Ως νεαρή αναγνώστρια προτιμούσα τα μυθιστορήματα με ήρωες αγόρια. Οι περιπέτειες της Πολυάννας δεν με συνέπαιρναν το ίδιο μ’ αυτές του Τομ Σόγιερ ή του Χάκλμπερι Φιν. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι ο αδελφός μου διαμέλιζε όλες τις κούκλες μου και κατέληγα να παίζω μαζί του βόλους και στρατιωτάκια ή/και στο ότι δεν έμοιαζα και πολύ με κορίτσι (το κούρεμα α λα γκαρσόν ήταν πιο βολικό για το σκουφάκι της κολύμβησης και τα παντελόνια πιο άνετα για τρεχάλα από τις φούστες).
Ήμουν οχτώ χρονών στη Σύρο όταν ανακάλυψα τον Μαρκ Τουέιν και πήρα την απόφαση να γράψω κάποτε κι εγώ. Την ίδια χρονιά γνώρισα και την Πηνελόπη Δέλτα. Τον Τρελαντώνη μου τον σύστησε η ιδιοκτήτρια του γειτονικού βιβλιοχαρτοπωλείου. Της είχα εμπιστοσύνη. Ήξερε τις προτιμήσεις μου μιας και το μεγαλύτερο μέρος από το χαρτζιλίκι μου σε αυτήν το κατέθετα. Η κρίση της αποδείχτηκε ορθή κι ο Αντώνης έγινε ένας από τους αγαπημένους μου λογοτεχνικούς ήρωες. Σκανταλιάρης αλλά ακέραιος χαρακτήρας φέρνει, μαζί με τα τρία αδέλφια του, τα πάνω κάτω στη ζωή των μεγάλων ένα καλοκαίρι στον Πειραιά. Οι περιπέτειες των παιδιών, γραμμένες με φυσικότητα και αμεσότητα, συνέθεταν ένα διασκεδαστικό ανάγνωσμα, ιδανικό για τις δικές μου καλοκαιρινές διακοπές. Αυτό που θυμάμαι περισσότερο είναι ότι διαβάζοντάς το είχα την ανάγκη να σταθώ ανάμεσα στη δράση και να σκεφτώ. Κι έτσι ξεχώριζα τα βιβλία στα οποία κάποτε θα επέστρεφα.
Ο Τρελαντώνης μαζί με τον Μάγκα, το Παραμύθι χωρίς όνομα και το Στα Μυστικά του Βάλτου κατέχουν μέχρι και σήμερα μια θέση στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου. Ορισμένα απ’ αυτά διάβασε κάποια στιγμή και ο γιος μου, μαθητής τότε του δημοτικού, κι αυτό στάθηκε αφορμή να τα ξεφυλλίσω ξανά κι εγώ. Διέκρινα και πάλι την άνεση ενός ρέοντος λόγου αλλά και ιδιότητες που ως παιδί δεν ήμουν σε θέση να αναγνωρίσω: διδακτισμό, στερεοτυπικές απεικονίσεις, έμφυλες διακρίσεις, εθνικισμό. Κι αναρωτήθηκα προς στιγμήν αν τα βιβλία αυτά θα θεωρούνταν στη σημερινή εποχή πολιτικώς ορθά αναγνώσματα για παιδιά. Από την άλλη, είμαι κατά του πολιτικο-ορθού καλλωπισμού στη λογοτεχνία.
Ένα έργο τέχνης φέρει πάντα μέσα του τον χωροχρόνο στον οποίο δημιουργήθηκε και αποτυπώνει τα ήθη και τις αντιλήψεις του καιρού του. Κι έτσι οφείλουμε, θεωρώ, να το αξιολογούμε. Και η Δέλτα, που εκτός από μυθιστοριογράφος υπήρξε και ιστοριογράφος (πέρα από τα αμιγώς ιστορικά μυθιστορήματά της, σε όλα της τα έργα αναφέρονται γεγονότα προερχόμενα από αρχεία και ντοκουμέντα), καταγράφει στα αφηγήματά της τις νοοτροπίες της εποχής της. Γι’ αυτό και πιστεύω πως τα βιβλία της έχουν και σήμερα θέση στα χέρια των νεαρών αναγνωστών. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν στις βιβλιοθήκες των γονιών τους, έχουν την ευκαιρία να πάρουν μια γενική ιδέα από τα αποσπάσματα που βρίσκονται σε σχολικά αναγνώσματα κι αν τους κεντρίσουν το ενδιαφέρον, να τα αναζητήσουν.
Σε μια συλλογή κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας για μαθητές Γυμνασίου ανακάλυψα κι εγώ πριν από χρόνια τις Πρώτες ενθυμήσεις. Το βιβλίο ήταν εξαντλημένο. Το βρήκα σε παλαιοβιβλιοπωλείο. Η συγγραφέας καταγράφει την κοινωνική της τάξη μέσα από αναμνήσεις της σκληρής ανατροφής της και τραυματικών γεγονότων της παιδικής της ηλικίας που σημάδεψαν τη ζωή και το μετέπειτα έργο της.
Διάβασα αργότερα και για την πολυκύμαντη προσωπική της ζωή. Ανεκπλήρωτοι έρωτες και απόπειρες αυτοκτονίας μπροστά στο ανέφικτο. Γιατί μπορεί να ήταν τρελή από έρωτα για τον Ίωνα Δραγούμη, όπως η ίδια του δήλωνε στα γράμματά της, αλλά η φωνή του καθήκοντος ακουγόταν πιο δυνατά απ’ αυτήν της καρδιάς. «Εκείνο που διέπει, που ορίζει τις πράξεις μου, είναι το στεγνό, το αμείλικτο “Πρέπει”».
Στις Ρωμιοπούλες, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της και το μοναδικό που δεν απευθύνεται σε παιδιά, αναφέρεται στις εσωτερικές της συγκρούσεις πριν τον οριστικό χωρισμό από τον Δραγούμη, γεγονός που θρήνησε φορώντας μαύρα έως την τελευταία της πνοή. Η επιλογή του τίτλου Ρωμιοπούλες αντί για Ελληνίδες καταδεικνύει τη δυσμενή θέση των γυναικών της εποχής της, έρμαια πατεράδων και συζύγων σε μια πατριαρχική κοινωνία. «Της γυναίκας η ζωή είναι η στεναχωρημένη ζωή της σκλάβας, που ούτε τη σκέψη ούτε τη συνείδηση δεν έχει ελεύθερη».
Το ex libris της βιβλιοθήκης της Πηνελόπης Δέλτα είναι ένα δέντρο δαρμένο από τους ανέμους. Από κάτω γράφει: «Τσακίζει δεν λυγά». Λύγισε όμως την 27η Απριλίου 1941, την ημέρα της εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα.
Ήταν κι ο θάνατός της μυθιστορηματικός.

