Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Κωνσταντίνος Λερούνης

Για το Βυζάντιο του Φώτη Βασιλείου

Φώτης Βασιλείου, Βυζάντιο 324-451. Η ανάδυση μιας νέας αυτοκρατορίας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», [Σειρά Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη, Αρ. 8], Αθήνα 2020.

Η σειρά Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων της «Εστίας» έχει ήδη καθιερωθεί ως μία από τις σημαντικότερες προσπάθειες επιμόρφωσης του ευρύτερου κοινού σε ζητήματα θεμελιώδους ιστορικού ενδιαφέροντος. Υπό την διεύθυνση των καθηγητών Νικολάου Καραπιδάκη (Ιόνιο Πανεπιστήμιο) και Κώστα Κωστή (Πανεπιστήμιο Αθηνών), η σειρά έχει παρουσιάσει οκτώ μέχρι στιγμής τόμους που διακρίνονται για την επιστημονική τους επάρκεια και τη διεισδυτικότητα της ματιάς τους σε θέματα που ποικίλλουν από τη ληστεία στο ελληνικό κράτος μέχρι την Αναγέννηση και το Μεταξικό καθεστώς. Πρόκειται συχνά για ζητήματα παραμελημένα ή για τα οποία υπάρχουν μόνον εξειδικευμένες μελέτες, αλλά τίποτα που θα μπορούσε να προσελκύσει την προσοχή του μέσου ενημερωμένου αναγνώστη.

Το βιβλίο του Φώτη Βασιλείου Βυζάντιο 324-451. Η ανάδυση μιας νέας αυτοκρατορίας έρχεται να πληρώσει ένα σημαντικό κενό στη νεοελληνική βιβλιογραφία. Ο συγγραφέας είναι επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, με ερευνητική θητεία στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών της Γαλλίας. Το πρώτο του βιβλίο Ποιμένας ή τύραννος, Ο πατέρας στην χριστιανική λογοτεχνία της ύστερης αρχαιότητας (Αρμός, Αθήνα 2013) παρουσίασε τις δυνατότητες μιας διαφορετικής και με έντονα ανθρωπολογικά στοιχεία προσέγγισης στην φαινομενικά γνώριμη περίοδο του Δ΄ αι. μ.Χ. Έτυχε ευμενέστατης υποδοχής από το αναγνωστικό κοινό και σημαντικής αναγνώρισης από την οικεία επιστημονική κοινότητα.

Αν και οι πρωτογενείς πηγές που καλύπτουν την περίοδο είναι, ομολογουμένως, μάλλον άνισες μεταξύ τους, δεν είναι ευκρινές πού ακριβώς οφείλεται η σημερινή έλλειψη οικειότητας με την περίοδο που πραγματεύεται το βιβλίο, από τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 μ. Χ. μέχρι τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας και τη Μάχη των Εθνών που συμπίπτουν το έτος 451 μ. Χ. Απουσιάζει, σε κάθε περίπτωση, μία συνολική θεώρηση του πρώιμου αυτού σταδίου εξέλιξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όμως εξίσου πενιχρή είναι άλλωστε και η ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με τα όψιμα στάδια εξέλιξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας συνολικά. Εξαίρεση με σημαντικό ενδιαφέρον –και όχι μόνο εξαιτίας της προσωπικότητας του συγγραφέα– αποτελεί το πόνημα Η κρίσις του τρίτου μ.Χ. αιώνος και τα εξ αυτής συμπεράσματα του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, και η σχετική ανάλυση του καθηγητή Κώστα Μπουραζέλη στους Τρόφιμους της Λύκαινας (ΜΙΕΤ, Αθήνα 2017).

Οφείλουμε, φυσικά, να αναγνωρίσουμε ότι και στον λεγόμενο δυτικό κόσμο η εποχή από τον Γ’ μέχρι τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα ήταν αρκετά παραμελημένη μέχρι τη δεκαετία του 1960 περίπου. Να πούμε, χαρακτηριστικά, ότι η ενασχόληση ενός εκ των συγχρόνων πατέρων των ιστορικών σπουδών της ύστερης ρωμαϊκής αρχαιότητας, του J.B. Bury (1861-1927), με τη συγκεκριμένη περίοδο, εθεωρείτο ως συμπληρωματική στο κύριο έργο της σπουδής της Ρωμαϊκής ιστορίας των χρόνων της ακμής ή ακόμα και ως εκκεντρικότητα. Η εν λόγω παραμέληση φαίνεται να οφείλεται τόσο στο περιεχόμενο του κανόνα των ιστορικών που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των Κλασικών Σπουδών όσο και στο γεγονός ότι τα χρόνια αυτά, ιδιαίτερα από την κρίση του Γ’ αιώνα και μετά, συνιστούν έναν παρατεταμένο αγώνα επιβίωσης του ρωμαϊκού κράτους. Η περίοδος αυτή μόλις σχετικά πρόσφατα κατάφερε να ελκύσει το ενδιαφέρον των μελετητών, ενώ για το ευρύ κοινό φαίνεται ότι συνεχίζει να αποτελεί σε σημαντικό βαθμό μία «σκοτεινή περίοδο».

Στην Ελλάδα η μελέτη και διδασκαλία της περιόδου περιορίζεται σε δύο ιστορικά γεγονότα, τα οποία δεν μπορούν να παραλειφθούν: την κατάλυση της διοκλητιανής Τετραρχίας με την καθιέρωση του Χριστιανισμού από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ως θρησκείας ισότιμης με τις άλλες θρησκείες της αυτοκρατορίας και τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική από τον Θεοδόσιο Α΄. Η σχεδόν συνειδητή αποφυγή της περιόδου αυτής οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί αδιαμφισβήτητο παράδειγμα αυτού που η Έλλη Σκοπετέα ονομάζει επιβίωση του Ελληνισμού σε συνθήκες πολιτικού θανάτου. Όχι μόνον αυτό, αλλά και ο χώρος που καταλαμβάνει το σημερινό ελληνικό κράτος είχε εντελώς χάσει την αίγλη του από τις βαρβαρικές επιδρομές του Γ΄ αι. μ.Χ. Διαισθάνομαι ότι η έλλειψη ενδιαφέροντος πρέπει να αποδοθεί όχι μόνο στη σχετική σπάνιν μεταφρασμένων και πρωτότυπων βιβλίων σχετικών με την περίοδο, αλλά και σε μια ορισμένη μορφή ελληνοκεντρικότητας εντελώς άνισης και ελλιπούς στην κατάρτισή της, αφού για παράδειγμα οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί Πατέρες του Δ΄ αι. βρίσκονται διαρκώς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με την ιστορική περίοδο στο σύνολό της. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος: κατά την περίοδο αυτή το Βυζάντιο, δηλαδή, ορθώς ειπείν, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δεν έχει απολατινιστεί γλωσσικά, ούτε το πολίτευμά της έχει προσλάβει την κλασική του μορφή. Η σταδιακή απέκδυση ορισμένων στοιχείων ρωμαϊκότητας –η οποία δεν ολοκληρώνεται ποτέ– ουσιαστικά δεν έχει καν ξεκινήσει. Οι νόμοι συντάσσονται ακόμη στα λατινικά, τα οποία συνεχίζουν να αποτελούν, σε σημαντικό βαθμό, τη γλώσσα της διοίκησης. Όμως και η τέχνη της περιόδου εμφανίζεται εντελώς ετερότροπη σε σχέση με το ύφος και την τεχνοτροπία, τα οποία το μάτι ενός μέσου –έστω μάλιστα και μορφωμένου–  σύγχρονου ανθρώπου θα αναγνώριζε χωρίς δισταγμούς ως εκκλησιαστικά. Είναι λοιπόν αναμενόμενο, εξαιτίας μάλιστα και των συγκεκριμένων ζητημάτων στα οποία επικεντρώνεται ο διάλογος στη δημόσια σφαίρα, η περίοδος αυτή να αποτελεί ανοιχτή πρόκληση για οποιαδήποτε προσδοκία και αξίωση οικειότητας.

Τα χρόνια αυτά θα έπρεπε να κινούν το ενδιαφέρον μας όχι μόνο διότι κυοφορούν μελλοντικές εξελίξεις ή για τις ιδιαίτερες και ισχυρές απηχήσεις της ελληνικής αρχαιότητας που διασώζουν, αλλά προεξαρχόντως διότι σε αυτή την περίοδο θεμελιώνεται ο ανθρωπολογικός τύπος του Χριστιανού ανθρώπου. Αυτό που σίγουρα δεν εννοώ με μία τέτοια αποστροφή είναι ότι μόλις εκείνη την εποχή «εφευρίσκεται ο Χριστιανισμός» ή κάποια από τις παρόμοιες και οιονεί συνωμοσιολογικές αδολεσχίες που απαξιώνουν και ρυπαίνουν και αυτόν τον δημόσιο χώρο. Μου φαίνεται, όμως, αναμφίβολο ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο, αλληλοτέμνονται, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη του δόγματος, η εξέλιξη των κοινωνιών και ιδίως του πολιτισμού των πόλεων και η αναπόφευκτη –λόγω της εξάπλωσης και παγίωσης του Χριστιανισμού– αλλαγή της σχέσης του ανθρώπου με το θείο. Αυτά είναι κάποια από τα ζητήματα που πραγματεύεται ο ιστορικός του πολιτισμού Φώτης Βασιλείου, στην προσπάθειά του να θεραπεύσει το βιβλιογραφικό κενό στο οποίο αναφερθήκαμε. Της πραγμάτευσης αυτών των ζητημάτων προηγείται μια εξαιρετικά ζωντανή διήγηση των πολεμικών συγκρούσεων των διάδοχων του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τη μονοκρατορία του Θεοδοσίου Β΄ και την απόκρουση των βαρβαρικών εισβολών στην Ανατολή κατά το α΄ μισό του Ε΄ αι.

Ο κίνδυνος στη συγγραφή ενός τέτοιου εισαγωγικού εγχειριδίου είναι να περιοριστεί ο συγγραφέας σε μία μονοσήμαντη εξιστόρηση των γεγονότων, διανθισμένη, έστω, με ενδιαφέροντα παραθέματα. Ο Φώτης Βασιλείου αποφεύγει τον κίνδυνο αυτό διότι γνωρίζει καλά πώς και πότε είναι πρόσφορο να εισάγει μία λιγότερο γνωστή και πιο εξειδικευμένη θεωρία προκειμένου να διαυγάσει ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρήση της θεωρίας του Peter Weiss ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, πριν τη μάχη εναντίον του Μαξεντίου, επανερμήνευσε με τρόπο χριστιανικό ένα όραμα, το οποίο είχε ήδη δει δύο χρόνια νωρίτερα. Τέτοιες πινελιές βγάζουν τον προσεκτικό αναγνώστη από μία βολική, ντετερμινιστική θεώρηση της ιστορίας, δίνοντάς του να εννοήσει τον βαθμό στον οποίο συγκεκριμένες αποφάσεις πάρθηκαν στην κόψη του ξυραφιού. Αποδομεί, με αυτόν τον τρόπο, την τυραννία του αυτονόητου που διαφεντεύει πολλές όψεις του σύγχρονου ιστορικού αφηγήματος. Αποφεύγει επίσης και την ξηρότητα στην αφήγηση των γεγονότων, όπως όταν, λόγου χάριν, εστιάζει στην κατάφορτη με συμβολικές προεκτάσεις εξωτερική εμφάνιση του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη Σύνοδο της Νίκαιας. Η παρατήρηση ότι μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου η εντεινόμενη διαφοροποίηση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση στην πρόσληψη της ρωμαϊκής παράδοσης –παρά κάποιες μεταγενέστερες κοινές πολεμικές επιχειρήσεις περί τα μέσα του Ε΄ αι. μ.Χ.– θα παγιώσει τη διαίρεση του Ανατολικού και του Δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, είναι καίριας σημασίας και απαντά –εν μέρει– στο εύλογο ερώτημα γιατί η συγκεκριμένη διαίρεση της Αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο Α΄ παρέμεινε σχεδόν άθικτη μέχρι τον Ιουστινιανό.

Ο Φώτης Βασιλείου δεν διστάζει να φέρει στο προσκήνιο τις διαφοροποιήσεις των πηγών, όπως όταν για παράδειγμα αναφέρεται στις διχογνωμίες των ιστορικών πηγών σχετικά με την υγεία του Πλωτίνου στα γηρατειά του. Ακόμη και όταν οι γνώμες του συγγραφέα δεν μας βρίσκουν σύμφωνους, όπως στην περίπτωση της αξιολόγησης της βασιλείας του Κωνσταντίου Β΄ και της τακτικής του να αποφεύγει μια αποφασιστική σύγκρουση με τους Πέρσες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια να αξιοποιηθούν στο μέγιστο οι άνισες πήγες και να παρουσιαστούν τα γεγονότα από μία κριτική απόσταση. Γοητευτική, από υφολογική άποψη, είναι η διάνθιση του κειμένου με φράσεις ακριβείς, οι οποίες όμως φέρουν έκτυπη την επίδραση των χρονογράφων, όπως η ακόλουθη: «Η ανδρεία του Θεοδοσίου δεν αποτυπώθηκε στη γενναιότητα που επεδείκνυε στο πεδίο της μάχης, αλλά στην αυστηρότητα με την οποία ακολουθούσε τις νηστείες, την επιμέλεια με την οποία έψαλλε και προσευχόταν, τη μελέτη των Αγίων Γραφών και των Πατέρων, στο κήρυγμα το οποίο έκανε» (σσ. 140-1).

Το 4ο Κεφάλαιο που αφορά την ανάδυση νέων μορφών πνευματικότητας, την άνοδο του μοναχισμού, την παρακμή της εθνικής λατρείας και την αλλαγή της κατανόησης του σώματος είναι ίσως το απολαυστικότερο του βιβλίου. Σκιαγραφούνται πολλές νοοτροπίες οι οποίες, με τη μία ή την άλλη μορφή, θα επιβίωναν μέχρι τις αρχές του 20ού αι. Οι αδελφοί Βασίλειος Καισαρείας και Γρηγόριος Νύσσης τοποθετούνται στην εμπροσθοφυλακή της προοπτικής εκείνης πού επρόκειτο να εισαγάγει το Βυζάντιο στην ιστορία του πνεύματος. Ο Φώτης Βασιλείου παρουσιάζει, με ιδιαίτερη γλαφυρότητα, τον τρόπο με τον οποίο η ασκητική εμπειρία της ερήμου μπόλιασε τη ζωή των πόλεων χωρίς ποτέ να την αντικαταστήσει.

Ευθυγραμμιζόμενες με την ονομασία της σειράς, οι Εκδόσεις της «Εστίας» προσφέρουν ένα μικρού σχήματος καλαίσθητο τομίδιο με λιτή και ωραία στοιχειοθέτηση που είναι ιδιαίτερα φιλική στον αναγνωστικό οφθαλμό. Η αρκετά εκτενής βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου καλύπτει 24 ολόκληρες σελίδες (203-227) και συμπεριλαμβάνει πηγές και έργα της δευτερογενούς βιβλιογραφίας για διευκόλυνση του φιλομαθούς και φιλέρευνου αναγνώστη. Τέλος, η παράθεση ικανοποιητικών όσο και σύντομων βιβλιογραφικών αναφορών στο τέλος κάθε κεφαλαίου όχι μόνο υποστυλώνει την επιστημονική τεκμηρίωση του έργου, αλλά και αποφεύγει την εντύπωση μιας κάποιας συγκαταβατικότητας, η οποία κάθε άλλο παρά άγνωστη είναι σε εισαγωγικά έργα.

Εκφράζουμε, λοιπόν, την ευχή τόσο η Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη των Εκδόσεων της Εστίας υπό τη διεύθυνση των καθηγητών Νικολάου Καραπιδάκη και Κώστα Κωστή όσο και ιστορικός Φώτης Βασιλείου, τομή της πορείας των οποίων υπήρξε το κρινόμενο έργο, να συνεχίσουν και μετά από αυτό το σημείο τομής την αειφόρο πνευματική καρποφορία τους, συμβάλλοντας στη δημιουργία ερμηνευτικών και αναγνωστικών κοινοτήτων ικανών και έτοιμων να δεξιωθούν τέτοια έργα.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή