Ζωγραφική: Φραγκίσκος Δουκάκης

Γιάννης Καισαρίδης

Γνωρίζοντας στη μητέρα συγγραφείς

Καθηλωμένη σε ένα από εκείνα τα κρεβάτια που κάθε λίγο φουσκώνει σε διάφορα σημεία, ενώ ξεφουσκώνει την ίδια στιγμή σε άλλα, διαρκώς εκτεθειμένη στα απρόβλεπτα κύματα μιας κυνικά φερόμενης νερένιας τραμπάλας, γέρνοντας διαρκώς πότε δεξιά και πότε αριστερά σε αυτό το κρεβάτι-βάρκα θαλάσσης, η μητέρα μου –Αμυγδαλιά το όνομά της, «Μάγδα», για τους πολλούς– εδώ και καιρό είχε πάψει να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε, παρεκτός για τον μικρότερό της γιο, τον μικρό μου αδελφό.

Προκειμένου να εξάψω έστω κάπως το ενδιαφέρον της για ζωή, τις αφηγούμουν, κατά τις ελάχιστες φορές που την επισκεπτόμουν, κλασικές και όχι μόνον λογοτεχνικές ιστορίες, όπου όμως σε όλες πάντα κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ήταν ο μικρός μου αδελφός! Τις άκουγε! «Ο Κώστας το έκανε αυτό;» ρωτούσε κάπου κάπου. Ή: «Μπράβο, Κώστα!» έλεγε συχνά με απορία ή θαυμασμό – «Έκαναν τον Κώστα μας βασιλιά στη Θήβα; Καλά, πότε; Και εγώ πού ήμουν; Τι τον άφησες, βρε Γιάννη!» 

«Κα-κάο; … Α, «Μα-κά-ο»! Καλά, πού ʼν’ αυτό; … Αααα! Μακριά τον έστειλες σήμερα», μου είπε την ημέρα που ο Κώστας είχε γίνει το παιδί που το πηγαίνει ο πατέρας του να δει για πρώτη φορά τον πάγο, πέρα μακριά, στα βάθη μιας ζούγκλας του νότου. Καταλάβαινε, λοιπόν, το παιχνίδι μας –ότι πρόκειται για παιχνίδι, τα είχε ακόμη τα μυαλά της. «Θυμάσαι…», συνέχισε, μάλιστα, τότε, «…που ο μπαμπάς μας σε πήγε και σένα να δεις τον πάγο, όταν ήσουν μικρός. Θυμάσαι;»

«Θυμάμαι…»

«Α, θυμάσαι. … Είδες που το θυμάμαι κι εγώ…;»

Και τότε, για πρώτη φορά μετά τον θάνατο του πατρός μας, με μια ασυνήθιστη για την κατάστασή της νευρικότητα κι εγρήγορση, μίλησε και είπε για εκείνες τις στιγμές που εγώ δεν είχα ζήσει:

 «Πού διαβάζουμε; ρώτησε ένας από αυτούς που τον έντυναν, τον ακούω εγώ τώρα, δίπλα του είμαι –κατάκοιτη, δεν μπορούσαν να με σηκώσουν… Ααα, λέω μέσα μου, ώστε κι ε-κεί διαβάζουν! Τι; Τι; … Ξέρω, εσύ αυτά δεν τα πιστεύεις… Μωρέ, εκείνη την ημέρα, δεν πάʼ να ‘λεγαν, εάν μπορούσα, εγώ θα του τα είχα βάλει τα γυαλιά στα μά-τια! Όχι: «Βάλτε τα στην τσέπη του σακακιού του!». Την εσωτερική, μάλιστα! Για να δει έτσι, τι; Και να διαβάσει, τι; Ξέρω, εσύ, που δεν πιστεύεις, λες από μέσα σου: Εκεί που τον πήγαιναν, και στα μάτια να του τα έβαζαν τα γυαλιά… Δεν ξέρεις –  Ξέρεις; Ξέρεις τι βλέπουν; Τι διαβάζουν; Πήγες; –Δεν πήγες. Βάλ’ τα, χριστιανέ μου, καλού κακού, στα μάτια του, τι σε πειράζει; Αλλιώς, άστα εδώ, σε μας, να τα βλέπουμε, να τον θυμόμαστε… Να τα φοράμε εμείς, να βλέπουμε γι’ αυτόν, να του τα λέμε…! «Πού διαβάζουμε;» –την ώρα που τον έντυναν… –εκεί τον είδα τελευταία φορά γυμνό… Η πρώτη φορά ήταν μέσα στον αχυρώνα, τον δικό μας, «Μάνα, πάμε στο παχνί, να δείξω στον Χρηστάκη πού έβγαινε το φίδι…» –αυτό που φύλαγε τον θησαυρό…, κέρβερος η μάνα μου, λεπτό δεν μ’ άφηνε μόνη μαζί του,  κι έβγαλε μάνι-μάνι εκεί τα ρούχα του κι είδα πρώτη φορά το φίδι το δικό του… –εγώ έκανα έτσι το πουκάμισο να δει λίγο το σουτιέν μου κι αυτό ήταν, βόγκηξε…, ένα χρόνο έψαχνε ευκαιρία…, «Πρώτα στεφάνι! Μην τυχόν και του το δώσεις, θα σε παρατήσει!», μου ’λεγε η συχωρεμένη η μάνα μου. …Τον έντυσαν, τον πήραν, πάει τέλειωσε, αυτό ήταν, πάν’ και τα μάτια του τα τσακίρικα (Βρε, ούτε ένας από σας δεν μην τα πάρει!) – πάν’ και τα χέρια του τα όμορφα…!. Ούτε τα γυαλιά του άφησαν να τα βλέπω ούτε το κομπολόι του. «Τι δεν μου τα φέρνεις, βρε Κώστα, τόσες φορές δεν σου είπα πως τα θέλω;» του λέω ξανά και ξανά του μικρού, τέλος πάντων, πάει, δεν θέλω να τον στεναχωρώ κι αυτόν, έχει και τα δικά του, κι όλα μόνος του τα πέρασε και τα περνάει, ο άλλος δεν μιλιέται…  Κάθομαι τώρα ’δω τόσον καιρό δεμένη στο νερό και κοιτάω το ταβάνι…

«… Καλά, και να του τρώει το σ’κώτι; Γιατί;»

«Για το καλό της ανθρωπότητας, ρε μάνα».

«Καλά, κι αυτό έπρεπε να το κάνει ο Κώστας; Δεν τον φτάνουν τα δικά του, να ʼχει και τέτοια τώρα… αυτό μας μάρανε…».

«Μόνο ένα τρομαγμένο ζώο
οδηγεί στην ομορφιά.
Γιατί καμιά ομορφιά
δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης».
Κύλιση στην κορυφή