Διονύσιος Σκλήρης

Για την Ελλάδα των ονείρων του Στέλιου Ράμφου

Στέλιος Ράμφος, Η Ελλάδα των Ονείρων: Σπουδή στο συλλογικό μας φαντασιακό, Αρμός, Αθήνα 2020.

Πρόκειται για ένα συναρπαστικό εγχείρημα συλλογικής ψυχανάλυσης των Ελλήνων που περιηγείται σε έναν τεράστιο όγκο πηγών, με σκοπό να θίξει τη θεωρούμενη ως ελλειμματική ιστορική συνείδηση και τις εκκρεμότητες του ελληνικού λαού με αναφορά στο ψυχικό του υπόστρωμα. Το βασικό ζήτημα του έργου είναι η εκκρεμής εξατομίκευση και η δυσκολία ωρίμασης μιας κοινωνίας που ο συγγραφέας εκλαμβάνει ως «παιδική». Οι αφηγήσεις ονείρων θεωρούνται ως συμπτώματα συλλογικών ψυχισμών του προνεωτερικού ανθρώπου, τα οποία πλέον μπορούμε να προσεγγίσουμε και με σπουδές, όπως η Αγιολογία και η Πολιτισμική Ιστορία.

Μεταξύ των βασικών θέσεων του βιβλίου μπορεί κανείς να ξεχωρίσει την κριτική στην άκρατη βυζαντινή εικονοφιλία, όπου η εικόνα θεωρείται ως περιλαμβάνουσα μια πραγματική παρουσία του αρχετύπου προσώπου. Ο Ράμφος δεν υποστηρίζει την αντίρροπη εικονοκλασία του Ισλάμ, αλλά ασκεί μια ορισμένη κριτική στην εικονοφιλία από την οπτική μιας μετριοπαθούς ημι-εικονοκλασίας, όπως αυτήν που βλέπουμε στον δυτικό Χριστιανισμό, ήδη από τους Φράγκους της εποχής του Καρλομάγνου με συνέχεια ως την Αναγέννηση αλλά και τη Μεταρρύθμιση, σύμφωνα με την οποία είναι σημαντικό να διακρίνεται σαφώς η εικόνα από το πρωτότυπό της, ώστε η εικόνα να χάνει τον χαρακτήρα ενός συμπαγούς συμβόλου που επιβάλλει την παρουσία της σε ολόκληρη την κοινότητα. Σύμφωνα με αυτήν τη «μετριοπαθή αντι-εικονοφιλία», η εικόνα είναι γόνιμη, κυρίως αν διακρίνεται σαφώς από το πρωτότυπο ως ένα μήνυμα με τη δική του αυτόνομη πολυσημία.

Ο Ράμφος περαιτέρω ασκεί κριτική σε προνεωτερικές μορφές του μυθιστορήματος, που θεωρούν την πλοκή ως εκδήλωση μιας ανερμάτιστης τύχης, χωρίς να επικεντρώνουν στους υποκείμενους χαρακτήρες ως γενεσιουργούς παράγοντες, όπως στο νεωτερικό μυθιστόρημα. Τα ελληνόφωνα μυθιστορήματα αποτελούν σκιρτήματα της εξατομίκευσης, αλλά όχι ολοκληρώσεις της, καθώς θίγουν το ζήτημα της σύγκρουσης του ατόμου με την τύχη, πλην το άτομο μένει ελλειμματικό έναντί της.

Ως προς την πατερική εποχή, ο Ράμφος εμμένει στη διάκριση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης ανάμεσα αφενός σε όνειρα που προκαλούνται από πεπτικές και γενετήσιες λειτουργίες του σώματος και αφετέρου στις θεοφάνειες, που παραπέμπουν σε υψηλότερα νοήματα. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το σώμα αποτελεί αλληγορία για το πνεύμα με αποτέλεσμα, κατά τον Ράμφο, να μην εντάσσεται πλήρως η ύλη στο υποκείμενο. Ο Ράμφος πάντως παραβλέπει την πλήρη καταξίωση της ύλης που έχουμε στα οράματα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για τα φωτοφόρα λείψανα της αδελφής του αγίας Μακρίνας, και η οποία πηγαίνει σε κατεύθυνση αντίθετη από του Νεοπλατωνισμού.

Έχουν πάντως μεγάλο ενδιαφέρον και τα σκιρτήματα εξατομίκευσης που συνέβησαν στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ο άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329-390) υπήρξε πρωτοπόρος συγγραφέας αυτοβιογραφίας έναν αιώνα πριν τον Αυγουστίνο Ιππώνος, καθώς συνδέει την εσωτερική ψυχική πραγματικότητα με τη θεολογική προοπτική. Σε αυτήν περιγράφει τη συνεχή του φυγή, την οποία όμως δεν απο-φεύγει να αντιμετωπίσει· αντιθέτως, ένα σημαντικό μέρος του αυτοαναφορικού έργου του είναι οι εκτενείς απολογίες για τις τάσεις φυγής του, με τολμηρές αποδοχές προσωπικής ήττας και ανυπακοής. Ο Ράμφος ερμηνεύει τη φυγή και τον διχασμό του Γρηγορίου ως απορρέοντα από ένα αρχικό εγχείρημα αυθεντικής δημιουργικής σύνθεσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού από τους Καππαδόκες, τόσο στην ψυχική εσωτερικότητα όσο και στο ιστορικοπολιτικό πεδίο, η οποία, όμως, έμεινε εκκρεμής, δίνοντας τη θέση της σε μία τυπολατρική εκδοχή της.

Στη συνέχεια εξετάζεται η Βυζαντινή Χρονογραφία, με εκπροσώπους όπως ο Ιωάννης Μαλάλας (π. 491-578) και αργότερα ο Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818). Η Χρονογραφία αποδίδει νόημα στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά μόνο υπό το πρίσμα της αναμενόμενης και εγγίζουσας εσχατολογικής συντέλειας, όπως βλέπουμε στην περιγραφή των ονείρων του αυτοκράτορα Αναστασίου (βασ. 491-518). Η αγωνιώδης προσμονή των εσχάτων ερμηνεύεται από τον Ράμφο ως χαρακτηριστική αστικών στοιχείων της κοινωνίας που έχουν απωλέσει τις πρώην παραδοσιακές σχέσεις της αγροτικής κοινότητας και τις υπεραναπλήρωνουν με έναν φαντασιώδη χρόνο. Ακολουθεί η περιγραφή της διπλής ζωής του ιστορικού Προκοπίου (500-565), ο οποίος μπόρεσε να αποτυπώσει τα πραγματικά του αισθήματα για τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό (βασ. 527-565) μόνο στα Ἀνέκδοτα, έργο γραμμένο ενόσω ζούσε ο αυτοκράτορας, αλλά αποκαλυμμένο μόλις τον 10ο αιώνα. Η ονειρική προσωπογραφία του Ιουστινιανού είναι ενός μοναχικού πότη με μεγαλομανή δίψα, ο οποίος με αγχωτική κατάποση θαλασσίων και υπονόμων υδάτων εκδηλώνει μια επιθετικότητα εξολοθρευτική των πάντων. Στο ονειρώδες πορτρέτο αποτυπώνεται ενδεχομένως ο αφανισμός του «εθνικού» στοιχείου της αυτοκρατορίας από τον Ιουστινιανό, ο οποίος με το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών παγίωσε την εποχή της «μονοδοξίας» για το Βυζάντιο, κατά την έκφραση της ιστορικού Πολύμνιας Αθανασιάδη. Ο Ιουστινιανός καταστρέφει την ετερότητα για χάρη της δόξας της βασιλείας του, υπονομεύοντας όμως έτσι το ιδανικό του Εγώ, ήτοι τη θεόθεν βασιλεία, που μετατρέπεται κατά τον Προκόπιο σε τυραννίδα.

Από τον 10ο αιώνα συμβαίνουν νέα σκιρτήματα εξατομίκευσης που δεν τελεσφορούν. Στην εποχή των Κομνηνών έχουμε αναβίωση του μυθιστορήματος, όπου όμως αντί για την τύχη των ελληνιστικών μυθιστορημάτων δεσπόζει η Θεία Πρόνοια. Ενώ στα δυτικά μυθιστορήματα το κύριο θέμα είναι η μοιχεία και η υπέρβαση των εμποδίων, στην Ανατολή επιστέφει τις περιπέτειες ο γάμος.

Περαιτέρω ο Ησυχασμός καταγγέλλεται από τον Ράμφο ως μια κίνηση αντίρρησης του ανθρωπισμού. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πάντως ότι ο Ησυχασμός είχε σημαντικά επιτεύγματα που ο Στέλιος Ράμφος παραθεωρεί, όπως την έμφαση στο ότι στο θείο μετέχει το ψυχοσωματικό συναμφότερον και όχι απλά ο νους ή η ψυχή. Αυτή η αποπλατωνοποίηση της βυζαντινής σκέψης επιτυγχάνει μια ριζική καταξίωση της σωματικότητας και άρα και του ατόμου.

Σε κάθε περίπτωση είναι κυρίως στην Οθωμανική περίοδο που παρατηρείται η έξαρση των μεσσιανικών προσδοκιών που επιζούν ως και τις μέρες μας. Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς εκφράζει κατά τον Ράμφο την απολίθωση της Ιστορίας, η οποία παγιώνεται σε δυιστικά σχήματα, όπως «σεσωσμένος- αμαρτωλός», πρόγονο μετέπειτα διχασμών που καλλιεργεί ο σύγχρονος λαϊκισμός ως «επαναμάγευση» της κοινωνικής πραγματικότητας σε ατμόσφαιρα εσχατολογικής λυτρώσεως. Ο Ράμφος θεωρεί τον ψυχικό εσώτερο «Βυζαντινισμό» μας ως αιτία του αρνητισμού των Νεοελλήνων απέναντι στη νεωτερικότητα. Το πρόβλημα είναι «η μιμητική επανάληψη ως ενδοβολή παραδειγματικών προτύπων και η προβολή στο μυθικό σύμπαν τους, οπότε κυριαρχεί η ψυχική διαστολή των γεγονότων αντί της πραγματικότητάς τους και του νοήματός της. Έτσι οι άνθρωποι ζουν τον αληθινό τους εαυτό στην πρακτική των τελετουργιών είτε των εξαιρετικών δημοσίων ή ιδιωτικών δρωμένων, ενώ περνούν τον λοιπό βίο τους στην σφαίρα του τρέχοντος και χωρίς ιδιαίτερο νόημα χρόνου» (σ. 523). Το καινούργιο σε αυτό το πρόσφατο έργο του Ράμφου είναι η κριτική στην εικονοφιλία, η οποία από το 843 οδηγεί κατά τον συγγραφέα στη νίκη του συμβολικού συστήματος έναντι της δημιουργικής εξατομίκευσης. Υπάρχουν πάντως και παραδείγματα γόνιμης σχέσης με τη χρονικότητα, όπως η γενιά του 1930 που προσπάθησε μια δημιουργική πρόσληψη του μοντερνισμού.

Στο έργο του Στέλιου Ράμφου παραβλέπονται επιτεύγματα του Βυζαντίου, όπως η θεωρία της εικόνας ως ορθολογιστική απάντηση στην εικονοκλασία του σημιτικού πολιτισμού. Παραμένει όμως το βιβλίο μια συναρπαστική περιήγηση σε δύο χιλιετίες ελληνισμού με σκοπό τη γόνιμη σχέση παράδοσης και δημιουργικής καινοτομίας, όπως κατόρθωσαν ορισμένα λαμπρά παραδείγματα Ελλήνων δημιουργών, καθώς ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και οι καλλιτέχνες της γενιάς του 1930. Η «πολιτισμική ψυχανάλυση» αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα, αρκεί να είναι η ίδια ανοικτή και να μην αναπαράγει μανιχαϊστικά σχήματα, σαν αυτά που ευστόχως καταγγέλλει και αποδομεί.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή