Ελίζα Παναγιωτάτου, Αεροδρόμιο, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2021.
Κοσμοβριθείς χώροι τα αεροδρόμια, ίσως γι’ αυτό και ιδανικοί για να απομονωθείς στον εαυτό σου. Ένα μεταίχμιο τόπων προέλευσης και προορισμού, που κατασκευάζει επιθυμίες, αναμοχλεύει όνειρα και αφήνει να αναδυθούν φοβίες. Η χαρά της αναμονής για ένα ταξίδι, η θλίψη του αποχωρισμού, η πίστη σε μια επικείμενη αλλαγή, συγκροτούν ένα πεδίο ενδοσκόπησης, μία διελκυστίνδα συναισθημάτων και σκέψεων που απεικονίζουν τελικά όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Σε έναν τέτοιο χώρο τοποθετεί τους ήρωες των διηγημάτων της η Ελίζα Παναγιωτάτου, στο τελευταίο της βιβλίο με τίτλο Αεροδρόμιο.
Οι ιστορίες είναι μικρές, κάποιες διασταυρώνονται ή αλληλοσυμπληρώνονται, και πυκνώνουν το αίσθημα της ανησυχίας και της προσμονής του τράνζιτ, αφήνοντας τη σκέψη των χαρακτήρων να ξεγλιστρήσει σε αναμνήσεις, ελπίδες και ανησυχίες: ένας επιβάτης βλέπει μια κυρία σε καροτσάκι που του θυμίζει τη δασκάλα του στο δημοτικό και ανατρέχει στις παιδικές του διακοπές, μία γυναίκα σκέφτεται το στήθος της που πρέπει να χειρουργηθεί, ένα αγοράκι φοβάται ότι η μητέρα του θα το εγκαταλείψει και σκέφτεται πώς θα ζει μόνο του, ένας πατέρας αδημονεί να ξαναβρεθεί μετά από χρόνια με τον γιο του.

Ανάμεσα στις ιστορίες αυτές παρεμβάλλονται κείμενα τεκμηριωτικής μυθοπλασίας, όπως η ιστορία του πατέρα της αεροπορίας, Ότο Λίλιενταλ, οι εξαφανίσεις παιδιών στη Μαδαγασκάρη, το φαινόμενο της βροχής των ζώων ή τα γυρίσματα της ταινίας Ο ναυαγός, που συνδέονται έμμεσα με τις ζωές των ηρώων και ανασυντάσσουν τη ρεαλιστική σύμβαση των υπόλοιπων ιστοριών. Νομίζω ότι η συγγραφική αυτή επιλογή της Παναγιωτάτου δεν χαρίζει μόνο φωνολογική ποικιλία στη συλλογή, αλλά της επιτρέπει να προσδώσει ερμηνευτικό εύρος και σε όλο το μυθοπλαστικό σύμπαν που έχει κατασκευάσει. Η οικουμενικότητα και η πολυφωνία δεν είναι μόνο χαρακτηριστικά ενός αεροδρομίου, είναι η σάρκα κι η ψυχή της ίδιας της ζωής. «Η καλλιτεχνική βούληση της πολυφωνίας είναι η θέληση για σύνδεση πολλών θελήσεων, η θέληση για συνύπαρξη»[1], γράφει ο Μπαχτίν, κι αυτή η θέληση για συνύπαρξη εντείνει το αίσθημα της μοναξιάς που βιώνουν οι ήρωές της, ο καθένας στο δικό του χωροχρονικό μεταίχμιο.
Αυτό το δίχτυ της μοναχικότητας απλώνεται στον χώρο αναμονής του αεροδρομίου με φράσεις κοφτές και λεπτομέρειες αδρές, που φέρουν μέσα τους όλα τα νήματα της ζωής των χαρακτήρων:
«Όταν μάθαμε ότι ήταν αγόρι, ο Μιχάλης είπε ότι ήθελε κορίτσι. Όταν τον είδε στον υπέρηχο είπε πως είχε αφρικανική μύτη. Όταν του τον έδωσα να τον κρατήσει του κόπηκαν τα πόδια. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι οι τρεις μας όλα ήταν στη θέση τους.
Ο Μιχάλης ήταν μελαχρινός και είχε μουστάκι. Ήταν σχετικά κοντός και δεμένος, με μεγάλα χέρια και όμορφα μάτια. Όταν πέθανε, ο Μάριος ήταν τόσο μικρός που ακόμα δεν είχε μπαμπά. Αυτό που ακολούθησε ήταν άγρια μοναξιά.»
Η θεμελιώδης ακρίβεια κάθε διατύπωσης είναι η μοναδική ηθική της γραφής, είχε γράψει ο Έζρα Πάουντ, και διαβάζοντας το συγκεκριμένο απόσπασμα νιώθεις κάθε φράση του να ηλεκτρίζει τις συνάψεις του μυαλού, όπως μόνο η σπουδαία λογοτεχνία μπορεί να το κάνει. Παράλληλα όμως με αυτήν τη ρυθμική δόνηση των λέξεων, οι ιστορίες της Παναγιωτάτου διαπνέονται από έναν ουμανιστικό ρεαλισμό, μια προσπάθεια βαθιάς και ειλικρινούς κατανόησης των χαρακτήρων. Ξέρει ότι η ζωή μας είναι ένα παλίμψηστο ονείρων και στιγμών, που μας προσφέρει γνώση αναδρομικά, γι’ αυτό και η εικονοποιία της είναι χειροπιαστή και επιτρέπει στον αναγνώστη να διαβάσει το κείμενο όχι μόνο με τον νου και την καρδιά, αλλά και με όλες του τις αισθήσεις:
«Θα ήθελα να κλάψω κι εγώ έτσι, αλλά δεν μπορώ. Μάλλον είναι πολιτισμικό, εμείς έχουμε απομακρυνθεί από το συναίσθημα, στη ζωή μας έχει επικρατήσει η λογική, το πιο σημαντικό είναι η εικόνα μας προς τα έξω. Οδηγώ τη σκέψη μου προς αυτήν την κατεύθυνση και τη στρέφω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Συνεχίζω την ανάλυση, μαζεύω επιχειρήματα και ξαφνικά έχω στο στόμα μου τη γεύση από τα μακαρόνια με κιμά. Και όσο πιο πολύ συγκεντρώνομαι σε αυτήν την ανάμνηση, νιώθω πως ίσως τα καταφέρω. Επιμένω και στο μυαλό μου εμφανίζεται η εικόνα μου, παιδί, να κλαίω γοερά και η μητέρα μου να με κρατάει από το χέρι. Προσθέτω χρόνια και φτάνω στην εμφάνιση που έχω σήμερα, το κλάμα γίνεται πιο ήπιο αλλά συνεχίζω να κλαίω, και έτσι που βλέπω το σημερινό μου πρόσωπο γεμάτο δάκρυα παρηγοριέμαι πραγματικά.»
Η Ελίζα Παναγιωτάτου είναι, κατά τη γνώμη μου, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες συγγραφικές φωνές∙ τόσο στη μεγάλη φόρμα –το έδειξε με τις αριστουργηματικές Τεχνικές κολύμβησης– όσο και στη μικρή. Ξέρει να φτιάχνει χαρακτήρες, αφουγκράζεται την ανάσα των λέξεων, προσαρμόζει τον αφηγηματικό ρυθμό στην οικονομία του κειμένου και το σημαντικότερο, μπορεί και προσδίδει στην ατομική μοίρα οικουμενικό χαρακτήρα.
[1]. Μιχαήλ Μπαχτίν, Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Αλ. Ιωαννίδου, Αθήνα: Πόλις, 2000, σ. 36.

