγγέλλοντας τὴ γέννηση τοῦ ἐγγονοῦ του[21]. Ὁ πολυρρήμων σαραντάχρονος ἱεράρχης, πατέρας καὶ ποιμένας, μεταμορφώνεται σὲ νήπιο (ποὺ ἐτυμολογικὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ στερητικὸ μόριο νη- καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ἔπος, δηλαδὴ ἄνευ ὁμιλίας), καὶ ὁ ΝΓΠ σὲ μητέρα καὶ μάλιστα πλουσιόστηθη. Τέτοιες ἀλλαγὲς κι ἀνατροπὲς φέρνει ἡ ἀληθινὴ συγκίνηση.
Ἀληθινὴ συγκίνηση προσπορίζεται ὁ ἀναγνώστης ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ μακαριστοῦ Στυλιανοῦ ποὺ μιλοῦν γιὰ παιδιά. Ὄντας φερώνυμος τοῦ ἁγίου ποὺ «φύλαξ παίδων πέφυκε», ὁ μακαριστὸς ἱεράρχης εἶχε ἰδιαίτερη ἀγάπη γιὰ τὰ παιδιά, ἀγάπη ποὺ ἀρδεύει πάμπολλα ποιήματα. Ὁ κόσμος τῶν παιδιῶν συχνὰ ἀντιπαρατίθεται σ’ ἐκεῖνον τῶν ἐνηλίκων, καὶ εἶναι σαφὲς ὅτι «παιδὸς ἡ βασιλίη»[22].
Τὰ ἐπαγγέλματα τῶν ἐνηλίκων πολλὰ
μὲ κοινὸ παρονομαστὴ τὴ μέριμνα καὶ τὸν
φόβο.
Τὸ παιδικὸ ἐπάγγελμα ἕνα:
Παιχνίδι δίχως σύνορα
ἀμεριμνησία Ἀγγέλου![23]
Σ᾽ ἕνα του ποίημα ἐξομολογεῖται ὅτι νὰ γράφεις ἕνα ποίημα «σημαίνει πὼς σὲ κυνηγᾶ… ἡ πληγωμένη μέσα σου εὐαισθησία παιδιοῦ ποὺ δὲν μεγάλωσε»[24].
Ἴσως ἡ πληγωμένη αὐτὴ εὐαισθησία νὰ στάθηκε τὸ κλειδὶ ποὺ ξεκλείδωσε τὶς καρδιὲς ποιητῆ καὶ ἱεράρχη. Ἡ ἀμοιβαία τους ἐπιφυλακτικότητα ἀπέναντι στὰ ἔργα καὶ τὴν πολιτεία τὼν ἐνηλίκων πιθανὸν νὰ πηγάζει ἀπὸ τὴ βία ποὺ οἱ ἐνήλικες ἄσκησαν πάνω τους: στὸν Στέλιο Χαρκιανάκη, ποὺ ἑξάχρονο παιδάκι βλέπει τοὺς Γερμανοὺς νὰ ἐκτελοῦν τὸν πατέρα του, στὸν Νίκο Πεντζίκη, ποὺ οἱ δικοί του τοῦ ἀποκρύπτουν τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο μέχρι τὸν Ἰούλιο ὅταν ὁ δεκαννιάχρονος φοιτητὴς ἐπιστρέφει γιὰ διακοπές.
Ἡ φιλία τῶν δύο ἀνδρῶν συνεχίστηκε μὲ τὴν ἴδια κατάνυξη καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ μακαριστοῦ Στυλιανοῦ γιὰ τοὺς ἀντίποδες καὶ ἡ συναναστροφή τους ἔγινε κειμενική.
Ξεναγώντας με στὸ ἐπέκεινα τῆς πίστεως
τῶν κοινῶν βυζαντινῶν προγόνων
μὲ δίδαξες τὰ δάκρυα μαργαριτάρια
ἔρωτα τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο[25]
γράφει τὸ 1980 ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς καὶ τὸ ποίημά του «Αὐτοπροσωπογραφία» ἀπαγγέλλει ὁ ΝΓΠ στὸ ἀφιέρωμα τῆς τηλεοπτικῆς ἐκπομπῆς «Μονόγραμμα»:
Εἶμαι ἕνα τίποτα ποὺ ντύθηκε τὸ σύμβολο
γι’ αὐτὸ στ’ ἁμαρτωλά μου χέρια
καῖνε ἀναμμένα κεριὰ
ἑπτακοσίων χιλιάδων πιστῶν τὰ φιλήματα.[26]
Σύντομα, στὴν καθημερινὴ ἐνασχόληση τοῦ ΝΓΠ μὲ τὸν Συναξαριστὴ προστέθηκε ἡ καθημερινὴ ἀνάγνωση καὶ ψηφαριθμητικὴ ἐπεξεργασία τῶν ποιημάτων τοῦ Σεβασμιωτάτατου.
Πρόθεση τοῦ ΝΓΠ ἦταν νὰ γράψει ἐκτενῆ μελέτη γιὰ τὸ σύνολο τοῦ ποιητικοῦ ἔργου τοῦ μακαριστοῦ Στυλιανοῦ. Φαίνεται πὼς εἶχε ξεκινήσει νὰ τὴ γράφει, γιατὶ φίλοι δηλώνουν ὅτι τοὺς εἶχε κατὰ καιροὺς διαβάσει κάποιες σελίδες ἀλλὰ καὶ ὅτι συνεχῶς ἄλλαζε τὸ κείμενο. Δὲν ἔχω μέχρι τώρα ἐντοπίσει τὸ κείμενο ἢ τὰ κείμενα στὰ κατάλοιπα τοῦ πατέρα μου. Ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ σώζονται ὁρατὰ ἐρείπια στὶς σελίδες τῶν ποιητικῶν συλλογῶν: σχόλια, ἀνεξιχνίαστες καταμετρήσεις συλλαβῶν καὶ γραμμάτων κι ἐξίσου ἀνεξιχνίαστα ἀριθμητικὰ ἀθροίσματα. Ἕνας μέγας ἐρειπιών, μ’ ἄλλα λόγια, σύμμετρος ἐκείνου τοῦ Συναξαριστῆ.
Πέρα ἀπὸ τὰ ποιήματα ποὺ τοῦ ἀφιέρωσε, ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς ἔγραψε γιὰ τὸν ΝΓΠ δύο δοκίμια, Ὁ Πεντζίκης τοῦ ἐπέκεινα καὶ τοῦ ἐνθάδε (1994) καὶ «Ν. Γ. Πεντζίκης – ὁ ὁμολογητὴς τῆς ὀγδόης ἡμέρας» (2004) γιὰ τὰ ὁποῖα εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι ἐσαεὶ εὐγνώμων, γιατὶ μὲ βοήθησαν πραγματικὰ νὰ κατανοήσω τὸν πατέρα μου. Τὸ ὅτι ἡ ἐπανέκδοση τῶν πατρώων ἔργων ξεκίνησε τὸ 2007 μὲ τὸ Πρὸς Ἐκκλησιασμὸν (ποὺ προλόγισε ὁ μακαριστὸς Στυλιανός) εἶναι ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς καλῆς ἀλλοίωσης ποὺ ἔφεραν μέσα μου τὰ δύο αὐτὰ δοκίμια.
Γιὰ τὸν «ποιητὴ» θὰ μιλήσει «ποιητὴς»
ὄχι, πρὸς Θεοῦ, μόνο φιλόλογος[27]
γράφει ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς καὶ πράγματι μιλᾶ γιὰ τὸν ΝΓΠ ὡς ποιητὴς ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ὡς ἱεράρχης ποὺ ὀρθοτομεῖ λόγον ἀληθείας. Διαβάζοντας τὰ δύο αὐτὰ δοκίμια, μοῦ ἔρχονται στὸ νοῦ εἰκόνες ἀπὸ χειρουργεῖα ἀνοικτῆς καρδίας, μόνο ποὺ ἐδῶ ἀνοικτὴ εἶναι ἡ καρδιὰ καὶ τοῦ χειρουργούμενου καὶ τοῦ ὀρθοτομοῦντος χειρουργοῦ.
«Ὁ Ταχτσῆς κάνει γκὲλ μὲ τὴν ἄβυσσο», εἶχε πεῖ ὁ Τσαρούχης. Παραφράζοντάς τον θὰ μποροῦσα νὰ πῶ «Ὁ Ν. Γ. Πεντζίκης κάνει γκὲλ μὲ τὰ ἐπουράνια», συνοψίζοντας σὰν σὲ μονολόγιστο εὐχὴ τὰ δύο αὐτὰ δοκίμια.
Μὲ ὅλο τὸ ἔργο του [δὲν] κάμει τίποτε ἄλλο διὰ βίου, παρὰ νὰ ἀνασκάπτει τὸ Ἐνθάδε καὶ τὸ Κοσμικό, ὄχι ὅμως ψάχνοντας γιὰ τὸ Θεῖο καὶ τὸ Ἐπέκεινα, ἀλλὰ γιὰ νὰ φωτίσει καὶ νὰ καθαγιάσει τὸ Ἐνθάδε καὶ τὸ Κοσμικό ἐν ὀνόματι ἀκριβῶς τοῦ Ἐπέκεινα, ποὺ τό ʼβλεπε σαρκωμένο καὶ γνωστὸ στὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας… Ἐνῶ οἱ ἄλλοι λογοτέχνες μας, ἀκόμη καὶ οἱ βαθειὰ θρησκευάμενοι, ἀσχολοῦνται μὲ κάθε δυνατὴ σχέση καὶ κατάσταση στὰ ἔργα τῆς Ἑπταημἐρου, ὁ Πεντζίκης, σὰν νὰ ἦταν ἀπὸ γένος καθαρὰ Λευϊτικό, ἐκφράζει τὴν ἀσίγαστη νοσταλγία γιὰ τὸν Σαββατισμὸ τὸν αἰώνιο, τὸ μυστήριο τῆς Ὀγδόης Ἡμερας.[28]
Ἡ νοσταλγία προϋποθέτει βίωμα, βίωμα κτηθὲν ἀπὸ γκέλες μὲ τὰ ἐπουράνια. Διαβάζοντας τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα κατάλαβα ὅτι πολλὲς ἐκφάνσεις σαλότητας τοῦ πατέρα μου ποὺ φαίνονταν ἀκατανόητες, ἴσως καὶ παρεξηγήσιμες, ἦταν συμπτώματα τέτοιων βιωμάτων, ὅτι ἴσχυε αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος:
Διότι γέγονα μωρός, οὐχ ὑπομένω φυλάξαι τὸ μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλὰ γίνομαι ἄφρων διὰ τὴν τῶν ἀδελφῶν ὠφέλειαν.[29]
❧
Ἡ ὄψιμη δημιουργικὴ περίοδος τοῦ ΝΓΠ, ποὺ συμπίπτει σὲ χρονικὴ διάρκεια μὲ τὴ φιλία του μὲ τὸν μακαριστὸ ἀρχιεπίσκοπο, ὁδηγεῖ μέσω τῆς ψηφαρίθμησης στὴν ἑνοποίηση τῆς διφυοῦς, ζωγραφικῆς καὶ συγγραφικῆς, του ἔκφρασης. Ὡστόσο, καὶ σὲ προγενέστερα ἔργα, ἡ ματιὰ τοῦ ζωγράφου δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν ἀφήγηση τοῦ πεζογράφου: τὶς περιγραφὲς τοπίων ὁ ἀναγνώστης τὶς βλέπει νὰ ξετυλίγονται στὴ σελίδα κι ἡ τοπιογραφία συχνὰ γεννᾶ ζωγραφικὰ ἔργα. Ἡ παρατήρηση, στὸ ὁδοιπορικὸ Ψιλὴ ἢ Περισπωμένη[30], ὅτι μέχρι τὰ ἰαματικὰ λουτρὰ τῆς Βόλβης ἐπικρατοῦν οἱ λευκοὶ ἀσφόδελοι ἐνῶ μετὰ καὶ μέχρι τὴ Ρεντίνα πλεονάζουν οἱ κίτρινοι ἀσφοδελίνοι ἀποτυπώνεται ἐναργέστατα στὸ συνομήλικο ζωγραφικὸ ἔργο «Ἀσφόδελοι κι ἀσφοδελίνος», ὅπως ἐπίσης ἐναργέστατα ἀποτυπώνεται στὸ ἔργο «Ὀλυμπιὰς καὶ Νεκτεναβός» ὁ φαραὼ Νεκτεναβὼ ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἴδιο ὁδοιπορικό. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, σπανίως συναντοῦμε στὸ συγγραφικὸ ἔργο ἀναφορὲς τοῦ συγγραφέα σὲ συγκεκριμένα ζωγραφικά του ἔργα. Μιὰ τέτοια ἀναφορὰ στὸ ζωγραφικὸ ἔργο «Ἰχθὺς καὶ Περσεφόνη», ποὺ ὁ ΝΓΠ ζωγράφισε τὸ 1966, συναντοῦμε στὸ δοκίμιο «Συγκεκριμένο καὶ γάμος» ποὺ συμπεριλήφθηκε στὸ Πρὸς ἐκκλησιασμό:
Στὸ εἰλητάριο ποὺ εἰκονίζεται νὰ κρατεῖ ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, διαβάζουμε: «Ἐὰν μὴ ἀποτάξεσθε πάντων τῶν τοῦ κόσμου, οὐ δύνασθε γενέσθαι μοναχοί». Θυμοῦμαι ἕναν τελείως ἀποταγμένον ἐκ τοῦ κόσμου ἄνθρωπο ποὺ ἔτυχε νὰ συναντήσω κάποτε στὴν Καβάλα, γωνία Βενιζέλου πρὸς τὴν προκυμαία. Στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κτηρίου τοῦ Λιμεναρχείου, ὅπου τὰ δημοτικὰ οὐρητήρια, μιὰ νύχτα ἔτυχε νὰ δῶ ἕναν ἄντρα νὰ δέρνει τὴ γυναίκα του, γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ πάει μ’ ἄλλον, ὅπως ἄλλες φορές, γιὰ νὰ τοῦ φέρει χρήματα. Δὲν τὴν ξεχνῶ. Νομίζω, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὶς ἐκ Καβάλας μνῆμες μου, ὅτι ἂν ζωγράφισα τὴν Περσεφόνη πάμφωτη κι ὄχι μαύρη, τοῦτο ὀφείλεται σὲ ἀντίδραση πρὸς ἐκείνη τὴν ἐντύπωση. Στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Παναγίας Χαλκέων, ἡ ἀπεικόνιση τῆς πόρνης Βαβυλῶνος, στὴν βορειοδυτικὴ γωνία τοῦ νάρθηκος, καθισμένης κατάγυμνης μὲ τὸ πρόσωπο στραμμένο πρὸς τὴν οὐρὰ τοῦ ζώου ὅπου τὴν φόρτωσαν πρὸς διαπόμπευση, ἔχει περίπου τὴν αὐτὴ ἀπόχρωση. Σίγουρα, μόνον ἡ πίστη στὴν ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην φράση «οὐκ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον ἀλλ’ ἵνα σώσω», ἐπέτρεψε στὸν ζωγράφο νὰ εἰκονίσει πάμφωτη τὴν ντροπιασμένη, σὰν νὰ ἤθελε νὰ πεῖ ὅτι τὸ φῶς τῆς δόξης τοῦ Κυρίου δὲν ἀφήνει καμιὰ ἀμαυρὰ κηλίδα σ’ ὅσους τὸν ἀγαποῦν καὶ τὸν δοξάζουν.[31]
Εἶναι γνωστὸ πὼς ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔριχνε φλουριὰ στὸ σπίτι φτωχοῦ γείτονα γιὰ νὰ μπορέσει ἐκεῖνος νὰ προικίσει καὶ νὰ παντρέψει τὶς θυγατέρες του ὥστε νὰ μὴν καταλήξουν θεραπαινίδες τῆς πανδήμου Ἀφροδίτης κι ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ θαύματος, παραδοσιακά, τὰ δῶρα στὰ παιδιὰ στὴ δυτικὴ Εὐρώπη δὲν τὰ φέρνει ὁ Ἁγιοβασίλης ἀλλὰ ὁ Santa Claus, δηλαδὴ ὁ ἅγιος Νικόλαος.
Τὴν ἴδια ἔγνοια μὲ τὸν φερώνυμο ἅγιό του μαρτυρεῖ ἡ ἐξομολόγηση τοῦ Ν. Γ. Πεντζίκη. Μαρτυρεῖ ἐπιπλέον τὴ γόνιμη διάδραση ἑνὸς σύγχρονου ζωγράφου μὲ τὴν εἰκονογραφικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀνάλογη διάδραση μὲ ὁμοτέχνους συναντοῦμε στὴν ποίηση τοῦ μακαριστοῦ Στυλιανοῦ. Πάμπολλα ποιήματά του ἀπαντοῦν ἢ ἀνταποκρίνονται σὲ στίχους καὶ φράσεις θύραθεν ποιητῶν (Ν. Γ. Πεντζίκης, Ταχτσῆς, Ἐμπειρῖκος, Σεφέρης, Ἐλύτης, Κικὴ Δημουλᾶ, Ζωὴ Καρέλλη, Τάσος Λειβαδίτης, Μπόρχες, Φερνάντο Πεσσόα, μεταξὺ ἄλλων). Διαβάζοντας τὰ ὀνόματά τους τοὺς μακαρίζω ποὺ ἀξιώθηκαν τὴ νοερὰ αὐτὴ συνομιλία μὲ τὸν μακαριστὸ ἀρχιεπίσκοπο καὶ νοιώθω κάπως ὅπως ὅταν βλέπω σὲ νάρθηκες κι ἐξωνάρθηκες ἐκκλησιῶν τοῦ 18ου αἰώνα, μεταξὺ τῶν προφητῶν, νὰ εἰκονίζονται ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης κι ἄλλοι σοφοὶ τῆς ἀρχαιότητας.
Δέκα περίπου χρόνια μετὰ τὴν ἐξομολογητικὴ ἀναφορὰ τοῦ ΝΓΠ σχετικὰ μὲ τὸ ἔργο «Ἰχθὺς καὶ Περσεφόνη», τὸ 1978, στὸ ξεκίνημα μ’ ἄλλα λόγια τῆς σαραντάχρονης ποιητικῆς του διαδρομῆς, ὁ μακαριστὸς Στυλιανὸς γράφει:
Μεταχειριζόμαστε τὶς λέξεις
σὰν τὶς πόρνες
ποὺ τὶς μισθώνεις μόνο γιὰ λίγα λεπτὰ
χωρὶς προσωπικὴ συναύξηση μαζί τους
χωρὶς ταπείνωση, χωρὶς ἀγάπη.
Γι’ αὐτὸ δὲν μᾶς διδάσκουν πιὰ οἱ λέξεις
καὶ δὲν μᾶς μεταδίδουν τὸν κρυμένο
στὴ μήτρα τους
προγονικὸ θησαυρό.[32]
Σχεδὸν ἕνα τέταρτο τοῦ αἰώνα ἀργότερα, ἡ ἔγνοια γιὰ τὶς λέξεις παραμένει ἀπαράλλαχτα ἀμείωτη ἀλλὰ ἡ ἔκρηξη δίνει πλέον τὴ θέση της σὲ νουθεσία:
Ἄκουσε ποὺ σοῦ λέω
μένουν ξένες οἱ λέξεις
ἂν δὲν τὶς ζεστάνεις μὲ τὴν ἀνάσα σου
χαρίζοντάς τους ὅπως ἔκανε ὁ Θεὸς
μὲ τὸν πηλό
πνοὴν ζωῆς εἰς ψυχὴν ζῶσαν![33]
Τὸ ποίημα τοῦ 1978 γράφτηκε ἀνήμερα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Νέστορος. Ὁ τίτλος του, «Φλύαρη ἀφασία», μὲ κάνει νὰ συνειδητοποιήσω ὅτι φλυάρησα προσπαθώντας νὰ μιλήσω γιὰ τὴ φιλία ἱεράρχη καὶ ποιητῆ. Θὰ μποροῦσα πολὺ ἁπλὰ πρὸς τὸ παρὸν νὰ παραφράσω τὰ λόγια τοῦ ἁγιορείτη ἱερομονάχου γιὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο καὶ τὸν πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, τοῦ ὁποίου τὸ Ὑπόμνημα εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Νικόδημον τὸν Νέον τὸν ἐν τῇ Σεβασμίᾳ Μονῇ τοῦ Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ τῇ τοῦ Φιλοκάλλους ὁ ΝΓΠ μαρτυρημένα τὸ διάβασε ἀπὸ τὶς 25 ἑως τὶς 31 Δεκεμβρίου 1986, καὶ νὰ πῶ «Χρειάστηκε ἕνας ποιητὴς γιὰ ν’ ἀναγνωρίσει τὸν ἄλλον ποιητή!», ἀναπέμποντας ταυτόχρονα, μὲ τ’ ἀκάθαρτα κι ἁμαρτωλὰ χείλη μου, τὴν πατρώα παράκληση, μὲ τὴν ὁποία κλείνει ἡ ἐγγραφὴ τῆς 31ης Δεκεμβρίου 1965 στὶς Σημειώσεις ἑκατὸ ἡμερῶν:
Ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων ἂς ἀναπαύει πάντα τοὺς ποιητές.
Γ. Ν. Πεντζίκης
30 Ἰουνίου 2019
τῶν Ἁγίων Δώδεκα Ἀποστόλων,
Κυριακὴ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
[1] Γ. Ι. Θεοχαρίδης, «Μιὰ ἐξαφανισθείσα σημαντικὴ μονὴ τῆς Θεσσαλονίκης – Ἡ Μονὴ Φιλοκάλλη», περ. Μακεδονικά, τ. ΚΑ, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1981.
[2] Φιλοθέου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Νικόδημον τὸν Νέον τὸν ἐν τῇ Σεβασμίᾳ Μονῇ τοῦ Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ τῇ τοῦ Φιλοκάλλους, στὸ Δημητρίου Γ. Τσάμη, Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Κοκκίνου Ἁγιολογικὰ Ἔργα, Α´ Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι, ΚΒΕ, Θεσσαλονίκη 1985. Σελ. 83-93. Βλ. καὶ Alice-Mary Talbot, «Nikodemos, a Holy Foll in Late Byzantine Thessalonike», στὸ Δῶρον Ροδοποίκιλον, Studies in Honour of Jan Olof Rosenqvist, Uppsala 2011, σελ. 207-26. Γιῶργος Χιονίδης, «Ὁ Βεροιώτης μοναχὸς καὶ ὅσιος Νικόδημος ὁ Νέος», περ. Μακεδονικά, τ. ΚΒ, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1982.
[3] Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Εἰκόνες (1944) [=Παλαιότερα ποίηματα καὶ νεώτερα πεζά, ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 41].
[4] «Πεντζίκης ὁ ἀνεπιφύλακτος», περ. Ἴβυκος, Ἀγρίνιο, τχ. 15, χειμώνας 1997 (Ἀφιέρωμα στὸν Ν. Γ. Πεντζίκη).
[5] Σημειώσεις ἑκατὸ ἡμερῶν, ἐγγραφὴ τῆς 17.10.1965.
[6] Πρὸς Ἐκκλησιασμό, Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2007, σελ 103 καὶ 115.
[7] Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, «Πεντζίκης – ὁ ὁμολογητὴς τῆς ὀγδόης ἡμέρας», περ. Ἴνδικτος, τχ. 18, Μάιος 2004 (Ἀφιέρωμα στὸν Ν. Γ. Πεντζίκη).
[8] Πρὸς Ἐκκλησιασμό, Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2007, σελ 107.
[9] Πρὸς Ἐκκλησιασμό, Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2007, σελ 12.
[10] «Ἀνθρωπογνωσία», Χῶμα καὶ στάχτη, Ἀθήνα 1978, σελ. 31.
[11] «Αὐστραλία 1975», Χῶμα καὶ στάχτη, Ἀθήνα 1978, σελ. 45
[12] «Αὐστραλοί», Ὑστερόγραφα Α, Δόμος, Ἀθήνα 2013, σελ. 15.
[13] «Always in our dreaming», Ἄχρονες Ὧρες, Δόμος, Ἀθἠνα 2008, σελ.109.
[14] «Ὀπτικὴ Αὐστραλία», Τροπικὰ Ἰδιόμελα, ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 31.
[15] Μαρτυρίες χαμοῦ καὶ δεύτερης πανοπλίας, Δόμος, Αθήνα 2023, σελ. 71-74. Ὁ στίχος, ἀπὸ τὸ ποίημα «Le tombeau d’Edgar Poe», ἔχει χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τοὺς πυκνότερους τῆς νεώτερης ποίησης καὶ σημαίνει κατὰ προσέγγιση: «Ὅμοιος ἑαυτῷ – ὅπως ἐπιτέλους τὸν μεταμορφώνει ἡ αἰωνιότητα».
[16] «Ἀπὸ τὰ εὐτελέστερα στὰ εὐγενέστερα», Ἐπιφωνήματα, Δόμος, Άθήνα 2010, σελ. 47.
[17] «Ἅγιον Ὄρος», Σπασμένοι συνειρμοί, Δόμος, Ἀθἠνα 1993, σελ. 132.
[18] «Πεντζίκης ὁ ἀνεπιφύλακτος», περ. Ἴβυκος, Ἀγρίνιο, τχ. 15, χειμώνας 1997 (ἀφιέρωμα στὸν Ν. Γ. Πεντζίκη).
[19] Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, Ὁ Πεντζίκης τοῦ ἐπέκεινα καὶ τοῦ ἐνθάδε, Δόμος, Ἀθήνα 1994, σελ. 16-7.
[20] «Πεντζίκης ὁ ἀνεπιφύλακτος», περ. Ἴβυκος, Ἀγρίνιο, τχ. 15, χειμώνας 1997 (ἀφιέρωμα στὸν Ν. Γ. Πεντζίκη).
[21] Κ. Ν. Σάθας, Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθἠκη ἢ Συλλογὴ ἀνεκδότων μνημείων τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας V, Μιχαὴλ Ψελλοῦ ἱστορικοὶ λόγοι, ἐπιστολαὶ καὶ ἄλλα ἀνέκδοτα, Παρίσι 1876, (Ἐπιστολὴ 72). Βλ. καὶ Γαβριὴλ Νικολάου Πεντζίκη, Τὸ Βυζάντιο ἔχει ρεπό. Βιβλίο Πρῶτο, Ἁρμός, Ἀθήνα 2013, σελ.481-6.
[22] Πρβλ. Τὸ ἀπόσπασμα τοῦ Ἡρακλείτου: «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων: παιδὸς ἡ βασιλίη».
[23] «Πρὶν καὶ μετὰ τὴν πτώση», Ἡ Ἄμυνα τῶν νηπίων, ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 17.
[24] «Γράφοντας ἕνα ποίημα», Μεροληψίες, ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 41.
[25] «Στὸν Νῖκο Γαβριὴλ Πεντζίκη», Ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ Ι,Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1989, σελ. 283
[26] «Αὐτοπροσωπογραφία», Ἡ οἰκειότητα τῶν αἰνιγμάτων,Ἄγρα, Ἀθήνα 1983, σελ. 59.
[27] «Ἀπὸ τὴ Σκύλλα στὴ Χάρυβδη», Ἐπιφωνήματα, Δόμος, Ἀθήνα 2010, σελ. 25.
[28] Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, Ὁ Πεντζίκης τοῦ ἐπέκεινα καὶ τοῦ ἐνθάδε, Δόμος, Ἀθήνα 1994, σελ. 13-4.
[29] Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «Λόγος γ´».
[30] Ν. Γ. Πεντζίκης, Ψιλὴ ἢ Περισπωμένη, Ἄγρα, Ἀθήνα 1995.
[31] Πρὸς Ἐκκλησιασμό, Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2007, σελ 186-7.
[32] «Φλύαρη ἀφασία», Παραλήρημα τοῦ Νότου, 1979, σελ. 30.
[33] «Εἶναι ξένες οἱ λέξεις», Ὑστερόγραφα Α, Δόμος, Ἀθήνα 2013, σελ. 21.

