Η αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα διανύει μακρά περίοδο άνθισης. Η αύξηση της εκδοτικής παραγωγής ελληνικών και μεταφρασμένων αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι αξιοσημείωτη τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η προ εικοσαετίας ετήσια κυκλοφορία ελληνικών αστυνομικών μυθιστορημάτων έχει στις μέρες μας περίπου δεκαπλασιαστεί. Αιτία –αλλά και αποτέλεσμα– της διαρκώς αυξανόμενης εκδοτικής παραγωγής είναι το ενδιαφέρον περισσότερων νέων αναγνωστών για την αστυνομική λογοτεχνία. Τα φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Η χώρα μας ακολουθεί την παγκόσμια άνθιση του είδους. Δύο από τους βασικούς λόγους είναι οι ιδιάζουσες κοινωνικές συνθήκες της εποχής και η μεγάλη δημοφιλία των τηλεοπτικών αστυνομικών σειρών. Οι παγκόσμιες οικονομικές και γεωπολιτικές συγκυρίες οξύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις και ευνοούν τις ακραίες πολιτικές θέσεις, που είναι από τις βασικές αιτίες αύξησης της εγκληματικότητας. Η αστυνομική λογοτεχνία, με κατεξοχήν αντικείμενο την εγκληματικότητα, παρουσιάζει το εξής συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων λογοτεχνικών ειδών: καταδεικνύει άμεσα και ρεαλιστικά, ως αναπόσπαστο μέρος της πλοκής, τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια που την προκαλούν. Το στοιχείο αυτό προσδίδει στο αστυνομικό μυθιστόρημα χαρακτηριστικά επίκαιρου κοινωνικού μυθιστορήματος, με αποτέλεσμα νέοι αναγνώστες να προσεγγίζουν το είδος, πέραν αυτών που παραδοσιακά απολαμβάνουν το σασπένς μιας αστυνομικής περιπέτειας ή τη «συμμετοχή» τους στη λύση ενός αστυνομικού γρίφου. Στην εποχή μας, οι συνδρομητικές διαδικτυακές υπηρεσίες έχουν πάρει τη μερίδα του λέοντος στον τομέα της ψυχαγωγίας. Η πληθώρα αξιόλογων αστυνομικών σειρών ωθεί τον θεατή να γνωρίσει και να αγαπήσει το είδος και εν συνεχεία, να αναζητήσει τη λογοτεχνική προέλευσή τους ή βιβλία με παρόμοια χαρακτηριστικά και θεματολογία.
H νεοαποκτηθείσα κοινωνική ταυτότητα του αστυνομικού μυθιστορήματος ακυρώνει τις ήδη ξεπερασμένες απόψεις περί αστυνομικού είδους και παραλογοτεχνίας. Το κορεσμένο για κάποιους whodunit, που έχει κυρίως κατηγορηθεί για τα πολλά κλισέ στη δομή του, δίνει τη θέση του στο whydunit. Μέσα από τη διερεύνηση του «γιατί το έκανε» αναδεικνύονται οι ευρύτερες κοινωνικές αιτίες που οδηγούν στο έγκλημα. Δεν πρέπει, βέβαια, να λησμονούμε ότι η αστυνομική λογοτεχνία ήταν και παραμένει εμπορική λογοτεχνία, απευθύνεται σε ένα ευρύ πολυσυλλεκτικό κοινό με ό,τι αυτό συνεπάγεται και με την αντίστροφη σχέση μεταξύ ποιότητας και αναγνωσιμότητας να είναι σχεδόν δεδομένη. «Ο κόσμος θα καταναλώνει πιο συχνά φιστίκια από χαβιάρι», είχε πει σχετικά ο Μίκι Σπιλέιν.
Θεωρώ ότι στη χώρα μας γίνεται κατάχρηση αναφορών στην «κοινωνικότητα» του αστυνομικού μυθιστορήματος ως έννοιας ταυτόσημης με την ποιότητα. Επειδή βαφτίσαμε το αστυνομικό ως το «κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής», δεν σημαίνει ότι a priori το αναβαθμίσαμε. Δεν αρκεί ένα επίκαιρο κοινωνικό πρόβλημα, όπως για παράδειγμα μια υπόθεση γυναικοκτονίας, για να γραφτεί ένα ποιοτικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Άλλωστε, ποιος από μας δεν έχει διαβάσει ένα λογοτεχνικά μέτριο ή κακό κοινωνικό μυθιστόρημα και από την άλλη ένα εξαιρετικό αστυνομικό, στο οποίο το κοινωνικό στοιχείο απουσιάζει –όσο μπορεί να απουσιάζει από ένα μυθιστόρημα. Το βέβαιο είναι ότι πάντα θα υπάρχει χώρος στην καλή λογοτεχνία για μια αστυνομική ιστορία, ανεξάρτητα με το αν πραγματεύεται ένα έγκλημα με κοινωνικά χαρακτηριστικά ή ένα έγκλημα αντεκδίκησης ή ερωτικού πάθους.
Αν και δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε συμπεράσματα με κριτήριο το φύλο των δημιουργών παρατηρώ ότι οι γυναίκες συγγραφείς υπηρετούν πιο πιστά τη νέα κοινωνική διάσταση του αστυνομικού μυθιστορήματος. Η έμφυλη βία, που βρίσκεται σε μεγάλη έξαρση στις μέρες μας, έχει στη συντριπτική πλειονότητα γυναίκες ως θύματά της. Το γεγονός αυτό ευαισθητοποιεί και προτρέπει τις γυναίκες συγγραφείς να παρουσιάσουν μέσα απ’ το έργο τους τη γυναικεία οπτική σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο και πολυπαραγοντικό κοινωνικό πρόβλημα, και να αναδείξουν τις ποικίλες σκοτεινές εκφάνσεις του.
Το νέο αναγνωστικό κοινό του αστυνομικού παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Επιλέγει, κυρίως νέα, ευπώλητα βιβλία, πολλές φορές με κριτήριο μια συγκεκριμένη εκδοτική αισθητική, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να αποκτήσει σφαιρική άποψη για τη δυναμική της αστυνομικής λογοτεχνίας μέσα από εμβληματικά βιβλία προηγούμενων ετών, τα οποία καθόρισαν την εξέλιξή της και διεύρυναν τα όριά της. Άλλο ένα βασικό κριτήριο επιλογής των νέων αναγνωστών είναι η διασκευή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος σε τηλεοπτική σειρά, στοιχείο που διαφημίζεται δεόντως από τους εκδοτικούς οίκους. Μάλιστα δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που υιοθετούν μια ιδιότυπη, σεναριακή γραφή, με σκηνοθετικές ευκολίες, ώστε το έργο τους να μπορεί εύκολα να διασκευαστεί σε τηλεοπτική σειρά, από την οποία θα προκύψει άμεση, διεθνής αναγνώριση με προφανή οφέλη. Το στοιχείο αυτό διαμορφώνει μια παγκόσμια τάση στην οπτική και στον τρόπο γραφής του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος, που όμως φαίνεται να λειτουργεί σε βάρος της αφηγηματικής οικονομίας και της λογοτεχνικότητας των κειμένων.
Η σχέση μου με το βιβλίο, ως αναγνώστη, ήταν πολύ στενή από την εφηβεία μου, με μυθιστορήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας των δεκαετιών του ʼ80 και του ʼ90 και κάποια κλασικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που έβρισκα στη βιβλιοθήκη των γονιών μου. Παράλληλα, άρχισα να αγοράζω τα γνωστά βιβλία περιπτέρου (βίπερ), που αργότερα συνειδητοποίησα ότι είχαν στον κατάλογό τους τους σπουδαιότερους ανά τον κόσμο συγγραφείς του αστυνομικού. Κινούμενος στα πρώτα μου βήματα σε δύο παράλληλους αναγνωστικούς δρόμους, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω αξιόλογα βιβλία διαφόρων λογοτεχνικών ειδών. Η συγγραφή δεν με είχε απασχολήσει, μέχρι που κάποιο βράδυ, περίπου πριν δέκα χρόνια –σε ηλικία σαράντα ετών– άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ήταν περισσότερο μια αυθόρμητη εσωτερική ανάγκη πάρα μια υπό επεξεργασία σκέψη, η οποία έτυχε να ωριμάσει εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Επέλεξα να γράψω αστυνομικό για την αίσθηση της τάξης που διακρίνει το είδος μέσα στο χάος της λογοτεχνίας, όπως πολύ εύστοχα έχει πει ο Μπόρχες. Ήθελα, δηλαδή, να έχω μια υπόθεση εργασίας προς διεκπεραίωση, ένα έγκλημα που θα οδηγήσω στην εξιχνίασή του με λογικά βήματα.
Οι επιρροές μου προέρχονται κυρίως από το σκληρό αμερικανικό αστυνομικό (hard-boiled). Με συναρπάζουν η νουάρ αισθητική της εποχής, η ιδιαίτερη ψυχοσύσταση των μοναχικών σκληροτράχηλων ντετέκτιβ και ο καθοριστικός ρόλος των μοιραίων γυναικών στην εξέλιξη της πλοκής. Ιδιαίτερη προτίμηση έχω στο έργο του Ρέιμοντ Τσάντλερ και φυσικά στον θρυλικό μυθιστορηματικό του ήρωα, τον Φίλιπ Μάρλοου, του οποίου το μαύρο σαρκαστικό χιούμορ, ως βασικό στοιχείο της κοσμοθεωρίας του, θεωρώ μοναδικό στο αστυνομικό αφήγημα. Ανεξαρτήτως λογοτεχνικού είδους, προτιμώ τους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής. Μαγικός ρεαλισμός, εξωτικά τοπία, πολυτάραχη πολιτική ιστορία, μυστικισμός προγονικών θρησκειών και ομοιότητες στην ιδιοσυγκρασία με τους μεσογειακούς λαούς είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που με γοητεύουν, σε συνδυασμό με την εξαιρετική νουάρ λογοτεχνία των χωρών αυτών. To σκανδιναβικό αστυνομικό, αν και έχει κατακλύσει την παγκόσμια αγορά και έχει εκατομμύρια φανατικούς αναγνώστες, δεν με έχει επηρεάσει ως συγγραφέα. Αναγνωρίζω τα οφέλη που προσφέρει στο είδος, αλλά στέκομαι κριτικά απέναντι στην περιορισμένη λογοτεχνικότητα, στη δοκιμασία της αναγνωστικής υπομονής με μακροσκελείς αναφορές που δεν υπηρετούν την εξέλιξη της πλοκής, και στην υπερβολική χρήση ειδεχθών εγκλημάτων και αιμοσταγών περιγραφών. Σήμερα, ύστερα από αρκετά χρόνια αναγνωστικής περιπέτειας και λιγότερα συγγραφικής εμπειρίας, δεν με ελκύει τόσο η θεματική ενός αστυνομικού μυθιστορήματος ή το υποείδος στο οποίο ανήκει, όσο η αφηγηματική ικανότητα του δημιουργού. Πιστεύω ότι για την τέλεια αστυνομική υπόθεση, ένας μέτριος συγγραφέας θα γράψει ένα μέτριο μυθιστόρημα και ένας πολύ καλός συγγραφέας, ένα αριστούργημα.
Στη διαδικασία έκδοσης των βιβλίων μου στάθηκα τυχερός. Αν και το πρωτόλειο έργο ενός συγγραφέα είναι συνήθως αυτό που κρύβει της περισσότερες ιστορίες που αφορούν στη δυσκολία της έκδοσής του, εγώ είδα το πρώτο μου μυθιστόρημα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων –τον Μάιο του 2013– μόλις τέσσερις μήνες μετά την αποστολή του στις εκδόσεις Νεφέλη. Ήταν μια περίοδος που κάποιοι διορατικοί εκδότες προέβλεπαν τη δυναμική της αστυνομικής λογοτεχνίας στα επόμενα χρόνια και θέλησαν να επενδύσουν στους νέους συγγραφείς του είδους.
Η κριτική υποδοχή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος είναι περιορισμένη. Λίγοι θεωρητικοί του είδους ασχολούνται συστηματικά με την κριτική νέων αστυνομικών μυθιστορημάτων και ειδικά Ελλήνων συγγραφέων. Οι συνήθως διθυραμβικές κριτικές σε βιβλιοφιλικές ομάδες και ιστοσελίδες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είναι αξιόπιστες και μάλλον θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως προωθητικές ενέργειες των εκδοτικών οίκων και των συγγραφέων με σκοπό η διαδικτυακή αναπαραγωγή τους να διαμορφώσει ευνοϊκή άποψη για το εκάστοτε βιβλίο στο αναγνωστικό-αγοραστικό κοινό. H θέσπιση ενός εθνικού βραβείου αστυνομικού μυθιστορήματος –θεωρώ ότι λείπει από τη χώρα μας– θα μπορούσε να δώσει περισσότερο χώρο για κριτική αστυνομικών μυθιστορημάτων σε έγκριτα μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά.
Αυτή την εποχή διασκευάζω τα τρία πρώτα βιβλία μου –με πρωταγωνιστή έναν οιονεί ντετέκτιβ-τραπεζικό υπάλληλο– σε μια ενιαία πιο χιουμοριστική ιστορία με τελείως διαφορετική εξέλιξη. Παράλληλα, καταρτίζω έναν Παγκόσμιο αναγνωστικό οδηγό αστυνομικού μυθιστορήματος, που θα παρουσιάζει περίπου τριακόσια βιβλία σπουδαίων συγγραφέων από όλο τον κόσμο. Σε μια πρώτη μορφή δημοσιεύεται ήδη σε συνέχειες στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο αναγνώστης και ευελπιστώ στην επίτομη έκδοσή του, όταν ολοκληρωθεί.
⸙⸙⸙
Ο Μάρκος Κρητικός γεννήθηκε στη Χίο το 1968. Κατάγεται από την Τήνο και ζει μόνιμα στην Αθήνα. Σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός και εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα. Έχει γράψει πέντε αστυνομικά μυθιστορήματα με τελευταίο, Το μπλουζ της πεταλούδας (Μεταίχμιο, 2021). Είναι συντάκτης της στήλης για την αστυνομική λογοτεχνία στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο αναγνώστης.