Σχέδιο: Χρήστος Μαρκίδης

Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου

Για τους Ανύπαρκτους που διάλεξε ο Θεός του Διονύσιου Σκλήρη

Διονύσιος Σκλήρης, Οι ανύπαρκτοι που διάλεξε ο Θεός. Διάλογος της Θεολογίας με τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, Ακρίτας, Αθήνα 2021.

Το βιβλίο του Διονύση Σκλήρη αποτελείται από επτά κεφάλαια στα οποία με διαφορετικό τρόπο στο κάθε ένα επιχειρείται, όπως υπογραμμίζεται στον υπότιτλο, ένας διάλογος της θεολογίας (με έμφαση και αναφορες στην ορθόδοξη εκδοχή της) με τις ανθρωπιστικές επιστήμες.

Εμβόλιμα στα αριθμημένα κεφάλαια έχουν τοποθετηθεί δύο αναγνώσεις κινηματογραφικών ταινιών, οι οποίες ερμηνεύονται αλληγορικά και αναδεικνύονται ως θεολογικές παρεμβάσεις σε πολιτικά ζητήματα. Η πρώτη ταινία είναι του Κριστιάν Μουντζίου με τίτλο Πίσω από τους λόφους (2012) και βασίζεται στην πραγματική ιστορία που έλαβε χώρα σε ένα μοναστήρι της Ρουμανίας όταν μια 23χρονη γυναίκα πεθαίνει κατά τη διάρκεια εξορκισμού. Η δεύτερη ταινία είναι Ο Αστακός (2015) του Γιώργου Λάνθιμου. Ο συγγραφέας αξιοποιεί την τέχνη και την κινηματογραφική αφήγηση, προκειμένου να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα «τι είναι αυτό που το λέμε αγάπη». Μέσω των ερμηνευτικών αφηγήσεων δύο ιστοριών ο Διονύσης Σκλήρης σκηνοθετεί, θέτει επί σκηνής, παρουσιάζει με άλλα λόγια ενώπιόν μας ως ιστορικό συμβάν, το γεγονός της αγάπης. Δεδομένου όμως ότι στο πλαίσιο μιας χριστιανικής θεολογίας ο Θεός ορίζεται ως αγάπη (κατά τη γνωστή ευαγγελική ρήση Ο Θεός αγάπη εστί), το γεγονός της αγάπης είναι ουσιαστικά το συμβάν Χριστός. Ουσιαστικά ο Δ. Σκλήρης μέσω των δύο κομβικών κειμένων που δεν απαριθμούνται στο βιβλίο (τυχαίο, αναρωτιέμαι, πάντως δεν έχουν ενταχθεί στο σύνολο των κεφαλαίων και στέκονται μόνα τους ως ανοιχτά σύνολα) απαντά προσωπικά στα εξής ερωτηματα 1. πώς είναι / πώς γίνεται να ζούμε ως χριστιανοί μαζί (τι μας ενώνει και τι μας διακρίνει), 2. τι είναι αυτό που το λέμε αγάπη στον χριστιανισμό, 3. τι σημαίνει να είναι κάποιος χριστιανός στην πόλη (τι κομίζει ένας πολίτης ως χριστιανός στον δημόσιο χώρο, ως λόγο και ως πράξη). Απάντηση στο πρώτο ερώτημα δίνει με την ερμηνεία του στην ταινία του Λάνθιμου όπου, αφού κατανοήσει την αγάπη ως έσχατη μη βία, σκιαγραφεί μια αγαπητική κοινότητα με όρους κοινώνησης του τραύματος. Το να είμαστε ως χριστιανοί μαζί δεν σημαίνει για τον Σκλήρη ότι δεχόμαστε μια ψευδαισθητική ενότητα, αλλά ως άνθρωποι κατακερματισμένοι, «συναρθρώνουμε τις γνώμες μας και μοιραζόμαστε τα ρήγματά μας ασκούμενοι προς ένα εσχατολογικό όραμα εκχώρησης της γνώμης, μόνο όταν η αγάπη που θα έχει συμβεί μέσα από τα ρήγματα, θα τα αναφέρει στον Θεό.» Απάντηση στο δεύτερο ερώτημα σχετικά με τι είναι αυτό που το λέμε αγάπη στον χριστιανισμό, θα λέγαμε πως είναι ηεπένδυση απόλυτης αξίας στο συγκεκριμένο. Η Αλίνα, ο γυναικείος χαρακτήρας της ταινίας, επενδύει με απόλυτη αγαπητική αξία την φίλη της Βοϊτσίτα για την οποία και θυσιάζεται. Φαίνεται πως και οι δύο ταινίες επιτρέπουν να δούμε δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, πώς θα ήταν μια ορθόδοξη χριστιανική πολιτική θεολογία θεμελιωμένη σε μια αγάπη που εκφράζεται θυσιαστικά. Στο σημείο ακριβώς αυτό ελλοχεύει κατά τη γνώμη μου μια παγίδα: η παγίδα συνίσταται στο να εξαντλήσουμε την πολιτική πρόταση που κομίζει ο χριστιανός στην έννοια της αυτοθυσίας, στην έννοια του σταυρού που κάποιος οικειοθελώς διαλέγει να σηκώσει. Η Αγία Μαρία Σκομπτσόβα σε ένα κείμενό της αναφέρει χαρακτηριστικά για τον σταυρό που φέρει ο καθένας από εμάς:

«Παίρνοντας τον σταυρό στους ώμους του, ο άνθρωπος απαρνείται τα πάντα –και αυτό σημαίνει ότι παύει να είναι μέρος όλου αυτού του φυσικού κόσμου. Παύει να υπόκειται στους φυσικούς του νόμους, οι οποίοι τον απαλλάσσουν από την ευθύνη. Οι φυσικοί νόμοι όχι μόνο σε απαλλάσσουν από την ευθύνη, αλλά και σου στερούν και την ελευθερία. Πράγματι, τι είδους υπευθυνότητα είναι όταν πράττω όπως μου υπαγορεύουν οι ανίκητες επιταγές της φύσης μου, και πού είναι η ελευθερία, αν υπόκειμαι παντελώς σ’ αυτόν τον νόμο; … Η ελεύθερη πορεία προς τον Γολγοθά –αυτή είναι η αληθινή μίμηση του Χριστού» (Αγία Μαρία Σκομπτσόβα 1891-1945, Η θυσία του αδελφού, μτφρ. Μελίτα Αντωνιάδου, εκδ. Δορκάς, Αθήνα 2007, σελ. 79).

Η Μητέρα Μαρία ανακηρύχθηκε αγία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2004. Ήταν θεολόγος και βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ στη Γερμανία το 1945. Λόγω της έντονης και αντιφατικής ζωής της άργησε η ορθόδοξη εκκλησία να την κατατάξει ανάμεσα στους αγίους. Η Μαρία εναντιώθηκε σε κάθε μορφή εθνικισμού και ακραίας προσκόλλησης της εκκλησιαστικής ζωής στην παράδοση και κατήγγειλε κάθε μορφή χριστιανισμού που αναζητά τον Χριστό μέσα σε εκκλησιαστικά κτίσματα. Ο μαρτυρικός θάνατός της ήταν αντίστοιχος της διδασκαλίας της. Προσέφερε τον εαυτό της στο ολοκαύτωμα βοηθώντας τον καθένα από εμάς να δεχτούμε τον σταυρό μας.

Με τη ζωή της η αγία Μαρία αναδεικνύει μια ορθόδοξη πολιτική θεολογία που δεν τονίζει μόνο τη διάσταση και τη σημασία της μίμησης του Χριστού, αλλά μάς καλεί να ακολουθήσουμε το μονοπάτι της Θεο-μητρότητας, προκειμένου να βρούμε το νόημα της ανθρώπινης κοινωνίας. Ας θυμηθούμε το Λκ 2, 35: όσο για σένα ο πόνος για το παιδί σου θα διαπεράσει την καρδία σου σαν δίκοπο μαχαίρι.

Εδώ το πιο σημαντικό πράγμα είναι να αισθανθούμε τι είναι ο Γολγοθάς του Υιού για τη Μάνα. Εκείνος υπομένει το εκούσιο Πάθος του στο σταυρό –εκείνη ακούσια συν-πονάει μαζί Του. Η σάρκα Του σταυρώνεται κι εκείνη συν-σταυρώνεται μαζί Του. Ο σταυρός του Υιού σε όλο του το φάσμα, σε όλο του το άλγος, γίνεται μια δίστομος ρομφαία που διαπερνά τα μητρικά σπλάχνα. Όπως η αγία Μαρία γράφει:

«Ο σταυρός του πλησίον μας θα ’πρεπε να είναι ένα σπαθί που τρυπά την ψυχή μας. Η ψυχή μας θα ’πρεπε να συμμετάσχει στη μοίρα του πλησίον μας, να συναισθάνεται, να συμπάσχει. Και δεν είναι η ψυχή που επιλέγει αυτά τα σπαθιά. Αυτά επιλέγονται απ’ αυτούς που τα σήκωσαν, σαν σταυρούς, στους ώμους τους.» (Ό.π. σ. 88). Τι προτείνει, λοιπόν, η αγία Μαρία: δεν αρκεί να ακουμπά στους ώμους των ανθρώπων ο σταυρός που οι ίδιοι επέλεξαν, η ανθρώπινη καρδιά θα ’πρεπε να διαπεραστεί από τις δίστομες ρομφαίες, τα όπλα που τεμαχίζουν την ψυχή, των σταυρών των άλλων ανθρώπων.

Αυτή είναι μια ορθόδοξη χριστιανική πολιτική πρόταση: μια αγάπη μητρική θεμελιωμένη στην ελευθερία, μια αγάπη που βλέπει στον κάθε άλλο την εικόνα του Θεού (πέρα από ταυτίσεις), μια αγάπη που δεν ζητεί τα εαυτής, μια αγάπη που μας αδειάζει και που μας οδηγεί στην πνευματική φτώχεια (αφού όλα τα υλικά και πνευματικά αγαθά προσφέρονται στους άλλους ανθρώπους) (Πρβλ. τις σκέψεις της αγίας Μαρίας, ό.π. σελ. 228-9).

Όπως θυμίζουν τα κείμενα της Μεγάλης Συνόδου του 2016 σχετικά με την αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο:

Η Εκκλησία προβάλλει την θυσιαστικήν αγάπην του Εσταυρωμένου Κυρίου της ως την μόνην οδόν προς ένα κόσμον ειρήνης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, των οποίων μόνον και έσχατον μέτρον είναι πάντοτε ο υπέρ της του κόσμου ζωής θυσιασθείς Κύριος (προβλ. Αποκ. ε’, 12), ήτοι η άπειρος Αγάπη του εν Τριάδι Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. (Διαθέσιμο εδώ)

Στο παραπάνω κείμενο βλέπουμε τη σχέση της τριαδολογίας με το κοινωνικό πρόγραμμα της ορθοδοξίας.

Με δεδομένη μια ορθόδοξη πολιτική θεολογία της αγάπης και της ελευθερίας από την οποία με διαφορετικούς τρόπους εμπνέονται σύγχρονοι πολιτικοί στοχαστές και κριτικοί φιλόσοφοι (όπως πολύ ωραία μας το παρουσιάζει ο συγγραφέας σε αρκετά κεφάλαια του βιβλίου του), τίθεται και το ερώτημα της σχέσης της Ορθοδοξίας με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Παρά τις επιφυλάξεις και την κριτική που ασκεί ο Σκλήρης στον νεωτερικό φιλελευθερισμό, κυρίως λόγω του σύνδεσμού του με το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού και με ένα κράτος που έχει το μονοπώλιο της βίας, φαίνεται να αναγνωρίζει ως θεολογικά βάσιμη τη θέση του Αριστοτέλη Παπανικολάου (Η Πολιτική της θέωσης: Η Ορθοδοξία συναντά τη δημοκρατία, 2015∙ αγγλικός τίτλος:The mystical as political: Democracy and Nonradical Orthodoxy) ότι σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία εξασφαλίζονται η ελευθερία (αναγκαία συνθήκη της αγάπης) και ο πλουραλισμός που είναι και αυτός εγγενής στη χριστιανική διδασκαλία. Θα λέγαμε ότι το πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας αποτελεί μια πρόκληση/πρόσκληση για τους χριστιανούς σε μια μαθητεία στον πλουραλισμό. Με τη σειρά τους εκείνοι έχουν να προσφέρουν έναν υπερβατικό ορίζοντα για να μην αυτοδιαλυθεί σε έναν μεταμοντέρνο κατακερματισμό. Προσφέρουν την οντολογική θεμελίωση της ελευθερίας του έκαστου προσώπου και αναδεικνύουν την αξία του ως εικόνας του Θεού.

Στο πλαίσιο της συζήτησης για τη σχέση Ορθοδοξίας και δημοκρατίας δεν θα έλειπε το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η θέση της ορθοδοξίας σε σχέση με αυτά. Το ελληνόφωνο κοινό είναι εξοικειωμένο με τις θέσεις του Χρήστου Γιανναρά ο οποίος από πλευράς θεολογικής έχει εκφράσει τις επιφυλάξεις του. Σε επίπεδο διακηρύξεων, η θέση της Ορθόδοξης εκκλησίας έναντι των δυσμενών διακρίσεων και των ανισοτήτων είναι σαφής και διατυπωμένη στα επίσημα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 2016 (Διαθέσιμο εδώ):

Η Εκκλησία πιστεύει ότι ο Θεός «εποίησεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης» (Πραξ. ιζ’, 26) και ότι εν Χριστώ «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ εις εστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ’, 28). […] Η Ορθόδοξος Εκκλησία ομολογεί ότι έκαστος άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλής, φύλου, εθνικότητος, γλώσσης, έχει δημιουργηθή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού και απολαμβάνει ίσα δικαιώματα εν τη κοινωνία. Συνεπής προς την πίστιν αυτήν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν δέχεται τας διακρίσεις δι’ έκαστον εκ των προαναφερθέντων λόγων, εφ’ όσον αύται προϋποθέτουν αξιολογικήν διαφοράν μεταξύ των ανθρώπων.

Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δεδομένο και η αναγνώριση της αξίας τους επίσης. Ωστόσο, η Εκκλησία αξιολογεί την εφαρμογή τους «υπό το φως της διδασκαλίας της περί των μυστηρίων, της οικογενείας, της θέσεως των δύο φύλων εν τη Εκκλησία και των εν γένει αξιών της εκκλησιαστικής παραδόσεως». Ενώ η Εκκλησία είναι διατεθειμένη να εργαστεί με κοσμικούς φορείς, όπως το κράτος, προκειμένου να προστατεύσει την κοινωνική δικαιοσύνη, την ελευθερία και τη μοναδική αξία του ανθρώπου «και των εντεύθεν απορρεόντων δικαιωμάτων αυτού», ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι άνευ όρων.Σύμφωνα με τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 2016, η ελευθερία που προκύπτει από την εφαρμογή των δικαιωμάτων δεν πρέπει να μετατρέπεται σε ασυδοσία, η οποία «υποσκάπτει τα θεμέλια των κοινωνικών αξιών, της οικογένειας, της θρησκείας, του έθνους και απειλεί θεμελιώδεις ηθικάς αξίας».

Στα παραπάνω κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αντικατοπτρίζεται η αμφίσημη θέση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας ενώπιον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα διαφέρει από χώρα σε χώρα και εκτείνεται από ανοιχτά και ξεκάθαρα εχθρική σε πιο ανεκτική και επιδεκτική. Αντίστοιχα, η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογική επιχειρηματολογία για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ανομοιογενής και αμφίσημη. Πράγματι, υπάρχει μια μερίδα ιεραρχών και θεολόγων που υπεραμύνονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσπαθούν να δείξουν πως τα τελευταία είναι συμβατά τόσο με τον σεβασμό εκ μέρους της Εκκλησίας του ανθρώπου, όσο και με το ευαγγελικό όραμα και την εσχατολογική προσδοκία της Βασιλείας του Θεού. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν θεολόγοι που θεωρούν πως τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δυτικής προέλευσης και απειλούν την Ορθόδοξη ανθρωπολογία και ταυτότητα. Όσοι είναι καχύποπτοι απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα, θεωρούν πως αυτά είναι συνέπεια της επιλογής μιας ατομοκεντρικής πολιτικής ανθρωπολογίας, έκφραση μιας «εγωτικής αυτασφάλισης του ευδαιμονισμού» και άρα ασύμβατα με την Ορθοδοξία και την κοινωνιοκεντρική προοπτική της. Ουσιαστικά, σύμφωνα με αυτή τη λογική, το δικαίωμα παρέχεται σε απρόσωπα και αδιαφοροποίητα υποκείμενα δικαίου που χάνουν τελικά την ετερότητά τους επειδή μετέχουν της ανάγκης ενός αντικειμενικού Δικαίου. Το αντικειμενικό δίκαιο σε αυτή την περίπτωση αναιρεί την υπαρκτική ετερότητα του κάθε ανθρώπου. Αξίζει να σημειωθεί πως και όσοι θεολόγοι στηρίζουν την αξία των δικαιωμάτων του ανθρώπου θέτουν προϋποθέσεις και όρους στην αποδοχή τους, ώστε η υπεράσπισή τους να μην εκπέσει σε «δικαιωματισμό» και ασυδοσία. Χαρακτηριστικά ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ενώ διαφοροποιείται από τις θέσεις εκείνων που είναι αρνητικοί προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, προτείνει τελικά έναν κοινωνικό περσοναλισμό στη βάση της αξίας ενός εκάστου προσώπου που βρίσκεται σε κοινωνία με άλλα πρόσωπα.

Στην προσπάθειά της να αποτιμήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο των σύγχρονων πλουραλιστικών δημοκρατικών κοινωνιών, η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να συμβιβάσει το ενδιαφέρον της για τα κοινωνικά δικαιώματα, τις συλλογικές (παραδοσιακές ή άλλες) αξίες, τους συλλογικούς στόχους και την προσωπική ελευθερία με τα αναφαίρετα δικαιώματα που αυτή συνεπάγεται. Έχει διαπιστωθεί πως αυτό δεν έχει καταστεί δυνατό σε όλες τις περιπτώσεις. Το βασικό πρόβλημα φαίνεται πως είναι η ασάφεια σχετικά με το ποιες είναι και σε τι συνίστανται αυτές οι «παραδοσιακές» αξίες που αξίζουν τόσο ώστε στο όνομά τους να περιορίζεται η ελευθερία των ανθρώπων και να μειώνεται η σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί πως γίνεται χρήση ενός ιδιαίτερα σημαντικού θεολογικού όρου, του «προσώπου» και της μοναδικότητάς του τόσο από τους υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μάλιστα των ατομικών, όσο και από εκείνους που δίνουν προτεραιότητα στα συλλογικά δικαιώματα και στις παραδοσιακές αξίες. Φαίνεται πως το κείμενο [της Συνόδου] βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα για να εγγυηθεί μια δημόσια φωνή για την Εκκλησία και την ελευθερία της θρησκείας για τα άτομα, αλλά περιορίζει το πεδίο εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο βαθμό που αποκλίνουν από τις ηθικές διδασκαλίες της Εκκλησίας. Αντιθέτως, η Εκκλησία ίσως έπρεπε να εγκρίνει την ιδέα των αναφαίρετων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς προϋποθέσεις ή διακρίσεις, ως βασικό επακόλουθο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου της αξιοπρέπειας και της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής, η οποία απονέμεται θεϊκά και υπομένει ακόμη και όταν τα ανθρώπινα όντα παραβιάζουν τα ηθικά όρια που διδάσκονται από την Εκκλησία.

Με άλλα λόγια η Ορθόδοξη Εκκλησία δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στην προάσπιση ορισμένων δικαιωμάτων και ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με την ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και λατρείας. Όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα εφαρμόζονται σε θέματα πιο ευαίσθητα, όπως στο θέμα της βλασφημίας ή της προσωπικής ηθικής, ή της θέσης και του ρόλου των γυναικών στην οικογένεια και στην κοινωνία γενικότερα ή σε θέματα σεξουαλικών και αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, η Ορθόδοξη Εκκλησία παρουσιάζεται πιο απρόθυμη να υπερασπιστεί την εφαρμογή τους.

Κλείνοντας θα έλεγα πως το βιβλίο του Διονύση Σκλήρη συνομιλεί με σημαντικούς σύγχρονους θεολόγους, φιλοσόφους πολιτικούς στοχαστές και επιχειρεί να παρουσιάσει τρόπους με τους οποίους η πολιτική σκέψη έχει εμπλουτιστεί από μια χριστιανική πολιτική θεολογία. Στα ανεκπλήρωτα οράματα και στην ανύπαρκτη δικαιοσύνη, η Εκκλησία έχει να προσφέρει ελπίδα και πίστη. Άλλωστε, η πίστη στο «ανύπαρκτο» είναι η ειδικότητά της και γι’ αυτό η χριστιανική παράδοση αναγνωρίζεται ως αποτελεσματική πηγή ενός προγράμματος χειραφέτησης. Αρκεί, βεβαίως, η Εκκλησία να ακούσει τη φωνή τους χωρίς να αυτο-δικαιώνεται και να εφησυχάζει. Άλλωστε, για την Εκκλησία, κριτήριο για όλους (θα) είναι τελικά η Βασιλεία του Θεού.

«Κάποτε θα ξανάρθω δε θα νιώθω
πως είμαι παρείσακτος
και κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα»
Κύλιση στην κορυφή