Απ’ όταν γεννήθηκε της τραγουδούσε παντού. Στο αμάξι, στη θάλασσα, στη λεκανίτσα που την έλουζε, όταν την τάιζε, όταν την παρηγορούσε. Η φωνή της Αργυρώς ήταν το παιδικό σπίτι της Δόμνας. Εκεί μεγάλωσε. Την κουβαλούσε η Αργυρώ τη φωνή της από τόπο σε τόπο, για να μη νιώσει ποτέ η Δόμνα τις αδιάκοπες μετακινήσεις, εκείνο το αμάξι που είχε σμίξει τα χαλίκια όλου του κόσμου στις ρόδες του.
Εκείνον τον Απρίλη, η Αργυρώ έβαλε μπρος ξανά το καρτερικό της αμαξάκι, η Δόμνα πίσω και ξεκινήσαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Δόμνα θα άλλαζε σχολείο στη μέση της χρονιάς. Είχε μάθει να μη συνηθίζει. Όλοι βρίσκονταν σε μια διαρκή κίνηση, το ένα παιδί διαδεχόταν άλλο, το ένα σχολείο τ’ άλλο, αλλάζαν οι δασκάλες, αλλάζαν τα σπίτια, αλλάζαν οι μυρωδιές. Μόνο εκείνη ήταν σταθερή, μόνιμη στον ίδιο και απαράλλαχτο τόπο, στη φωνή της Αργυρώς. «Εγώ θα σ΄ αγαπώ και μη σε νοιάζει» και δεν την ένοιαζε.
Το τραγούδι της Αργυρώς δεν ήταν ποτέ ίδιο. Μια λακουβίτσα στον δρόμο ή ένα φανάρι που άναψε την τελευταία στιγμή έδινε κάθε φορά μια αναπάντεχη τροπή στη μελωδία. «Και θα σου χτίσω ΚΕΝΟ ΚΕΝΟ ΚΕΝΟ μια μικρή φωλιά». Όταν είχε πρωτοακούσει η Δόμνα το τραγούδι αυτό, μια μέλισσα είχε μπει από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου και είχε προς στιγμήν αποσπάσει την προσοχή της Αργυρώς. «Και θα σου χτίσω ΚΕΝΟ ΚΕΝΟ ΚΕΝΟ μια μικρή φωλιά». Της άρεσε όμως τόσο πολύ αυτό το κενό της Δόμνας, που η Αργυρώ δεν της το τραγούδησε ποτέ αλλιώς το τραγούδι.
Η Δόμνα άργησε να μεγαλώσει. Όταν όμως μεγάλωσε, μεγάλωσε για τα καλά. Και δεν της άρεσε πια ούτε το κενό, ούτε το τραγούδι, ούτε οι μέλισσες, ούτε τα αμάξια που έσμιγαν τα χαλίκια όλου του κόσμου στις ρόδες τους. Θυμήθηκε τα παιδιά και τις δασκάλες και τις πόλεις και τις μυρωδιές που έβλεπε να φεύγουν από μπροστά της όσο μεγάλωνε και σκέφτηκε πως η ίδια δεν είχε ποτέ της φύγει από πουθενά. Κι έτσι αποφάσισε να φύγει. Αποχαιρέτησε τη φωνή της Αργυρώς, μπήκε σε ένα λεωφορείο κι έφυγε.
Τα σπίτια, ακόμη κι αν είναι φωνές, όταν ερημώνουν τα τυλίγουν αράχνες στον ιστό τους, φυτρώνουν μέσα τους δέντρα που σπάνε τα τζάμια, και ο αέρας που περνάει μετακινεί τα παλιά έπιπλα, τα αλλάζει θέση στον χώρο, δημιουργεί νέα κενά, καλύπτει τα παλιά. Η Δόμνα δεν θα γυρνούσε ποτέ στο παλιό της σπίτι, αν δεν χτυπούσε εκείνη τη μέρα του Απρίλη το τηλέφωνό της.
Η Αργυρώ ΚΕΝΟ και θέλει να πάρεις το αμαξάκι ΚΕΝΟ και πού να το βάλουμε εμείς, για παλιοσίδερα είναι, μπορεί και να ΚΕΝΟ, αν αλλάξεις τη μηχανή ποιος ξέρει. Η Δόμνα έφτασε στο σπίτι της ένα απόγευμα του ίδιου μήνα. Ο Απρίλης ήταν ζεστός και είχαν ήδη αρχίσει να ζουζουνίζουν οι μέλισσες. Ο οδηγός του ταξί τής είχε πει να κλείσει το παράθυρό της. Αν ζεσταινόταν, θα άνοιγε εκείνος το ερκοντίσιον. Δεν ζεσταινόταν.
Το αμαξάκι πήρε εύκολα μπρος. Η Δόμνα άνοιξε και τα τέσσερα παράθυρα και ψαχούλεψε στο συρτάρι του συνοδηγού για καμιά παλιά κασέτα. Την έβαλε δυνατά, τέρμα ο ήχος κι ας είναι ό,τι είναι. «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει. Και θα σου χτίσω ΚΕΝΟ ΚΕΝΟ ΚΕΝΟ μια μικρή φωλιά». Έβγαλε τη ζακέτα της και ξαπόστασε. Είχε επιστρέψει στο σπίτι της.