Θανάσης Θ. Νιάρχος

Για τον Βασίλη Παπαβασιλείου (1949-2025)

Για τους ηθοποιούς που είχαν προσέλθει στο θέατρο γιατί, πριν από μια ή από πολλές παραστάσεις που είχε συμβεί να παρακολουθήσουν ενώ διέρχονταν την εφηβική τους ηλικία, ήταν τα κείμενα και οι συγγραφείς που τους είχαν συγκινήσει, ο Αλέξης Μινωτής χρησιμοποιούσε, δηλώνοντας ταυτόχρονα την αμέριστη εκτίμησή του προς αυτούς, τον όρο «εκ του πνεύματος». Εννοώντας πως είχαν γίνει ηθοποιοί όχι για λόγους ματαιόδοξης αυταρέσκειας, αλλά για να υπηρετήσουν έναν υψηλότερο πνευματικά σκοπό. Και αν εξαιρέσει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό που τον λογάριαζε να εκφράζει σχεδόν ως ταυτόσημους τους όρους «πνεύμα» και «θέατρο», μετριούνται κυριολεκτικά στα δάχτυλα του ενός χεριού οι ηθοποιοί και σκηνοθέτες που θα δικαιολογούνταν να διεκδικήσουν ως εύσημο ακόμα και τη λιγότερο σθεναρή εκδοχή του χαρακτηρισμού του. Δεν είναι γιατί, αν όχι ισοπόσως, σε σχέση με το θέατρο πάντως σε πολύ υψηλό βαθμό, τόσο τον Αλέξη Μινωτή όσο και τον Βασίλη Παπαβασιλείου τους διεκδικεί ταυτόχρονα η συγγραφή, και μάλιστα κειμένων που είτε έχουν συγκεντρωθεί σε πολλούς τόμους, όπως του ταυτισμένου με τον ρόλο του Οιδίποδα θεατρανθρώπου, είτε παραμένουν σκόρπια σε περιοδικά και εφημερίδες (με εξαίρεση Το δύσκολο ανάμεσα) όπως του Βασίλη Παπαβασιλείου, τα οποία συγκροτούν μια γλαφυρή απεικόνιση των θεατρικών και πολιτιστικών γενικότερα πεπραγμένων των μεταπολιτευτικών μας χρόνων.

Όταν άκουγες τον Βασίλη Παπαβασιλείου τις βραδινές και μεταμεσονύκτιες κυρίως ώρες να μιλάει ακόμα και σε συντροφιές ηθοποιών, θα αδυνατούσες να αντιληφθείς πως ο μικρόσωμος αυτός άνθρωπος, με το πολύ διαπεραστικό και ταυτόχρονα σαν απορροφημένο από κάτι που αν και μη ορατό, ήταν πολύ σημαντικότερο σε σχέση με ό,τι εξελισσόταν δίπλα του, βλέμμα, υπηρετούσε μια τόσο εξωστρεφή τέχνη όπως αυτή του ηθοποιού. Την πρωτοκαθεδρία των ενδιαφερόντων του φαινόταν να την μονοπωλούν ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ, ο Προυστ, ο Ντοστογιέφσκι, ενώ ένα «ανέκδοτο» με τον Δημήτρη Χορν, ή τον Λευτέρη Βογιατζή, ή έναν αρχιμανδρίτη που είχε γνωρίσει ως μαθητής γυμνασίου στις Σέρρες, που αιφνίδια διανθίζανε τον ομιλητικό του οίστρο, έκανε τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» να ακούγεται ακόμη πιο εντυπωσιακά καίριος.

Ωστόσο τι χρεία έχουμε άλλων μαρτύρων όταν υπάρχουν τα ίδια τα κείμενα του Βασίλη Παπαβασιλείου, καθώς και ένα ακόμη, αν και περιορισμένης έκτασης απόσπασμα, μπορεί να μας δώσει μια εικόνα του, όσο γίνεται συνολικότερη και όσο βέβαια τούτο είναι δυνατό για έναν πνευματικό δημιουργό και καλλιτέχνη όπως υπήρξε ο ίδιος. Έναν δημιουργό και καλλιτέχνη που απεικονίζεται με τον πιο εύστοχο τρόπο σε ένα επιμνημόσυνο κείμενο του ποιητή Παντελή Μπουκάλα, όταν γράφει ανάμεσα σε πολλά άλλα: «Η καλλιτεχνική του συνείδηση επέβαλε σαν κανόνα απαράβατο την διαρκή δαπάνη του εαυτού του και την αδιαφορία για το προσωπικό κόστος. Μα την αλήθεια, καθόλου εύκολο δεν φαίνεται να λειτουργήσει σαν παράδειγμα, σαν πρότυπο». Το εύρος των πνευματικών ενδιαφερόντων του Βασίλη Παπαβασιλείου ήταν που τον οδήγησε να ενσαρκώσει την Ελένη του Γιάννη Ρίτσου στο ομότιτλο εκτεταμένο αφηγηματικό ποίημα του δημιουργού της Ρωμιοσύνης και της Τέταρτης διάστασης με τεράστια επιτυχία, σε πολυάριθμες παραστάσεις τόσο στην Αθήνα όσο και στην επαρχία. Και να θυμηθούμε πως πριν ακόμη αρχίσει η παράσταση, δεν υπήρξε ποτέ θεατής που να αναρωτηθεί γιατί ένας άντρας ηθοποιός είχε αποφασίσει να παίξει έναν γυναικείο ρόλο, τόση ήταν η ένταση της μορφής που παριστάνονταν στη σκηνή ώστε το ίδιο το φύλο να παραμένει ανύπαρκτης σημασίας. Δεν θα ήταν βέβαια δυνατόν να συμβεί διαφορετικά αν διαβάσουμε ακόμα κι ένα σύντομο απόσπασμα από ένα κείμενό του με τον τίτλο «Στο περιθώριο της Ελένης» δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη τον Ιούλιο του 2002: «Φαντάζεται κανείς ότι παλιά, πριν ανακαλυφθεί το φυσικό πρόσωπο ως κύριο εκφραστικό εργαλείο του θεατρίνου, ηθοποιοί πήγαιναν να γίνουν κάποιοι που είχαν λόγους να θέλουν να κρυφτούν. Η σκηνή, δηλαδή, δεν έπαιζε ρόλο πασαρέλας γι’ αυτούς που την πατούσαν, αλλά μάλλον κρυψώνας. Ο αρχαίος υποκριτής που έπαιζε την Κλυταιμνήστρα ή ο άνηβος νεαρός που υποδυόταν την Ιουλιέτα μετείχαν στην ουσία σε μια πράξη θυσίας, προέβαιναν, θα έλεγες, με τα σημερινά κριτήρια, σε μια αυτοθυσία. Δέχονταν να χάσουν το πρόσωπό τους. Απέβαλλαν, δηλαδή, ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει ο άνθρωπος για τα δικά μας μέτρα. Αλήθεια, αν εξαιρέσεις την περίοδο των Απόκρεω, ποιο μέλος των σύγχρονων πολιτισμένων κοινωνιών θα δεχόταν να αποποιηθεί, υπό κανονικές συνθήκες, το πρόσωπό του; Κι αν το έκανε, δεν θα χαρακτηριζόταν, αν όχι ευθέως τρομοκράτης ή κακοποιός, πάντως κατ’ αρχήν ύποπτος. Πότε θα μελετηθεί ενδεχομένως η διαχρονική σύνδεση των εννοιών “μεταμφίεση” και “παραβατικότητα”»;

Κύλιση στην κορυφή