(Μετάφραση: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)
Στοχαζόμενοι το ηθικό νόημα της σημερινής κατάστασης, για την ατιμωρησία του καλού και την ταπείνωση του Καλού, αναγκαστικά στρεφόμαστε στην πνευματική στήριξη της ρωσικής λογοτεχνίας. Τι μας διδάσκει;
Τι είναι κοινό ανάμεσα στο παραμύθι για την Όμορφη Βασιλίσα, το «Παλτό» του Γκόγκολ, τον Ηλίθιο του Ντοστογιέγσκι και το Μαιτρ και Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ; Στη ρωσική λογοτεχνία το Καλό παρουσιάζεται ως αδύναμο, ανίκανο να δράσει. Για να νικήσει το κακό, πρέπει να έχει τη στήριξή του. Σε αυτήν, όμως, την περίπτωση, παύει να είναι Καλό, πράγμα που σημαίνει πως όπως και να έχει ηττάται. Σε αυτή τη γενική ιδέα, υπάρχουν διάφορες παραλλαγές.
[1]
Ας αρχίσουμε από το παραμύθι «Η όμορφη Βασιλίσα» από τη συλλογή του Α. Αφανάσιεφ. Η αφήγησή της, διασταυρώνεται με τη «Σταχτοπούτα», τόσο στη γαλλική της εκδοχή (Σ. Περό) όσο και στη γερμανική της (Αδελφοί Γκριμ). Η κακιά μητριά και οι ετεροθαλείς αδελφές προσπαθούν να εξαφανίσουν από τον κόσμο την όμορφη και μειλίχια ορφανή, της αναθέτουν τις πιο δύσκολες δουλειές, οι οποίες πολλές φορές είναι πέραν των δυνατοτήτων της. Τα καταφέρνει σε όλα, παραμένει καλή, υπομονετική και δυστυχισμένη. Στη συνέχεια, εμφανίζεται κάποια μαγική δύναμη και ξαφνικά της αλλάζει τη ζωή: η φτωχή όμορφη κοπέλα βρίσκεται στο παλάτι και παντρεύεται τον βασιλιά / πρίγκιπα.
Σε τι έγκειται η διαφορά του ρωσικού παραμυθιού από το γαλλικό; Την Σταχτοπούτα την βοηθάει μια καλή μάγισσα, η νονά της, ενώ στην Βασιλίσα, η ανθρωποφάγος Μπάμπα Γιαγκά: «έτρωγε τους ανθρώπους, σαν κοτόπουλα», «ο φράχτης γύρω από την ίζμπα ήταν φτιαγμένος με ανθρώπινα κόκαλα, από τον φράχτη κρέμονταν νεκροκεφαλές ανθρώπων μαζί με τα μάτια τους∙ η εξώπορτα ήταν φτιαγμένη από ανθρώπινα πόδια…». Ο θάνατος απειλεί, επίσης, τη Βασιλίσα, αλλά επειδή εκείνη εκτελεί αναντίρρητα όλες τις προσταγές της Μπάμπα Γιαγκά, εκείνη απρόθυμα την αφήνει. Αφήνοντάς την να φύγει, την κάνει ένα δώρο μοχθηρό, μια νεκροκεφαλή και φλεγόμενα μάτια, αφού βλέπετε, η μητριά ήταν που έστειλε την προγονή της στη Μπάμπα Γιαγκά για να φέρει «φωτίτσα», προκειμένου να φωτιστεί το σπίτι. «Βάλανε τη νεκροκεφαλή στην κάμαρα∙ τα μάτια της νεκροκεφαλής, κοιτούσαν τη μητριά και τις θυγατέρες της και έβγαζαν φωτιές! Ήθελαν να κρυφτούν, αλλά όπου κι αν πήγαιναν, τα μάτια τις ακολουθούσαν∙ μέχρι το πρωί τις είχαν μετατρέψει σε κάρβουνο∙ μόνο τη Βασιλίσα δεν άγγιξε η φωτιά». Έτσι, η ορφανή απαλλάχτηκε από τον ζυγό. Ένα μικρότερο κακό ηττήθηκε από ένα άλλο, πανίσχυρο. Την κακιά μητριά της Βασιλίσας την εξοντώνει η κάκιστη Μπάμπα Γιαγκά.
Στη συνέχεια, η Βασιλίσα με την ομορφιά, τον ζήλο και την εκλεπτυσμένη τέχνη της, προσελκύει την προσοχή του βασιλιά, ο οποίος την παντρεύεται. Εξάλλου, η Βασιλίσα δεν μπορούσε, σε αντίθεση με την Σταχτοπούτα, να παινευτεί για την ιδιαίτερη φιλεργατικότητά της, αντί γι’ αυτήν, όλη τη δουλειά την έκανε μια πάνινη κούκλα, ένα παράξενο πλάσμα που δεν ήταν ούτε σκλάβα, ούτε ζωάκι, ούτε παιχνίδι, ούτε φυλαχτό, ούτε εργαλείο: «Η κούκλα θα φάει… και το πρωί θα κάνει όλες τις δουλειές αντί για τη Βασιλίσα∙ εκείνη απλά θα ξεκουράζεται στη δροσιά και θα κόβει λουλουδάκια, ενώ στο μεταξύ θα έχουν ξεβοτανιαστεί όλα τα αυλάκια, θα έχουν ποτιστεί τα λάχανα, θα έχει μεταφερθεί το νερό και θα έχει ανάψει το τζάκι… Ήταν ωραία η ζωή μ’ αυτή την κούκλα». Πρόκειται για μια ουτοπία, η οποία δικαιολογεί και την απραξία και την ανεντιμότητα, αφού η Βασιλίσα σφετερίζεται όλους τους κόπους της κούκλας. Ακόμη και όταν παντρεύεται τον βασιλιά, «μέχρι το τέλος της ζωής της, κουβαλούσε την κούκλα στην τσέπη της». Αν το καλοσκεφτούμε, το ηθικό δίδαγμα του παραμυθιού είναι αμφίβολο: επιβραβεύεται η τεμπελιά, το ψέμα και η βία.
Μια άλλη εκδοχή του παραμυθιού, η γερμανική, στον βαθμό της συμμετοχής του κακού, βρίσκεται ανάμεσα στη γαλλική και τη ρωσική. Στους αδελφούς Γκριμ, βοηθάει την Σταχτοπούτα όχι μία αγαθή νεράιδα, ούτε όμως και η τρομακτική Μπάμπα Γιαγκά, μα ένα λευκό πουλάκι και οι φίλοι του, τα οποία έρχονται στο δέντρο που μεγάλωσε δίπλα στον τάφο της μητέρας της. Η βασική διαφορά, όμως, έγκειται στη δράση της μαγικής δύναμης. Στον Σ. Περό, οι κακές αδελφές, όσο κι αν κακομεταχειρίζονταν την Σταχτοπούτα, συγχωρούνται στο τέλος, όταν εκείνη παντρεύεται τον πρίγκιπα. Βλέπετε, η Σταχτοπούτα «δεν είναι μόνο όμορφη, μα και καλή». Επιπλέον, «πήρε τις αδελφές της μαζί της στο παλάτι και την ίδια μέρα τις πάντρεψε με δύο αυλικούς». Ευτυχισμένος τέλος για όλους.
Στο γερμανικό παραμύθι, οι αδελφές τιμωρήθηκαν σκληρά. Εκείνα δε, τα καλά λευκά περιστέρια που βοηθούν τη Σταχτοπούτα να φέρει σε πέρας τις βαριές δουλειές, βγάζουν τα μάτια των αδελφών και μάλιστα στην επίσημη στιγμή του γάμου: «Έτσι ώστε να μείνουν καταδικασμένες για όλη τους τη ζωή ως τυφλές, μια τιμωρία για την κακία και την πονηριά τους». Το γερμανικό παραμύθι είναι πολύ πιο τρομακτικό από το γαλλικό, το ηθικό του δίδαγμα είναι η σκληρή τιμωρία. Μα και στο ρωσικό παραμύθι όχι μόνο δεν υπάρχει συγχώρεση και μεγαλοθυμία, όπως στο γαλλικό, αλλά δεν υπάρχει καν το μοτίβο της δικαιοσύνης και της τιμωρίας, όπως στο γερμανικό. Οι αδελφές και η μητριά της Βασιλίσας, οι οποίες «μισούσαν την ομορφιά της και την βασάνιζαν με διάφορες βαριές δουλειές», απλώς κάηκαν ζωντανές. Η τιμωρία ήταν σκληρότερη από το αμάρτημα.
[2]
Ας δούμε τώρα το πιο ανθρώπινο έργο της ρωσικής λογοτεχνίας, το διήγημα του Γκόγκολ «Το παλτό». Από αυτό ξεκινάει το μοτίβο της συμπόνιας προς τον μικρό άνθρωπο που συνεχίστηκε από τον Τουργκένιεφ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Τσέχοφ κι έγινε κάτι σαν το σήμα κατατεθέν της ρωσικής λογοτεχνίας. Ο φτωχός Ακάκι Ακάκιεβιτς, ο οποίος δεν είναι σε θέση να πειράξει ούτε μία μύγα, είναι η ενσαρκωμένη καλοσύνη, ταπεινοφροσύνη και επιμέλεια, μα είναι εκείνος τον οποίο ταπεινώνουν οι πάντες, η μοίρα του επιφέρει το ένα χτύπημα μετά το άλλο κι ένα σημαντικό πρόσωπο στο αίτημα για βοήθεια, του απαντάει με μια έκρηξη οργής και απειλών, που ο Ακάκι Ακάκιεβιτς παραδίδει το πνεύμα του. Ο συγγραφέας προσπαθεί με κάθε τρόπο να προκαλέσει τη συμπάθεια και την αγάπη προς τον ήρωά του. «Αφήστε με, γιατί με προσβάλλετε;». Σε αυτά τα διαπεραστικά λόγια ηχούσαν άλλες λέξεις. «Είμαι ο αδελφός σου». Εξαφανίστηκε και κρύφτηκε το πλάσμα που δεν υπερασπιζόταν κανείς, δεν ήταν ακριβό για κανέναν, δεν ενδιέφερε κανέναν… Αυτό, θα νόμιζε κανείς πως ήταν και ο ηθικός στόχος του διηγήματος: να αφυπνίσει στον αναγνώστη αισθήματα αγαθά προς τους μικρούς ανθρώπους του κόσμου τούτου.
Γι’ αυτό και θεωρείται αναπάντεχη η φανταστική εξέλιξη της πλοκής, όταν ο Ακάκι Ακάκιεβιτς εμφανίζεται μετά τον θάνατό του με τη μορφή ενός σκληρού φαντάσματος, το οποίο, εμφανώς έχει συνωμοτήσει με μία μιαρή δύναμη και προκαλεί τον τρόμο στην πρωτεύουσα του Βορρά.
«Το πρόσωπο του αξιωματούχου χλόμιασε, ήταν σαν το χιόνι κι έμοιαζε με νεκρό. Η φρίκη, όμως, του σημαντικού προσώπου ξεπέρασε κάθε όριο, όταν είδε πως το στόμα του νεκρού στράβωσε και έριχνε τη βρωμερή μυρωδιά του τρομακτικού τάφου…»
Να, λοιπόν, η νέα εμφάνιση της ίδιας και πάλι δύναμης, σαν το θανατηφόρο κρανίο στο μαγικό παραμύθι. Αποδεικνύεται πως το Καλό δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτα το καλό σε αυτόν τον κόσμο, και πως όλη η συμπόνια, την οποία ο συγγραφέας προσπαθούσε να αφυπνίσει προς το πρόσωπο του Ακάκι Ακάκιεβιτς, δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του: ούτε να τον ζεστάνει στην παγωνιά, ούτε να τον προστατεύσει από τους κλέφτες, ούτε να μεσολαβήσει υπέρ του στον στρατηγό. Μόνο ο νεκρός, που έχει τη μυρωδιά του τάφου, είναι σε θέση να τιμωρήσει τον κακό στρατηγό και να του πάρει το παλτό. Ο επίλογος του διηγήματος, έρχεται σε έντονη αντίθεση με το «ανθρώπινο» και «ηθικό» του πλαίσιο. Στην πραγματικότητα το αποδομεί, στο βαθμό που όλη αυτή η καλοσύνη και η αγαθότητα του Ακάκι Ακάκιεβιτς αρκούσε για να προκαλέσει τη συμπάθεια στο πρόσωπο αυτού του εντυπωσιακού νεαρού. Μπροστά, όμως, στην τριπλή εξουσία: το άγριο κλίμα (παγωνιά), το αναιδές έγκλημα (κλοπή) και τον άψυχο νόμο (στρατηγός), το καλό αποδεικνύεται πως είναι τρεις φορές αδύναμο. Μόνο αφού κλείσει συμφωνία με τον διάβολο, ο μικρός άνθρωπος μπορεί να τιμωρήσει εκείνον που τον αδίκησε. Το «Είμαι αδελφός σου» δεν βοηθάει, όταν το «δώσε μου τώρα το παλτό σου», λειτουργεί καταπληκτικά. Αυτό το μοτίβο της κακίας και της εκδικητικότητας, θριαμβεύει επί του ανθρωπιστικού, υπογραμμίζοντας την αδυναμία του.
[3]
Μία ακόμη μαρτυρία για την αδυναμία του Καλού, είναι ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι. Η σύλληψη του μυθιστορήματος αποσκοπούσε σε ένα αφήγημα για τον «θετικά όμορφο άνθρωπο», να δούμε μπροστά μας τον «Χριστό πρίγκιπα», όπως αναφέρεται στις σημειώσεις του Ντοστογιέφσκι. Ο Μίσκιν είναι άψογα αγαθός, συμπονετικός, αποδέχεται όλους τους ανθρώπους, συγχωρεί τις προσβολές και τις αμαρτίες του, μα γι’ αυτό, άμεση επίπτωση αυτής της συγχώρεσης των πάντων είναι η καταστροφή των ανθρώπινων ζωών: το έγκλημα του Ρογκόζιν, ο θάνατος της Ναστάσια Φιλίπποβνα, η απόγνωση και η συντριβή της Αγλαΐας, η οριστική παραφροσύνη του ίδιου του Μίσκιν. Αν στη θέση του Μίσκιν υπήρχε κάποιος άλλος, λιγότερο καλός και συμπονετικός, η κατάληξη μάλλον θα ήταν πιο σκληρή και αδιέξοδη. Συνεπώς, Χριστός ή αντίχριστος;
Το νόημα του μυθιστορήματος είναι πολύ πιο βαθύ και τρομακτικό από τη σύλληψή του, είναι η σκέψη για τη θανατηφόρα δύναμη του Καλού, όχι μόνο γιατί αυτό από μόνο του είναι αδύναμο να κάνει κάτι καλό στον κόσμο, αλλά και γιατί με την αδυναμία του, απελευθερώνει τις δυνάμεις του κακού, οδηγεί σε καταστροφικά πάθη. Η αλαζονεία και η εκδικητικότητα της Ναστάζιας Φιλίπποβνα, το ασυγκράτητο πάθος του Ρογκόζιν, ο εγωισμός του Γκαν Ιβίλγκιν, η ζήλια και η έπαρση της Αγλαΐας, όλα αυτά πολλαπλασιάζονται από τη συμπονετική συμμετοχή του Μίσκιν. Ο Χριστός, που ήρθε με το άγγελμα του Καλού και της συγχώρεσης μα στερείται της βούλησης και της δύναμης να στρέψει τους ανθρώπους προς τον στόχο της σωτηρίας, είναι ένα ψευτο-ομοίωμα, ένας φανταστικός σωσίας του Χριστού, διπλά επικίνδυνος με την τάση του να συγχωρεί και να δικαιολογεί τους πάντες.
Η ρωσική λογοτεχνία, ακόμη και όταν κηρύττει το Καλό, δεν πιστεύει στη δύναμή του, στην ικανότητά του να αναμορφώσει τον κόσμο. Το κακό αποδεικνύεται ισχυρότερο, ανίκητο και υποχρεώνει το Καλό είτε σε τραγική συνθηκολόγηση, νικώντας το, είτε σε ειρωνική συνθηκολόγηση, υποχρεώνοντάς το να ζητήσει την υποστήριξή του.
[4]
Αυτός είναι ο ρόλος του καλού και στο Μαιτρ και Μαργαρίτα του Μ. Μπουλγκάκοφ. Στην ιουδαϊκή-χριστιανική θεολογία, ο Θεός είναι παντοδύναμος και πανάγαθος, στον Μπουλγκάκοφ, όμως, τα δύο αυτά χαρακτηριστικά έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Η μορφή του Παντοδύναμου Καλού, διαιρείται στον αδύναμο-καλό Γιεσουά και τον άρχοντα του κόσμου τούτου, τον Βόλαντ… Το αδύναμο Καλό και η δύναμη του κακού, αυτοί είναι οι δύο πόλοι του μυθιστορήματος, οι οποίοι έρχονται από τα βάθη του χρόνου, καταδικασμένοι στην αντιπαράθεση και στην τρομακτική ένωση. Ο Μαιτρ γράφει ένα μυθιστόρημα για τον ήρωά του Γιεσουά και υφίσταται μια κακεντρεχή, δημόσια διαπόμπευση∙ η Μαργαρίτα για να προστατεύσει τον ανυπεράσπιστο Μαιτρ από το ψυχιατρείο και να διασώσει το χειρόγραφό του, στρέφεται για βοήθεια προς τον παντοδύναμο Βόλαντ. Στην πλοκή του πιο διάσημου ρωσικού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα, η Μαργαρίτα, ουσιαστικά, αναλαμβάνει τον ίδιο ρόλο με την ηρωίδα του μαγικού παραμυθιού. Στην αρχή είναι η βασανισμένη, όπως η Βασιλίσα, στη συνέχεια, όμως, γίνεται μάγισσα χάριν της σωτηρίας του αγαθού, μα αδύναμου αγαπημένου της. Εμφανίζεται και εδώ η νεκροκεφαλή (του Μπερλιόζ), την οποία ο Βόλαντ γεμίζει με αίμα και προστάζει στην Μαργαρίτα να το πει («ένα γλυκό ρίγος διαπέρασε τις φλέβες της, άκουγε τον ήχο απ’ τις καμπάνες στ’ αυτιά»). Μόνο μετά από τη διαβολική τελετή μύησης, η Μαργαρίτα καταφέρνει να σώσει τον Μαιτρ και το χειρόγραφό του. Και εδώ γίνεται αισθητή η επιρροή του «Παλτού», στον βαθμό που ο μειλίχιος Ακάκι Ακάκιεβιτς, προκειμένου να βρει το κλεμμένο του παλτό, πρέπει να κλείσει συμφωνία με τον διάβολο.
Αν το Καλό θέλει να αλλάξει προς το καλύτερο τον κόσμο, είναι υποχρεωμένο να στραφεί προς το κακό, να υποταχθεί σε αυτό. Το κακό, με τη σειρά του, έχοντας περίσσευμα ισχύος και περιφρονητική μεγαλοθυμία, του ρίχνει ένα κομματάκι, προκειμένου να δηλώσει με μεγαλύτερη δύναμη την υπεροχή του.
⸙⸙⸙
[Απόσπασμα από το βιβλίο: Μιχαήλ Επστάιν, Από τη Βίβλο στην πανδημία: Η αναζήτηση αξιών στον κόσμο των καταστροφών. Ο Μιχαήλ Επστάιν (1950) Καθηγητής Πολιτισμικής Θεωρίας και Ρωσικής Λογοτεχνίας σήμερα στο Πανεπιστήμιο Emory των Η.Π.Α., με μακρόχρονη πορεία στον ακαδημαϊκό χώρο, είναι από τους πλέον φημισμένους και διεθνώς αναγνωρισμένους θεωρητικούς του Πολιτισμού και της Λογοτεχνίας, ειδήμων της Ρωσικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, με ερευνητικά ενδιαφέροντα που εκτείνονται από τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και τον Μεταμοντερνισμό έως τη Σημειωτική και τη γλωσσική εξέλιξη.]

