Χρήστος Μαρκίδης, Κατάματα, Αρμός, Αθήνα 2022

Ο ζωγράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος Χρήστος Μαρκίδης γράφει σε αυτό το βιβλίο για όσα αγαπά βαθιά και έχουν σφραγίσει τη ζωή και το έργο του, ρίχνοντας μια «μποτίλια στο πέλαγος», που αποτελεί όμως ταυτόχρονα μια εφέστια ζωηφόρο επιλογή και παραμυθητική ανάμνηση της αιωνιότητας. Θέτει κυρίως ζητήματα των εκκρεμοτήτων του μοντερνισμού στην τέχνη και τη σκέψη σε διάλογο με την εγχώρια νεοελληνική αυτοσυνειδησία. Όχι τυχαία αρχίζει την περιήγηση από τον Γιάννη Τσαρούχη, του οποίου αποτελεί επίγονο, καθώς τονίζει τη ζωγραφική εν σιωπή, η οποία όμως διακόπτεται κατά περιόδους από την ανάγκη της μαρτυρίας. Στον Τσαρούχη χρωστάμε την επιγραμματική διατύπωση «οι επαναστάσεις γίνονται από αυτούς που δίνουν, όχι από αυτούς που ζητούν» και θα λέγαμε ότι ο Μαρκίδης ανήκει από την πλευρά αυτών που πηγαίνουν κόντρα στην παγκοσμιοποιημένη μονοτροπία, μέσα από την κατάφαση ενός διαλόγου μοντερνισμού και παράδοσης και όχι μέσα από ατομοκρατικές διεκδικήσεις και εφέ. Πρόκειται για μια νέα επαναστατική άνοιξη της ποίησης ως αγαπητικής και ελεύθερης επικοινωνίας όπου οι ρομαντικοί επαναστάτες είναι οι «αισθηματίες του νόστου». Το δράμα στο έργο του Τσαρούχη είναι αυτό ανάμεσα στις ανώτερες δυνάμεις του Θεού, τις δυνάμεις του εξιδανικευμένου έρωτα του ανθρώπου και από την άλλη τις κατώτερες δυνάμεις της εξουσίας και της καταστολής. Οι μεγάλες επαναστάσεις του πνεύματος είναι για τον Μαρκίδη επιστροφές, η ανόρθωση χρειάζεται μετάνοια και στάση, όπως παρατηρεί, σχολιάζοντας το έργο του Ζωρζ Μπρακ. Όπως ο Τσαρούχης συνέδεε την υψηλή τέχνη της Κάλλας με τη λαϊκή της Μπέλλου, έτσι και ο Μαρκίδης αναδεικνύει ότι η τελευταία επιτυγχάνει μία υπέρβαση της χαράς και του πόνου, συντονιζόμενη με το ιδανικό των μυστικών για υπεροχική ενότητα των αντιθέτων. Από τον Γιάννη Μόραλη, τον έτερο μεγάλο ζωγράφο του ελληνικού τρόπου κρατά το ότι μας δίδαξε πώς «ένας Βυζαντινός άγγελος πατάει στη γη, πώς η μελωδική καμπύλη μετεξελίσσεται σε νοητή ευθεία, πώς τα θεμελιακά πλατωνικά στερεά και τα παραστατικά ιδεογράμματα των πυθαγορείων οργανώνουν αχειροποίητα σχεδόν μουσικά την αναπεπταμένη εικαστική επιφάνεια». Ενώ με αφορμή τον Αντρέι Ταρκόφσκι διερωτάται για τη σχέση της Ελλάδας με τους Ρώσους, έναν λαό που «αφομοίωσε την ορθοστασία στο έπακρο, αλλά της πρόσθεσε ταυτοχρόνως το πάθος και τη γαλήνη». Την ανατολική σκέψη την εκδέχεται ως έναν ενοπτρισμό της Αγίας Τριάδας, ως σχέσεων προσωπικής αγάπης, που αποκαλυπτόμενες σε αυτή τη ζωή προκαλούν ένα χαροποιόν πένθος.
Στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης βρίσκει τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, που εξύψωσε το σώμα σε πνεύμα, τη στιγμή που η δυτική παράδοση, που υπηρέτησε, το «αποϊεροποίησε, για να το υποτάξει στη φθορά και τη λήθη της Ιστορίας», ώσπου οι καλλιτέχνες του μοντερνισμού ως έσχατης αναλαμπής της οικουμενικής ουτοπίας να τον ανακαλύψουν ξανά και να θρηνήσουν ένδοθεν για αυτήν την πτώση. Από τη δυτική τέχνη του 20ού αιώνα, ο Μαρκίδης επικεντρώνει στον Φράνσις Μπέικον και τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι. Ο πρώτος αποτυπώνει την έσχατη βία της απώλειας του Θεού, κλίνοντας από τη μεριά του «θηρίου», ενώ ο δεύτερος φέρει την απουσία ως θύμα εξιλαστήριο και μάρτυρας. Η κριτική που κάνει ο μοντερνισμός γίνεται επίκαιρη στους καιρούς του οικολογικού προβλήματος που έχει προκληθεί από τον μύθο της αειφόρου ανάπτυξης. Η σύνθεση αναζητείται από τον Χρήστο Μαρκίδη ως μια νέα πνευματική επανάσταση που θα επιτύχει πάλι τον γάμο του ουράνιου με το γήινο.

