Γλυπτό: Μαρία Φιλοπούλου

Παναγιώτης Μανιώτης

Για Το μάγουλο της Παναγίας, του Παντελή Μπουκάλα

Παντελής Μπουκάλας, Το μάγουλο της Παναγίας. Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2021

Πολλές φορές επιθυμίες βαθιά ριζωμένες στο υπoσυνείδητό μας περιμένουν τη στιγμή που θα γίνουν πράξη, είτε επειδή ωριμάσαν οι συνθήκες είτε επειδή κάποιο τυχαίο γεγονός τις έβγαλε από τον βαθύ λήθαργό τους. Κάπως έτσι γεννιέται και Το Μάγουλο της Παναγίας. Η αυτοβιογραφική εικασία του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Ο Παντελής στα εξαιρετικά «επιλογικά μιας εικασίας» παρουσιάζει με τον δικό του γλαφυρό τρόπο τις συνθήκες γέννησης μιας ακόμη δημιουργίας του: «Πάνε χρόνια λοιπόν που το όνομα Καραϊσκάκης άρχισε να ηχεί μέσα μου οξύτερα και συχνότερα απ’ ό,τι μέχρι τότε. Το 2017 πρέπει να ʼταν. Λίγο μετά την Πρωτοχρονιά […] όταν συνάντησα τυχαία στη γωνία Ομήρου και Σκουφά τον Θοδωρή Γκόνη, φίλο καλό από χρόνια. […] Κουβέντα στην κουβέντα, στο όρθιο, και με το κρύο τσουχτερό, φτάσαμε στην Επανάσταση του ’21 και στην εμβληματική επέτειό της, τα διακόσια χρόνια. “Κάτι πρέπει να κάνουμε” λέει ο Θοδωρής. “Έχω να σου πω μια ιστορία”, πιάνω το νήμα. Και του λέω τον θρύλο για το μάγουλο της Παναγίας, στο εικόνισμά της, στην εκκλησία του Αιτωλικού, όπου δικάστηκε ο Γιώργος Καραϊσκάκης. Κατακοκκίνισε από αιδημοσύνη η παρειά της Παναγίας. Αιτία οι βωμολοχίες του αρχικαπετάνιου, που δικαζόταν με την αστήρικτη κατηγορία της προδοσίας, της συνωμοσίας με τους πολέμιους».

Κι έτσι, λοιπόν, «με μάρτυρες τον Όμηρο και τον Σκουφά» αποφασίζει να γράψει ένα θεατρικό έργο για τον γιο της καλογριάς και αρχικαπετάνιο της Επανάστασης. Θεατρική παράσταση δεν έγινε, τουλάχιστον ακόμη, λόγω της πανδημίας, αλλά αποτελεί ακόμη έναν σταθμό στη μακρόχρονη συγγραφική παρουσία του Παντελή. Εγκατεστημένος πια ο ίδιος στους περασμένους αιώνες, μελετώντας ό,τι υλικό υπάρχει για τις ανάγκες της σειράς «Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» και για τα «Κείμενα μνήμης» του ιδρύματος της Βουλής, με απομνημονεύματα αγωνιστών της Επανάστασης, συναντήθηκε αρκετές φορές με τον ήρωά του και μπόρεσε να τον γνωρίσει και από την καλή και από την ανάποδη, να συνομιλήσει πότε με τον άγγελο πότε με τον διάβολο Καραϊσκάκη μέσα στις αντιφάσεις του.

Το υλικό της μελέτης του πλούσιο, μπορεί να το αναζητήσει ο αναγνώστης «στα επιλογικά μιας εικασίας», τα οποία αξίζει να διαβαστούν προλογικά, για να μπορέσει να κατανοήσει ευρύτερα τον ήρωα μέσα στις προηγούμενες λογοτεχνικές και ιστορικές απόπειρες, από τον 19ομέχρι τον 21ο αιώνα. Εκτενής αναφορά γίνεται στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά για τον Καραϊσκάκη, που δεν απέδωσε όμως ποιητικούς καρπούς, καθώς το σχεδιαζόμενο από τον ποιητή Τραγούδι του Καραϊσκάκη έμεινε απραγματοποίητο. «Ίσως, λέει ο Παλαμάς, ευθύνεται η φυσιογνωμία του αποτελούμενη εξ αντιθέσεων, ο βίος του ο μεταπίπτων από τας χειρονομίας τας υπόπτους και τας αμφιβόλου φιλοπατρίας εις τά έκλαμπρα διά την δόξαν της πατρίδος κατορθώματα, η ακράτητος και τίποτε μη λογαριάζουσα κατά την ώραν του πολέμου ανδρείαν του». Αλήθεια, πόσο προκλητικά «εθνομηδενιστής» για κάποιους ακούγεται ο Παλαμάς, έναν αιώνα πριν, όταν αναφέρεται σε «αμφιβόλου φιλοπατρίας πράξεις» για έναν από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης. Πρόλαβε, βέβαια, ο ποιητής να δώσει στον Καραϊσκάκη την πρωτοκαθεδρία στους «Κατά ξηράν ήρωες» του Νεοελληνικού Πανθέου, και να τον τραγουδήσει ως «Καμάρι του γένους» και ως «Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης» στα Δεκατετράστιχά του.

Ο Παντελής αναζητά το μέγεθος του ήρωά του στα «Ενθυμήματα» του Νικόλαου Κασομούλη, πρακτικογράφου στη δίκη του Καραϊσκάκη, ορκισμένου εχθρού του στην αρχή και υπερασπιστή του στη συνέχεια της Επανάστασης, στα «Απομνημονεύματα» του Χριστόφορου Περραιβού, στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος απ’ όλους τους αγωνιστές του ΄21 βιογράφησε μόνο τον Καραϊσκάκη, και στον σύγχρονο Διονύση Τζάκη. Και βέβαια στην ανεξάντλητη πηγή των δημοτικών τραγουδιών, την οποία και ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο μελετητή, αναζητώντας το κέντημα του δικού του μύθου από τον λαό.

Φανερό, λοιπόν, ότι ο Παντελής, «πιάνοντας τώρα γραφή» να γράψει για τον γύφτο του, συνδιαλέγεται με τον λόγιο και τον λαϊκό λόγο, με την ιστορία και την ποίηση, για να γνωρίσει τον ήρωά του, που «ήταν θρύλος προτού σκοτωθεί, όταν σκοτώθηκε έγινε Ιστορία». Έναν ήρωα όμως που δεν χωράει στα εξωραϊσμένα εθνικά κάδρα, που η περπατησιά του στη διαδρομή της εμπόλεμης ζωής του κινείται ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, στη δοτικότητα και στην αλαζονεία, στη στοχαστική διάθεση και στην αθυροστομία. Το δηλώνει και ο ίδιος ο ήρωας που με μια αυτοκριτική ματιά στοχάζεται ότι «δεν είναι ίσια γραμμή πάνω στην άμμο η ζωούλα μας, γραμματικέ, να τη βλέπεις απ’ άκρη σ’ άκρη, απείραχτη». Ένας ήρωας πολύ ανθρώπινος, πολύ γήινος, που βλέποντας τις δικές του αντιφάσεις ομολογεί ότι «μέσα σε ένα κουβάρι γερνάμε την κάθε ημέρα. Κι όταν στο τέλος ξεμπερδεύουμε με τη ζωή εδώ πάνω, μένει πίσω μας ένα κουβάρι πιο μπερδεμένο από ποτέ. Μήτε ο Θεός δεν έχει χρόνο κι όρεξη να το ξεμπερδέψει».

Το μπερδεμένο αυτό νήμα της ζωής του ξεδιπλώνει ο Καραϊσκάκης, σε ένα λιτό θεατρικό σκηνικό, στον Δημήτριο Αινιάν, προσωπικό του γραμματέα και συμπολεμιστή του, στη σύντροφό του Μαριώ, που εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή ως νεαρός φουστανελοφόρος με το όνομα Ζαφείρης, και σ’ έναν γέροντα τυφλό λυράρη, παλιό συμπολεμιστή του. Οι τρεις συνομιλητές του Καραϊσκάκη έρχονται να φωτίσουν όσα οι σιωπές του ίδιου υπονοούν, και διεκδικούν τον δικό τους αυτοτελή ρόλο, καθώς μέσα από τις ερωτήσεις και τα σχόλιά τους προκαλούν και ερεθίζουν τον κεντρικό ήρωα. «Ο γιος της αμαρτίας και της καλογριάς» μεγαλώνει ως μούλος στο κλέφτικο σκηνικό της Ρούμελης και ομολογεί ότι «έμαθα να ʼμαι ο πατέρας μου κι η μάνα μου. Κι έμαθα να κλαίω. Για χρόνια στα κρυφά. Γιατί δεν το μπορούσα να ʼμαι η μάνα κι ο πατέρας μου».

Στην αφήγησή του υπάρχει έντονα το στοιχείο της αυτοκριτικής, της εσωτερικής του ανάγκης, ξαναβλέποντας τη ζωή του, να φωτίσει τα σκοτάδια του, να αναγνώσει με μια δεύτερη ματιά όχι μόνο τη δική του λειτουργία, αλλά τον ίδιο τον ελληνικό Αγώνα, όπως δεν τον αντέχει το στέρεα φτιαγμένο με ωραιοποιήσεις και προγονολατρικές προσκολλήσεις συλλογικό μας υποσυνείδητο. «Με το μπαϊράκι του ο καθένας. Και με μπαϊράκια μπαλωμένα δε ράβεται σημαία. Θέλει παρθένο το πανί. Απείραχτο. Ένα κομμάτι από τη μια άκρη ως την άλλη. Δίχως ραφές», δηλώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τον εμφύλιο πόλεμο.

Μιλάει για τα καπάκια του, χωρίς φτιασιδώματα και περιστροφές. Ήταν άλλωστε συνήθης τακτική, την οποία η επίσημη ιστοριογραφία μας ενοχικά αποκρύπτει, αυτές οι μυστικές συμφωνίες των αγωνιστών της Ρούμελης με τους Τούρκους, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν στις συνθήκες μιας εποχής που το «εγώ» κυριαρχεί πάνω στο «εμείς», που η συλλογικότητα μιας επανάστασης δεν φαντάζει αρκετή για να περιορίσει την πρωτόγονη ορμητικότητά τους (Κλέφτης κι αρματολός, ξεδιάντροπα να δένω τα καπάκια με τους Τούρκους, ξεδιάντροπα και να τα σπάω, την πάσα αλήθεια λέω).

Αυτός ο ανυπότακτος των βουνών ξαναστοχάζεται για την αγριότητα του πολέμου, δηλώνοντας απερίφραστα ότι «ο πόλεμος δεν είναι αμάδες. Κι ο πόλεμος ούτε κανόνες έχει ούτε πρέπει – δεν πρέπει». Ξαναθυμάται την πυραμίδα που στήνει με τα κομμένα κεφάλια των Τούρκων, όπου πλένει ο ίδιος τα κεφάλια των μπέηδων μετά τη μάχη της Αράχοβας, τον Νοέμβριο του 1826, όταν η Μαριώ τον προκαλεί ότι «ξύπνησε η βαριά μυρουδιά των σκοτωμένων όλους τους δαίμονες που κουβαλάει η ψυχή σου, σου φύτεψαν σκέψη κακιά, να στήσεις πύργο ανθρώπινο, με κορμιά σακατεμένα, για να ακουστεί παντού η δόξα σου». Και ο ίδιος δεν κρύβεται, δεν ωραιοποιεί, ξανακοιτάει μέσα του, και σε μια από τις πιο όμορφες περιγραφές του θυμάται πως «ό,τι αποφάσισα δεν το αποφάσισα στην άψη του πολέμου, μανιασμένος. Σαν παγωμένος από το χιονιά πήρα την απόφαση. Δίχως να νιώθω τίποτα, καλό ή κακό. […] Να σπείρω ήθελα τον τρόμο. […] Προστάζω, συνάζουν τούρκικα κεφάλια, ντουζίνες για ντουζίνες, στεριώνουν πύργο ολόκληρο. Βρίσκουμε πέτρα καθαρή, στενόμακρη, γράφουμε πάνω της με αίμα –εσύ την έγραψες; γραμματικέ;– μεγάλα γράμματα, να φαίνονται από μακριά “Τρόπαιον των Ελλήνων κατά βαρβάρων”. Σφηνώνουμε την πέτρα στη ρίζα του πύργου, στα θεμέλια. Δίπλα της, δεξιά και αριστερά, απιθώνω με τα ίδια μου τα χέρια τις κεφαλές των δύο μπέηδων. Πρώτα είπα να τις πλύνουν. Τους έκλεισα τα μάτια. Παλικάρια. Τόσο μπόρεσα. […] Αν είναι να ντραπώ για την Αράχοβα, θα ντραπώ για μένα. Για κανέναν άλλο. Εγώ ο στρατηγός. Δική μου η απόφαση». Και λίγο αργότερα, τον Απρίλιο του 1827, «λερώνεται η μπέσα του» από τη σφαγή 250 Αρβανιτών αιχμαλώτων στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά, παρά την υπόσχεση που δίνει ο ίδιος «να φύγουν οι κλεισμένοι του μοναστηριού με τ’ άρματα και με το έχει τους». Πλευρές του Αγώνα, που το ελεύθερο πνεύμα της δημοτικής ποίησης τραγούδησε με κάθε ευκαιρία, αλλά που το εθνικό μας αφήγημα δεν αντέχει να δει.

Μόνο μπροστά στην Παναγία, την Μαυρομάτα του, νιώθει δέος και υποτάσσει τα πάθια του, καθώς «Θεός δικός μου η Μαυρομάτα μου. Άλλος κανείς. Μάνα κι αδερφή. Σιχάθηκα τον εαυτό μου που μήτε μες στην εκκλησιά της δεν βρήκε η γλώσσα μου τα γκέμια της». Είναι τότε στη δίκη στο Αιτωλικό, στην εκκλησία της Παναγίας, την Πρωταπριλιά του 1824, όπου βρέθηκε αντιμέτωπος με τη βαριά κατηγορία πως συνωμότησε να δώσει στον Ομέρ Βρυώνη το Μεσολόγγι και τη μισή Ρούμελη. «Και πώς τώρα στα στερνά φάνηκα αχάριστος στην πατρίδα, αυτό το είπε ο δεσπότης απ’ τον προεδρικό του θρόνο, ο Πορφύριος της Άρτας, ακόμη κι η αφεντιά μου τον ξεπερνούσε σε αγιοσύνη», το δεικτικό σχόλιο του ίδιου. Το δίκιο του δεν μπορεί να τιθασεύσει το συναίσθημά του και στην αναφορά του Μεγαπάνου, επιφανούς προκρίτου και μέλους του δικαστηρίου, ότι στα πενήντα πια χρόνια δεν μπορεί να μαζέψει τη γλώσσα του, ο ίδιος με τη δική του γραμματική και το δικό του συντακτικό, με τη χαρακτηριστική του αθυροστομία του απαντά: «Μήπως κι εσύ, κλειστά ογδόντα, είπες να κόψεις το χούι σου να γαμάς, κι ας είσαι και ξεροπρουτσαλιασμένος; Δέσε εσύ τη βρακοζώνα σου να δέσω κι εγώ τη γλώσσα μου». Και τότε μόνο αυτός, η ιδιαίτερη σχέση με την Παναγία που δεν ήθελε να τη μοιραστεί με κανένα, είδε το μάγουλό της κόκκινο από τη ντροπή της (Ο λογαριασμός ήταν δικός μας. Εκείνη κι εγώ. Ντράπηκε η Μαυρομάτα, κοκκίνησε το μάγουλό της σαν μαγουλάκι κοριτσιού, κι ήταν αυτό η δική της κρίση για την αφεντιά μου) και την άκουσε να τον μαλώνει για τις βλαστήμιες και για τις φιλονικίες (Και να λουστώ τα ψέματα και τις βλαστήμιες σας; Να στήστε το κριτήριο στη μέση του Μεσολογγιού έπρεπε να τους πεις. Και πιο καλά δίπλα στη θάλασσα, να ʼχετε αλάτι να ταῒζετε τις πληγές σας, τόσο ανοιχτές, τόσο μεγάλες, που σας έκλεισαν μέσα τους και δεν νογάτε τίποτα, παρά μακελεύει αδερφός τον αδερφό). Και βρέθηκε «σκυλί κυνηγημένο από χριστιανούς και από μωαμετάνους» και ταλαιπωρημένος από την αρρώστια του να περνάει από την Παλαιοκατούνα, το χωριό του Παντελή, για να φτάσει στα Άγραφα.

Και έρχεται εκείνη η στιγμή που συντελείται η μεγάλη αλλαγή, τότε που ο φιλόδοξος κλέφτης αποφασίζει να θέσει τον ατίθασο εαυτό του στην υπηρεσία του Αγώνα. Ο στόχος του δεν είναι πια το αρματολίκι των Αγράφων, αλλά να υπηρετήσει το όραμα για κοινή πατρίδα ως πειθαρχημένος στρατιώτης «Δεν μπορώ»,αναφέρει, «να ʼμαι πιο κοντός απ’ το τραγούδι μου. Δεν μπορώ να ʼμαι άλλος απ’ αυτόν που μου λέει το τραγούδι μου να γίνω. Ο κόσμος το ʼφτιάξε. Και ο κόσμος ξέρει. Και διατάζει». Και αυτός ο φυματικός ξαναμπαίνει στη μάχη, αποφασισμένος όμως τώρα να υπηρετήσει τη συλλογικότητα του Αγώνα, ομολογώντας ότι «όλοι μαζί θα σκεπτόμεθα, και όποιον είναι καλύτερον, εκείνο θα κάμνομεν». Μέχρι εκείνο το ξημέρωμα του Απρίλη, το οποίο τραγουδά ο τυφλός λυράρης πάνω στη σκηνή, «που πιάστηκε ο πόλεμος, το κρητικό ντουφέκι. / Καραϊσκάκης τ’ άκουσε, ήταν και θερμασμένος, / και τον σεῒζη του έκραξε και του σεῒζη λέγει: / «Σεῒζη, φκιάσε τ’ άλογο, βάλ’ του και το τακίμι, / κρίν’ τε και των συντρόφων μας των καπεταναραίων× να βγούμ’ να πολεμήσουμε στον κάμπο της Αθήνας». Εκπληρώνεται έτσι η ομηρική ανάγκη του «να πάω από ντουφέκι, μπορεί κι από σπαθί. Στον πόλεμο. Όχι δεμένος στο κρεβάτι μου. Να το δίνω το αίμα μου, καθαρό να τρέχει, να βάφει κόκκινη τη φουστανέλα ώσπου να λάμψει. Όχι να το φτύνω λερό κι αρρωστημένο, κάθε που πνίγομαι στο βήχα». Κι έτσι περνάει στον Κάτω Κόσμο κι ανεβαίνει κλεφτά στην αυτοβιογραφική εικασία του Παντελή, για να συνομιλήσει μαζί μας και να μας διαβεβαιώσει ότι «δεν έχει δαίμονες εκεί κάτω. Κανέναν. Εμείς τους κουβαλάμε. Το καβούκι τους είμαστε. Το σπας και τους καίει το φως. Μα κανένας μονάχος. Κανένας».

Ο Παντελής, λοιπόν, άλλοτε ως Θουκυδίδης κι άλλοτε ως Όμηρος, κινείται ανάμεσα στην ιστορία και στη μυθοπλασία και τραγουδάει τον ήρωά του μέσα στα πάθη του και στην αγωνιστικότητά του, στις ανατάσεις του και στις ήττες του. Σε μια γιορτή της γλώσσας, το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και μόνο γι’ αυτό, με καλεσμένους το δημοτικό τραγούδι, το πνεύμα του Σολωμού, τη γλώσσα του Μακρυγιάννη και την ποιητικότητα του Παντελή. Ο τυφλός λυράρης, σαν άλλος χορός, συμπληρώνει την αφήγηση και φωτίζει με τα τραγούδια του αυτό που όφειλε να γίνει ο Καραϊσκάκης «για να μην είναι πιο κοντός από τα τραγούδια του». Η φυσική ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά του Καραϊσκάκη προβάλλεται ελάχιστα στο κείμενο, καθώς το έργο απευθύνεται στο ευρύ κοινό και η κατανόησή της θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη.

Γίνεται φανερό ότι ο Παντελής δεν αναζητά την αγιογραφία του ήρωα, τον φωτίζει μέσα από τα σκοτάδια του και δεν εξιδανικεύει καταστάσεις. Χωρίς να τον αποδομεί, τον προσεγγίζει στην ανθρώπινη ρευστότητά του και λύνει ακόμη έναν κόμπο μιας ελληνολατρικής μοναδικότητας. Ο ήρωας Καραϊσκάκης δεν είναι εξακολουθητικά ούτε καλός ούτε κακός, δεν είναι ο ενάρετος αγωνιστής των επετειακών ομιλιών· μπαίνει πρώτος στη μάχη (και μες στη μέση ήτανε ʼλορθ’ ο Καραϊσκάκης / που λιονταρένια είχε καρδιά και στήθια μαραμένα), αδικεί (Κι έβαλα τότε να μετράω με το νου μου, ντροπιασμένος, πόσους αδίκησα, πόσους μπορεί ν’ αδίκησα, από θυμό ή από βιασύνη), φοβάται (Εγώ μονάχα ξέρω πως τσάκισα δυο δόντια μου τη μέρα εκείνη. Έσφιγγα τα τσαούλια μου μη με προδώσει ο φόβος. Η ντροπή μου τα ʼσφιγγε, να μην ατιμαστώ κιοτής μπρος στους λεβέντες μου, που μ’ είχανε Χριστό), συγκρούεται και έρχεται αντιμέτωπος με τις ντροπές του (Άγιος; Μην ψάξεις πάνω μου αγιοσύνη. Άγιος καν ο αϊ-Γιώργης μου δεν ήταν). Κατεβαίνει από τα σχολικά κάδρα και γίνεται ένας από εμάς, μέσα στην τραγικότητά μας και στις αντινομίες μας.

Στο πρόσωπο του ο Παντελής, και αυτό νομίζω είναι το βασικότερο, αποτυπώνει ανάγλυφα και το μεγαλείο και την παθολογία της Ελληνικής Επανάστασης, το χρυσάφι και τις ραγισματιές του εθνικού μας καθρέφτη που φοβόμαστε να δούμε. Και το οξύμωρο είναι ότι αυτό γίνεται στο σκηνικό μιας θεατρικής αφήγησης, στο περιβάλλον μιας λογοτεχνικής μυθοπλασίας, η οποία όμως απομακρύνει τον Καραϊσκάκη από στρογγυλεμένες αφηγήσεις, ιστορικές υπερβολές και εθνικές εξιδανικεύσεις. Και έτσι ο γύφτος του δικαιώνεται!

[Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στις 9 Δεκεμβρίου 2021.]

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή