Κάρολιν Έμκε, Ο δικός μας πόθος, μτφρ. Δημ. Δημοκίδης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021.

Τρέφω μια ιδιαίτερη αγάπη για τα αυτοβιογραφικά στοχαστικά δοκίμια, που διακρίνονται για τις λογοτεχνικές τους αρετές. Είναι τόσο λεπτή η ισορροπία μεταξύ του εσωστρεφούς αναστοχασμού (που πρέπει να κερδίζει και το ενδιαφέρον του αναγνώστη), της αποφυγής συναισθηματικού πληθωρισμού (χωρίς να μοιάζει όμως το κείμενο με αλγοριθμική ακολουθία συμβάντων), και της έγνοιας για την εκφραστική δυναμική της γλώσσας, που μοιάζει ένα εξαιρετικά δύσκολο επίτευγμα. Ευτυχώς έχω απολαύσει το τελευταίο διάστημα αρκετά τέτοια διαμάντια, που εκκινούν μάλιστα από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες, όπως το Ψηλά τις καρδιές του Μαξίμ Λέο, τους Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον, την Αδελφή μου, του Σταύρου Ζουμπουλάκη, και πιο πρόσφατα, την αριστουργηματική αυτοβιογραφία της Αννί Ερνό, με τίτλο Τα χρόνια [1]. Μαξίμ Λέο, Ψηλά τις καρδιές. Μια οικογένεια στην Ανατολική Γερμανία, μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, εκδ. Δώμα. Μάγκι Νέλσον, Οι Αργοναύτες, μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδ. Αντίποδες. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Η αδελφή μου, εκδ. Πόλις. Αννί Ερνό, Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο.. Το βιβλίο της Κάρολιν Έμκε όμως, που εντάσσεται κι αυτό στην ίδια κατηγορία, καθώς συνδυάζει όλες τις προαναφερθείσες αρετές, το διάβασα με μια ιδιαίτερη συγκίνηση και για έναν ακόμη λόγο, που θα εξηγήσω στη συνέχεια.
❧
Ο γερμανικός τίτλος του βιβλίου (Πώς ποθούμε – Wie wir begehren) οριοθετεί και το ερώτημα στο οποίο επιχειρεί να απαντήσει η Έμκε, φέρνοντας στην επιφάνεια τις δικές της αναζητήσεις και εμπειρίες ως έφηβης, αλλά και τις διαδρομές που χαράσσει ως ενήλικη. Με αφορμή την αυτοκτονία ενός συμμαθητή της, του Ντάνιελ, κατά πάσα πιθανότητα ομοφυλόφιλου, εξιστορεί τη ζωή της στο σχολείο, τις σχέσεις και τις συγκρούσεις με τους συμμαθητές της, και η αφήγηση αυτή της δίνει την ευκαιρία να σκάψει βαθιά μέσα στην έννοια της επιθυμίας, του ερωτικού πόθου και του κοινωνικού καθρέφτη, μέσα από τον οποίο διαβάζουμε το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Το πρώτο από τα στοιχεία της γοητείας του βιβλίου της Έμκε είναι η καλοδομημένη αφηγηματική εξιστόρηση, που δεν συγκροτεί απλώς έναν λογοτεχνικό εμπλουτισμό του στοχασμού της, αλλά συνιστά το εκφραστικό και εννοιολογικό μέσο της εκδίπλωσής του. «Ίσως η αφήγηση ταιριάζει στη ζωή με τον ίδιο τρόπο που η σιωπή ταιριάζει στον θάνατο», γράφει στην αρχή του βιβλίου της και κάθε περιστατικό που αναφέρει στην αφήγησή της δεν αντιμετωπίζεται ως τεκμηριωτικό δεδομένοˑ αποτελεί ένα ανοιχτό ερώτημα για την έννοια της γνησιότητας, του αυθεντικού, της ανάγκης για ταύτιση και της αποδοχής του διαφορετικού.
❧
Ένα δεύτερο –εξίσου, αν όχι περισσότερο– εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι το βάθος και το εύρος του φιλοσοφικού στοχασμού πάνω στην επιθυμία, τη σεξουαλικότητα και την έννοια του φύλου, που το διαπερνά από την αρχή μέχρι το τέλος. Η Κάρολιν Έμκε αυτοπροσδιορίζεται ως queer[2] LIFO., αλλά αν περιμένει κανείς να διαβάσει στο βιβλίο της αυτό ένα μανιφέστο της σεξουαλικής διαφορετικότητας θα διαψευστεί. Η πορεία προς την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας είναι η αφετηρία για να αναρωτηθεί η Έμκε για τις ποικίλες διαδρομές του αυτοπροσδιορισμού μας: αν η ερωτική επιθυμία ακολουθεί τη γραμμική πορεία με την οποία συνήθως την ταυτίζουμε, αν οδηγεί σε μία αποκρυσταλλωμένη, σταθερή και ισόβια ταυτότητα, σε ποιο βαθμό επηρεάζουν οι κοινωνικές συνιστώσες τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε την έννοια της επιθυμίας. «Δεν είμαστε μόνο αυτό που θέλουμε να είμαστε. Είμαστε κι αυτό που οι άλλοι μας κάνουν να είμαστε», γράφει η Έμκε και αναρωτιέται με ποιο τρόπο μπορεί να ανακαλύψει κανείς τη φύση του πόθου του, αν είναι κάτι γενετικά προκαθορισμένο ή διαμορφώνεται η επιθυμία μέσα από τα βιώματά μας. Μελετά τον συντηρητισμό της δεκαετίας του ’80 και τα αισθήματα ενοχής που γεννούσε, τα κριτήρια ενηλικίωσης, τη θέση της γυναίκας στην Ανατολή και την εξέλιξη του Δικαίου σχετικά με την ομοφυλοφιλία στη Γερμανία, για να διαπιστώσει ότι, πολλές φορές, τα ταμπού μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά, καθορίζουν την καθημερινότητά μας, ακρωτηριάζουν καθετί που αποκλίνει, και μας βυθίζουν συχνά στη σιωπή, που περιβάλλει σαν ασπίδα τη γυμνή αλήθεια του εαυτού μας. Ο πόθος όμως για την Έμκε είναι μια διαδικασία επανανακάλυψης και σταδιακής εμβάθυνσης:
«Δεν είμαι σίγουρη αν η θρησκευτική ωριμότητα έχει κάποιου είδους σχέση με τη σεξουαλική, υποθέτω όμως ότι και η πίστη, όπως και η σεξουαλική επιθυμία, δεν ανακαλύπτεται μόνο μία φορά, ότι και στην πίστη, ακριβώς όπως και στον πόθο, υπάρχουν ξανά και ξανά νέες μορφές της υποκειμενικότητας, ότι κι εδώ έχουμε μια δυναμική κίνηση που συνεχώς ψάχνει, μετασχηματίζεται και βαθαίνει. Ότι και ως προς την πίστη δεν έχει τόσο μεγάλη βαρύτητα σε τι πιστεύει κανείς, αλλά το πώς, ακριβώς επειδή η αφοσίωση, η χωρίς όρους παράδοση σε κάποιον ή κάτι, χαρακτηρίζει το βάθος».
❧
Έχει δίκιο η Διώνη Δημητριάδου[3] Διώνη Δημητριάδου, «Η “κανονικότητα” είναι προσωπική υπόθεση», Fractal, 1.9.2021. όταν υποστηρίζει ότι μια γραφή, όπως αυτή της Κάρολιν Έμκε, προϋποθέτει μια ισχυρή προσωπικότητα, βέβαιη για τις θέσεις της. Θα προσέθετα όμως και ένα ακόμη στοιχείο που διαμορφώνει, κατά τη γνώμη μου, τη σκέψη τής Έμκε: τη στέρεη παιδεία της. Με σπουδές φιλοσοφίας και πολιτικών επιστημών, και έχοντας υπάρξει μαθήτρια του Γιούργκεν Χάμπερμας και του Άξελ Χόνετ, δεν είναι τυχαίο ότι αρθρώνει έναν λόγο βαθιά προσωπικό και άκρως πολιτικό ταυτόχρονα, χωρίς ψευδεπίγραφες βεβαιότητες και προκλητική αντιπαλότητα. Αξίζει τον κόπο, ειρήσθω εν παρόδω, να ακούσει κανείς την ευχαριστήρια ομιλία της κατά την απονομή του Βραβείου Ειρήνης των Γερμανών βιβλιοπωλών[4]Link, για το βιβλίο της, Εναντίον του μίσους[5] Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Χρήστου Αστερίου. . Είναι τόσο ουσιαστικός ο φιλοσοφικός της στοχασμός, τόσο αστραφτερή η σαφήνεια της επιχειρηματολογίας της, που ακόμα και ο δύσκολος Χάμπερμας, στην πρώτη σειρά του ακροατηρίου της παραπάνω ομιλίας, επέτρεψε ένα μειδίαμα στον εαυτό του.
❧
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βέβαια, ότι η ίδια η Έμκε αναδεικνύει ως καθοριστική επιρροή στην πορεία για την ανακάλυψη της δικής της επιθυμίας όχι τις ανθρωπιστικές της σπουδές, αλλά τη μουσική: «Σε μια εποχή που δεν γινόταν καν λόγος για ομοφυλοφιλία, για αμφιφυλοφιλία, για άλλα είδη πόθου, η γλώσσα της μουσικής ήταν εκείνη που μου άνοιξε τα μάτια για όλα όσα επρόκειτο να βιώσω ερωτικά αργότερα». Ένας εμπνευσμένος καθηγητής μουσικής, ο κύριος Κοσαρίνσκυ, αφήνοντας ενδεχομένως στην άκρη ό,τι όριζε το αναλυτικό πρόγραμμα, είχε θέσει ως στόχο να τους μυήσει στην αρχιτεκτονική της μουσικής: να κατανοήσουν τη φόρμα της φούγκας, να ανακαλύπτουν την ακολουθία των τόνων και τις μεταλλάξεις τους, να συλλαμβάνουν τον χαρακτήρα ενός θέματος, να συνειδητοποιήσουν, με άλλα λόγια, ότι η αρχιτεκτονική της μουσικής δεν αφορά μόνο τη μουσική, είναι μια γλώσσα που διαμορφώνει τη σκέψη, θέτει κανόνες και όρια, ανοίγει τον δρόμο προς την αυτογνωσία. Ο Κοσαρίνσκυ θα συνεχίσει με τη διδασκαλία της τζαζ, η ίδια η Έμκε μεγαλώνοντας θα ενδιαφερθεί για το θέατρο και τον χορό, και η ενασχόλησή της με την τέχνη θα της δείξει τη διαφορά μεταξύ προτύπου και απομίμησης, νόρμας και διαφοράς. Κυρίως, όμως, θα την οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της ερμηνευτικής ανάγνωσης κάθε κανονιστικού πλαισίου, είτε αυτό είναι καλλιτεχνικό είτε κοινωνικό. Όποιος αφεθεί, μάλιστα, να «ακούσει», καθώς το διαβάζει, το βιβλίο της Έμκε –και η υπέροχη μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη είναι ιδανικός οδηγός– θα συνειδητοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας πραγματώνει τον ενδόμυχο στόχο κάθε κειμένου με απαιτήσειςˑ αυτήν τη λεπταίσθητη συνήχηση περιεχομένου και μορφής, που φωτίζει τις εννοιολογικές αντιστίξεις και εναλλάσσει συναίσθημα και στοχασμό.
❧
Με την Κάρολιν Έμκε όμως με δένουν και δύο προσωπικά στοιχεία, η ηλικία της και η γερμανική της παιδεία. Ως συνομήλικός της και απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής, όλες οι αναφορές της στα σχολικά της χρόνια και στο πολιτισμικό πλαίσιο της εφηβείας της συνομιλούσαν αναπόφευκτα με τις δικές μου μνήμες και προκαλούσαν αυτό το λεπτό θρόισμα της αναπόλησης, που τόσο όμορφα διαφοροποιεί ο Βλαντιμίρ Ζανκελκεβίτς από την ανάμνηση: «η αναπόληση δεν έχει το βάρος της ανάμνησης, είναι μάλλον το φευγαλέο άγγιγμα που μας θωπεύει, συχνά μάλιστα εν αγνοία μαςˑ κάτι μένει από αυτό και συνάμα δεν μένει τίποτα, μένει κάτι που δεν είναι τίποταˑ είναι ένα ίχνος που δεν αφήνει ίχνη»[6]Vladimir Jankélévitch – Beatrice Berlowitz, Kάπου στο ανολοκλήρωτο, μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021.. Η αναμονή στην αυλή για τον χωρισμό των τμημάτων, το τρέξιμο από τα αποδυτήρια στο χωμάτινο γήπεδο, τα πάρτι με πικάπ Dual, Pink Floyd, Abba και Rolling Stones, αγόρια από δω κορίτσια από κει, η στιγμή των μπλουζ, η πανταχού παρούσα γερμανική γλώσσα που μεταμόρφωνε τον κόσμο μας σε λέξεις, οι γνώσεις της Αλέκας για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και οι διαρκείς αμφισβητήσεις του Μάριου, το μάθημα της μουσικής με τον χερ Φίμπιγκ (και οι άγαρμπες προσπάθειές μου να παίξω το Boléro του Ραβέλ στη φλογέρα), τα κρυφοκοιτάγματα στο Bravo που έφερνε ο Πάνος και η προετοιμασία για το Abitur, συγκροτούν τον απτό και αόρατο συνάμα κόσμο της κοινής μας εφηβείας, του οποίου ο χρόνος παραμένει ο μοναδικός ειλικρινής αφηγητής. Όλα αυτά που δεν υπήρχαν όταν μεγαλώναμε, η ζωή όπως φανταζόμασταν ότι θα είναι, συνθέτουν τον πολιτισμικό τόπο από τον οποίο εκκινεί η Έμκε, για να αναζητήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις του σεξουαλικού προσανατολισμού, και να μιλήσει για την ανάγκη να βρει κανείς τη γλώσσα της δικής του επιθυμίας προκειμένου να ζήσει ευτυχισμένος.
❧
Υποκειμενικό και απρόσωπο παράλληλα, το βιβλίο της Κάρολιν Έμκε, με εκλεπτυσμένη γλώσσα και σκέψη, αμφισβητεί τις στερεότυπες κανονικότητες και διακηρύσσει την αυτονόητη ισότητα, αποτελώντας ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αυτοβιογραφικά δοκίμια των τελευταίων ετών.
Υποσημειώσεις[+]
↥1 | . Μαξίμ Λέο, Ψηλά τις καρδιές. Μια οικογένεια στην Ανατολική Γερμανία, μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, εκδ. Δώμα. Μάγκι Νέλσον, Οι Αργοναύτες, μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδ. Αντίποδες. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Η αδελφή μου, εκδ. Πόλις. Αννί Ερνό, Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο. |
---|---|
↥2 | LIFO. |
↥3 | Διώνη Δημητριάδου, «Η “κανονικότητα” είναι προσωπική υπόθεση», Fractal, 1.9.2021. |
↥4 | Link |
↥5 | Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Χρήστου Αστερίου. |
↥6 | Vladimir Jankélévitch – Beatrice Berlowitz, Kάπου στο ανολοκλήρωτο, μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021. |