Ζέτα Κουντούρη

Για την Αγγελική

Πολυαγαπημένη, ακριβή μου Αγγελική,

Εδώ και αρκετό καιρό ο Δημήτρης Αγγελής μου ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για σένα. Ένα κείμενο –υπέθεσα το αποχαιρετιστήριο– για να δημοσιευθεί, τώρα που εσύ έφυγες για το μεγάλο ταξίδι, στο περιοδικό Φρέαρ. Αποκρίθηκα θετικά, χωρίς δεύτερη σκέψη. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε γράψει και δεν έχουμε μιλήσει η μία για την άλλη σε λογοτεχνικά περιοδικά και σε κοινές παρουσιάσεις των βιβλίων μας, σε όλα αυτά τα αμέτρητα χρόνια της πολύτιμης φιλίας μας.

Και όμως, πίστεψέ με, κάθε που ξεκινάω σταματάω, σταματάω και αναβάλλω… μέχρι που δεν πάει άλλο… Σβήνω το καθετί που γράφω γιατί δεν το βρίσκω αρκετό προκειμένου να μιλήσω για σένα. Όχι αποχαιρετώντας σε. Και δεν παύω να αναρωτιέμαι πού θα έπρεπε περισσότερο να επικεντρωθώ για να μη σε αδικήσω, στις σπάνιες αρετές του χαρακτήρα σου ή στο εξαιρετικό έργο που αφήνεις πίσω σου.

Ο θάνατος είναι ένας ζοφερός εχθρός που μας επισκέπτεται απροειδοποίητα, όποτε ο ίδιος το αποφασίσει. Το γεγονός ότι γεννιόμαστε θνητοί και η θλίψη που συνοδεύει τη συγκεκριμένη γνώση είναι ό,τι δυσκολότερο καλούμαστε να διαχειριστούμε στον επίγειο βίο μας. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι είναι ευλογημένοι αυτοί που καταφέρνουν να μετατρέψουν τη θλίψη αυτή σε έργα τέχνης, χαρίζοντας στους άλλους συγκίνηση και στον εαυτό τους μια ξεχωριστή μορφή αθανασίας. Αυτήν που έχεις κερδίσει κι εσύ, αγαπημένη μου φίλη.

Η Αγγελική Σιδηρά, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1938 και πέθανε τον Ιούλιο του 2025. Είχε μια ζωή πλούσια, γεμάτη χαρές και περίσσιες λύπες, μια που ο θάνατος συχνά κι απροσδόκητα χτύπησε την πόρτα της, στερώντας της πρόσωπα πολυαγαπημένα. Πλούσια, πολυσχιδής και βραβευμένη υπήρξε και η πορεία της στα γράμματα. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες και έχουν συμπεριληφθεί σε γνωστές ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πολλά από αυτά έχουν μελοποιηθεί από τον Θοδωρή Ξυδιά. Η ίδια έχει μεταφράσει την Έμιλυ Ντίκινσον και έχει επανειλημμένως εκπροσωπήσει τη χώρα μας σε διεθνή Φεστιβάλ Ποίησης. Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και ιδρυτικό μέλος του Κύκλου Ποιητών, έλαβε το 2016 το Ειδικό Κρατικό Θεματικό Βραβείο για τη συλλογή της Silver alert. To 2000 μαζί με πέντε άλλες γυναίκες συγγραφείς συμμετείχε στη συλλογική έκδοση Αίσθηση γυναίκας. Προσεγγίσεις ζωής (εκδ. Καστανιώτη), επιβεβαιώνοντας –με τον εντελώς προσωπικό της τρόπο– πόσο αρμονικά μπορεί να συνυπάρχει η ποίηση με τον πεζό λόγο. Άλλωστε, αν διαβάσει κανείς με προσοχή τα ποιήματά της, θα διαπιστώσει ότι στην πλειονότητά τους μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα ενός συναρπαστικού διηγήματος.

Στην ποίησή της την απασχολούν έντονα όλα εκείνα τα αναπάντητα ανά τους αιώνες ερωτήματα γύρω από τη ζωή, τον θάνατο, την ύπαρξη του Θεού. Πόσο απελπιστικά μακριά/βρίσκεσαι Θεέ μου/ και πόσο αναπάντεχα κοντά; («Ηλί-Ηλί» από τη συλλογή Η όγδοη νότα).

 Η αναφορά της όμως σε αυτά γίνεται τις περισσότερες φορές έμμεσα, με αφορμή γεγονότα της καθημερινότητας, στην οποία το βλέμμα της είναι σταθερά επικεντρωμένο. Η οικογένεια παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στη ζωή όσο και στην ποίησή της και σε κάθε περίπτωση εκφράζεται για τους δικούς της με βαθιά αγάπη και άπειρη τρυφερότητα. Ιδιαίτερη συγκίνηση προξενούν οι στίχοι που έχει γράψει για το πατέρα της, όταν τον συναντά με άνοια στον οίκο ευγηρίας όπου νοσηλεύεται. Συγκλονιστική και η εικόνα του χώρου, όπως μας τον παρουσιάζει.

 Ποιήτρια με σπάνια ευαισθησία, καταφέρνει με τους χαμηλούς εξομολογητικούς τόνους της να μιλάει απευθείας στην ψυχή του αναγνώστη κάνοντάς τον με άνεση κοινωνό των βιωμάτων της. Η ματαίωση και η έλλειψη ψευδαισθήσεων χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος της ποίησής της.

Το έργο της στην ολότητά του διαπνέεται από μια έντονη αίσθηση μοναξιάς και απώλειας αλλά και από μια συνεχή νοσταλγία για ένα ευτυχισμένο παρελθόν κοντά σε πρόσωπα που αγάπησε και δεν βρίσκονται πια στη ζωή. H ποιήτρια μοιάζει να δίνει –πάντα γεμάτη αξιοπρέπεια– μια άνιση μάχη μ’ ένα διαρκώς επανεμφανιζόμενο πένθος. Ένα πένθος που μοιάζει να γίνεται αβάσταχτο μετά το χαμό του Αλέξη, του αγαπημένου της γιου.

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Αpril is the cruelest month T.S.Elliot

Ξανά ο Απρίλης ζοφερός/μες στ’ αλγεινά σεντόνια μου,/έγραφα τότε./Η αλήθεια με πυροβόλησε μετά,/όταν κατάλαβα πως δεν ήξερα/τι σημαίνει ζόφος ούτε άλγος./Ίσως να ήταν μια συνεσταλμένη,/δειλή συμμετοχή στα πάθη Εκείνου./Ίσως ακόμη ο Έλιοτ να μου το είχε ψιθυρίσει χρόνια πριν./Σίγουρα πάντως ήτανε μια προφητεία/αδυσώπητη στο μέλλον μου./Μα τι τα θέλω τα πολλά τα λόγια;/Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας/κι όταν τους είδα,/πριν ανοίξουν καν το στόμα τους,/βόγκηξα:/-Ο Αλέξης μου!

(Από τη συλλογή Οίμοι λέγουσα)

Ενώ ο θάνατος έχει τρομοκρατήσει επανειλημμένως την ποιήτρια όταν απειλεί ή επισκέπτεται πρόσωπα από το οικογενειακό της περιβάλλον, σε προσωπικό επίπεδο όχι μόνο δεν τη φοβίζει, αλλά αντίθετα δείχνει να τον περιφρονεί και να τον χλευάζει.

Τα πράγματα καραδοκούν από τώρα/τον αμετάκλητο θάνατό μου./Κι αυτοί ακόμη οι στίχοι/με χλευάζουνε/για τη φθαρτή μου υπόσταση./Φωτιά θα βάλω στ’ αντικείμενα/για να τους δείξω την υπεροχή μου./Αλλά πάντα θα περισσεύει/κάποιο καρεκλοπόδαρο/για να με κοροϊδεύει.

(«Ματαιότητα» από τη συλλογή Όγδοη νότα)

Γίνεται εμφανές και από τους πιο πάνω στίχους ότι η Αγγελική Σιδηρά δίνει συχνά ψυχή και υπόσταση στα αντικείμενα που την περιβάλλουν. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πάντα απλή και κατανοητή και είναι άξιο θαυμασμού ότι όσο και αν ψάξεις είναι αδύνατον να βρεις στην ποίησή της έστω και έναν στίχο που να περισσεύει. ΓΛΏΣΣΑ

Διαβάζοντας ο αναγνώστης όσα έχουν μέχρι στιγμής αναφερθεί, θα μπορούσε να υποθέσει ότι η ποιήτρια στο έργο της έχει καταπιαστεί με θέματα που προκαλούν αποκλειστικά θλίψη. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Η Αγγελική Σιδηρά έχει γράψει και ποιήματα εξίσου μοναδικά που αποτελούν ύμνο στη ζωή, την αγάπη, τη μητρότητα και τη φύση που μας περιβάλλει, με στίχους που κατακλύζονται από μουσικότητα, φως και χρώματα.

Απόψε από τα όνειρά σου/ξεχύνονταν λογής λογής αρώματα./Πρώτα μια ανάμεικτη ευωδία/βανίλιας και πορτοκαλιού,/αφού η μάνα σου είχε ζωντανέψει,/να ζυμώσει τ’ αγαπημένο σου γλυκό.

(«Τα αρώματα του ονείρου σου» από τη συλλογή Απόπειρα τοπίου)

Διάχυτος επίσης στην ποίησή της ο ερωτισμός, αλλά και το ανατρεπτικό χιούμορ που δεν διστάζει να γίνει αυτοσαρκασμός.

Εκείνο το φουστάνι των δεκαοχτώ/που όλο θυμάται και μου κουβεντιάζει/παθιάζεται με το Blue tango./ Όταν οι νότες του γλιστράν μες στην ντουλάπα/ξεσηκώνεται, θροΐζει,/με προκαλεί να το ντυθώ,/να σε αναζητήσω πάλι./ -Είναι μακριά, του λέω/και χορεύω μοναχή μου/μπορεί και παντρεμένος/με μια χοντρή που τον ταΐζει μακαρόνια,/ή μπορεί και να κατέληξε στην Αυστραλία/λαντζέρης εκείνος ο φιλόδοξος, {….}-Μα ίσως και να ʼναι πεθαμένος/δειλά μου λέει το φουστάνι,/και παρατάω τον χορό/και τρέχω να σε βρω,/να σε αναστήσω.

(«Διάλογος μ’ ένα φουστάνι»από τη συλλογή Αναπάντεχα κοντά)

 Στη συλλογή της Αμείλικτα γαλάζιο, με αφορμή τους στοχασμούς της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ μας ταξιδεύει στους ωκεανούς της μεγάλης συγγραφέως, καταθέτοντας ταυτοχρόνως με τρόπο ευρηματικό και τη δική της παρεμφερή άποψη, ενώ στη συλλογή Αμφίδρομη έλξη συνομιλεί με διάφορες ηρωίδες από την παγκόσμια λογοτεχνία και την Παλαιά Διαθήκη (Τζέην Έυρ, Άννα Καρένινα, Μαντάμ Μποβαρύ, Σάρα κ.λπ.).

Στο έργο της συγκινούν επίσης βαθιά ο θρησκευτικός στοχασμός και η κατάνυξη που διαπερνούν πολλά ποιήματά της.

Η Παναγία δεν γελά ούτε δακρύζει/Ξέρει πως δεν θα Την αφήσουνε/να σφίξει το παιδί της πιο πολύ./Ξέρει πως δεν θα την αφήσουνε παράφορα να Το θρηνήσει./Μυριάριθμες Μεγάλες Παρασκευές/θα πέφτουν σωρηδόν επάνω Της/χιονοστιφάδες/και πάντα θ’ αφουγκράζεται/τον υπαγορευόμενο/ίδιο επιτάφιο θρήνο/αρκούμενη εσαεί σ’ ένα: Γλυκύ μου έαρ.

(«Απόσταση» από τη συλλογή Αμείλικτα γαλάζιο)

 Αναφερόμενος στη συγκεκριμένη συλλογή, όπου περιέχονται και άλλα ποιήματα αντίστοιχης θρησκευτικής κατάνυξης, ο Στάντης Αποστολίδης έχει γράψει στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας (2.11.2007):

Θα ʼμουν ο κατ’ εξοχήν αναρμόδιος δέκτης κ’ εκτιμητής μιας τέτοιας ποίησης, αλλά η δύναμη πίσω από τον λόγο ξεπερνάει το φράγμα της πρόληψης –ακόμα και της αθεϊστικής!και πείθει να την ακολουθήσεις σε δρόμους που ποτέ μόνος δεν θα ʼπαιρνες. Ν’ ανάψεις ένα κερί κ’ εσύ, ο άπιστος, πλάι στην αφοσίωση του πιστού… Ν’ αφεθείς παιδάκι σε χέρι μεγαλύτερου, ακούγοντας δέηση, που κι ας μη σ’ αφορά, πάντως σ’ αγγίζει.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη περιήγησή μου στο έργο της –για το οποίο έχουν γραφεί πολλά και θα μπορούσαν να έχουν γραφεί περισσότερα– θα ήθελα να επισημάνω ότι, κατά την άποψή μου, από τα ωραιότερα και πιο ευρηματικά ποιήματά της είναι όσα έχει γράψει για τα λατρεμένα της εγγόνια, τα οποία με την παρουσία και το γέλιο τους την επανέφεραν στη ζωή κάθε φορά που σκέψεις και συναισθήματα αρνητικά μπορεί να εισχωρούσαν στην ψυχή της.

Κλείνω ξανά τα μάτια/και βυθίζομαι ή μάλλον δοκιμάζω./Έτσι στα ψέματα,/γιατί ακούω κιόλας τις φωνές/επτά μικρών παιδιών/να με καλούν κοντά τους.

(«Πρόβα θανάτου» από τη συλλογήSilver alert)

Και θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από το αφιέρωμα που της είχε κάνει το περιοδικό Σίσυφος (τχ. 19), όπου ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γράφει:

Η Αγγελική Σιδηρά με το ποίημα τούτο, της συλλογής Silver alert –κι αναφέρεται στο «Μητέρα δωρητή σώματος»– συντάσσεται στη χορεία των ποιητών (με επικεφαλής τον Παλαμά) που πένθησαν τις απώλειες των προσφιλών τους ενσταλάζοντας τα δάκρυα της ψυχής τους σε στίχους εμβληματικούς, πλουτίζοντας την Ποίηση, δίνοντας μια προοπτική αιωνιότητας στα αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν.

Αναστημένα σε ξένο πρόσωπο τα μάτια σου,/έκπληκτα γύρω τους κοιτάζουν, δίχως μνήμες,/κι εμένα αδιάφορα με προσπερνάνε, σαν να μη μ’ αγαπήσανε ποτέ./Άρρυθμοι οι χτύποι της καρδιάς σου/στο στήθος κάποιου άγνωστου αγωνίζονται/να συμφιλιωθούν με τη δική του τη ζωή./

Πώς έτσι άσπλαχνα με καταδίκασες, παιδί μου,/μέσ’ από σένα ν’ αγαπήσω/όλους αυτούς τους υποψήφιους νεκρούς;/Πόσες φορές ακόμα/μαζί τους θα πεθαίνεις λίγο λίγο/και ύστερα/σε πόσους τάφους θα κοιμάται το κορμί σου;

(«Μητέρα δωρητή σώματος» από τη συλλογή Απόπειρα τοπίου)

 Πολυγαπημένη, γλυκιά μου Αγγελική

Μου λείπεις όπως λείπεις και σε όλους όσοι είχαν την τύχη να σε συναντήσουν και να συνδεθούν μαζί σου. Σεμνή και αξιοπρεπής, κέρδιζες από την πρώτη στιγμή τον συνομιλητή σου με την ευγένεια και το ήθος σου. Γνωριστήκαμε και συνδεθήκαμε με μια σπάνια φιλία γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στο εργαστήρι του Νίκου Φωκά, ο οποίος από την πρώτη στιγμή, θυμάμαι, είχε εντυπωσιαστεί από τη δύναμη της γραφής σου. Τώρα που έφυγες έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι θα μπορούσες να έχεις γίνει πολύ περισσότερο γνωστή αν το επιδίωκες, σίγουρα να είχες αποκτήσει περισσότερα βραβεία… Σαν να σε βλέπω μπροστά μου να χαμογελάς μ’ εκείνο το μελαγχολικό σου χαμόγελο και να με ρωτάς «γιατί… τι νόημα θα μπορούσε να έχει…». Έχεις δίκιο… Είναι γνωστό πως όσοι ξεδιπλώνουν τα μύχια της ψυχής τους στα κείμενα που γράφουν, είναι οι μόνοι που γνωρίζουν τον λόγο που το κάνουν, και αυτός δεν έχει τίποτα να κάνει με βραβεία και διακρίσεις.

Αγγελική μου, θέλω να ελπίζω πως συναντήθηκες με τον Αλέξη σου και με όλα τα άλλα πρόσωπα που αγάπησες… Και θέλω, επίσης, να ελπίζω πως κάποια στιγμή θα συναντηθούμε και μαζί ξανά…

Εξάλλου, όπως γράφει και η Μαρία Στασινοπούλου, η κοινή μας φίλη, στο βιβλίο της Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο:

Κάθε φορά που φεύγει ένας αγαπημένος άνθρωπος πεθαίνουμε κι εμείς μαζί του. Κομμάτια της ζωής αποκόβονται από μέσα μας σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα. Μπορεί όμως και να ριζώνουν βαθύτερα.

Κύλιση στην κορυφή