Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Σωσίβιο χώμα, Αθήνα, Μελάνι, 2020.

Τριάντα. Τριάντα οι μέρες που έχουν κάποιοι μήνες. Τριάντα οι λειτουργίες που ελευθερώνουν μια ψυχή στο Καθαρτήριο. Τριάντα τα κεφάλαια της Κλίμακας του Ιωάννη. Όλα αυτά και ίσως τίποτα από όλα αυτά. Τριάντα χρόνια. Και τέλος. Καββαλιστικό λάμεντ, στο σχήμα του δρεπανιού. Τριάντα ποιήματα για τριάντα μέρες, για τριάντα χρόνια, σε ένα ποιητικό ημερολόγιο που λειτουργεί ως σπασμένος καθρέφτης σε σχέση με όσα σημαίνει και όσα αποσιωπά. Τα μεγαλύτερα θραύσματά του είναι οι φράσεις και οι προτάσεις που σχηματίζονται η μία μετά την άλλη, χωρίς εμπόδια, χωρίς σήματα· τα μικρότερα, οι λέξεις που σχηματίζουν αυτές τις φράσεις, οι εικόνες που ξεκουκίζει η καθεμιά από αυτές, καθώς ενώνεται ή κονταροχτυπιέται με την επόμενη. Εικόνες από λέξεις που φτιάχνουν ήχους και μουσικές, πετάγματα και ελεύθερες πτώσεις, βλέμματα και χρώματα, αγγίγματα και αντοχές, σε ένα δεξιοτεχνικό παιχνίδι συναισθησίας με σαφή οντολογικά, υπαρξιακά χαρακτηριστικά.
Διαβάζω την τελευταία συλλογή του Κώστα Παπαγεωργίου ως ένα ημερολόγιο αυτοβιογραφικό, ποιητικό και εντέλει φιλοσοφικό, που ανοίγει την προσωπική εμπειρία στον άνθρωπο και στον κόσμο μέσα από τις ρευστές, μεικτές εικόνες του, κατά την προσφιλή τεχνική του. Ως ένα ημερολόγιο καταστρώματος, που όμως δεν παραδίδει αμαχητί τα μυστικά του και απαιτεί τη μεγαλόφωνη ανάγνωσή του, τη ρυθμική του εκφορά για να σου μιλήσει. Σε ορισμένες εγγραφές, ένα δεύτερο κείμενο σε αγκύλες, αντεστραμμένο είδωλο αυτού που προηγείται, εισάγει μια μυστική επεξήγηση του μυστικού.
Ουράνιες ράφτρες μετρούν των μοιρών το λιγόστεμα υμνούν της ανάσας το κίβδηλο νόμισμα η ακονισμένη λάμα του πρωινού περνά ξυστά σαν σύρριζα και παίρνει τα ύπτια κεφάλια των ωρών και ανάσκελα ύστερα επωμίζεται το βάρος όλων των αναδυόμενων ήχων. Ανάμνηση μεσημεριού με ίσως κατάληψη του χώρου από αδέσποτα φυτά και βλεμμάτων ραφές να γαζώνουν τοπία μεσίστια σέρνοντας παλιών εμβατηρίων κορφές ώστε η μέρα πρόσφορη να είναι και ανοιχτή στους θαμώνες του αθέατου στης μελωδίας τις απαλές καμπύλες που ας μην ακούγεται οι σφυριές αρκούν τουλάχιστον για όσο το αποτύπωμα της υπερφίαλης ομορφιάς θα σέρνεται αναρρίχηση του χώματος με το ρηχό βάθος μιας ανοιχτής παλάμης να προκαλεί το ανάθεμα της φιλανθρωπίας.
Η μέρα, οι ώρες, οι εποχές, ο ανθρώπινος χρόνος κι η μέτρησή του· το βλέμμα ως στόχευση-σκόπευση, ως συνάντηση και εικόνα του κόσμου· η μουσική ως σήμανση· το αίτημα της ακύρωσης της μέτρησης, της αναίρεσης του χρόνου. Και πάλι από την αρχή. Σε αγκύλη. Μουσείο. Του ύψους και της πτώσης. Ο ανθρώπινος χρόνος μέσα στον κόσμο, οριζοντίως και καθέτως, ανάλωση και παρηγορία. Και τελειώνει η αγκύλη και επανέρχονται οι ραφές: το σημασιολογικό πεδίο του ραψίματος σε μιάμιση σελίδα μετράει τρία στοιχεία, τα δύο πανομοιότυπα και γι’ αυτό κυρίαρχα: «βλεμμάτων ραφές». Βλέμματα διαδοχικά ή σκόρπια που ενώνονται, ή μήπως βλέμματα εξ ορισμού ενωμένα; Ή μήπως ανέφικτη αναπαράσταση του κόσμου διά της οράσεως, που κουβαλάει εξυπαρχής μέσα της τη βία του πριονιού και του επέκεινα, το μέσα σκότος, τα δάκρυα, τις αναμνήσεις, την οδύνη και μάταια την παλεύει ο λόγος;
Σε κάθε εγγραφή, η μέρα. Ο μετρήσιμος χρόνος. Ο κοσμικός χρόνος. «Φθινόπωρο πάλι σκαρώνει ο καιρός βαριεστημένος κίτρινο διαιρεί σε όλων των φύλλων τον ατέρμονο αριθμό» (17). Ο βιωμένος χρόνος, που λιγοστεύει: «στενεύουν τα όρια του ταξιδιού και ο κόσμος όλος γίνεται περίκλειστη αποβάθρα με αγγέλους κάτι πάμφωτους χαμάληδες να στέκονται στο ουράνιο ξέφωτο» (2). Ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο, ανάμεσα στα πράγματα, με τα πράγματα να καθρεφτίζουν το άυλο για να μη μείνει άφατο, με το συγκεκριμένο να ξαναλέει τρισδιάστατα την ιστορία της μέρας, της κραυγής –σε αγκύλη αυτή– που μπορεί και ξεθεμελιώνει τις διαστάσεις του παντός, μεταβάλλει τη σύστασή του. Άλλο η κραυγή όμως και άλλο το δίδυμο ουρλιαχτό του θανάτου και της ιστορίας, με τις αέρινες λάμες στα χέρια, που λιμάρει «του αίματος τα χαρακώματα» (3) και «η ανάγκη γίνεται χαλί να την πατήσεις». Και πάλι πέταγμα και πτώση και αυτοχειρία των πουλιών συντονισμένη με το αφόρητο πένθος που δεν ονομάζεται ούτε ανοίγεται στη διεργασία που θα το κατευνάσει. Οι λέξεις, οι προτάσεις κι οι εικόνες το κυκλώνουν, το πολιορκούν, το χρωματίζουν και το ντύνουν με ήχους, παρασύρουν γύρω του τα πράγματα σε έναν ακίνητο στρόβιλο, έναν παγωμένο χορό, ο οποίος δεν μπορεί να αντιπαλέψει το κράτος του αίματος και της στάχτης, να υπερβεί την «ήττα της γλώσσας» με τη γλώσσα.
Το Σωσίβιο χώμα είναι ένα ημερολόγιο απώλειας, συγκεκριμένης και μαζί οικουμενικής. Είναι ένα ημερολόγιο πένθους, το οποίο δεν σημαίνεται ρητά, αλλά μέσα από μαστορικά πλεγμένα δίχτυα εικόνων που το φανερώνουν τη στιγμή ακριβώς που διαφεύγει μέσα από τα σκοινιά τους. Κι αυτά τα δίχτυα από τη μια εμποδίζουν την εύκολη θέαση της πληγής κι από την άλλη σφιχτοδένουν την ανάμνησή της, που γίνεται ένα με τη σκέψη, την όραση, την ακοή, τη σωματική βίωση του χρόνου. Αποδραματοποίηση κι υπόκωφη ένταση, σιγηλή μουσική που αρνείται τον παροξυσμό του θρήνου και τον σκορπίζει, κομμάτια και θρύψαλα, σε ορατά κι αόρατα, υλικά και άυλα, πράγματα και αισθήσεις, όλα εκτεθειμένα θεατρικώ τω τρόπω, με προσομοίωση κίνησης κι ενέργειας –κι ας τις διαψεύδει των ουσιαστικών το πλήθος.
Στην πραγματικότητα, το Σωσίβιο χώμα είναι μια βουβή προσευχή, ένας λόγος της απουσίας που εκφέρεται εντέλει «εις εαυτόν»: «Την ύπαρξή σου έλαβες ως μέρος ενός συνόλου. Θα εξαφανισθείς αργότερα μέσα σ’ εκείνο που σε γέννησε. Ή μάλλον θα μεταβληθείς και θ’ αναληφθείς στον λόγο που σε δημιούργησε», λέει ο Μάρκος Αυρήλιος. Εδώ ο δημιουργός λόγος είναι ο ποιητικός λόγος, που αγκαλιάζει κάθε αίσθηση και κάθε αίσθημα, τα πλάθει σε υλικές εικόνες ανέγνωρες και τα επιστρέφει στον κόσμο να τον δονήσουν, με πλήρη επίγνωση του μη αναστρέψιμου, του παρελθόντος και του μέλλοντος. Το Σωσίβιο χώμα είναι μια σπουδή στην αδυναμία του λόγου που καταλήγει όμως να σημαίνει την παντοδυναμία του: από τη μια ανοίγεται και γίνεται υπαρξιακή διερώτηση για την απουσία νοήματος όταν οι αγαπημένοι πια λείπουν –κι ας περιμένουν εκεί στην άλλη όχθη· και από την άλλη συσπειρώνεται και μιλάει στον κάθε αναγνώστη για ένα νόημα που μόνο εκείνος μπορεί να αντιληφθεί, με τον δικό του τρόπο, μέσα στον βουερό εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο όπου ο Παπαγεωργίου τοποθετεί μια πραγματική τραγωδία χωρίς κάθαρση, ανθρώπινη και ποιητική. Το βίωμα γίνεται εικόνα κι η εικόνα στοχασμός πάνω στη σύγκλιση και την απόκλιση του ανθρώπου και του κόσμου, πάνω στον εσωτερικό και τον μετρήσιμο χρόνο, το τέλος του σώματος και το τέλος του λόγου.
Στην ποίηση του Κώστα Παπαγεωργίου ήταν πάντα, από την πρώτη αρχή, ευκρινής η συναίρεση των επιπέδων του κόσμου και των ανθρωπίνων σε μια ροή, πέρα από το καλό και το κακό, τη χαρά και τον πόνο, τη ζωή και τον θάνατο –ή μάλλον στη συμβολή τους. Στην τελευταία του συλλογή, παρακολουθούμε την ίδια αυτή ροή, της οποίας η πολυσημία ενδυναμώνεται από την καλά υπολογισμένη, εντοπισμένη απουσία της στίξης, μια ροή ρυθμική, παλλόμενη, που απευθύνει όσα λέγονται όσα δεν λέγονται στον κάθε αναγνώστη χωριστά –και τον κεντάνε προσωπικά, με τον τρόπο του μπαρτικού punctum. Μόνο που αυτή τη φορά, με τρόπο πολύ πιο τελεσίδικο σε σχέση με το παρελθόν, γίνονται επίσης αισθητά πολύ ισχυρά πια τραντάγματα που, όσο κι αν δεν διακόπτουν τον ποιητικό ρυθμό, κομματιάζουν όλους τους καθρέφτες της –όποιας– αναπαράστασης κι αφήνουν τον αναγνώστη ανυπεράσπιστο μπροστά στην πίκρα ενός αποχαιρετισμού που είναι και δικός του. Το μόνο βέβαιο πάντως είναι ότι ο αποχαιρετισμός αυτός δεν αφορά την ποίηση, αλλά την κραταιώνει.