Κάτι που κάνει την υπαρξιακή οδύνη υποφερτή· που μεταποιεί το επίκαιρο σε διαχρονικό, το προσωπικό σε καθολικό, τη θολότητα σε καθαρές σκέψεις. Αυτό είναι η γραφή. Για μένα τουλάχιστον. Αυτό που δίνει κάποιο σχήμα στο χάος μέσα μου και έξω μου. Λέω κάποιο σχήμα διότι συχνά δεν πειθαρχεί, αν και πρέπει. Πρέπει διότι χωρίς αυτο-πειθαρχία και δομή η γραφή είναι απλώς μουτζούρες.
Η πρώτη μου εμπειρία γραφής ήταν κάτι που έπρεπε να κρύψω. Ήμουν δεκατριών χρονών και έγραψα ένα μικρό, ερωτικό ποίημα. Φοβόμουν ότι αν το έβλεπαν τα αδέλφια μου θα με τιμωρούσαν… Όσο μεγάλωνα, αυτή η ορμή της ελευθερίας συγκρουόταν με παράλογους κανόνες και αδικαιολόγητα «πρέπει» για τη σκέψη, την έκφραση, το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την επικοινωνία, τον τρόπο ζωής, τις σχέσεις, την πολιτική υπόσταση, την κοινωνική θέση. Αυτές οι συγκρούσεις έγιναν ο πυρήνας της γραφής μου.
Η γραφή ήρθε σαν ένα δώρο λοιπόν, σαν μια δύναμη αντίστασης σε όλα τα καταναγκαστικά, τις προκαταλήψεις, τις ιδεοληψίες· την καταπίεση, τη διαστρέβλωση, την απαξίωση· την έλλειψη επικοινωνίας, την αόρατη λογοκρισία της έκφρασης. Έγινε ένα ορμητήριο.
Οπότε ναι, υπάρχουν πάντα πολιτικές διαδρομές στα έργα μου, συχνά ανεπαίσθητες αλλά πάντα παρούσες. Πιστεύω ότι το πώς σκεφτόμαστε, το πώς κινούμαστε, το πώς φερόμαστε έχουν όλα μια πολιτική χροιά. Πώς αναπαράγουμε τις σχέσεις εξουσίας εσωτερικά και στις προσωπικές μας σχέσεις. Και όχι μόνο. Πώς εκδηλώνουμε –και ακόμη χειρότερα– πώς εσωτερικεύουμε τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την ομοφοβία. Πως αυτο-λογοκρινόμαστε. Αυτά πάντα με καίνε. Διότι συχνά ο χειρότερος εχθρός είναι ο εαυτός μας, εκείνος που δεν έχουμε αντιμετωπίσει. Κι αυτή η διαπίστωση είναι πολύ δυνατό υλικό για τη γραφή.
Μικρή στο Λονδίνο έπαιζα σε indie rock συγκρότημα και δεν είχα ιδέα από θέατρο. Μια φίλη θεατρόφιλη με πήγε σε διάφορες παραστάσεις, κυρίως σε έργα των: Μπέκετ, Πίντερ, Ντάριο Φο. Με αυτά τα έργα μυήθηκα στη δυναμικότητα του θεάτρου. Αυτό ήταν το βάπτισμά μου. Η Κάρυλ Τσέρτσιλ ήταν επίσης μια τεράστια έμπνευση. Η πολιτική της συνείδηση, ο πειραματισμός της, η τόλμη της. Το ίδιο και ο Χάουαρντ Μπάρκερ, με τον οποίο πολύ αργότερα συνεργαστήκαμε μέσω του περιοδικού Brand Literary Magazine, του οποίου ήμουν αρχισυντάκτρια.
Εγκατέλειψα τα ποιήματα και τους στίχους και άρχισα να γράφω θεατρικά. Το πρώτο μου έργο Ithaka ήταν μια σουρεαλιστική οδύσσεια προς την ελευθερία και τον απόλυτο έρωτα μιας ξένης, νέας γυναίκας. Η πρώτη σκηνή ήταν αυτούσια παρμένη από όνειρο. Παρουσιάστηκε στο Riverside studios στο Λονδίνο σε σκηνοθεσία Ruth Ben-Tovim και ανέβηκε στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ και στο φεστιβάλ Πιράνι της Ινδίας, όπου απέσπασε το πρώτο βραβείο καλύτερου θεατρικού. Εκδόθηκε επίσης στην ανθολογία Seven Plays by Women, Aurora Metro που κέρδισε το ομαδικό βραβείο Raymond Williams. Και έγινε αντικείμενο πανεπιστημιακής έρευνας από την Lizbeth Goodman. Μια καλή αρχή. Από τότε συνέχισα να πειραματίζομαι αισθητικά και θεματολογικά, πάντα μέσα από μια λοξή, queer ματιά. Μια ματιά ξένης.
Ακολούθησε μια πορεία με ζενίθ και ναδίρ. Αναπόφευκτα.
Είμαι στην Ελλάδα σχεδόν δέκα χρόνια κι εδώ ο θεατρικός χώρος είναι πολύ διαφορετικός από το Λονδίνο, όπου έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Η κύρια διαφορά είναι ότι στο Λονδίνο υπάρχει θεσμική και πολιτισμική υποστήριξη της δραματουργίας από τη δεκαετία του 1950, αρχικά μέσα από το Royal Court θέατρο. Αργότερα αυτό επεκτάθηκε και σε άλλα επιχορηγούμενα θέατρα, τα οποία υποστηρίζουν έμπρακτα τη νέα θεατρική γραφή (νέα = όχι απαραίτητα ηλικιακά). Αυτό γίνεται μέσα από ένα πολυεπίπεδο πρόγραμμα στήριξης: με εργαστήρια, αναθέσεις για ανάπτυξη ιδεών ή ολοκληρωμένων θεατρικών έργων, αναλόγια, συζητήσεις, scratch ή εργαστηριακές παραστάσεις, παραγωγές.
Το Arts Council της Αγγλίας υποστηρίζει επίσης τη νέα γραφή στο θέατρο και στον πεζό λόγο, παρέχοντας επιχορηγήσεις ατομικά σε συγγραφείς για να εξελίξουν το έργο τους. Το έργο μου Angelstate πήρε μια τέτοια επιχορήγηση –ειδικά για να είμαι ελεύθερη να γράψω χωρίς εμπορικές πιέσεις. Δώρο. Το Angelstate είναι έργο ζωής για μένα. Γράφτηκε από μέσα βαθιά, εξερευνώντας θέματα που με έκαιγαν: επιθυμία, απώλεια, ενοχή από τη μια, καταστολή και αντίσταση από την άλλη –όλα αυτά σε διάλογο με ένα συγκεκριμένο κοινωνικό/πολιτιστικό queer πλαίσιο του Λονδίνου των ʼ90ς. Το έργο ολοκληρώθηκε το 2015 μετά από την παρουσίασή του στο Φεστιβάλ Αναλόγιο, στο Θέατρο Τέχνης από την ομάδα Vasistas, σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη. Μέχρι στιγμής έχει εκδοθεί στα Ελληνικά, Αγγλικά, Σλοβάκικα, Ιταλικά (2017-2019). Προφανώς αγγίζει κάτι διαχρονικό.
Η συλλογή μου διηγημάτων Κατάσταση Φούγκας ξεκίνησε επίσης με μια επιχορήγηση από το Arts Council Αγγλίας για μια συλλογή στο θέμα outsiders. Το Soho Theatre με χρηματοδότησε για να αναπτύξω τις ιδέες μου για ένα νέο έργο (No Trouble) και μου παρείχε δραματουργική υποστήριξη για έναν χρόνο. To Royal Shakespeare Company άνοιξε διάλογο μαζί μου, αφού διάβασε το Angelstate και το Edgewise, για μια πιθανή συνεργασία σε μια τριλογία γύρω από τα σύνορα. Έλαβα επίσης αναθέσεις από ιδιωτικούς θιάσους που οδήγησαν σε παραγωγές. Σε ένα άλλο επίπεδο, το Πανεπιστήμιο του Greenwich, όπου δίδασκα, χρηματοδότησε την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού BRAND του οποίου ήμουν ιδρύτρια και αρχισυντάκτρια και το οποίο επικεντρωνόταν στην offbeat, μικρή φόρμα: διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα και creative non-fiction. Είμαι ευγνώμων για όλη αυτή την ηθική, θεσμική, οικονομική υποστήριξη.
Κάτι τέτοιο στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Όχι μόνο σαν δημιουργικό και οικονομικό υπόβαθρο, ούτε καν σαν αναγνώριση ανάγκης να υποστηριχτεί η νέα γραφή ως απαραίτητο στοιχείο του θεάτρου. Δεν υπάρχει καν η αντίληψη ότι υφίσταται κάτι που λέγεται θεατρική γραφή σαν τέχνη και σαν επάγγελμα, πόσο μάλλον «συγγραφικά δικαιώματα».
Θα ήταν πολύ εποικοδομητική μια συνειδησιακή μετατόπιση προς την έμπρακτη και συστηματική υποστήριξη νέων ελληνόφωνων θεατρικών έργων, μια αναγνώριση ότι αυτό δεν είναι μια «χάρη» προς τις/τους συγγραφείς, αλλά ένα οργανικό συστατικό της εξέλιξης του σύγχρονου θεάτρου και πολιτισμού εδώ και διεθνώς.
Η καλλιτεχνική παρουσία μας διεθνώς δεν θα γίνει με απομιμήσεις αγγλικού ή γερμανικού θεάτρου, αλλά με ό,τι ιδιαίτερο μπορεί να προσφέρει η πραγματικότητα και τέχνη εδώ και στη διασπορά μας.
Επείγει η έμπρακτη υποστήριξη της θεατρικής γραφής λοιπόν. Μια εξόφθαλμη έλλειψη. Υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις. Το Φεστιβάλ Αθηνών εισήγαγε την πρωτοβουλία νέων ελληνικών θεατρικών έργων με πηγή έμπνευσης αρχαίων έργων. Εξαιρετική ιδέα. Όμως. Όταν σχεδόν τα μισά έργα ανατίθενται σε πεζογράφους που δεν έχουν γράψει ούτε ένα θεατρικό έργο στη ζωή τους, κάτι πάει πολύ λάθος. Δείχνει όχι μόνο την απαξίωση της τέχνης και του επαγγέλματος τής θεατρικής γραφής, δηλώνει επιπλέον την πλήρη άγνοιά της.
Η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ στο παρελθόν υποστήριξε κάπως τα νέα θεατρικά έργα, στο φετινό της ανοιχτό κάλεσμα δεν ανέφερε καν τις λέξεις «θεατρικό έργο». Προφανώς οι συγγραφείς δεν είναι «νέοι δημιουργοί», στους οποίους απευθυνόταν το κάλεσμα.
Τι είναι, αναρωτιέμαι, οι θεατρικοί συγγραφείς στα μάτια της θεατρικής εξουσίας; Γιατί αυτή η απέχθεια στη στήριξη της σύγχρονης θεατρικής γραφής; Από πού προέρχεται; Αίσθηση κατωτερότητας; Κάθε τι ελληνικό είναι για φτύσιμο; Υποβόσκουσα δουλοπρέπεια; Κάθε τι αγγλικό, γερμανικό, ισπανικό (όσο μέτριο και να είναι) είναι για προσκύνημα;
Είναι τόσο διαβρωτικά εμφανής αυτή η διαστρέβλωση και εθελοτυφλία που απαιτεί μια τεκμηριωμένη εξήγηση: πολιτιστική, κοινωνικο-ψυχολογική, πολιτική. Αγαπητοί φύλακες της κυρίαρχης κουλτούρας: Τι φοβάστε; Ποια φρούρια διαφυλάσσετε; Τι σκοπίμως αγνοείτε; Γιατί;
Παραδόξως, μικρά ιδιωτικά θέατρα έχουν δείξει μεγαλύτερη ευαισθησία στην εξέλιξη της σύγχρονης γραφής π.χ. το Vault και ο Σταθμός. Μήπως επειδή είναι πιο κοντά στις/στους συγγραφείς;
Επίσης, το Διεθνές Φεστιβάλ Αναλόγιο υποστηρίζει ουσιαστικά και με συνέπεια τη νέα θεατρική γραφή εδώ και πολλά χρόνια. Μια ανεκτίμητη συμβολή.
Το Υπουργείο Πολιτισμού ΔΕΝ επιχορηγεί συγγραφείς, μόνο ομάδες και σκηνοθέτες. Έχει όμως επιχορηγήσει για δύο συναπτά έτη το πρωτοποριακό OutReach Project που εστιάζει στη διαφορετικότητα (επιτέλους) και έχει οδηγήσει σε πολύ ενδιαφέρουσες ζυμώσεις. Η διδασκαλία/δραματουργική καθοδήγηση, όπου συμμετείχα, είναι one-to-one mentoring, μια ιδιαίτερα παραγωγική μέθοδος. Τα βραβευμένα έργα του πρότζεκτ ή γίνονται παραγωγές ή/και εκδίδονται.
Είναι πολύ σημαντικό, θεωρώ, τα θεατρικά έργα να εκδίδονται. Αυτό τους δίνει μεγαλύτερη διάρκεια. Ακόμη περισσότερο όταν οι εκδόσεις μεταφέρονται στο εξωτερικό. Στο θέμα αυτό οι εκδόσεις Σοκόλη έχουν κάνει αξιέπαινη δουλειά, συμμετέχοντας ενεργά στην έκδοση τριών έως τώρα ανθολογιών ελληνικών θεατρικών έργων: στα Αγγλικά, τα Ιταλικά και τα Πολωνικά. Επίσης το Φεστιβάλ Αναλόγιο έχει συνεισφέρει στην ανθολογία Ελληνικών έργων στα Σλοβακικά. Χαρά μου που συμμετέχω και στις 4 ανθολογίες: με το Angelstate και το Splinters.
Έχουν γίνει διάφορα άλλα πρότζεκτ στήριξης της θεατρικής γραφής αλλά μόνο περιστασιακά. Η συνέχεια στον χρόνο είναι που δημιουργεί τις συνθήκες για ένα παραγωγικό κλίμα ανάπτυξης νέων θεατρικών έργων. Το Θέατρο Τέχνης, για παράδειγμα, είχε μια ενδιαφέρουσα σεζόν με νέα ελληνικά έργα μια φορά μόνο, το 2013.
Το Εθνικό έχει κάνει μερικές σοβαρές αλλά αποσπασματικές κινήσεις ενθάρρυνσης της νέας γραφής στα μέσα της δεκαετίας του 2010, με το Στούντιο Συγγραφής και τη σεζόν «Συγγραφέας του μήνα» (πιο άστοχη περιγραφή για μια έντιμη προσπάθεια δεν θα μπορούσα να φανταστώ). Δυστυχώς, επικράτησε η παράλογη κατάσταση με το Στούντιο Συγγραφής, όπου ενώ αρχικά δίδασκαν συγγραφείς, σύντομα αντικαταστάθηκαν από σκηνοθέτες. (Φανταστείτε οι συγγραφείς να δίδασκαν σκηνοθεσία).
Πρόσφατα το Εθνικό έκανε μια πολύ καλή κίνηση με αναθέσεις σε τέσσερις συγγραφείς τον χρόνο με ανοιχτό κάλεσμα, μέσα από το «Εφηβικό Θέατρο: Στούντιο συγγραφής θεατρικού έργου». Το Εθνικό σαν εθνικό θέατρο υποχρεούται να δημιουργήσει ένα ευρύτερο πρόγραμμα υποστήριξης θεατρικών συγγραφέων (για ενηλίκους, εφήβους, παιδιά κ.ά.) με εργαστήρια δραματουργίας, συζητήσεις, αναθέσεις, αναλόγια, εργαστηριακές παραστάσεις και παραγωγές, ένα πρόγραμμα που δεν θα εξαρτάται από την εκάστοτε Καλλιτεχνική Διεύθυνση. Θα εξελίσσεται, θα ανανεώνεται, θα είναι μια ζωντανή οντότητα σε βάθος χρόνου.
Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με Ευρωπαϊκή επιχορήγηση, οργάνωσε ένα πολλά υποσχόμενο τριετές πρόγραμμα «Η Δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο 2018-2020», με αναλόγια, συζητήσεις, βιβλία με δοκίμια από θεατρολόγους και πανεπιστημιακούς και δύο παραγωγές. Κράτησε δύο χρόνια λόγω καραντίνας. Μου δόθηκε μια (απλήρωτη) ανάθεση και έγραψα το έργο Α/βεβαιότητες που παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία της Ελένης Κορακάκη στην κεντρική σκηνή (πολύ ιδιαίτερη εμπειρία), με μια εμψυχωτική εισαγωγή από τον τότε Καλλιτεχνικό Διευθυντή Νίκο Διαμαντή. Υπήρξαν ορισμένα θέματα βέβαια στο φεστιβάλ όπου κάπως μετακινήθηκε η έμφαση από την υποστήριξη θεατρικών συγγραφέων σε πλατφόρμα για νεοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες ταινιών μικρού μήκους, παρ’ όλα αυτά ήταν μια αξιόλογη προσπάθεια. (Ο Νίκος Διαμαντής επανήλθε ως καλλιτεχνικός Διευθυντής το 2023. Το τρίτο μέρος του προγράμματος που είχε ανασταλεί λόγω καραντίνας, επανέρχεται υπό την Καλλιτεχνική Επιμέλεια του Κωνσταντίνου Κυριακού).
Εν ολίγοις, απαιτείται πιστεύω μια συστηματική, πολιτισμική και θεσμική υποστήριξη θεατρικών συγγραφέων. Τελεία.
Προσωπικά, λόγω καραντίνας και απομόνωσης, αντί παράστασης έκανα μια μετατόπιση σε ταινία μικρού μήκους «Stay still so you don’t hurt (the sick body and its shadow)» και σε μια νέα μέθοδο συνεργασίας, πολύ πιο άμεση από το θέατρο, με μουσικο-συνθέτρια, χορογράφο/χορεύτρια και video artist. Αυτό μου έδωσε μια υπέροχη αίσθηση ελευθερίας. Το έργο προβλήθηκε ή/και βραβεύτηκε σε φεστιβάλ σε: Πράγα, Παρίσι, Όσλο, Νέα Υόρκη, Ρώμη, Αργεντινή, Ινδία κ.α. Νέες δυνατότητες.
Το φθινόπωρο εκδίδεται η νέα μου συλλογή διηγημάτων Μαύρο Χαρτί, Ασημί Μελάνι από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος και αδημονώ. Επίσης το φθινόπωρο, παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Αναλόγιο 2023 το νέο μου θεατρικό Είχε η Περσεφόνη το Σύνδρομο της Στοκχόλμης; σε σκηνοθεσία Κ. Κυριακού.
Εν κατακλείδι, εύχομαι και ελπίζω νέες και νέοι συγγραφείς (ασχέτως ηλικίας) να τολμούν με τη φόρμα και το περιεχόμενο και να μην κωλώνουν. Όσο περιορισμένο και να είναι το κλίμα στήριξης θεατρικών συγγραφέων στην Ελλάδα, υπάρχει εδώ ένα σφρίγος και μια ενέργεια, μια ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας, μια ζωντάνια που δεν βίωσα στην Αγγλία. Σε αυτό υπερτερούμε.
Οπότε, για άτομα που τώρα ξεκινάνε θα έλεγα: αν δεν βρείτε θεσμική στήριξη για τα θεατρικά σας (συνεχίστε βέβαια την πίεση για αναγνώριση της θεατρικής γραφής σαν τέχνη και σαν επάγγελμα), δημιουργήστε ομάδες συγγραφέων, ομάδες παραγωγής, αυτο-οργανωθείτε, τολμήστε αισθητικά και θεματολογικά και διεκδικείστε τον δημόσιο χώρο που σας ανήκει!
⸙⸙⸙
Υ.Γ. Αν θέλετε να διαβάσετε ένα πιο εκτενές δοκίμιο για τη γραφή που παρουσίασα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 2018 (στα αγγλικά), στο πλαίσιο της παράστασης του Splinters εκεί, μπορείτε σε αυτό τον σύνδεσμο.

