Η έρευνα του Φρέατος αποκτά μια ξαφνική (και διόλου επιθυμητή, υποθέτω, από τους διοργανωτές) επικαιρότητα, στον απόηχο του πρόσφατου (μίνι;) σκανδάλου που ξέσπασε στην Ολλανδία. Ως γνωστόν, κάποια ασήμαντη πλην θορυβώδης «ακτιβίστρια» αμφισβήτησε δριμύτατα το δικαίωμα καταξιωμένης λογοτέχνιδος να μεταφράσει έργα της Amanda Gorman (συγγραφέως του ποιήματος «The Hill We Climb», που ακούστηκε στoν Λευκό Οίκο κατά την τελετή ανάληψης του προεδρικού αξιώματος από τον Joe Biden), με την αιτιολογία ότι η νεαρή και ταλαντούχος ποιήτρια είναι Αφρο-αμερικανίδα, ενώ η Ολλανδή μεταφράστριά της (άκουσον, άκουσον) λευκή! Ομολογώ ότι το περιστατικό με σόκαρε (όπως και πολλούς άλλους), αλλά δεν με εξέπληξε. Στα μέσα της δεκαετίας του ʼ90, ο Harold Bloom, στο βιβλίο του Ο Δυτικός Κανόνας (The Western Canon, 1994), έκρουε ήδη τον κώδωνα κινδύνου σχετικά με την έκταση που είχαν πάρει στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής διάφορα ρεύματα (νεο-ιστορικισμός, μαρξισμός, Cultural, Gender & Queer, Postcolonial & Race Studies κ.λπ. κ.λπ.), τα οποία επιδιώκουν να εκτοπίσουν το ενδιαφέρον για τους πρωτεύοντες στόχους της Τέχνης, δηλαδή την αισθητική απόλαυση και τη συνεπακόλουθη αυτο-ενόραση του αναγνώστη, προβάλλοντας, αντ’ αυτών, κάποιες, παρασιτικές κατά βάση, σημασιολογικές και αξιακές παραφυάδες του έργου. Πόσο λοιπόν θα αργούσε αυτή η «σχολή της μνησικακίας» (school of resentment) να κάνει την εμφάνισή της και στη μετάφραση; Το γραφικό επεισόδιο που μόλις ανέφερα αποτελεί ένα πρώτο κρούσμα· σίγουρα έπεται συνέχεια. Για παράδειγμα, αν και ήταν επίσης αναμενόμενη, πρέπει να μας ανησυχήσει η άνανδρη στάση του επίδοξου εκδότη της Gorman, ο οποίος, ευθυγραμμιζόμενος πάραυτα με την «πολιτική ορθότητα», έσπευσε να ζητήσει δημόσια συγγνώμη για την ανάθεση του μεταφραστικού έργου σε… λάθος άτομο.
1. Η μακρά αυτή εισαγωγή δεν είναι μόνο μια έκκληση σε επαγρύπνηση μπροστά σε παρόμοιες πνευματικές παθογένειες της εποχής μας. Σχετίζεται επίσης –και διόλου παρεμπιπτόντως– με την πρώτη ερώτηση της ανά χείρας έρευνας. Εις ό,τι με αφορά, λοιπόν, δηλώνω ότι έφθασα στη μετάφραση προερχόμενος από τη συγκριτολογία, δηλαδή από την κριτική και θεωρώ τις δύο δραστηριότητες συμπληρωματικές. Η μεν μετάφραση είναι μια κριτική ανάγνωση, και δη η πληρέστερη και βαθύτερη μορφή κατανόησης και ερμηνείας ενός λογοτεχνικού κειμένου. Αντιστρόφως ανάλογα, η κριτική, με τη σειρά της, συνιστά ένα είδος μεταγλώττισης, όχι όμως «διαγλωσσικής» ή «ενδογλωσσικής» αλλά, θα έλεγα (ενθυμούμενος τον Roman Jakobson), «διασημειωτικής», καθ’ ότι μεταβιβάζει το νόημα του λογοτεχνικού κειμένου από το ποιητικό στο θεωρητικό σημειακό σύστημα. Στο δια ταύτα: στη μετάφραση, όπως και στην κριτική, προσπαθώ να αντισταθώ στη «σχολή της μνησικακίας», να δώσω (με τρόπο λίαν «ντεμοντέ») προβάδισμα στις αισθητικές αξίες του έργου έναντι όλων των άλλων που το έργο αυτό μπορεί να μεταφέρει. Το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί εν προκειμένω είναι ό,τι συμβαίνει σήμερα στην Ολλανδή συνάδελφο (στην οποίαν εκφράζω την αμέριστη αλληλεγγύη και συμπάθειά μου). Αυτήν την εμπειρία δεν την έζησα μέχρι στιγμής, αλλά, πολύ φοβάμαι, ανά πάσα στιγμή μπορεί να ισχύσει το «κακομελέτα κι έρχεται». Γιατί, στο κάτω-κάτω, πληρώ τις προϋποθέσεις του δυνάμει στόχου της «πολιτικής ορθότητας»: είμαι (φευ!) male, white & straight, με επιπλέον το επιβαρυντικό της καταγωγής και της μισής ζωής που έζησα στην επικράτεια του «(αν)υπαρκτού σοσιαλισμού» και που μου έχει δημιουργήσει αντισώματα στα «προοδευτικά» αντανακλαστικά της φολκλορικής gauche–caviar…
2. Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, είτε τους προτείνω ο ίδιος είτε μου προταθούν από τον εκδότη, θα μεταφράσω τους συγγραφείς εκείνους οι οποίοι πληρούν τα δικά μου αξιακά κριτήρια. Γι’ αυτό, εξυπακούεται, δεν θα πλησίαζα μεταφραστικά έργα που δεν με ενδιαφέρουν. Τούτων λεχθέντων, μένω ανοικτός σε υποδείξεις και συστάσεις, προκειμένου για ονόματα και τίτλους που δεν γνωρίζω ή για τα οποία δεν έχω κάποια σαφή ιδέα. Δουλειά του μεταφραστή, όπως και του κριτικού υποδοχής, είναι η άγρα του «αγνώστου αριστουργήματος». Ωστόσο, ο διακαής μου πόθος ως μεταφραστού δεν αφορά κάποια μετάφραση που δεν έκανα, αλλά μία που επιχείρησα πρόωρα, εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια, ανέτοιμος για τον συγκεκριμένο «άθλο», και επιπλέον η οποία «πήγε στράφι» γιατί κυκλοφόρησε από έναν άσημο εκδοτικόν οίκο, που άλλωστε εξαφανίστηκε λίγο αργότερα. Ο λόγος για το πεζογράφημα Ζηνοβία, του μεγάλου Ρουμάνου ποιητή (και αείμνηστου φίλου μου) Gellu Naum (1915-2001), ένας ύμνος στον «τρελό έρωτα», ο οποίος παραλληλίστηκε επί ίσοις όροις με τη Νάντια του Μπρετόν. Πολύ θα ήθελα λοιπόν τώρα,dans ma mûre saison (για να το πω με λόγια του Μπωντλαίρ), να καταπιαστώ και πάλι με τον «εξελληνισμό» της Ζηνοβίας και να βρω έναν εκδότη διατεθειμένο να «φιλοξενήσει» το πολύτιμο και σπάνιο αυτό τεκμήριο του όψιμου υπερρεαλισμού.
3. Θεωρητικά, στη μάχη του βιβλίου, μεταφραστής, συγγραφέας, επιμελητής και εκδότης αγωνίζονται στην ίδια πλευρά του μετώπου. Ως εκ τούτου, ιδανικό θα ήταν να τους ενώνουν δεσμοί στενής συνεργασίας, αρμονικής συνεργίας και σφιχτής συμμαχίας. Στον υπαρκτόν όμως κόσμο, σπανίως ο συνασπισμός των τεσσάρων παραμένει αρραγής, αφού απέναντί τους έχουν την αγορά, έναν «αντίπαλο» άπιαστο, απρόσωπο και όμως πανταχού παρόντα, «πολύτροπο» και πολυμήχανο, ο οποίος, αργά ή γρήγορα, δημιουργεί ρωγμές ή τουλάχιστον τριβές ανάμεσα στους «συμμάχους». Έτσι, η μεταξύ τους σχέση, αλλά και ο κοινός (υποτίθεται) στόχος τους γίνονται αντικείμενο μόνιμης, πολύπλευρης και αρκούντως περίπλοκης διαπραγμάτευσης.
Η πιο εύκολα «διαχειρίσιμη» είναι, κατά την αντίληψή μου, εκείνη του μεταφραστή με τον συγγραφέα. Όταν ο τελευταίος είναι εν ζωή, κυρίως δε εάν τυγχάνει να γνωρίζει τη γλώσσα-στόχο (αλλά και αν αυτό δεν συμβαίνει), ενδείκνυται οι δύο εταίροι να επικοινωνούν καλόπιστα, με αμοιβαία εμπιστοσύνη, ώστε η εκ του σύνεγγυς διάδρασή τους να οδηγήσει στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Το οποίο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις διχογνωμίας επί του μεταφράσματος, το προβάδισμα να έχουν οι επιλογές του μεταφραστού ως δευτερογενούς συγγραφέως ή μάλλον ως πρωτογενούς δημιουργού του δευτερογενούς έργου.*
Οι ίδιες αρχές πρέπει να διέπουν και τη διαπραγματευτική σχέση ανάμεσα στον μεταφραστή και τον επιμελητή. Όρος εκ των ουκ ων άνευ είναι εδώ ο δεύτερος να μην είναι ζηλωτής του δόγματος της «γλωσσικής ομοιομορφίας», τείνοντας έτσι να ισοπεδώσει τις ιδιαιτερότητες μιας γραφής, που με κόπο και μόχθο ο άλλος έχει μεταφέρει στη γλώσσα-στόχο. Η ομοιομορφία είναι σπουδαίος κανονιστικός παράγων, ο οποίος έχει τη σημασία του (ποιος θα το αμφισβητούσε;) στη διδασκαλία και εκμάθηση της γλώσσας. Πλην όμως το λογοτεχνικό ιδίωμα αρχίζει εκεί που λήγει το καθαρά διδακτικό στάδιο και η εργαλειακή χρήση της γλώσσας· ταυτίζεται δε με το ύφος, και το ύφος είναι (κατά τον Jakobson και πάλι) «οργανωμένη βία» επί του γλωσσικού κανόνα. Η θαυμάσια πολυμορφία της ελληνικής αποτελεί το δραστικότερο εργαλείο αποδόμησης της σχολαστικής «ομοιομορφίας», προς όφελος της δημιουργικής υφολογικής «βίας».
Τέλος, ο ιδανικός (ας τον πούμε) εκδότης οφείλει να έχει άποψη και για την αξία του συγγράμματος και για την ποιότητα του μεταφράσματος και για την ορθότητα της επιμέλειας. Οπλισμένος λοιπόν με τις τρεις αυτές επί μέρους γνώσεις και εξ ονόματος των τριών επί μέρους φορέων αυτών –και συμμάχων αυτού–, καλείται να διαπραγματευτεί με την αγορά, όσο πιο σθεναρά μπορεί, για την επίτευξη του κοινού στόχου, που είναι η παραγωγή και η κυκλοφορία του βιβλίου, υπό τις ευνοϊκότερες εφικτές συνθήκες. Στον υπαρκτό (και πάλι) κόσμο, ο εκδότης είναι επιρρεπής ή εξαναγκάζεται σε λογής-λογής παραχωρήσεις και ελιγμούς, που συνήθως αφορούν τη συμπίεση του κόστους του προϊόντος. Όταν αυτό δεν αποβαίνει εις βάρος του βιβλίου, τη «νύφη» την πληρώνει πάντως ο πιο ευάλωτος εκ των παραγωγικών παραγόντων, δηλαδή ο μεταφραστής. Έζησα ο ίδιος, και δη πρόσφατα, μια τέτοια κατάσταση, με κάποια μετάφραση για την οποίαν είχε μάλιστα εξασφαλιστεί επιδότηση από ξένο φορέα. Όταν όμως η συμφωνία ναυάγησε, με υπαιτιότητα μάλλον της ελληνικής πλευράς, εγώ έμεινα απλήρωτος, κι ας είχα εκπληρώσει τα καθήκοντά μου μέχρι κεραίας και το εν λόγω βιβλίο βρισκόταν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
4. Παρά τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία (η οποία, θέλω να πιστεύω, αποτελεί μεμονωμένο γεγονός), θα έλεγα ότι η θέση του μεταφραστού ως επαγγελματία έχει αισθητά βελτιωθεί στην Ελλάδα, εν συγκρίσει με προηγούμενες εποχές, τόσο από πλευράς αμοιβής όσο και αναγνώρισης του status της μετάφρασης ως επαγγέλματος. Θετική είναι επίσης, εξ όσων γνωρίζω, η άρση ορισμένων ληστρικών φορολογικών διατάξεων, που μας υποχρέωναν σε ασφαλιστικές εισφορές υπέρ τρίτων.
Ωστόσο, για την καλύτερη εκπροσώπησή μας και την προώθηση των νομίμων συμφερόντων μας, λείπει ένας συλλογικός φορέας των μεταφραστών λογοτεχνίας, όπως (νομίζω) υπάρχει ένας των μεταφραστών-διερμηνέων. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν σχετικά τμήματα στο πλαίσιο των σωματείων δημιουργών (Εταιρεία Συγγραφέων, Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, Εθνική Εταιρεία Λογοτεχνών κ.λπ.) Επί του προκειμένου θυμάμαι μάλιστα να άνοιξε κουβέντα, εδώ και αρκετά χρόνια, ο αείμνηστος Άρης Μπερλής, αλλά το θέμα δεν έλαβε συνέχεια.
5. Βεβαίως την επηρεάζει, και δη μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα, υπό τον όρο να μην το αναγάγουμε σε φετίχ ή πανάκεια. Προσωπικά, χρησιμοποιώ κατά κόρον τα προγράμματα αυτόματης μεταγλώττισης και τα on line λεξικά συνωνύμων. Εξοικονομώ έτσι τη χρονοβόρο αναζήτηση σε συμβατικά, δίγλωσσα και μονόγλωσσα, λεξικά και αποκτώ ένα draft κείμενο το οποίο, φυσικά, θέλει γερό «χτένισμα» προτού περάσει στο καθαυτό μετάφρασμα.
Αθήνα, Μάρτιος 2021
* Όταν όμως, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα προς μετάφρασιν βιβλία, ο συγγραφέας είναι πλέον κάτοικος της αιωνιότητας, ο μεταφραστής πρέπει να τον ανακαλύψει, να τον «μαντέψει, ακόμη και να τον «επινοήσει» μέσα από τη δική του έρευνα.