George Le Nonce

Γιὰ τὸν Σκοτεινὸ καθρέφτη τοῦ Νίκου Λάζαρη

Νίκος Λάζαρης, Σκοτεινὸς καθρέφτης, Κουκκίδα, Ἀθήνα 2022.

Σκοτεινὸς Καθρέφτης εἶναι τὸ ἕβδομο αὐτόνομο ποιητικὸ βιβλίο τοῦ γνωστοῦ ποιητῆ καὶ κριτικοῦ Νίκου Λάζαρη καὶ τὸ πρῶτο μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ 2007 Ἡ ἔνταση εἶναι διαρκής, ὅπου ἔχουν συγκεντρωθεῖ τὰ ἕξι προηγούμενα, συνοδευόμενα ἀπὸ τέσσερα «ἀδέσποτα» ποιήματα. Ὅπως τὸ Ἐρωτογράφημα τοῦ 1981, ὁ Σκοτεινὸς Καθρέφτης εἶναι μιὰ ποιητικὴ σύνθεση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄτιτλα, αὐτοτελῆ ποιήματα –εἴκοσι τρία τὸν ἀριθμό. Πρόκειται, ἐκ πρώτης ὄψεως τοὐλάχιστον, γιὰ μιὰ ἐλεγειακὴ σύνθεση ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τοῦ Θεόδωρου Λάζαρη, ἀδελφοῦ τοῦ ποιητῆ.

Ἀπὸ τὸ πρῶτο κιόλας ποίημα τοῦ Σκοτεινοῦ Καθρέφτη, δηλώνεται ἡ ἀπώλεια, ἡ ἀπουσία τοῦ ἀγαπημένου προσώπου:
Δὲν θ’ ἀκούσω ξανὰ τὸ γέλιο σου στὶς σκάλες
δὲν θὰ σὲ ξαναδῶ ν’ ἀγοράζεις ψωμὶ
ἀπὸ τὸν ἀπέναντι φοῦρνο

Θὰ εἶσαι τώρα μιὰ σκιὰ
ἀνάμεσα στὶς ἄλλες σκιές,
ἕνα βαθὺ ράγισμα στὸν καθρέφτη τοῦ σπιτιοῦ
ἕνα μισοσβησμένο ὄνομα
σ’ ἕνα γκρίζο, φτηνὸ μάρμαρο.

Συγχρόνως, ὅμως, στὸ ἴδιο κιόλας ποίημα, ὁρίζεται καὶ τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο σὲ ἀπόλυτη καὶ στενὴ σχέση μὲ τὸν ἀποδημήσαντα. Τὴ σχέση αὐτή, ἡ ὁποία φωτίζεται στὰ ἑπόμενα ποιήματα, συμπυκνώνει ὁ στίχος ἕνα βαθὺ ράγισμα στὸν καθρέφτη τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ δηλώνει μέσα σὲ ἑφτὰ μόνο λέξεις ὅτι τὸ ὑποκείμενο ἀναγνωρίζει τὸν νεκρὸ ἀδελφὸ στὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του στὸν καθρέφτη, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ σχέση μεταξὺ τοῦ ὑποκειμένου καὶ τοῦ εἰδώλου του ἔχει ἀνεπανόρθωτα διαρραγεῖ (βαθὺ ράγισμα): κάτι ἔχει ἀλλάξει ἀνεπίστρεπτα στὸν τρόπο ποὺ τὸ ὑποκείμενο ἀντιλαμβάνεται τὸν ἑαυτό του.

Ἡ ποιητικὴ πρόθεση τοῦ Σκοτεινοῦ Καθρέφτη μᾶς κοινοποιεῖται στοὺς καταληκτήριους στίχους τοῦ πρώτου ποιήματος:

μόνο ἐγὼ θὰ προσπαθῶ
μὲ τρύπιες λέξεις
καὶ ξέφτια ὀνείρου
τὸν ἴσκιο τῆς μορφῆς σου
ν’ ἀναστήσω.

Ὁ ποιητὴς φιλοδοξεῖ, ἑπομένως, νὰ ἀναστήσει˙ ὄχι βέβαια τὸν νεκρὸ ἀδελφό, ἀλλὰ τὸν ἴσκιο του, μὲ τρύπιες λέξεις καὶ ξέφτια ὀνείρου. Ἄλλωστε, ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ Ὀδύσσεια ἀκόμη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἕλκουν τὴν καταγωγή τους τόσο ὁ ἴσκιος ὅσο καὶ τὸ ὄνειρο, εἶναι γνωστὸ πὼς δὲν μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ στενότερη ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀγαπημένους νεκρούς: «τρὶς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ ἔπτατ᾽» λέει ὁ Ὀδυσσέας γιὰ τὴ συνάντησή του μὲ τὴ μητέρα του, Ἀντίκλεια, στὸν κάτω κόσμο (Ὀδύσσειας λ, 207-8).

Σκοτεινὸς Καθρέφτης εἶναι, λοιπόν, σὲ πρώτη ἀνάγνωση τοὐλάχιστον, ἕνας θρῆνος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀγαπημένου ἀδελφοῦ. Ὁ ποιητὴς θρηνεῖ καὶ μάλιστα, ὅπως ἀκριβῶς ταιριάζει σὲ ἕναν θρῆνο, ὁ τόνος εἶναι πιὸ λυρικὸς σὲ σχέση μὲ τὰ περισσότερα προηγούμενα ἔργα τοῦ Λάζαρη[1], τὸ συναίσθημα φαίνεται, ἐκ πρώτης ὄψεως, λιγότερο χαλιναγωγημένο, ἡ ἀπεύθυνση εἶναι πιὸ προσωπική – σὲ δεύτερο πάντα πρόσωπο, πρὸς τὸν νεκρὸ ἀδελφό. Ἡ εἰκόνα τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ δὲν χτίζεται μὲ περιγραφές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐλάχιστες – μαθαίνουμε μόνο ὅτι νεογέννητος εἶχε ὑπέροχα ματοτσίνορα (11)[2] καὶ ὅτι ἦταν ψηλὸς καὶ λιγνὸς / σὰν κυπαρίσσι (12). Κυρίως ἀναπλάθουμε τὴν εἰκόνα του μέσα ἀπὸ διηγήσεις συγκεκριμένων περιστατικῶν τῆς κοινῆς του ζωῆς μὲ τὸν ποιητή, ἀπὸ τὰ ἀνέμελα καὶ μᾶλλον μποὲμ νεανικά τους χρόνια ὥς τὰ πιὸ δύσκολα καὶ πιὸ πρόσφατα:

ἐκείνη
τὴ μακρινὴ Πρωτομαγιά,
ποὺ σ’ ἔχασα στὸ ρέμα
τῆς Χελιδονοῦς (7)

Δὲν κρύωνες.
Δὲν φοροῦσες ποτὲ παλτό.
Χόρευες μέσα στὴ βροχή.
Περπατοῦσες γυμνὸς πάνω στὸ χιόνι. (9)

τὸ ταξίδι μὲ ὀτοστὸπ
μὲ τὴν Ἀμαλία στὴ Θεσσαλονίκη
καὶ ἡ διανυκτέρευση
στὸ δάσος τοῦ Σέϊχ Σοῦ,
(ἐνῶ οἱ γονεῖς σας εἶχαν
παραφρονήσει ἀπὸ τὴν ἀγωνία τους) (20)

νὰ λάμπεις ἀπὸ χαρὰ
στὶς ἐξέδρες,
κάθε φορὰ ποὺ σημείωνα
ἐκεῖνα τὰ σπάνια γκὸλ (17)

Γιατί ἐκείνη τὴ μοιραία Τετάρτη
δὲν ἔκοψα τὰ σχοινιὰ
ποὺ σὲ κρατοῦσαν
δεμένο χειροπόδαρα
στὸν ἄθλιο θάλαμο
τοῦ νοσοκομείου «Σωτηρία»; (22)

Ἐπίσης, ὅπως φαίνεται καὶ στοὺς παραπάνω στίχους, μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς διηγήσεις, τὶς εἰκόνες, καὶ τὰ θραύσματα εἰκόνων σκιαγραφεῖται ἡ σχέση τῶν δύο ἀδελφῶν, στενὴ ἀλλὰ ὄχι, βεβαίως χωρὶς ἐντάσεις, καθὼς περὶ ἀδελφῶν πρόκειται[3]. Μοῦ φαίνεται, μάλιστα, πὼς ἀκριβῶς ἡ σχέση τῶν δύο ἀδελφῶν εἶναι τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο κλειδιὰ ποὺ μποροῦν νὰ ἀποκαλύψουν τὸ πραγματικὸ θέμα αὐτοῦ τοῦ συνθετικοῦ ποιήματος. Ἀσφαλῶς, τὸ πλαίσιο τῆς σχέσης εἶναι ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία, ὅπως δηλώνεται ἀπερίφραστα

ἀντὶ νὰ φθίνει καὶ νὰ μαραίνεται,
ὅσο περνάει ὁ καιρὸς
φουντώνει καὶ βλασταίνει. (19)

Ἡ σχέση, ὅμως, εἶναι βαθύτερη καὶ πιὸ περίπλοκη[4]. Ὁ ἀδελφὸς ποὺ ἔχει πιὰ χαθεῖ παρουσιάζεται ὡς ὁ ἰσχυρὸς πόλος τῆς σχέσης, ὁ πιὸ συγκροτημένος, ὁ προστάτης, περήφανος γιὰ τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀλλὰ σεμνὸς καὶ χαμηλῶν τόνων κατὰ τὰ ἄλλα, σὲ ἕναν ρόλο ποὺ θυμίζει ὄχι ἁπλῶς ἀδελφὸ ἀλλὰ καὶ πατέρα.

Ζητοῦσες πάντα τὸ ἀδύνατο (8)

Γιὰ μιὰ στιγμὴ πίστεψα
ὅτι θὰ ὑπερβεῖς
τοὺς νόμους τῆς Φύσεως
καὶ θὰ ζήσεις αἰώνια. (9)

«Εἶναι ὁ ἀδελφός μου»
μὲ καμάρι νὰ λές. (17)

Σοῦ ἄρεσε νὰ ζεῖς στὴ σκιά.
Τὸ «λάθε βιώσας» τοῦ Ἐπίκουρου
ἔγινε, σχεδὸν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις,
ἡ δεύτερη φύση σου. (23).

Ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ ἐπιφέρει μιὰ κατακρήμνιση τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου ποὺ θυμίζει τὴν κατακρήμνιση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀδελφοῦ ὅταν πέθανε ὁ πατέρας. Ὅπως ὅταν πέθανε ὁ πατέρας («ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς ἀγάπης / στέρεψε ξαφνικὰ»), ὁ ἀδελφὸς ἔμεινε «μόνος, μετέωρος / σὰν τὸ σχοινὶ μιᾶς καμπάνας / στὸ κενὸ» καὶ

οὔτε ἕνα χέρι στιβαρὸ δὲν βρέθηκε
τὴν πτώση σου στὸ βάραθρο
νὰ συγκρατήσει (4)

ἔτσι καὶ ὁ ποιητής, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ, μένει «ἀδύναμος, ἄδειος, ἀδρανής» (7) καὶ διερωτᾶται:

Τώρα ποὺ τὸ λάδι σώθηκε
ποιός θὰ γεμίσει
τὶς ἄδειες μέρες
καὶ τὶς νύχτες μου; (16)

Στὴν ψυχολογία, εἶναι γνωστή, μὲ τὸν θάνατο τῶν γονέων, ἡ αἴσθηση ποὺ βιώνει κανεὶς τῆς βίαιης καὶ ἀμετάκλητης ἐνηλικίωσης, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπώλειας τῶν στηριγμάτων ποὺ χτίζουν οἱ δεσμοὶ αἵματος, καὶ ἡ συνακόλουθη αἴσθηση μοναξιᾶς καὶ ἐγκατάλειψης, ἀσχέτως τῶν πραγματικῶν ὅρων τοῦ βίου[5].

Στὸν Σκοτεινὸ Καθρέφτη, τὸ ἴδιο πλέγμα συναισθημάτων ξεδιπλώνεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴδαμε, συμπυκνώνει στοιχεῖα τόσο τοῦ ἀδελφοῦ ὅσο καὶ τοῦ πατέρα. Ἐπειδή, ὅμως, ἐδῶ πρόκειται περὶ ποιήματος καὶ ὄχι περὶ ψυχολογικῆς ἀνάλυσης, καὶ ἐπειδὴ ἡ ποίηση λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς συμπύκνωση (Verdicthtung, θὰ ἔλεγε ὁ Freud) ἀλλὰ καὶ ὡς μετατόπιση (Verschiebung), ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προφανὴ μεταφορά, δηλαδὴ τὴ συσχέτιση στοιχείων μεταξὺ τῶν ὁποίων εὔκολα διακρίνει κανεὶς τὴν ὁμοιότητα, ὅπως, ἐν προκειμένῳ, τὴ συσχέτιση πατέρα καὶ ἀδελφοῦ, θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε καὶ τὴν κρυμμένη μετωνυμία: τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ σημαῖνον «ἀδελφὸς» καὶ ποιάν ἀπώλεια θρηνεῖ ἀκριβῶς τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο θρηνώντας τὸν ἀγαπημένο ἀδελφό;

Ἡ ἀπάντηση, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ δεύτερο κλειδὶ τοῦ συνθετικοῦ αὐτοῦ ποιήματος, κρύβεται στὶς συγκεκριμένες λεπτομέρεις ποὺ «καρφώνουν» τὰ περιστατικὰ ποὺ ἀνακαλοῦνται στὸ ποίημα σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο.

Ἡ γεωγραφία ὁρίζεται χονδρικὰ ἀπὸ τὰ τρία βουνὰ ποὺ περιβάλλουν τὴν Ἀττικὴ (Πεντέλη, Πάρνηθα, Ὑμηττὸς) καὶ περιλαμβάνει τοπόσημα, κυρίως τῆς Ἀττικῆς, ὅπως τὸ ρέμα τῆς Χελιδονοῦς (7, 13), τὰ καλοκαιρινὰ σινεμὰ Χλόη, Μπομπονιέρα, Τιτάνια, Ρέξ, Ἀκροπόλ (10) τὸ Κ.Α.Τ. (12), τὸ Ρέμα τῆς Πύρνας, τὸν ὑδατόπυργο, τὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου, τὸ δάσος τοῦ Κάσδαγλη, τὸ δάσος τοῦ Κοτζαμάνη, τὸ Ἡλιακὸ Χωριό (13), τὸ Χτυπητό, τὴ Μαγκουφάνα, τὴν κατασκήνωση τῶν Ἀρμενίων, τὸ πανηγύρι τῆς Νέας Φιλαδέλφειας (15), τὰ γήπεδα τῆς Πεύκης, τῶν Ἠλυσίων, τῆς Σαλαμίνας, τῆς Ριζούπολης (17), τοῦ Ζηρινείου (20), ἀλλὰ καὶ τὸ Καβούρι, τὶς παραλίες τῆς Εὔβοιας, τὴν πλατεία Κολιάτσου, τὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων, τὸ παληὸ πανεπιστήμιο, τοὺς κινηματογράφους (ξανὰ) Διάνα στὸ Μαρούσι, Ἀλκυονίδα, Studio τῆς ὁδοῦ Τρικόρφων, Ἠλέκτρα, Art, Λιλά, τὸ ὑπόγειο θέατρο τοῦ Καρόλου Κούν, τὶς μπουὰτ τῆς Πλάκας, τὸ Κύτταρο τῆς ὁδοῦ Χέιδεν, τὸ δάσος τοῦ Σέιχ Σοῦ (20) καὶ τέλος τὸ νοσοκομεῖο «Σωτηρία» (22).

Οἱ γεωγραφικοὶ ὅροι ὑποδηλώνουν ἐπίσης καὶ τοὺς ἱστορικούς, δηλαδὴ τὴν ἐποχὴ στὴν ὁποία διαδραματίζονται τὰ περιστατικὰ ποὺ καταγράφονται στὸ ποίημα: μᾶς προσανατολίζουν σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ ἔχει πιὰ περάσει, καθὼς κάποιοι ἀπὸ τοὺς τόπους ἔχουν χαθεῖ ἢ ἔχουν μετονομασθεῖ καὶ ἀλλάξει χρήση. Ἀλλὰ ἡ ἐποχὴ περὶ τῆς ὁποίας πρόκειται προσδιορίζεται ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὶς πολιτισμικὲς ἀναφορές, ποὺ περιλαμβάνουν τὸ ποδόσφαιρο στὴν ἀλάνα τῆς γειτονιᾶς, οἱ ταινίες τῶν Ἄμποτ καὶ Κοστέλο, τὰ πρῶτα τραγούδια τῶν Μπὴτλς καὶ τῶν Ρόλλινγκ Στόουνς, τὰ πάρτυ μὲ τὰ βερμούτ, καὶ ἄλλα πολλά, ποὺ μᾶς τοποθετοῦν στὴ δεκαετία τοῦ 1960 καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, μιὰ ἐποχὴ ἀμέριμνης καὶ ἀνέφελης νεότητας, ὅπου ἀκόμη καὶ ὁ πόνος λειτουργεῖ σὰν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς τρυφερότητας:

κρατοῦσα ἁπαλὰ
τὸ σπασμένο σου χέρι,
ἔβλεπα τὸν ἱδρώτα καὶ τὰ δάκρυα
ν’ αὐλακώνουν τὸ πρόσωπό σου
κι ἔνιωθα τὸν πόνο σου
σὰν νὰ ἦταν δικός μου πόνος
καὶ τὴ ζωή μου
νὰ ἑνώνεται ξαφνικὰ
μὲ τὴ δική σου ζωὴ
μ’ ἕνα δεσμὸ τρυφερό,
ἀκατάλυτο. (12)

Οἱ εἰκόνες τῆς νεανικῆς ἡλικίας, ἀκόμη καὶ ὅταν περιγράφεται, ὅπως στὸ ποίημα 12, ἕνα ἀτύχημα, παραμένουν ἀγαπητικές, εἰδυλλιακές, χωρὶς ἐνοχές, χωρὶς ἐπιπλοκές. Καὶ αὐτὸ δηλώνεται ἀπερίφραστα στὸ ποίημα 15 μὲ τὰ λόγια μιᾶς μοναχῆς:

«Ζεῖτε μὲς στὸν Παράδεισο
καὶ δὲν τὸ ξέρετε»
μᾶς εἶπε ἡ μοναχὴ Παϊσία
ἔξω ἀπὸ τὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης
τῆς Χρυσοβαλάντου. (15)

Ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ εἶναι λοιπὸν ὁ ὁριστικὸς θάνατος τῆς νεότητας. Τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο λειτουργεῖ ὡς μετωνυμία, σῆμα καὶ σύμβολο, τῆς χαμένης joie de vivre, ποὺ περιγράφεται μὲ ἀνελέητα κυριολεκτικοὺς ὅρους. Ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἀποκαλύπτει τὸ πένθος τῆς ἀπώλειας –ὄχι μόνο τοῦ ἀγαπημένου ἀδελφοῦ, ἀλλὰ καί, κυρίως, τῆς joie de vivre τοῦ ὑποκειμένου.

Ἔχουν μείνει μόνο
τ’ ἀπομεινάρια
ἑνὸς κόσμου περίκλειστου
ποὺ δὲν ὑπάρχει πιὰ (13)

καὶ εἶναι αὐτὸς ὁ κόσμος ποὺ ἀναδύεται ξαφνικά, μᾶς λέει ὁ ποιητής, κάθε φορὰ ποὺ σκέφτεται τὸν ἀγαπημένο του ἀπόντα.

Σκοτεινὸς Καθρέφτης δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας θρῆνος γιὰ τὸν ἀγαπημένο ἀπόντα. Εἶναι μιὰ ἄρνηση θανάτου, «ἕνα μνημεῖο ἀπὸ λέξεις / – ταπεινὸ ἀνάχωμα στὴ λησμονιά» (18). Εἶναι τὸ χάραγμα τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγαπημένου νεκροῦ στὴν πέτρα «γιὰ νὰ μὴν τὸ καταπιεῖ / ἡ δίνη τοῦ χρόνου» (23)˙ τὸ ὄνομα, ὅμως, τοῦ ἀγαπημένου νεκροῦ εἶναι ὄνομα ψιλόν: εἶναι τὸ σῆμα καὶ τὸ σύμβολο τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς, ποὺ χάνεται, καὶ ὀφείλει νὰ μνημονευθεῖ, νὰ μνημειωθεῖ καὶ νὰ ἐπιζήσει, ἔστω ὡς ἴσκιος καὶ ὡς ὄνειρο, μέσα στὸ ποίημα.


[1] Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ τὸ Ἐρωτογράφημα, τοῦ ὁποίου ἄλλωστε ἡ ἀρχιτεκτονικὴ εἶναι παρόμοια μὲ τοῦ Σκοτεινοῦ Καθρέφτη˙ θὰ εἶχε, πιστεύω, γιὰ διάφορους λόγους, πολὺ ἐνδιαφέρον μιὰ συγκριτικὴ ἀνάγνωση τῶν δύο ἔργων.

[2] Ὁ ἀριθμὸς σὲ παρένθεση στὸ τέλος κάθε παραθέματος ἀπὸ τὸν Σκοτεινὸ Καθρέφτη δηλώνει τὸ ποίημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται τὸ παράθεμα.

[3] Οἱ ἐντάσεις, πάντως, ὑπονοοῦνται μᾶλλον παρὰ περιγράφονται, ὅπως π.χ. στὸ ποίημα 19: « ἔτσι καὶ ἡ ἀδελφικὴ / ἀγάπη μου γιὰ σένα, / (ποὺ τὴν εἶχες τόσο πολὺ / κάποτε ἀμφισβητήσει)»

[4] Ὁ Βέης βλέπει στὸν ἀδελφὸ ἕναν Ἄλλο ποὺ τελικὰ ταυτίζεται μὲ τὸ ὐποκείμενο (Βέης, Γ. (2023), Για τον Σκοτεινό Καθρέφτη του Νίκου Λάζαρη, στὸ διαδικτυακὸ Φρεάρ, ἀνακτηθὲν ἐδῶ, ἐνῶ ὁ Μακρυδημήτρης βλέπει ἐπιπροσθέτως τῆς ταύτισης μὲ τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο καὶ μιὰ ἐπιχειρούμενη ταύτιση τοῦ ἀδελφοῦ μὲ τοὺς ἀναγνῶστες (Μακρυδημήτρης, Ἀ. (2023), «Σκοτεινός καθρέφτης» του Νίκου Λάζαρη (κριτική) – Μια ευσύνοπτη ελεγεία αδελφικής αγάπης, στὸ διαδικτυακὸ bookpress, ἀνακτηθὲν ἐδῶ.

[5] Umberson, D. (2003), Death of a Parent: Transition to a New Adult Identity, Cambridge University Press, σελ. 79 κ.ἑ.

Scroll to Top