Αναστάσης Βιστωνίτης

Η φωνή της μνήμης στις «Σελίδες ημερολογίου» του Θανάση Νιάρχου

Θανάσης Θ. Νιάρχος, Επιτέλους μόνος. Σελίδες ημερολογίου, Καστανιώτης, Αθήνα 2025.

Σελίδες ημερολογίου χαρακτηρίζει ο Θανάσης Νιάρχος το βιβλίο του Επιτέλους μόνος. Θα τολμούσα να προσθέσω –αυθαίρετα αλλά όχι και τόσο, μου φαίνεται– κι έναν δικό μου: Πορεία ζωής. Τέσσερις σχεδόν δεκαετίες στα Γράμματα (από το 1981 ως το 2018 που καλύπτουν αυτές οι σελίδες) δεν είναι μικρός χρόνος, στον οποίο θα πρέπει να προσθέσει κανείς τις σποραδικές αλλά πολύ χαρακτηριστικές αναφορές σε προγενέστερες εποχές. Μίλησε μνήμη, τιτλοφορεί την πρώιμη αυτοβιογραφία του ο Ναμπόκοφ – κι αυτόν είχα κατά νου διαβάζοντας το Επιτέλους μόνος – όχι τις Μέρες του Σεφέρη, που παρόλη την αξία τους δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, απαλλαγμένες από κάποια ψήγματα υστεροβουλίας. Και φυσικά –τι λόγος– δεν κάνω συγκρίσεις.

 Εδώ και χρόνια ο Θανάσης Νιάρχος δημοσιεύει τακτικά στα περιοδικά (ιδίως στο Φρέαρ) πολλές από τις ημερολογιακές του σελίδες. Είπα πορεία ζωής, γιατί αυτό είναι. Ζωής απόλυτης αφοσίωσης στην υπόθεση της λογοτεχνίας και της τέχνης, στους δημιουργούς και τους φίλους της, στη δημόσια εικόνα τους αλλά και στις ιδιωτικές τους στιγμές.

 Ο Νιάρχος έχει την ικανότητα να τα οικειοποιείται με ασύγκριτη αμεσότητα όλα τούτα, να ζει από αυτά και κυρίως να ζει γι’ αυτά. Τα όσα προσφέρει του το ανταποδίδουν όχι ως ανταμοιβή – καθόλου – αλλά ως εσωτερική πληρότητα. Για τους φίλους του, που τον γνωρίζουμε από πολύ παλιά, τα παραπάνω είναι αυτονόητα. Αλλά καταγεγραμμένα παίρνουν μιαν άλλη διάσταση κι εντάσσονται στο corpus του κατατεθειμένου έργου του. Γι’ αυτό, νομίζω ότι τα δημοσιεύει – και για να αποφύγει, υποπτεύομαι, τις αλλοιώσεις και τις παραποιήσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν φιλόδοξοι αυτόκλητοι «ερευνητές» και κουτσομπόληδες, δεδομένου ότι ο Θανάσης είναι από τα γνωστότερα δημόσια πρόσωπα της κουλτούρας μας με έργο και δράση πολυσχιδή, όχι μόνο στα καθαυτό δικά του κείμενα αλλά και σε πρωτοβουλίες πρωτοποριακές για την εποχή τους. Λ.χ. τη συνέντευξη, που την ανήγαγε από καθαρά δημοσιογραφικό γεγονός σε κείμενο με όλα τα στοιχεία της διάρκειας.

 Τα Ημερολόγιά του αποδεικνύουν ότι διαθέτει ορισμένα σπάνια προτερήματα: Ότι ξέρει ν’ ακούει· ότι γνωρίζει πολύ καλά το έργο του συνεντευξιαζόμενου· και κυρίως, ότι για να πάρει τις σωστές απαντήσεις ξέρει άριστα πώς πρέπει να διατυπώσει τις σωστές ερωτήσεις. Υπήρξαν πολλοί που ακολούθησαν ή προσπάθησαν να τον μιμηθούν – και δεν πρόκειται να αναφέρω ονόματα (άλλωστε δεν έχει κανένα νόημα).

 Στις συνεντεύξεις του δεν έχουμε μόνο τη γνώση του έργου του συνεντευξιαζόμενου αλλά και το βαθύ ανθρωπολογικό ενδιαφέρον του Θανάση. Ο άνθρωπος και το έργο πάνε μαζί κι έτσι μόνο η τέχνη μεταμορφώνεται σε ζωντανή πραγματικότητα. Στα Ημερολόγια αυτό είναι εμφανέστατο. Οι αρετές των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται δίνονται επιγραμματικά σχεδόν, σε φαινομενικά απλές κινήσεις και εκφράσεις, το ίδιο και οι αδυναμίες τους, που ίσα-ίσα, όταν διατυπώνονται αναδεικνύουν αντιστρόφως τις αρετές τους.

 Σκέφτηκα πολύ τον τίτλο Επιτέλους μόνος των ημερολογίων. Το επιπόλαιο ερώτημα που θα μπορούσε να υποβάλει κάποιος θα ήταν γιατί μόνος, όταν ζεις μια ζωή γεμάτη επαφές, συγκινήσεις, ακατάπαυτη δραστηριότητα (εκτός των δικών σου κειμένων) με κατάρτιση ανθολογιών, έκδοση ενός τόσο σημαντικού περιοδικού όπως η Λέξη, δημιουργία κι επιμέλεια σειρών βιβλίων που έδωσαν νέα διάσταση στο τοπίο των εκδόσεων, αδιάλειπτη παρουσία επί μισό σχεδόν αιώνα σε μια μεγάλη εφημερίδα όπως τα Νέα, με επιφυλλίδες και συνεντεύξεις, συνεργασίες σε πλείστα όσα με δημιουργούς που ο ρόλος τους υπήρξε μείζων στη διαμόρφωση του πολιτισμικού – και όχι μόνο – προσώπου της χώρας μας;

 Ο Δημήτρης Αγγελής δίνει τη δική του εξήγηση στον εμπεριστατωμένο πρόλογό του: «μόνος για να γράψω». Σωστό, μόνο όμως αν ξέρει κανείς πως ο Θανάσης μπορεί να γράψει ακόμη κι αν γίνεται γύρω του χαλασμός, μένοντας δηλαδή μόνος μέσα στο πλήθος. Μπορεί, επομένως, να είναι χαρισματικός στην παρέα αλλά και βαθύτερα μόνος χωρίς να το δείχνει. Ούτως ή άλλως η συγγραφή που ακολουθεί είναι μια δουλειά μοναχική. Είσαι εσύ, το μολύβι ή το πληκτρολόγιό σου και το λευκό χαρτί ή η οθόνη του υπολογιστή σου.

 Ο φίλος μου ποιητής Σι Τσουάν μου είπε το 2009 στο Πεκίνο μια σημαδιακή φράση: «Η μοναξιά είναι ο προθάλαμος της επικοινωνίας». Τη θυμόμουν συνεχώς καθώς διάβαζα το Επιτέλους μόνος. Εσύ αλλά και ο κόσμος, σε φαινομενικά συνηθισμένα περιστατικά, όμως το άθροισμά τους μας δίνει την ποίηση της καθημερινής ζωής που αγγίζει τα βαθύτερα κοιτάσματα της ύπαρξής μας. Βλέπουμε στους άλλους πολλές φορές μιαν αντανάκλαση του εαυτού μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

 Ο Θανάσης Νιάρχος δεν ξέρει μόνο ν’ ακούει αλλά και να βλέπει – κι αυτό είναι ένα καθαρά ποιητικό χαρακτηριστικό. Το να είσαι με τον κόσμο –όχι βέβαια με όλους– προϋποθέτει περίσσεια ψυχής. Επιείκεια, ανεκτικότητα, σε τελική ανάλυση: αυτογνωσία. Γι’ αυτό και είναι εντυπωσιακό που τις προσωπικές του εμπειρίες τις διοχετεύει στον χώρο. Ο περίγυρος γίνεται η ταυτότητά του και η ειλικρίνεια το όπλο του – γι’ αυτό και όποτε χρειάζεται δεν διστάζει να κατεδαφίσει, χωρίς βέβαια να τους κατονομάζει, όποιους προσπαθούν να προβάλουν το υπερεγώ τους ακόμη και σε συντροφιές με ανθρώπους σημαντικότερους από τους ίδιους, αδιαφορώντας, ή μάλλον αγνοώντας ότι κατά βάθος αυτό τους καθιστά συνήθως καταγέλαστους – και κάποτε απεχθείς.

 Υπάρχουν σελίδες συγκινησιακά και υπαρξιακά φορτισμένες στον ύψιστο βαθμό. Αυτές που αφορούν τη σχέση βαθιάς αγάπης με τα δύο βαφτιστήρια του που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του. Ή εκείνες που αναφέρονται στις τελευταίες μέρες του Γιάννη Κοντού στο νοσοκομείο και το δραματικό του τέλος. Η μοιραία αρρώστια είναι η μεγάλη νύχτα στην οποία μπαίνει κανείς αφήνοντας στους άλλους τον αποχαιρετισμό τους, όπως αυτός καταγράφεται από τον παλιό του φίλο σ’ ένα πικρό αντάτζιο ανείπωτης θλίψης – αλλά και αγάπης. Η αγάπη δεν είναι μόνο κάτι που σου δωρίζεται· είναι κυρίως αυτή που τη μοιράζεσαι, για να γίνει στο πέρασμα του χρόνου ανεξίτηλη εμπειρία ζωής, και για μας και για τους γύρω μας.

 Άφησα κατά μέρος την αξία που έχουν οι σελίδες αυτές ως χρονικό μιας εποχής, που θα εκτιμηθούν ως τέτοιες από άλλους. Θέλω μόνο να τονίσω παρενθετικά την αγαθή σχέση του Θανάση με κάποια πρόσωπα της μαζικής κουλτούρας, όπως λ.χ. η Ζωζώ Σαπουντζάκη. Οι ανόητοι και οι γρουσούζηδες θα αναρωτιόνταν τι σχέση έχει ένας συγγραφέας με μια σταρ της πίστας, που ο Θανάσης μας την παρουσιάζει με τρόπο αξιολάτρευτο. Η δική μου απάντηση είναι πως ο κορυφαίος Νόρμαν Μέιλερ έγραψε ολόκληρο βιβλίο για τη Μέριλυν Μονρόε και πήρε συνέντευξη από τη Μαντόνα, την οποία όταν τη διάβασα μου φάνηκε καταπληκτική. Τη Σαπουντζάκη δεν την γνωρίζω, αλλά το πορτρέτο της από τον Θανάση μ’ έκανε να τη συμπαθήσω πάρα πολύ.

 Γράφουμε μεν στο γραφείο ή το σπίτι μας, αλλά η ζωή συμβαίνει «εκεί έξω». Και η καταγραφή των συναντήσεων του Θανάση με φίλους και γνωστούς είναι απόδειξη ότι οι παρέες αυτές περιέχουν συχνότατα το έναυσμα όχι απλώς για τη δημιουργία του προσωπικού έργου, αλλά και για σύνθετες πρωτοβουλίες, όπως λ.χ. μια σημαντική θεατρική παράσταση. Το θέατρο είναι μια πολύ σημαντική πτυχή στη ζωή του Θανάση. Ένα κόσμος γοητευτικός που αναδεικνύεται στις σελίδες του, στον οποίο μας εισάγει και μέσα από την αίθουσα αλλά, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, και «από την πίσω πόρτα».

 Το γράψιμο του Θανάση Νιάρχου είναι λιτό, ακριβές, ευαίσθητο στη λεπτομέρεια, καταγραφικό όταν χρειάζεται και ιδιαίτερα προσωπικό όποτε αγγίζει άλλα πεδία. Ενοποιεί τον χρόνο σαν ακολουθία η οποία προχωρεί διαρκώς, ανοιχτή όμως στο μέλλον, όπως παρουσιάζεται στην τελευταία εγγραφή, όπου αυτός ο εξαιρετικός μνήμων έχει «ξεχάσει» τι συνέβη στις 12 Σεπτεμβρίου 2018, όταν κάθεται δέκα μέρες αργότερα να γράψει τα περιστατικά της και δεν θυμάται απολύτως τίποτα. «Η μέρα αυτή είναι σαν να μην υπήρξε», καταλήγει. Τι είναι λοιπόν μια μέρα; Ένα απόσπασμα του χρόνου; Όχι ακριβώς. Είναι το κλειδί της μνήμης με το οποίο ξεκλειδώνουμε τη ζωή – τη δική μας, αλλά ως περιεχόμενο της ζωής των άλλων, γι’ αυτό και είναι δική μας δύο φορές. Τον χρόνο μπορεί να τον «σταματάμε» όταν γράφουμε και στεκόμαστε στο ακίνητο σημείο, όμως δεν τον ακυρώνουμε. Τον αντιλαμβανόμαστε μέσω της μνήμης, που για τον συγγραφέα είναι ο τρόπος να αναπνέει. Τη φωνή της μνήμης ακούσει συνεχώς ο Θανάσης – και μαζί του την ακούμε γοητευμένοι κι εμείς. Έχει να θυμηθεί και να μας πει πολλά ακόμη.

Κύλιση στην κορυφή