Όταν αναφερόμαστε στη σύγχρονη έντεχνη μουσική δημιουργία, καλό είναι να έχουμε κατά νου πως αναφερόμαστε σε ένα είδος μουσικής που έχει ήδη κλείσει πάνω από έναν αιώνα ζωής. Η μουσική του 20ού αιώνα είναι η φυσιολογική συνέχεια της ρομαντικής και μετα-ρομαντικής εποχής, η οποία επίσης υπήρξε η συνέχεια του Κλασικισμού που διαδέχτηκε το Μπαρόκ. Για να πάμε ακόμα πιο πίσω, το 1453 έγινε η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1454 τυπώθηκε η Βίβλος και το 1501 τυπώθηκε το πρώτο βιβλίο μουσικής στην Ευρώπη, στην οποία ήδη εκείνη την εποχή άνθιζε η μουσική τέχνη της Πολυφωνίας.
Αυτά όλα τα αναφέρω γιατί είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται συνολικά η μουσική δημιουργία στην Ελλάδα. Τα παράπονα των Ελλήνων συναδέλφων είναι συχνά, αλλά δυστυχώς είναι αδύνατον να ξαναγράψουμε την ιστορία. Κακά τα ψέματα: η έντεχνη μουσική δεν υπήρξε ποτέ προτεραιότητα ούτε του Υπουργείου Πολιτισμού, ούτε του Υπουργείου Παιδείας. Ακόμα οι σπουδές στα ωδεία είναι δυστυχώς αδιαβάθμητες. Έτσι λοιπόν, είναι φυσικό επακόλουθο της ιστορικής πορείας της Ελλάδας, ο ρόλος της έντεχνης μουσικής, και ειδικότερα της σύγχρονης μουσικής, να είναι ελάχιστος και να αφορά σε ένα πολύ μικρό κομμάτι του πληθυσμού της. Βέβαια, μας παρηγορεί πως αντίστοιχα μικρό μέρος της προτίμησης του κοινού κατέχει η έντεχνη σύγχρονη μουσική δημιουργία και στο εξωτερικό. Πουθενά δεν συγκρίνεται το πλήθος κόσμου που τρέχει σε μία συναυλία ροκ με αυτό που πηγαίνει σε μία αίθουσα για να ακούσει έργα σύγχρονης μουσικής, είτε με φυσικά όργανα είτε ηλεκτρονικής επεξεργασίας, ακόμα και σε χώρες με μακραίωνη παράδοση στην έντεχνη μουσική.
Το δεύτερο φυσικό επακόλουθο είναι πως η θέση της ελληνικής μουσικής δημιουργίας στην παγκόσμια σκηνή είναι δυστυχώς σχεδόν ανύπαρκτη. Τα μόνα διεθνώς αναγνωρισμένα ελληνικά ονόματα που αφορούν σε αυτού του είδους τη μουσική, είναι της Μαρίας Κάλλας, του Δημήτρη Μητρόπουλου και του Ιάννη Ξενάκη (γιατί δεν θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου αποκλειστικά συνθέτες έντεχνης σύγχρονης μουσικής, οι οποίοι είναι επίσης παγκόσμια γνωστοί). Αν επιπλέον αναλογιστούμε πως όλοι αυτοί έγιναν γνωστοί γιατί έφυγαν από την Ελλάδα –άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο– έχουμε την πλήρη εικόνα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ζουν, μορφώνονται και δημιουργούν οι Έλληνες συνθέτες και συνθέτριες. Τα σημερινά εφόδια των συνθετών είναι ευτυχώς πολύ περισσότερα σε σχέση με αυτά που υπήρχαν στο μέσο του προηγούμενου αιώνα και οφείλονται σε δύο κυρίως λόγους. Ο ένας οφείλεται στη μετεκπαίδευση σε πανεπιστήμια, ωδεία και ακαδημίες του εξωτερικού πολλών ταλαντούχων μουσικών και θεωρητικών, οι οποίοι γυρίζοντας στην Ελλάδα ενεπλάκησαν στην εκπαιδευτική διαδικασία, και ο δεύτερος και πιο πρόσφατος, στη δημιουργία μουσικολογικών τμημάτων στα Ελληνικά πανεπιστήμια.
Η Ελλάδα πάντως, εξακολουθεί να είναι ουραγός σε θέματα μουσικής παιδείας, γιατί δεν υπάρχει σοβαρός σχεδιασμός μουσικών σπουδών που θα ξεκινά από τις πολύ νεαρές ηλικίες και θα οδηγεί τους σπουδαστές και σπουδάστριες σε ανώτατα εκπαιδευτικά μουσικά ιδρύματα.
Τι σημαίνει λοιπόν να είναι κάποιος ή κάποια συνθέτης έντεχνης μουσικής στην Ελλάδα του 2022; Παρ’ όλα αυτά που προηγουμένως εξιστόρησα, είμαι αισιόδοξη, γιατί κατ’ αρχάς αγαπώ πολύ αυτό που έχω διαλέξει και προσπαθώ να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ. Πρώτα απ’ όλα έχω επίγνωση (και δεν με ενοχλεί), πως είναι σχεδόν αδύνατον να επιβιώσει ένας συνθέτης μόνο από τα έργα που συνθέτει, ακόμα και αν η συνθετική δραστηριότητα επεκτείνεται σε συνεργασίες με το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Αυτό δεν ισχύει μόνο στη χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό. Τα λίγα ονόματα που μπορούν να ζήσουν αποκλειστικά μέσα από τη σύνθεση, είναι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Σχεδόν όλοι οι συνάδελφοι που γνωρίζω (και στο εξωτερικό) για να επιβιώσουν διδάσκουν μουσική είτε σε σχολεία, είτε σε ωδεία, είτε σε πανεπιστήμια. Ειδικά στην Ελλάδα, οι περισσότεροι και περισσότερες από εμάς είναι εκ των συνθηκών οπλισμένοι με υπομονή και επιμονή. Οι χώροι που μπορούν να φιλοξενήσουν τις δημιουργίες μας είναι λίγοι, ο ανταγωνισμός αρκετά μεγάλος και ακόμα και μερικά περισσότερο προβεβλημένα ονόματα ανάμεσά μας δεν έχουν φτάσει να γεμίσουν μεγάλες αίθουσες.
Συχνά εισρέει στις συναυλίες σημαντικά πολυάριθμο κοινό (και νεότερης ηλικίας) όταν οι μουσικοί που λαμβάνουν μέρος σε συναυλίες σύγχρονης μουσικής είναι πολύ καλοί και πολύ γνωστοί. Επίσης, το κοινό, ακόμα και αν είναι σχετικά μικρό, είναι ένθερμο. Πάντως, αξίζει τον κόπο να αναφέρω πως προ του 2009, όταν για αρκετά χρόνια πραγματοποιούνταν εναλλάξ κάθε χρόνο Διεθνής Διαγωνισμός Σύνθεσης / Διεύθυνσης Ορχήστρας στην Ελλάδα, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών γέμιζε. Τα πλήγματα που επέφερε τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση στον τομέα της σύγχρονης έντεχνης μουσικής στη χώρα μας ήταν πολλά, μεγάλα και προς το παρόν –δυστυχώς– μη αναστρέψιμα…
Προτρέπω τους μαθητές μου να μην το βάζουν κάτω. Πρώτα-πρώτα ελπίζω να είναι ερωτευμένοι με το αντικείμενο, ώστε να μπορούν να οπλιστούν με την ανάλογη επιμονή, υπομονή, αλλά και γερό στομάχι. Τίποτα δεν είναι εύκολο ή αυτονόητο και πολλές φορές οι απότομες ανατροπές συνθηκών στον χώρο, μας αναγκάζουν να διαθέσουμε περισσότερη ευελιξία και ικανότητα προσαρμογής σε νέα δεδομένα.
Στη μουσική μου πορεία αν μπορούσα να διαλέξω τρεις ξένους συνθέτες που με έχουν περισσότερο συνεπάρει –για διαφορετικούς φυσικά λόγους ο καθένας– θα έλεγα τον Μπαχ, τον Μπάρτοκ και τον Στραβίνσκυ. Από Έλληνες θα διάλεγα με κλειστά μάτια τον Νίκο Σκαλκώτα και τον Γιάννη Χρήστου.
Αν διάλεγα ποιητές, θα ήταν από Έλληνες ο Σολωμός και από ξένους ο T. S. Eliot. Με ενδιαφέρει πολύ η μελοποίηση κειμένων, αλλά η διαδικασία είναι αρκετά επίπονη και γι’ αυτό έως σήμερα έχω μελοποιήσει ελάχιστα. Η μεγάλη δυσκολία έγκειται στο ότι η ποίηση περιέχει ήδη δική της μουσική (δηλαδή ρυθμό και μελωδία) και αυτό καθιστά το εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο. Έως σήμερα σε ένα σύνολο άνω των εξήντα έργων, έχω μελοποιήσει από Έλληνες ένα κείμενο από τη Μήδεια του Ευριπίδη και ένα μικρό ποίημα του Σολωμού, και από ξένους ένα μικρό ποίημα του William Blake και ένα αρκετά μεγάλο απόσπασμα κειμένων του Dante από τη Θεία Κωμωδία. Επίσης, έχω συμπεριλάβει σε ένα έργο μου για ενόργανο σύνολο ένα ποίημα εξαιρετικής φίλης ποιήτριας, και έχω συνθέσει μία μικρή ενότητα για φωνή και recorders, η οποία περιέχει πέντε μικρά ποιήματα στη Γαλλική γλώσσα, επίσης πολύ καλής φίλης. Προτιμώ η φωνή να μη συνδυάζεται με κάποιο όργανο, κάτι που έχω εφαρμόσει έως τώρα στα ποιήματα των Σολωμού, και W. Blake, καθώς και στη μελοποίηση κειμένων του Dante. Και τα τρία έργα είναι για χορωδία a Capella, δηλαδή χωρίς κάποιου είδους οργανική συνοδεία.
Έως σήμερα έχω συνθέσει για πολλούς συνδυασμούς οργάνων από solo έως συμφωνικά έργα –εκτός από όπερα, αλλά η προτίμησή μου αυτήν την περίοδο γέρνει προς τη μουσική δωματίου σε διάφορους συνδυασμούς οργάνων. Αυτή η προτίμηση έχει και πρακτικούς λόγους, γιατί είναι πολύ δύσκολο κάποια από τις λίγες ορχήστρες που διαθέτουμε να εντάξει έργο σύγχρονης μουσικής στο πρόγραμμά της. Επιθυμία όλων ανεξαιρέτως των συνθετών είναι τα έργα να μη μένουν στο συρτάρι, αλλά να μπορούν να παρουσιάζονται στο κοινό. Είναι αυτονόητο πως τα έργα που απαιτούν μικρότερα σύνολα μουσικών για την εκτέλεσή τους, έχουν περισσότερες ευκαιρίες.
Αυτή την εποχή σχεδιάζω μία μινιατούρα για πιάνο για τα 70 χρόνια του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» και συγχρόνως συνεχίζω (και ελπίζω πως θα το τελειώσω μέσα στο φθινόπωρο) ένα έργο για βιόλα και κοντραμπάσο. Όταν ξεκινώ ένα έργο, τίθεται μάλλον και μία ερώτηση, αλλά έχω την εντύπωση πως η ερώτηση μετά το τέλος της σύνθεσης έχει απαντηθεί μόνο μερικώς και η κατά βάση ερώτηση παραμένει. Δεν νομίζω πως τα έργα γενικώς περιέχουν απαντήσεις, μόνο προτροπές, με την έννοια πως σε κάθε σύνθεση φωτίζεται και προβάλλεται κάτι διαφορετικό από το προηγούμενο έργο. Ευτυχώς, γιατί έτσι γράφοντας συνεχώς ελπίζω σε μελλοντικές απαντήσεις στο εκάστοτε επόμενο έργο, οι οποίες μάλλον δεν θα έρθουν ποτέ. Όταν με ρωτούν τι είναι η σύνθεση, απαντώ πως είναι μία επίπονη, συνεχής, αλλά και γοητευτική διαδικασία, που θέτει συνεχώς νέες παραμέτρους και όρια στη φαντασία. Υποχρεώνεσαι συνεχώς να επιλέγεις και να οριοθετείς ένα ατελείωτο υλικό που υπάρχει γύρω σου. Με αυτή την έννοια, πιστεύω πως η διαδικασία της σύνθεσης είναι κοινός τόπος για όλους τους καλλιτέχνες, ανεξαρτήτως του ποια τέχνη έχουν διαλέξει να υπηρετούν.
21.8.2022
⸙⸙⸙
Ενδεικτικό έργο:
