Δήμητρα Κωτούλα

«Για να βγάλουμε την αιωνιότητα»

Αλέξιος Μάινας, Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας, Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2021.

Εισάγοντας στη γραφή του Αλέξιου Μάινα 

Παραθέτω ένα ελάχιστο σημείο του ποιήματος «Μια δίκη από σιωπή»: «Επίπεδος κι ο χρόνος στον καθρέφτη. / Φως αβαθές, συνοικιακό, / μπασταρδεμένο απ’ τις θρησκείες, / στοιχειωμένο από τον φίκο. / Σκέφτομαι, άρα είμαι / αλλού».

Στιβαρός γλωσσικά, στοχαστικά στέρεος και γεμάτος λυρικά ευρήματα ο βηματισμός της ποίησης στις καταθέσεις του Μάινα, είτε στρέψουμε το βλέμμα στα βιβλία του Το ξυράφι του Όκαμ, Ο διαμελισμός του Αδάμ, Προσκόμματα…, είτε σε άλλες ποιητικές δημοσιεύσεις του. Μερικές από τις καλύτερες έχουν φιλοξενηθεί στις Αναγνώσεις από τον Κώστα Βούλγαρη, που ορθά θεωρείται ο κριτικός που πρώτος καταδύθηκε σε αυτό το ορυχείο. Ό,τι αντλεί κανείς διαβάζοντας Μάινα το κερδίζει από το βάθος, ακόμα κι αν πλέει και επιπολάζει αναγνωστικά στη φωτεινή επιφάνεια του ποιήματος. Μα δεν αντέχουν όλοι το κολύμπι σε ισχυρά ρεύματα, χρήζει αισθητικής και στοχαστικής επάρκειας ένας τέτοιος δυνατός κυματισμός του «δύσκολου».    

Όπως γράφει ο Charles Bernstein στο «The Difficult Poem»: «Το να διαβάζουμε ποιήματα, όπως τόσες άλλες εμπειρίες στη ζωή, δεν είναι πάντα τόσο απλό όσο φαίνεται απ’ έξω, όταν βλέπουμε άλλους αναγνώστες να ξεφυλλίζουν ανέμελα ευτυχείς μια συλλογή αγαπημένων στίχων». Υπάρχουν για τον καθένα τέτοιοι στίχοι, συχνά επιπόλαιοι ή κοινοί, που όμως έχουν μια κάποια χάρη. Και υπάρχει η στιβαρότητα και μεστότητα που ψάχνει κανείς επίμονα και σπάνια βρίσκει, π.χ. στους υψιπέτες και οξυδερκείς Ρίλκε, Χαίλντερλιν, Πάουντ, Σεφέρη. Ποιος τολμά ν’ αναμετρηθεί στις μέρες μας με το βάθος και το υπαρξιακό αδιέξοδο; Ποιος με τα βάραθρα; Τέτοια είναι η ποίηση του Μάινα, ειδικά όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στα Προσκόμματα, με απόλυτα κατακτημένο εδώ το ιδιαίτερο, εντελώς αναγνωρίσιμο ύφος της, με τη συντονισμένη ρητορικά και θεματικά ευχέρεια των εκφραστικών μέσων, το δαμασμένο ποιητικό ιδίωμά της.  

Η παρούσα είναι, κατά τη γνώμη μου, η πιο κατασταλαγμένη σύνθεσή του. Κάθε βιβλίο του προχωρά ένα βήμα παραπέρα τα κατεκτημένα, προσφέρει μια νέα προοπτική στην αλήθεια για τον άνθρωπο, την κοινωνία και τον κόσμο, στο πλαίσιο ενός άλλου μύθου, μιας νέας ιστορικά-συγχρονικά αφορμής. Και παρασύρει σε νέα πεδία του νου με τη συνέργεια της εικονοποιίας και τη δύναμη της μεταφορικής ανοικείωσης, σε μια σύνθετη συνωμοσία φαντασίας, στοχαστικότητας και αισθητηριακής εγρήγορσης.   

Τέχνη σημαίνει ανατροπή. 
Τέχνη σημαίνει αγκάθια. 
Τρέχουν σκοντάφτουν συλλαβές 
σε ξαφνικές τελείες. 

Η ποίηση είναι πτώση.  
Πέφτει εκεί όπου το φως
νικάει πάντοτε 
η σκιά.

Ο τίτλος και η δομή του βιβλίου  

Από τον τίτλο της ακόμη, με το αναγεννησιακό του εύρος, η συλλογή συντονίζεται με θεμελιώδη έργα του λόγου – σε ποικίλους τομείς της ιστορίας των ιδεών: φιλοσοφία, θεολογία, θετικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, λογοτεχνία. Εγγράφεται στη γενεαλογία έργων όπου συστεγαζόταν ως ενιαίο σύνολο το σκέπτεσθαι και το εν-νοείν, χωρίς επιμερισμούς και κατηγοριοποιήσεις, με ολιστικές αξιώσεις συγκερασμών και κραμάτων. Βιβλία για τα οποία αρμόζει ο όρος «opus». 

Ο τίτλος προδίδει και μια στάση απέναντι στην ανάγνωση: ότι είναι υπαρξιακή εμπειρία, είναι περιπέτεια, που, ίσως, κομίσει λύσεις στην ανταριασμένη αναζήτηση, ίσως όμως οδηγήσει και σε α-πορίες απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα. Η ποίηση προβάλλει ως τρόπος σύνδεσης και κατανόησης του κόσμου. Και γίνεται καταφυγή σε στιγμές εσωτερικής ταραχής. Ο Μάινας αναφέρει μια αναγνωστική ελπίδα του Νοβάλις για την ποίηση, ότι «επουλώνει τις πληγές που ανοίγει η σκέψη». Είναι, πιθανώς, πιο εύκολο να εξηγήσει κανείς τι μας έλκει σε ένα χαρτί με στίχους, απ’ το τι μας κάνει να πιάνουμε την πένα για να το γεμίσουμε.   

Αρχιτεκτονικά το βιβλίο σπάει σε δύο μεγάλες ενότητες: «Θεωρία» και «Πράξη». Η δεύτερη αναλύεται και αναπτύσσεται διεξοδικά σε πέντε ενότητες-ποιητικές «Πράξεις», καθότι «all the word’s a stage» κατά τον Σαίξπηρ, για να εξηγήσει το εισαγωγικό «θεωρητικό» μέρος με παραδείγματα από τη ζωή. Το κεντρικό θέμα είναι η απώλεια, το πόσο ευπρόσβλητη είναι η κάθε ανθρώπινη ευτοπία, το πόσο γρήγορα εισβάλλει πολυπρόσωπος ο θάνατος και ο πόνος. Οι πέντε «Πράξεις» λειτουργούν ως φασματοσκόπιο, με πολυπρισματικές αφηγήσεις της απομόνωσης-μοναξιάς και της απώλειας των εγγύτερων ψυχών: στο πλαίσιο της οικογένειας, της ερωτικής σχέσης ή της μικροκοινωνικής συνοχής.

Η ραχοκοκαλιά που συνδέει τις «Πράξεις» είναι σαφής, διακριτή και υπηρετείται άψογα: στον πυρήνα του έργου είναι το τέλος, το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης, των επιδιώξεων και κάθε ξεγνοιασιάς, το μεταφυσικό όριο στο οποίο αναπόφευκτα σκοντάφτουμε, η μνήμη της ευτυχισμένης συνθήκης και η δαμόκλειος σπάθη της συντριβής της. Και, τελικά, το κλέος να μπορούμε εμείς, από όλα τα έμβια όντα, να στοχαζόμαστε επ’ αυτών. Από το ποίημα «Το σκηπάνι των ειδώλων» («σκηπάνι(ον)» είναι το ξύλινο σφυράκι του δικαστή):     

Ποιος ξέρει τι ρόλο παίξαμε
στις ζωές των άλλων. 
Και τι θα παίξουμε στο εξής.   

Σαν να υπάρχουν μόνο τ’ αντικείμενα
κι οι λέξεις. 
Κι εμείς απλοί θεοί 
που τα πηγαίνουν πέρα-δώθε.   

Είμαι, άρα διστάζω.  
Νιώθω, άρα διστάζω να σκεφτώ.

Ως αντανάκλαση εμφωλεύω ακόμα νόημα.  
Διαβάζω αργά το πρόσωπό μου.
Θα γεράσει.

Η μορφή των ποιημάτων και της όλης οργάνωσης του βιβλίου ακολουθεί την πρόθεση του ποιητή και τη συντρέχει: για παράδειγμα, στις ενότητες του βιβλίου ο Μάινας ξεδιπλώνει θεματικά τη δραματικότητα της ζωής – και επιλέγει να τη δείξει σε πέντε «Πράξεις»!  

Η γλώσσα και η εικονοποιία

Αξίζει να σχολιαστεί η γλωσσική εγρήγορση του Μάινα – αν η ποίηση είναι κιβωτός γλωσσικής παρακαταθήκης, δηλαδή σεβασμός και αξιοποίηση του πλούτου και των δυνατοτήτων της γλώσσας, αυτό μπορεί κανείς σταθερά και ανακουφιστικά να το διαπιστώσει στη γραφή του, όχι μόνο την ποιητική. Είναι ποιητής που τιμά την κορυφαία γλωσσική κληρονομιά των ελληνικών, σκάβει στις κατακόμβες της και αναζητά να τη συνεχίσει με εύστοχες λεξιπλασίες, ακριβείς θεωρητικούς όρους (ενίοτε ως αντιδάνεια) και ευφάνταστους λεκτικούς συνδυασμούς στην εικονοποιία της μεταφορικής ρητορικής του. Ut pictura poesis: Η μεταφορά είναι το βασιλικό αγώνισμα της ποίησης και σ’ αυτήν διαπρέπει. Αναδεικνύει, δε, και προσδίδει νέα αίγλη στο πιο στοιχειώδες εργαλείο της ποίησης, στο πιο πρωτόγονο πινέλο της: την παρομοίωση. «Ψιχάλιζε απαλά / σαν να παραπονιέται κάποιος / ή σαν να βράζει γάλα».

Οι εικόνες απρόβλεπτες, σαν τη ζωή, η λέξη, τορνεμένη στο αμόνι της ακριβούς παρατήρησης και της αισθητηριακής προσήλωσης, λέει ακριβώς αυτό που θέλει να πει – να το δύσκολο! Μια άσκηση του νου και των αισθήσεων, διεύρυνση οριζόντων από τον τρόπο συνδυασμού και αναδιάταξης των πραγμάτων, από το παραξένισμα της συνεχούς μετακύλισης. Ακόμα και εντός των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού και της αποστειρωμένης-έγκλειστης ζωής σε καιρούς πανδημίας, η ποίηση λειτουργεί ως ακαταπόνητος μετασχηματιστής των σημαινομένων. Ο ίδιος εξηγεί: «Μέσα σε κάθε ομορφιά ασκητεύει η απόγνωση, / γιατί και οι λέξεις έχουν ένα δεύτερο σώμα / έξω απ’ τα πράγματα που υποδύονται, / γιατί δίπλα στον αναίτιο κόσμο / υπάρχει ένας άλλος με τις πληγές του».

Πολλά πράγματα υπονοούνται εμφαντικά και αποσιωπώνται εύγλωττα στη γραφή του Μάινα. «Ποιος μίλησε, σκοτάδι μου; Κανείς; Απλά φυσάει;» Η σιωπή συνοδεύει επικουρικά το νόημα, που αρνείται την πλήρη ανάπτυξη-έκθεση για να μην περιοριστεί η ηδονή τού ξεκλειδώματος των πάντα συγκεκριμένων εικόνων. Υπάρχει δυσκολία, όχι ασάφεια. Υπάρχει οπτικός υπαινιγμός και στοχαστικό υπο-νοούμενο, όχι θολούρα. Σε κάποια σημεία, δε, υπάρχει και διακειμενική νύξη – καμιά φορά παιγνιωδώς εμφανής: «Ήρθε η στιγμή, ξαπλώστε με».

Η θεματική αφορμή του βιβλίου

Στο βιβλίο υπάρχουν ποιήματα που ήταν από τα πρωταρχικά που είχαν δημοσιευτεί τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, για την εποχή της αποστασιοποίησης και του εγκλεισμού. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς αναρτήσεις (ανακαλώ μία ειδικά που φιλοξένησε το Andro), αν και κάθε άλλο παρά ανέμελα και εκ του ασφαλούς διαβάστηκαν τότε. 

Στο βιβλίο ο ποιητής μοιάζει ν’ αναλαμβάνει τον αρχέγονο ρόλο του καθοδηγητή, του poeta vates ως ιερέα με την πανάρχαια έννοια του όρου, εκείνου που είναι «ρημαγμένος από την αλήθεια». Παραθέτω ένα ολόκληρο ποίημα, με την κλασική-μόνιμη στον Μάινα τρισθενή οργάνωση:

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ    

                                                             Οίκτος ή μετατάρσιο;

Ανάμεσα στο οικόπεδο με το ερείπιο της σκόνης 
του παλιού σεισμού
και τους ευκαλύπτους της μετέωρης αλάνας 
με την προτομή του πολέμου 

πάνω απ’ το μικρό φράγμα του χείμαρρου
και τα έπη του ηλιοβασιλέματος 
στα φουγάρα της βιοτεχνίας

φαίνονται στο βάθος  
τα νέα τετράγωνα των προαστίων –    
η αθόρυβη 
συνεχής δημιουργία
του ανυπεράσπιστου.    

Βέβαια, τελικά, δεν προτείνει κάτι ως ασφαλές μονοπάτι-«αντράλι» για την κατάβαση στον κάμπο, αλλά ο ποιητής προειδοποιεί σκεπτικιστικά και γεμάτος αμφιβολία για το αν ο άνθρωπος θα τα καταφέρει. Οι «ποιμαντικές λύσεις» είναι όρος ειρωνικός – πρόκειται πιο πολύ για προειδοποιητικές πιστολιές ενόψει όσων καραδοκούν ως θανατογόνες εστίες. Ενόψει της, τελικά, δυσαπόφευκτης απογοήτευσης, της μοναξιάς και του πένθους, προσπαθεί να θωρακίσει με τη συνείδηση-επίγνωση του μεταφυσικού, ιστορικού και ψυχολογικού πεπρωμένου, που αποτελεί αυτό που πρέπει υπαρξιακά ν’ αντικρίσει ο άνθρωπος και –όσο δύναται– να σηκώσει.

Αυτό διαφοροποιεί τον Μάινα από την ίσως επίπλαστη αισιοδοξία υπαρξιστών, όπως ο Καμύ, που πίστευαν ότι υπάρχει μια ελευθερία, ακόμα και «ευτυχία», μέσα στην κατάφαση και στην ανάληψη του αφόρητου πεπρωμένου. Ο κάμπος για τον Μάινα δεν είναι μια μελλοντική ευκολία, αλλά μια κατάσταση χαμηλότερης ενεργειακής στάθμης, εκεί όπου καταλήγει κάθε υψηλοφροσύνη, κάθε ικάρια αναρρίχηση. Κι όμως, πρέπει να αγωνίζεται κανείς: να χάσει συντεταγμένα, αξιοπρεπώς, να μην κατέβει κουτρουβαλιαστά, καταβαραθρωμένος από το βουνό των θεών-αξιών του. Ο άνθρωπος οφείλει να θρώσκει άνω.

Αυτό είναι κάτι που εγγράφεται ως υπο-κείμενο στην μετα-ιδεολογική ποίηση του Μάινα. Ο άνθρωπός του ξεκινά με προσδοκίες, με μια φυσική ορμή και όρεξη για ζωή, και καταλήγει σκεπτικιστής κι «απόμυθος» («υποκείμενο της απομυθοποίησης», όπως μας εξηγεί). Η στοργικά ουμανιστικής στροφορμής γραφή του Μάινα είναι μια λογοτεχνία μετά τα αφηγήματα, μια ποίηση των εκβολών, του δέλτα που βγάζει στον ωκεανό, μια ουρανομήκης χρωματική πανδαισία ηλιοβασιλέματος. Ο άνθρωπος του Μάινα ξεκινά έφηβος ή «νεόθριξ» και καταλήγει φιλόσοφος. Για τον Μάινα, μετά τα βιώματα, μετά τη ζωή, δεν έρχεται ο θάνατος, αλλά το χαρτί. Αυτό που επιβιώνει δεν είναι η εμπειρία, αλλά αυτό που διηθήθηκε από εκείνη και καθάρισε ψυχικά και νοητικά. Αυτό που μένει από τον άνθρωπο δεν είναι η ζωή, αλλά αυτό που η ζωή μας διδάσκει.  

Με τη γερή τριβή του στη φιλοσοφία ο Μάινας, χρόνια τώρα, κομίζει ποιητικά μια εναλλακτική καταγραφή των κομβικών υπαρξιακών διακυβευμάτων της: γιατί ο ποιητικός λόγος, πλάι στον φιλοσοφικό, μπορεί και συλλαμβάνει τον «πυρήνα της καρδιάς [των πραγμάτων] που πορφυρίζει», μετουσιώνοντας το αισθητό και υλικά απτό, την εικόνα, σε ιδέα – ώσπου να τρέξει στη γλώσσα κατευναστικό το νόημα, για να μη σβήσουμε «χωρίς να δούμε ούτε αυτόν τον κόσμο». Γι’ αυτό επιστρέφουμε στην ποίηση, γι’ αυτό σέρνουμε το δάχτυλο πάνω στις λέξεις: για να δούμε όντως.    

Ο ποιητής ως φιλόσοφος     

Η όλη σκέψη του εν λόγω ποιητή, σοφά αιμάσσουσα, μετεωρίζεται μεταξύ βιωματικής σπουδής του κόσμου και φιλοσοφικής διαύγασης μιας μεταφυσικής των ανθρωπίνων. Η ποίησή του, ανένδοτη στη διερεύνηση και υπηρεσία της conditio humana, φωτίζει όλες τις αποχρώσεις της, «για να βγάλουμε την αιωνιότητα». 

Ο Μάινας είναι αυτό που μπορεί να ονομαστεί ποιητής-φιλόσοφος, στοχάζεται τόσο μέσω ποιητικών αφορισμών όσο και μέσω των εικόνων-μεταφορών του, η αναλογική ακρίβεια και ο καταιγιστικός πλούτος των οποίων αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό της γραφής του από την πρώτη συλλογή του προ δεκαπενταετίας. Στο βιβλίο όμως αυτό, ο ποιητής συγκροτεί πιο καθαρά μια βιοθεωρία, υπονοεί πιο ευκρινώς μια μεταφυσική για τον άνθρωπο, μια φιλοσοφική ανθρωπολογία με την παϊνιστική (από τη λέξη «pain») ηθική διάσταση του ανθρώπου στο κέντρο της – τη δυνατότητα και καταδίκη του ανθρώπου στη μόνιμη απειλή (ή πραγματικότητα) της οδύνης και του θανάτου – άρα και του ακαταπράυντου φόβου τους. Ο ίδιος ο χρόνος αποτελεί φόβητρο, αποτελεί εφετείο, έτοιμο να ανακαλέσει ό,τι δόθηκε.   

Ευάλωτος ο πραγματικός ποιητής σηκώνει όλο το βάρος της ύπαρξης, επέκεινα του προσωπικού πεπρωμένου. Καμιά φορά, εν είδει Σίμωνα Κυρηναίου. Στην τέταρτη «Πράξη», με την αναφορά σε φιλοσόφους και ποιητές, το έργο επικαλείται και συμπορεύεται με σπουδαίους δημιουργούς, χωρίς να αντλεί διακείμενα από τη γραφή τους, παρά μόνο στις συνολικές προμετωπίδες των ενοτήτων, που εμπλουτίζουν τη δυνατότητα ερμηνείας τους, χωρίς να τις ξεκλειδώνουν ή να τις καθορίζουν. Στα δε επιμέρους ποιήματα, τα μότο του ίδιου του Μάινα, που είναι πρωτότυποι στίχοι του, δεν βρίσκονται ερμηνευτικά πάνω από το κείμενο, κινούνται παράπλευρα προς το κείμενο. Δεν το εξηγούν, δεν το συνοψίζουν, δεν αποτελούν αφαιρέσεις του ή κάποιο απόσταγμα. Το συνοδεύουν και το προικίζουν συνειρμικά. «Νόημα, έρχεσαι από μόνο σου στα λόγια μου». 

Οι δε μεγάλοι δημιουργοί που κατεβάζει –ενίοτε παραδειγματικά ως ρόλους– είναι πρόσωπα που ενσάρκωσαν σε αντίστιξη τη ζωή και τον θάνατο, τη δόξα και το πικρό τέλος, την αστοχία-έκπτωση και την αιωνιότητα, τη σοφή περηφάνεια και τη σοφότερη ταπείνωση, τη γέννα-δημιουργία και την κοινή-ευτελή καθημερινότητα της αδυναμίας του ανθρώπου να βρει νόημα, αποστολή και πληρότητα. «Οι εραστές μου χάρτινοι. Κάθε παιδί μου νόθο. / Είμαι μια θάλασσα. Τα κύματα τα νιώθω / εδώ στο χέρι. // Σκληρή ζωή το γράψιμο. / Μα δεν θα γίνω αλλιώς μητέρα» (στο ποίημα με τίτλο «Η Ντίκινσον αποφασίζει να στεφθεί ο εαυτός της»).  

Το δύσκολο δεν είναι να διαβάσουμε, αλλά ν’ αφήσουμε από τα χέρια μας αυτή τη συλλογή. 

Κύλιση στην κορυφή