Οδυσσέας Ελύτης, έτος 2021. Τον ποιητή δεν τον συναντάμε σήμερα μόνο κατόπιν ραντεβού, αν πούμε δηλαδή να διαβάσουμε το έργο του. Ξέροντάς το ή μη, περιμένοντάς το ή όχι, τον βρίσκουμε συχνά πυκνά σε σελίδες μεταγενέστερων ποιητριών. Αυτό βέβαια δεν είναι καινούργια υπόθεση: συνέβαινε, συμβαίνει, θα (δούμε αν θα συνεχίσει να) συμβαίνει. Αν διαβάζετε Γλυκερία Μπασδέκη πάντως, το πιθανότερο είναι να σας μείνει κάποτε μια γεύση Ελύτη στα χείλη[1]Σκόπευα να ασχοληθώ εδώ με την παρουσία του Ελύτη στο έργο τριών ποιητριών, γεννημένων στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ʼ60: της Μπασδέκη, της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου (με έμφαση στο ποίημά της «Εγώ κάνω ό,τι σου λέει») και της Κατερίνας Ηλιοπούλου (με έμφαση στο Άσυλό της, που θεωρώ πως αξίζει να διαβαστεί παράλληλα με τη Μαρία Νεφέλη). Ξεκίνησα να γράφω για τη Μπασδέκη ωστόσο, που πρώτη από τις τρεις εξέδωσε βιβλίο, είδα πως είχα πολλά να πω, κατέληξα τις άλλες δυο να τις χρωστώ..
[Αφήστε με να σας εξηγήσω[2]Το κείμενο αυτό προοριζόταν για ένα αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, αλλά στο αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη δεν χώρεσε τελικά το κείμενο αυτό –ας νόμιζε πως ήτανε κομψό. Το παρουσιάζω εδώ έχοντας κάνει δυο απαραίτητες τροποποιήσεις: Αφαίρεσα την πρώτη περίοδο της παρούσας ενότητας (που έλεγε: «Μπορεί να πείτε τώρα: “Αυτό είναι ένα αφιέρωμα στον Ελύτη, μα εσύ για άλλες μας μιλάς”») και έκανα (συνεπώς) μια περικοπή στον τίτλο της (που ήταν: «Εσύ για άλλες μας μιλάς ή αφήστε να σας εξηγήσω»).]
Η σχετική με τον Ελύτη βιβλιογραφία είναι αχανής, δεν είναι όμως όλη πρωτότυπη. Δεν θα ήθελα να πω πράγματα ήδη ειπωμένα (μπορώ να σας παραπέμψω αλλού για αυτά), ούτε ως αναγνώστρια να διαβάσω πάλι πράγματα που τα έχω διαβασμένα. Να τον κοιτάξω από αλλού· αυτό θα ήθελα. Αν εξακολουθεί να διαβάζεται ο Ελύτης σήμερα, μπορούμε να το διαπιστώσουμε παρακολουθώντας τις επανεκδόσεις των έργων του[3]Το 2021 κυκλοφόρησε Η Ελλάδα του Ελύτη (ανθολόγηση-επιμέλεια: Ιουλίτα Ηλιοπούλου), καθώς και η 11η έκδοση της, εξαντλημένης από χρόνια, Μαρίας Νεφέλης. Στα βιβλιοπωλεία βρίσκουμε σήμερα την 22η (2020) έκδοση του Άξιον Εστί.. Αν εξακολουθεί να μας απασχολεί ερευνητικά, μπορούμε να το διαπιστώσουμε παρακολουθώντας τις νέες εργασίες[4]Η τελευταία που εκδόθηκε είναι της Νάντιας Στυλιανού, Οδυσσέας Ελύτης – René Char: Σημείο τομής αδαμάντινο. Μια πολιτισμική σπουδή στην ποιητική της Μεσογείου (Μελάνι 2020).. Αν εξακολουθεί να μας επηρεάζει ποιητικά, μπορούμε να το διαπιστώσουμε εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους συνομιλεί με τις ποιήτριες που διαβάζουμε σήμερα[5]Το ζήτημα δεν με απασχολεί τώρα για πρώτη φορά, αποτελεί μέρος μιας εκτενέστερης, υπό διαμόρφωση, μελέτης. Για ένα πρώτο δείγμα, βλ. «“–Κύριε, είσαστε νεκρός;”: Ο Ελύτης μετά τον Ελύτη», Neograeca Bohemica 19, 2019, 78-82. Είναι οπωσδήποτε ένα μέρος της έρευνας και αυτό – του έργου του το μετα-μέρος.
Αν κοιτάξουμε μαζί τα δεδομένα, δεν θα δυσκολευτούμε να συμφωνήσουμε πως ο Ελύτης δεν έχει ξεχαστεί. Αν έχει ξεπεραστεί είναι άλλο θέμα (και με ενδιαφέρει εξίσου, αν όχι περισσότερο). Είμαι πάντως από αυτές που (θέλουν να) διαβάζουν τον Ελύτη όχι επειδή μου τον επέβαλε ο κανόνας, με συγκινεί υπερβολικά η ανάμνηση ενός Νόμπελ, πορεύομαι στη σκιά της γενιάς του ʼ30. Γόνιμο θα ήταν όμως να το κοιτάξουμε και αυτό: πόσο βαριά παραμένει σήμερα αυτή η σκιά και τι σημάδια αφήνει πάνω μας.
[Στη Μπασδέκη βουτάω, τον Ελύτη συναντάω]
Η Μπασδέκη μάς συστήθηκε ως ποιήτρια με τη δήλωση-προειδοποίηση Είναι επικίνδυνο ν’ ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές (Πλέθρον 1989). Παραθέτω δύο άτιτλα, ίδιας περίπου έκτασης, όχι διαδοχικά, ποιήματα της συλλογής, που είναι της Μπασδέκη και «του Ελύτη» ταυτόχρονα:
του Ελύτη, βέβαια
Θα σε επισκεφθώ
μια μέρα Οδυσσέα
με φόρεμα μιας περασμένης εποχής
και κόμμωση λιγάκι επιτηδευμένη.
Σαν Αλμπερτίνα
σα Ζυστίν
ή σα μικρή Εβραία ανθοπώλις.
– Αχ, μη πεθάνεις Οδυσσέα
πριν σ’ επισκεφθώ.
του Ελύτη, πάλι
και συνεχίζω να
κυκλοφορώ με γιαγιά απ’ την
Προύσα και βέρο Θεσσαλό
παππού μαύρα μαλλιά
και μόνιμη αφηρημάδα· φανατική
καπνίστρια των γκολουάζ με
κλίση στην ορειβασία
ούτε Μαρίνα, ούτε Ελένη
αλλά με κάποια αξία
τέλος πάντων
Το πρώτο ανοίγει με μια υπόσχεση, με τη φανέρωση ενός σχεδίου. Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον, εν ζωή ακόμη τότε, ποιητή, «Οδυσσέα» τον αποκαλεί, επιθυμεί να τον επισκεφθεί. Ο τίτλος της συλλογής προειδοποιεί βέβαια τον, οικείο τάχα, Οδυσσέα· «προσοχή, κίνδυνος», του λέει. Τη δήλωση της πρόθεσης ακολουθούν μια εικόνα, τρεις παρομοιώσεις και μια παράκληση. Φανταζόμαστε τη δυνητική επισκέπτρια με το όχι μοντέρνο φόρεμά της και το όχι ατημέλητο χτένισμά της –καλά ως εδώ. Καλούμαστε να τη φανταστούμε επίσης «σαν Αλμπερτίνα», «σα Ζυστίν», «σα μικρή Εβραία ανθοπώλι[ν]», πράγμα που δεν ξέρω αν το μπορούμε. Χρήσιμη μου φαίνεται πάντως η, δοσμένη από την ίδια την ποιήτρια, πληροφορία πως υπήρξε εποχή που έστελνε ερωτικά γράμματα στον Ελύτη, τα οποία υπέγραφε «με κάτι ιντριγκαδόρικα του τύπου Ζυστίν, μικρή εβραία ανθοπώλις ή Λίλιαν, σπασμένο κρίνο»[6]Από συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιώργο Σιδέρη το 2012, διαθέσιμη εδώ. Για τον τότε έρωτά της με τον Ελύτη (και με άλλους), βλ. και τη συνέντευξη που έδωσε στον Αντώνη Μποσκοΐτη το 2019. Διαφωτιστικά μπορεί να είναι και τα λόγια της: «Έχω μια αλλόκοτη αίσθηση με τα γραπτά μου. Νιώθω ότι η απεύθυνσή μου γίνεται κυριολεκτικά δεκτή από τον παραλήπτη», από μια τρίτη συνέντευξή της, στην Έφη Μαρίνου, το 2014.. Το όνομα του Οδυσσέα επαναλαμβάνεται και δεύτερη φορά στους εννέα στίχους, ολόκληρο το ποίημα τον αφορά και όλα τελειώνουν (;) με μια αποστροφή, μια διαλογική παύλα, ένα «αχ» (αγωνία με λαχτάρα) και ένα (κρυφο-) «περίμενέ με».
Το δεύτερο ποίημα ανοίγει με πεζό, σαν να αποτελεί μια συνέχεια (ο πρώτος στίχος του είναι άλλωστε «και συνεχίζω να») και, σε αντίθεση με το πρώτο, δεν καταλήγει σε τελεία: «συνεχίζω να/ κυκλοφορώ», μάλλον δεν σε επισκέφτηκα ακόμα, τίποτα όμως δεν τελειώνει εδώ. Το ποιητικό υποκείμενο παραπέμπει εύκολα στην ποιήτρια που έχει όντως μικρασιατική καταγωγή και γεννήθηκε στη Λάρισα[7]Βλ. τα λόγια της ίδιας εδώ.. Όσο για τα γκολουάζ, αναφέρονται σε δύο ακόμα ποιήματα της συλλογής (βλ. σ. 16 και 33). Μετά την Αλμπερτίνα και τη Ζυστίν (κάποια που τους έμοιαζε τέλος πάντων), βρίσκουμε εδώ τη Μαρίνα και την Ελένη, ονόματα οικεία από το έργο του Ελύτη (ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι: «Ελένη», «Η Μαρίνα των βράχων», «Μαρίνα», «Η Ελένη»).
Η Μπασδέκη γνωρίζει τον Ελύτη (του αφιερώνει), θέλει να γνωρίσει τον Οδυσσέα (να τον επισκεφθεί). Το ποιητικό υποκείμενο είναι «σα μικρή Εβραία ανθοπώλις», δεν είναι (η) Μαρίνα, δεν είναι (η) Ελένη –έχει πάντως την αξία της. Η ποιήτρια χαράζει δρόμους από το βίωμα στο ποίημα και πάλι πίσω. Νομίζω όμως πως το σπουδαιότερο που προσφέρουν τα δύο ποιήματα (πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, θέλω να πω), είναι που μας βάζουν στη διαδικασία να σκαλίσουμε λίγο περισσότερο τη σχέση της Μπασδέκη με τον Ελύτη. Γιατί αυτό το σκάλισμα έχει πολλά να δώσει.
[Οδυσσέα, Οδυσσέα, άλλαξε τ’ όνομά σου]
Αυτός που ήταν «Οδυσσέας» το 1989, έγινε «το δεύτερό μας Νόμπελ» το 2013, όταν ξεκίνησε η συνεργασία της Μπασδέκη με τηLifo[8]LIFO (29/4/2013). Το blog CRYING GAME το διατηρεί η Μπάσδεκη μέχρι σήμερα (βοήθειά μας).. Δεν είχαν μεσολαβήσει και λίγα: ένας θάνατος, μια ωρίμανση, βιώματα, ποιήματα, χρόνια. Δύο τα Νόμπελ μας, δύο και οι στάσεις της Μπασδέκη απέναντί τους: Τον Σεφέρη «τον έχ[ει] για γρουσουζιά», εξηγείται και «φυλάγ[εται]»· τον Ελύτη από την άλλη τον έχει για καλό, φέρνει τύχη βουνό. Προτιμάει τον Ελύτη από τον Σεφέρη λοιπόν, τον θεωρεί και τυχερό, από το «Οδυσσέας» στο «δεύτερό μας Νόμπελ» όμως είναι μια απόσταση, μια απομάκρυνση, μια μετατόπιση, δεν είναι; «Έτσι είναι, Γιώτα μου».
[Και μετά, Γλυκερία μου;]
Αν πούμε να ψάξουμε ίχνη του Ελύτη στο υπόλοιπο έργο της Μπασδέκη, το ποιητικό, το θεατρικό και το λοιπό, έχουμε πολλά να βρούμε –ειδικά στο λοιπό, με το οποίο εννοώ τη διαδικτυακή της παρουσία. Τα παίρνω με τη σειρά, ξεκινάω από τα πιο παλιά: Ένα κείμενό της δανείζεται από τη «Γένεσιν» του Άξιον Εστί τον τίτλο του: «ο καθείς και τα όπλα του»[9]LIFO (25/9/2013). Τον αποκαλεί ξανά εδώ «δεύτερό μας Νόμπελ», παρακάτω όμως τον λέει και «Οδυσσέα». Προσθέτει: «με τους νομπελίστες έχω κόψει καλημέρες κάτι χρόνια τώρα», προσθέτω: «τις καλημέρες έκοψες, τις αγάπες όχι». Στο ίδιο δίνεται άλλο ένα δίστιχο της «Γενέσεως»: «και δεν γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα/ και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ». Για να επιστρέψω «στα όπλα» όμως, κοινή αφετηρία έχουν και οι διατυπώσεις «ο καθείς και το Πάσχα του» (LIFO 13/4/2014) και «Ο καθείς και η μοίρα του» (Η Θεόδωρος … Συνέχεια.... Η (αλλού) ερώτηση «μα πού γύριζες, βρε παιδί μου;»[10]LIFO (29/8/2014). θυμίζει τη «Μαρίνα των βράχων» («Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη –μα πού γύριζες») –και δεν είναι ιδέα μου: λίγο παρακάτω βρίσκουμε μανταρίνι και βρίσκουμε άψινθο, βγαίνουμε έτσι και στη «Μικρή πράσινη θάλασσα» («Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο») από δρόμο που μας έστρωσε η Μπασδέκη. Έτσι και το «απ’ αλλού φερμένο» της[11]LIFO (14/12/2014).· αντλημένο απ’ τον Ελύτη είναι και αυτό, από Το μονόγραμμά του: «Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο/ Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι»[12]Το σημείο διαβάζεται από τη Μπασδέκη εδώ, λίγο πριν το 13΄.. Όταν γράφει η Μπασδέκη «ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη (όχι μέρα, τάξη)»[13]LIFO (10/5/2015· τώρα και στο: Κλάματα, LIFO βιβλία 2019, 79. είναι τη Μαρία Νεφέλη που απηχεί: «Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη/ πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα». «Χωρίς τον ήλιο τον ηλιάτορα να σου χαρίζει αναίδεια, γλωσσάρα και λαμπερό δέρμα»[14]LIFO (25/9/2016). Βλ. και Τέσσερα θεατρικά (Bibliotheque 2015), 146: «θα μπάσω τον ηλιάτορα»., λέει αλλού, και να (του Ελύτη): Ο ήλιος ο ηλιάτορας. Μιλώντας για ήλιους, εκείνο το «Γι’ αυτό σου λέω μη φοράς γυαλιά ηλίου./ Νοητός είναι./ Βαριέται να σε κάψει»[15]LINK εύκολα σε θυμίζει, «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Και για να μείνω στο Άξιον Εστί, η Μπασδέκη γνωρίζει (και μας θυμίζει) και τις αμμουδιές του: «Τόσα υγρά και ένρινα και συριστικά εκεί στις αμμουδιές του Ομήρου που δεν θα πάμε φέτος»[16]LIFO (19/4/2020). Οι ίδιες αμμουδιές αναφέρονται αλλιώς και εδώ, λίγο πριν το 38΄..
Ξεχωριστά συγκεντρώνω τις φορές που ο Ελύτης κατονομάζεται (και άρα αποκλείεται να περάσει απαρατήρητος): «Αν δεν είχα υπάρξει, […] ο Ελύτης δεν θα ’παιρνε το Νόμπελ», «Και τον Ελύτη με τα Αιγαία του και τις Μαρίνες του και τα τζιτζίκια του ούτε να τον ακούσω», «Και θα πιάσω το πάτερο Ελύτης που θέλησε το ελάχιστο πριν τον τιμωρήσουνε (κι αυτόν) με το πολύ»[17]LIFO (3/3/2014 & Κλάματα, 52-3)· LIFO (3/7/2014 & Κλάματα, 68)· BIBLIOTHEQUE (10/2/2018), αντίστοιχα.: η αλληλεξάρτηση πρώτα, τι δίνω, τι μου δίνεις· η απομάκρυνση, που λέγαμε, μετά, που όμως δεν έφτασε ποτέ να γίνει απάρνηση· και μια απήχηση: «Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ» (Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά)[18]Με μικρότερα γράμματα σημειώνω και τούτο δω: «Ανέβα στο κασόνι που φυλάγαμε τα σαπούνια Αλεπουδέλη, τα συλλεκτικά» (LIFO [7/9/2015 & Κλάματα, 89]. Η σχέση Μπασδέκη-Ελύτη δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τους αναγνώστες της. «Τανύει τη στιγμή, η Μπασδέκη, της προσδίδει διάρκεια», γράφει κάπου ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (LIFO [5/10/2016]). «Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου/ άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς» (Μαρία Νεφέλη): Και είπε ο Ελύτης «μπορείς» και η Μπασδέκη μπόρεσε..
[Bio & «Credo»: υπήρχες πάντα μέσα στη ζωή μου & η ελπίς του παστίς]
Οι πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του περάσματος του Ελύτη από το έργο της Μπασδέκη όμως είναι, κατά τη γνώμη μου, οι δύο που θα καταγράψω εδώ. Πρώτον, ο Ελύτης έχει θέση στο κάτι-σαν-βιογραφικό (της γενιάς) της Μπασδέκη[19]LIFO (9/8/2017)., εμφανίζεται μάλιστα σ’ αυτό τρεις φορές: «Εσύ ιδέαν. Μόνο κάποιον Ελύτη που πήρε Νόμπελ και κάνατε γιορτή στο σχολείο», «Θα διαβάζεις Ελύτη με τύψεις», «Θα πεθάνει η Αλίκη Βουγιουκλάκη κι ο Οδυσσέας Ελύτης». Μια ανάμνηση μακρινή πρώτα: σχολείο πήγαινε η Μπασδέκη και «κάποιος Ελύτης» πήρε Νόμπελ. Ένα λογοπαίγνιο με τις τύψεις (τις έξι και μία, τις του ουρανού) μετά, όχι όμως μόνο αυτό: γιατί η Μπασδέκη «τον θαύμαζ[ε] και τον ξεθαύμαζ[ε]»[20]Λόγια δικά της. τον Ελύτη, δεν υπήρξε στασιμότητα στη σχέση τους. Έπειτα, τα γεγονότα: Βουγιουκλάκη και Ελύτης[21]Εν τω μεταξύ, γιατί να σας το στερήσω, ανέβασε κάποια στιγμή στο Facebook της η Μπασδέκη μια αρματωμένη Βουγιουκλάκη με την ατάκα «ο καθείς και τα όπλα του». έφυγαν όντως την ίδια χρονιά, το 1996.
Δεύτερον, το ποίημα της Μπασδέκη «Credo»[22]Δεν το παραθέτω λόγω του περιορισμένου χώρου. Το βρίσκετε, αν θέλετε, εδώ: BIBLIOTHEQUE (21/11/2014). δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε ο Ελύτης. Ο τίτλος παραπέμπει στο ομώνυμο ποίημα του Νίκου Καρούζου[23]Άλλη, πιο σταθερή και πιο μεγάλη, αγάπη της, στην οποία δεν μιλούσε ποτέ για τον Ελύτη, κατ’ ομολογία της. (Λογική μεγάλου σχήματος), όμως η Μπασδέκη ξαναγράφει εδώ ένα άλλο ποίημα του Καρούζου, τον «Ρομαντικό επίλογο» (Πενθήματα), δίνοντας τον δικό της «Πολύ ρομαντικό επίλογο». Οι στίχοι τού Καρούζου αλλάζουν, δέκα σκόρπιοι μένουν ανάλλαχτοι, με πρώτο τον πρώτο[24]Κάποτε προστίθεται ή αφαιρείται κάποιο «-ν», οι περισσότεροι όμως στίχοι καταλήγουν εντελώς διαφορετικοί. Είναι μάστορισσα των κειμενικών παντρεμάτων και συμπεθεριασμάτων η Μπασδέκη πάντως, όπως μαρτυρούν (ειδικά) τα θεατρικά της., οι υπόλοιποι γεμίζουν Ελύτη. Για τον σκοπό αυτό η Μπασδέκη χρησιμοποιεί στοιχεία του βίου του, όχι υλικό του έργου του[25]Θα μπορούσε αυτό να μας ωθήσει να σκεφτούμε τι γνωρίζουμε (διδασκόμαστε) τελικά για τον Ελύτη.: τα στέκια του (Λουμίδης, Ζόναρς), τις αφιερώσεις του (οι Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό είναι αφιερωμένες στην Τζίνα Πολίτη που έγραψε πολύ αργότερα τις Αιώνιες φωλέες της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη), το Νόμπελ φυσικά.
Αναφέρει τον Γιώργο Κατσίμπαλη, που έπαιξε ρόλο στο ξεκίνημα του Ελύτη, τη Villa Natacha, την οποία ο Ελύτης επισκέφθηκε (και έκανε ποίημα στα Ετεροθαλή), τον Αργύρη Κουνάδη, που συνόδευσε μουσικά αναγνώσεις του Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο, που υπήρξε φίλος του Ελύτη, τον Θεόφιλο, για χάρη του οποίου έγραψε ο Ελύτης τον Ζωγράφο Θεόφιλο, μια ορισμένη Μαρίνα, γνώριμη του Ελύτη, την Ιουλίτα: αντικαθιστά το «ΠΡΟΣΟΧΗ/ ΧΡΩΜΑΤΑ»[26]Δεν θα κάνουμε άσχημα να θυμηθούμε εδώ πως στο θεατρικό της Στέλλα travel– η γη της απαγγελίας ο Αντώνης φοράει «μπλούζα με logo ΠΡΟΣΟΧΗ ΧΡΩΜΑΤΑ» (Τέσσερα θεατρικά, 30· βλ. και 38, 41, 54). του Καρούζου με ένα «ΠΡΟΣΟΧΗ/ ΙΟΥΛΙΤΑ», γνωρίζοντας σίγουρα το ποίημα «Σε μπλε Ιουλίτας» (Δυτικά της λύπης). Αναφέρει επίσης τον, φίλο και εκδότη του Ελύτη, Νίκο Καρύδη. Κάνει τον «υπερσυντέλικο» του Καρούζου «συντελεσμένο μέλλοντα» (και δε θα ζεις και δε θα έχεις πεθάνει), τις «νυφίτσες» τις κάνει «οχιές» (κακόφημες κι αυτές[27]Και επίσης λέξη που υπάρχει στο ποιητικό corpus του Ελύτη (Ποίηση [Ίκαρος 2002], 105, 304, 524), σε αντίθεση με τη «νυφίτσα».). Το «σύμπαν» μπορεί να γίνεται «Κολωνάκι» και το «αθώο νεράκι» «ωραίο Evian» για λόγους ταξικούς και όχι μόνο, το «σώμα» «πτώμα» για τη χαρά του ομοιοκατάληκτου, ενώ στο κλείσιμο το «στήθος», δομικό στοιχείο του έργου του Καρούζου, γίνεται «Νόμπελ»: βασικό φίλτρο μέσα από το οποίο έχουμε κοιτάξει τον Ελύτη ξανά και ξανά.
[Η αγωνία της επίσκεψης vol. 1 & 2]
Δεν πιστεύω πως βίωσε η Μπασδέκη την αγωνία της επίδρασης –την αγωνία της επίσκεψης, ναι. Δεν ήτανε για αυτήν ο μπαμπα-Ελύτης, ο Οδυσσέας-ποίημα ήτανε. Στάθηκε αντίκρυ του, ένα βήμα μπρος και δύο πίσω έκανε, όμως ο Ελύτης ήταν μέσα της – και δεν έγινε μ’ αυτόν χωρίς εκείνη. Δεν τον μιμήθηκε, δεν του έμοιασε, την πόρτα του άνοιξε, τον άφησε. Να γίνει μέρος της ζωής και του πιστεύω της τον άφησε.
Κι αν ήμουν ποπ, είναι που θέλησα να συμπλεύσω μαζί της. Αν ήμουν και κοφτή, τα φταιν οι περιορισμοί. Ό,τι όμως άφησα ανοιχτό, θα γυρίσω να το κλείσω: Θα σε ξαναεπισκεφθώ μια μέρα, Γλυκερία.
Οδυσσέα, ήθελα να πω.
Υποσημειώσεις[+]
↥1 | Σκόπευα να ασχοληθώ εδώ με την παρουσία του Ελύτη στο έργο τριών ποιητριών, γεννημένων στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ʼ60: της Μπασδέκη, της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου (με έμφαση στο ποίημά της «Εγώ κάνω ό,τι σου λέει») και της Κατερίνας Ηλιοπούλου (με έμφαση στο Άσυλό της, που θεωρώ πως αξίζει να διαβαστεί παράλληλα με τη Μαρία Νεφέλη). Ξεκίνησα να γράφω για τη Μπασδέκη ωστόσο, που πρώτη από τις τρεις εξέδωσε βιβλίο, είδα πως είχα πολλά να πω, κατέληξα τις άλλες δυο να τις χρωστώ. |
---|---|
↥2 | Το κείμενο αυτό προοριζόταν για ένα αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, αλλά στο αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη δεν χώρεσε τελικά το κείμενο αυτό –ας νόμιζε πως ήτανε κομψό. Το παρουσιάζω εδώ έχοντας κάνει δυο απαραίτητες τροποποιήσεις: Αφαίρεσα την πρώτη περίοδο της παρούσας ενότητας (που έλεγε: «Μπορεί να πείτε τώρα: “Αυτό είναι ένα αφιέρωμα στον Ελύτη, μα εσύ για άλλες μας μιλάς”») και έκανα (συνεπώς) μια περικοπή στον τίτλο της (που ήταν: «Εσύ για άλλες μας μιλάς ή αφήστε να σας εξηγήσω»). |
↥3 | Το 2021 κυκλοφόρησε Η Ελλάδα του Ελύτη (ανθολόγηση-επιμέλεια: Ιουλίτα Ηλιοπούλου), καθώς και η 11η έκδοση της, εξαντλημένης από χρόνια, Μαρίας Νεφέλης. Στα βιβλιοπωλεία βρίσκουμε σήμερα την 22η (2020) έκδοση του Άξιον Εστί. |
↥4 | Η τελευταία που εκδόθηκε είναι της Νάντιας Στυλιανού, Οδυσσέας Ελύτης – René Char: Σημείο τομής αδαμάντινο. Μια πολιτισμική σπουδή στην ποιητική της Μεσογείου (Μελάνι 2020). |
↥5 | Το ζήτημα δεν με απασχολεί τώρα για πρώτη φορά, αποτελεί μέρος μιας εκτενέστερης, υπό διαμόρφωση, μελέτης. Για ένα πρώτο δείγμα, βλ. «“–Κύριε, είσαστε νεκρός;”: Ο Ελύτης μετά τον Ελύτη», Neograeca Bohemica 19, 2019, 78-82 |
↥6 | Από συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιώργο Σιδέρη το 2012, διαθέσιμη εδώ. Για τον τότε έρωτά της με τον Ελύτη (και με άλλους), βλ. και τη συνέντευξη που έδωσε στον Αντώνη Μποσκοΐτη το 2019. Διαφωτιστικά μπορεί να είναι και τα λόγια της: «Έχω μια αλλόκοτη αίσθηση με τα γραπτά μου. Νιώθω ότι η απεύθυνσή μου γίνεται κυριολεκτικά δεκτή από τον παραλήπτη», από μια τρίτη συνέντευξή της, στην Έφη Μαρίνου, το 2014. |
↥7 | Βλ. τα λόγια της ίδιας εδώ. |
↥8 | LIFO (29/4/2013). Το blog CRYING GAME το διατηρεί η Μπάσδεκη μέχρι σήμερα (βοήθειά μας). |
↥9 | LIFO (25/9/2013). Τον αποκαλεί ξανά εδώ «δεύτερό μας Νόμπελ», παρακάτω όμως τον λέει και «Οδυσσέα». Προσθέτει: «με τους νομπελίστες έχω κόψει καλημέρες κάτι χρόνια τώρα», προσθέτω: «τις καλημέρες έκοψες, τις αγάπες όχι». Στο ίδιο δίνεται άλλο ένα δίστιχο της «Γενέσεως»: «και δεν γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα/ και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ». Για να επιστρέψω «στα όπλα» όμως, κοινή αφετηρία έχουν και οι διατυπώσεις «ο καθείς και το Πάσχα του» (LIFO 13/4/2014) και «Ο καθείς και η μοίρα του» (Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης [Bibliotheque 2016], 12, όπου μνημονεύονται του Ελύτη η «μακρινή εξαδέλφη», Σαπφώ, και το νησί τους, η Λέσβος (36). |
↥10 | LIFO (29/8/2014). |
↥11 | LIFO (14/12/2014). |
↥12 | Το σημείο διαβάζεται από τη Μπασδέκη εδώ, λίγο πριν το 13΄. |
↥13 | LIFO (10/5/2015· τώρα και στο: Κλάματα, LIFO βιβλία 2019, 79. |
↥14 | LIFO (25/9/2016). Βλ. και Τέσσερα θεατρικά (Bibliotheque 2015), 146: «θα μπάσω τον ηλιάτορα». |
↥15 | LINK |
↥16 | LIFO (19/4/2020). Οι ίδιες αμμουδιές αναφέρονται αλλιώς και εδώ, λίγο πριν το 38΄. |
↥17 | LIFO (3/3/2014 & Κλάματα, 52-3)· LIFO (3/7/2014 & Κλάματα, 68)· BIBLIOTHEQUE (10/2/2018), αντίστοιχα. |
↥18 | Με μικρότερα γράμματα σημειώνω και τούτο δω: «Ανέβα στο κασόνι που φυλάγαμε τα σαπούνια Αλεπουδέλη, τα συλλεκτικά» (LIFO [7/9/2015 & Κλάματα, 89]. Η σχέση Μπασδέκη-Ελύτη δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τους αναγνώστες της. «Τανύει τη στιγμή, η Μπασδέκη, της προσδίδει διάρκεια», γράφει κάπου ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (LIFO [5/10/2016]). «Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου/ άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς» (Μαρία Νεφέλη): Και είπε ο Ελύτης «μπορείς» και η Μπασδέκη μπόρεσε. |
↥19 | LIFO (9/8/2017). |
↥20 | Λόγια δικά της. |
↥21 | Εν τω μεταξύ, γιατί να σας το στερήσω, ανέβασε κάποια στιγμή στο Facebook της η Μπασδέκη μια αρματωμένη Βουγιουκλάκη με την ατάκα «ο καθείς και τα όπλα του». |
↥22 | Δεν το παραθέτω λόγω του περιορισμένου χώρου. Το βρίσκετε, αν θέλετε, εδώ: BIBLIOTHEQUE (21/11/2014). |
↥23 | Άλλη, πιο σταθερή και πιο μεγάλη, αγάπη της, στην οποία δεν μιλούσε ποτέ για τον Ελύτη, κατ’ ομολογία της. |
↥24 | Κάποτε προστίθεται ή αφαιρείται κάποιο «-ν», οι περισσότεροι όμως στίχοι καταλήγουν εντελώς διαφορετικοί. Είναι μάστορισσα των κειμενικών παντρεμάτων και συμπεθεριασμάτων η Μπασδέκη πάντως, όπως μαρτυρούν (ειδικά) τα θεατρικά της. |
↥25 | Θα μπορούσε αυτό να μας ωθήσει να σκεφτούμε τι γνωρίζουμε (διδασκόμαστε) τελικά για τον Ελύτη. |
↥26 | Δεν θα κάνουμε άσχημα να θυμηθούμε εδώ πως στο θεατρικό της Στέλλα travel– η γη της απαγγελίας ο Αντώνης φοράει «μπλούζα με logo ΠΡΟΣΟΧΗ ΧΡΩΜΑΤΑ» (Τέσσερα θεατρικά, 30· βλ. και 38, 41, 54). |
↥27 | Και επίσης λέξη που υπάρχει στο ποιητικό corpus του Ελύτη (Ποίηση [Ίκαρος 2002], 105, 304, 524), σε αντίθεση με τη «νυφίτσα». |