Ηφαιστίων Χριστόπουλος

Η γελαστή καρδιά

your life is your life
don’t let it be clubbed into dank submission.
be on the watch.
there are ways out.
there is a light somewhere.
it may not be much light but
it beats the darkness.
be on the watch.
the gods will offer you chances.
know them.
take them.
you can’t beat death but
you can beat death in life, sometimes.
and the more often you learn to do it,
the more light there will be.
your life is your life.
know it while you have it.
you are marvelous
the gods wait to delight
in you.
Charles Bukowski – The Laughing Heart

Well it’s 9th and Hennepin
All the donuts have names that sound like prostitutes
And the moon’s teeth marks
Are on the sky like a tarp thrown all over this
And the broken umbrellas like dead birds
The steam comes out of the grill like the whole goddamned town is ready to blow
And the bricks are all scarred with jail house tattoos
And everyone is behaving like dogs
And the horses are coming down Violin Road and Dutch is dead on his feet
And all the rooms they smell like diesel and you take on the dreams of the ones who have slept there
And I’m lost in the window
I hide on the stairway and I hang in the curtain and I sleep in your hat
And no one brings anything small into a bar around here
They all started out with bad directions
And the girl behind the counter has a tattooed tear
One for every year he’s away, she said
Such a crumbling beauty
Ah, there’s nothin’ wrong with her a hundred dollars won’t fix
She has that razor sadness that only gets worse with the clang and the thunder
Of the Southern Pacific going by
And the clock ticks out like a dripping faucet
‘Till you’re full of rag water and bitters and blue ruin
And you spill out over the side to anyone who’ll listen
I’ve seen it all
I’ve seen it all through the yellow windows of the evening train


Tom Waits – 9th and Hennepin

Η Κάσι ξεκαβαλάει και τραβάει για το μπάνιο. Το σπέρμα ασπρίζει στο εσωτερικό των μηρών της. Ακούω νερό να τρέχει κι έπειτα ξαναμπαίνει στο δωμάτιο, γυμνή, βρεγμένη, απαστράπτουσα.

«Σε παραδέχομαι, μωρό μου, δεν υπάρχει άλλη σαν κι εσένα», λέω – και αμέσως συνειδητοποιώ πως αυτό ακριβώς περίμενε. Μα ούτε μία φορά δεν έχω καταφέρει να ξεφύγω από τις παγίδες της.

«Φυσικά και δεν υπάρχει. Γιατί νομίζεις ότι πάντα γυρίζεις εδώ;»

Δεν έχω απάντηση. Οι Ηφαιστοειδείς είναι σκέτη κόλαση, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά, μια και βρίσκονται τόσο κοντά στον Ήλιο. Μόνο που η κόλαση δεν είναι τόσο άσχημη όσο θέλουν οι περισσότεροι να πιστέψεις· τουλάχιστον όχι γι’ ανθρώπους σαν κι εμένα. Η κόλαση δεν είναι παρά ένα αχανές μπουρδέλο για τους τουρίστες, που πηγαινοέρχονται όποτε τους καπνίσει, και για τους μόνιμους κατοίκους της, τα γέρικα, ταλαίπωρα σαράβαλα όπως εγώ, που δεν έχουν καμία χρησιμότητα για τους Δώδεκα. Τον παράδεισο δεν τον έχω γευτεί ποτέ, μα ειλικρινά δεν νομίζω πως θα κατάφερνα να βρω τη θέση μου εκεί πέρα.

Δοκιμάζω να κατευθύνω τη συζήτηση κάπου αλλού, μακριά από την ομορφιά και τα χαρίσματά της. Όχι πως δεν μ’ αρέσει να την ακούω να καυχιέται· φοβάμαι για λογαριασμό της. Στην πραγματικότητα, παραμένει μια φτωχοπουτάνα, δεν είναι Νηρηίδα, και θα ήταν σοφό εκ μέρους της τουλάχιστον να προσπαθήσει να μην κάνει βούκινο το πόσο της αρέσει ο εαυτός της.

«Πώς τα πάει η Άντι; Έχω χρόνια και ζαμάνια ν’ ακούσω νέα της».

«Παραμένει κουκλάρα, όπως πάντα. Μόνο εγώ την ξεπερνάω», προσθέτει και χαμογελάει αδιόρατα, κι αυτό αρκεί για ν’ αρχίσει το καυλί μου πάλι τα κόλπα του. Το προσέχει – φυσικά. «Αλήθεια τώρα, υπήρχε περίπτωση να προτιμήσεις εκείνες τις μισοανθρώπινες κούκλες με τα εμβιομηχανικά μουνιά και τα απόλυτα συμμετρικά τους πρόσωπα από μένα;»

Οφείλω να παραδεχτώ πως όχι. Αλλά δεν της κάνω τη χάρη.

«Θα γεράσεις κάποια στιγμή, μωρό μου. Τι θα κάνεις τότε; Οι Νηρηίδες δεν μεγαλώνουν. Μπορούν να πουλάνε το μουνί τους όσο καιρό γουστάρουν, ή τουλάχιστον όσο καιρό τις πληρώνουν οι Δώδεκα γι’ αυτό».

Μου ρίχνει ένα βλέμμα καμωμένο από σπασμένα γυαλιά και ρουμπίνια.

«Πόσο πιστεύεις ότι είμαι;»

Ερώτηση παγίδα. Ευτυχώς απαντά προτού προλάβω να το σκεφτώ.

«Πόσα χρόνια με ξέρεις; Νομίζω γύρω στα είκοσι. Κοντεύω τα σαράντα. Μήπως είμαι λιγότερο όμορφη απ’ ό,τι ήμουν τότε; Εγώ θα έλεγα πως είμαι ακόμα πιο ωραία. Και σίγουρα είμαι καλύτερη στη δουλειά μου».

«Αχ, Κάσι μου. Δεν με πειράζει εμένα να μου τα λες όλα αυτά. Δεν μπορώ καν να διαφωνήσω μαζί σου. Αλλά ας μείνουν μεταξύ μας. Αν μάθουν από τον Ποσειδώνα για τις καυχησιές σου και πως είσαι στην πραγματικότητα ένας από τους λόγους που οι Νηρηίδες τους δεν έχουν και τόση δουλειά τελευταία, θα σε σταυρώσουν».

Γέρνει κοντά μου, σέρνει τη γλώσσα της κατά μήκος του πούτσου μου.

«Τότε θα με πάρεις στη βάρκα σου. Δεν μου ακούγεται και τόσο άσχημο, γέρο μου».

Πίστεψέ με, δεν θέλεις να βρεθείς στον Τάρταρο, πάω να πω, εκείνη όμως σκύβει και τα χείλη της αγκαλιάζουν το ορθωμένο πέος μου και το μόνο που βγαίνει απ’ το στόμα μου είναι ένα θλιβερό κλαψούρισμα, λες κι είμαι κάνας έφηβος που πρώτη φορά στη ζωή του πάει σε μπουρδέλο.

«Κερνάω εγώ», λέει και χαμογελάει ξανά. «Εσύ βολέψου και απόλαυσέ το».

Άπειρα πράγματα είναι προβληματικά σε τούτο το σκατομέρος όπου ζούμε όλοι –η χαμηλή βαρύτητα, η ανυπόφορη ζέστη παρά τη μόνωση, η δυσωδία του ανακυκλωμένου αέρα, η ματαιότητα της ίδιας της ζωής εδώ–, το χειρότερο όμως είναι ότι δεν μπορείς να πας πουθενά δίχως να σε προσέξουν. Ξέρουν όλοι τους πάντες, και στη δική μου δουλειά αυτό δεν είναι καθόλου καλό.

Αλλά έχω μάθει να ζω μ’ αυτό. Συνήθως εισπράττω μονάχα ματιές γεμάτες μίσος. Αν τα πράγματα ζορίσουν, δεν έχω παρά να απειλήσω πως θα φωνάξω τα Κήτη, εκείνους τους γελοιωδώς μυώδεις και εξωφρενικά πουτσαράδες τύπους που, εκτός από αρσενικές πόρνες, είναι και οι μπάτσοι τούτου του μέρους. Και όλοι ξέρουν πως όντως θα έρθουν αν τους φωνάξω. Μα δεν είναι ζωή αυτή. Το μόνο που ζητάω είναι ένα ήσυχο μπαρ όπου κανείς δεν ξέρει τίποτα για μένα, έναν μπάρμαν με κατανόηση και την Κάσι στο πλευρό μου όποτε το λαχταράω, τόσο εγώ όσο κι εκείνη· το ξέρω ότι ποτέ δεν θα δεσμευόταν να έχει έναν μονάχα σύντροφο, κι εγώ ο ίδιος την έχω ανάγκη τη μοναξιά μου. Προς το παρόν, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να συχνάζω στο χειρότερο κωλόμπαρο του αστεροειδούς, όπου οι πελάτες είναι λιγοστοί και συνήθως τόσο μεθυσμένοι που δεν μπορούν καν να προφέρουν τις βρισιές με τις οποίες θέλουν να με λούσουν.

Πλησιάζω τον πάγκο. Η κοπέλα που στέκεται από πίσω είναι εμφανέστατα νεοφερμένη· ζορίζεται με τη χαμηλή τεχνητή βαρύτητα κι έχει τατουάζ μια μαύρη καρδιά κάτω απ’ το αριστερό της μάτι. Κανείς εδώ πέρα δεν παίρνει μαζί του την καρδιά του μαζί στα μπαρ. Την κρατάμε κλειδωμένη κάτω απ’ το κρεβάτι μας, γιατί το μόνο που μπορεί να σου προσφέρει μια καρδιά εδώ είναι κακές συμβουλές – πόσο μάλλον όταν η γλώσσα λύνεται απ’ το ποτό.

Αλλά είναι καλό που είναι καινούργια, μια και μπορεί και να μην ξέρει ακόμα για μένα. Μα, ακόμα κι αν της έχουν μιλήσει, δεν θα με αναγνωρίσει.

Κάθομαι στη μπάρα, βγάζω μια σακούλα χασίσι και πιάνω να στρίβω ένα τσιγάρο. Άλλο ένα πλεονέκτημα της ζωής στην κόλαση: κανείς δεν δίνει δεκάρα τι κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου, αρκεί να μην προκαλείς προβλήματα και να μη βλάπτεις τα συμφέροντα του Ποσειδώνα – ή οποιοδήποτε άλλου από τους Δώδεκα.

Βασικά, αυτό είναι, και το σεξ. Το γαμήσι είναι το εθνικό μας προϊόν.

«Τι να σου φέρω;» με ρωτάει η κοπέλα και κάνει μια αξιέπαινη προσπάθεια να μου βάλει νερό.

«Φέρε μου ένα μπουκάλι οτιδήποτε», λέω. «Δεν είμαι εκλεκτικός. Κι ένα ποτήρι. Θα σερβιριστώ μόνος μου».

Με καρφώνει με το βλέμμα της, κάτι ανάμεσα σε ενόχληση και ευγνωμοσύνη.

«Είσαι καινούργια εδώ, έτσι, γλυκιά μου;» τη ρωτάω.

«Δεν είμαι γλυκιά σου», λέει και πιάνει να σκουπίζει τον πάγκο μ’ ένα πατσαβούρι πιο βρόμικο από τα παπούτσια μου όταν γυρνάω απ’ τον Τάρταρο.

«Μη με παρεξηγείς. Δεν ζητάω τίποτα από σένα, μονάχα το ποτό».

Σηκώνει το βλέμμα.

«Είμαι μια βδομάδα εδώ. Με έβαλαν να δουλεύω στο κωλομέρος αυτό χωρίς καν να με ρωτήσουν». Βλεφαρίζει και το σκέφτεται για μια στιγμή. «Έχω μια ερώτηση να σου κάνω, μια και είσαι ο μόνος εδώ μέσα που ακόμα δεν τα έχει τελείως χαμένα».

«Είμαι όλος αυτιά».

«Καταλαβαίνω γιατί –τούτο δω είναι το πιο σιχαμένο αχούρι που έχω δει ποτέ–, μα δεν καταλαβαίνω πώς βρίσκουν όλες αυτές οι θλιβερές παρωδίες πολιτών τα λεφτά να πίνουν σχεδόν μέχρι θανάτου κάθε βράδυ».

Χαμογελάω. Δεν μου έχουν μείνει και πολλά δόντια, οπότε η γκριμάτσα πετυχαίνει τον στόχο της: την απωθεί και την προκαλεί ταυτόχρονα.

«Και τι άλλο να τα κάνουμε τα λεφτά εδώ, γλύκα; Δεν είναι δα κι ότι μπορούμε να πάμε διακοπές, ν’ αγοράσουμε σκάφος, βίλες, πισίνες, τέτοιες μαλακίες. Μπορούμε μόνο είτε να πίνουμε μέχρι που να μη βλέπουμε μπροστά μας είτε να πηγαίνουμε στις πουτάνες – και αυτό ακριβώς είναι που χρειαζόμαστε. Το αλκοόλ είναι το νόμισμά μας. Το αλκοόλ και το μουνί. Με το συμπάθιο».

Με κοιτάζει μέσα από ζαρωμένα βλέφαρα.

«Κι εσύ τι κάνεις εδώ;»

«Εγώ είμαι απλώς ο βαρκάρης. Τίποτα το συναρπαστικό».

Δαγκώνει το χείλος της για μία και μόνη στιγμή. Το ξέρει πως κάτι περισσότερο κρύβεται εδώ. Έξυπνο παιδί. Μακάρι να την πάρω με το μέρος μου.

«Μήπως μπορώ τώρα να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι;» της λέω.

«Θα με ρωτήσεις τι έκανα και κατέληξα εδώ».

Γεμίζω το ποτήρι μου κι αρχίζω να πίνω με μικρές γουλιές. Αποφασίζω ν’ αφήσω τα δευτερόλεπτα να κυλήσουν, να την πιάσω απροετοίμαστη.

«Μπα, δεν είναι αυτό. Ήθελα μόνο να ρωτήσω τι παίζει με την καρδιά».

«Σόρι, κύριος. Δεν μπορώ να σου απαντήσω. Ρώτα με ό,τι άλλο θες».

«Δεν έχω κάτι άλλο. Θα με βλέπεις συχνά εδώ από δω κι εμπρός. Πώς να σε φωνάζω;»

«Ιππολύτη», λέει και παλεύει να βάλει ένα ποτό στον εαυτό της.

«Θέλει υπομονή. Η βαρύτητα εδώ είναι για τα πανηγύρια», της λέω και παίρνω το μπουκάλι από τα χέρια της για να της δείξω. «Λοιπόν, Ιππολύτη. Αν έχεις διάθεση για κουβεντούλα, μια χαρά. Αν όχι, άσε με να βουλιάξω στη δυστυχία μου. Το ίδιο μου κάνει».

Είναι μία από εκείνες τις μέρες. Η Κάσι είναι στα κέφια της. Κι αυτό δεν είναι πάντα τόσο ευχάριστο όσο ακούγεται.

Είμαστε μονάχα ξαπλωμένοι γυμνοί στο κρεβάτι. Κάμποση ώρα. Γαμήσι γιοκ. Ακόμα κι εγώ έχω ανάγκη από μερικές στιγμές τρυφερότητας. Έχω φτάσει στο συμπέρασμα πως η Κάσι είναι ακόμα καλύτερη σ’ αυτό κι απ’ ό,τι είναι στο ίδιο το σεξ.

«Μακάρι να μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό πιο συχνά, Κάσι», λέω. «Κάνει μοναξιά εδώ».

«Μοναξιά είναι να είσαι ο βαρκάρης, καλέ μου». Σκαρφαλώνει πάνω μου και χώνει το σκουλαρίκι που έχει στη ρώγα της στο στόμα μου. «Εύχομαι καμιά φορά να μπορούσα να μείνω κι εγώ μόνη για μερικές εβδομάδες».

Όταν χορταίνω το στήθος της, στέκεται όρθια και μ’ αφήνει να τη θαυμάσω. Κάθε φορά που το βλέπω προσπαθώ να το αρνηθώ, αλλά είναι μάταιο. Δεν είναι μόνο το μεταξένιο δέρμα της, τα γεμάτα στήθη της, εκείνο το πρόσωπο που γαληνεύει και την πιο μελαγχολική ψυχή· είναι και τα σημάδια που διατρέχουν τον κορμό, τα πόδια, τους ώμους της. Με κάποιον τρόπο την κάνουν ακόμα πιο όμορφη, και όσο βαθιά κι αν έχω ψαχουλέψει στο μυαλό μου, δεν έχω μπορέσει να βρω πώς γίνεται αυτό.

Και σήμερα είναι μία από εκείνες τις μέρες. Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει μια μακριά βελόνα και τη φέρνει στο μάγουλό της.

«Κάσι», λέω, «όχι πάλι». Μα την ίδια στιγμή που το λέω, ξέρω πως δεν είναι παρά μια ξεψυχισμένη προσπάθεια που το μόνο που καταφέρνει είναι να την πείσει πόσο πολύ το θέλω.

Πιέζει τη βελόνα στο δέρμα της, διαπερνά τη σάρκα και τη σπρώχνει μέχρι που να ξεπροβάλει από την άλλη μεριά του προσώπου της. Στάλες αίματος πλέουν αργά προς το πάτωμα, μικρές άλικες φυσαλίδες.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» τη ρωτάω.

«Γιατί μπορώ να σημαδευτώ όσο γουστάρω και να συνεχίσω να είμαι πιο όμορφη απ’ όλες τις Νηρηίδες μαζί. Και γιατί δεν ανήκω σε κανέναν». Αντίθετα μ’ εσένα, εννοεί, αλλά κάνω ότι δεν το καταλαβαίνω.

Τραβάει τη βελόνα απ’ τη σάρκα της και μου τη δίνει στο χέρι. «Κράτα τη». Έπειτα αλλάζει θέμα σαν να μην τρέχει τίποτα. «Θα έρθει η Άντι να μ’ επισκεφτεί. Θα δεις τότε πόσο όμορφη είναι. Κρίμα που δεν θέλησε ποτέ να ακολουθήσει τα βήματά μου». Γελάει, και κόκκινα ρυάκια σχηματίζονται στα βελούδινα μάγουλά της.

«Αν αυτό σημαίνει πως μπορεί να μείνει μακριά απ’ αυτό τον τόπο, δεν καταλαβαίνω γιατί απογοητεύεσαι».

«Δεν απογοητεύομαι. Απλώς θα ήθελα να την έβλεπα πιο συχνά. Την τελευταία φορά που την είδες πόσο ήταν, δεκατέσσερα;».

Δεν απαντάω. Στέκομαι μονάχα υπνωτισμένος κι ακολουθώ τις στάλες του αίματος που αργοκυλούν σαν ποτάμια πηχτής λάβας τα μάγουλά της, μπαίνουν στο στόμα της και βάφουν τα δόντια της στο χρώμα των ετοιμοθάνατων αστεριών.

Όποτε έρχομαι εδώ, κοιτάζω να δω αν είναι η Ιππολύτη πίσω απ’ την μπάρα. Αν δεν είναι, κάνω μεταβολή και φεύγω. Όταν είναι εκεί, κάθομαι στο σκαμπό, της μοστράρω το ξεδοντιάρικο χαμόγελό μου κι εκείνη μου φέρνει ένα μπουκάλι οτιδήποτε – ό,τι έχει διάθεση εκείνη τη μέρα.

Δεν ξέρω αν ακόμα δεν έχει καταλάβει ποιος είμαι ή αν απλώς δεν τη νοιάζει. Θέλω να πιστεύω πως ισχύει το δεύτερο· είναι κατά κάποιον τρόπο ανακουφιστικό να μη σε σιχαίνεται κάποιος μόνο και μόνο επειδή κάνεις τη δουλειά σου.

Μου κάνει σήμα να περιμένω και τρέχει να σερβίρει ένα μεθυσμένο ζευγάρι. Κλαίνε ο ένας στον ώμο του άλλου. Έχει βελτιώσει την τεχνική της με τα μπουκάλια και τα ποτήρια· ακόμα της παίρνει λίγη ώρα να σερβίρει ποτό κι ένα μέρος του πάει χαμένο, αλλά θα το βρει το κουμπί σύντομα.

«Πώς κι είσαι τόσο χαρούμενη απόψε;» ρωτάω.

«Έτσι. Απλώς αποφάσισα να μην είμαι μουτρωμένη συνέχεια», λέει, μα το ψέμα της είναι διάφανο σαν τα νυχτικά της Κάσι.

«Είσαι υπέροχη. Οι θεοί προσμένουν να σ’ απολαύσουν».

«Τι πράμα;»

«Τίποτα, μια παλιά φράση που θυμήθηκα. Μη δίνεις σημασία». Γεμίζω το ποτήρι μου, το αδειάζω μονορούφι, ανάβω τσιγάρο στο καπάκι. «Ακόμα δεν ξέρεις ποιος είμαι;» ρωτάω ξαφνικά. Δεν πάει να γαμηθεί. Πρέπει να μάθω. Πρέπει να ξέρω αν μπορώ να τη θεωρώ φίλη.

«Μα είσαι ο βαρκάρης, τίποτε άλλο», λέει, και το χαμόγελό της πλαταίνει. «Πηγαίνεις τον κόσμο από δω κι από κει».

«Σ’ ένα συγκεκριμένο εκεί», μουρμουρίζω.

Έναν τόπο παραφροσύνης και αιώνιας μοναξιάς, δεν λέω. Μα είμαι βέβαιος πια ότι γνωρίζει. Εκτός από ένα κολλητάρι που πηδιόμαστε πού και πού, είναι καλό να έχεις και μια κανονική φίλη. Πάνε αμέτρητα χρόνια από την τελευταία φορά που είχα.

«Πώς και δεν έγινες πουτάνα όταν ήρθες εδώ;» τη ρωτάω. «Τα λεφτά είναι πολύ καλύτερα. Θέλω να πω, είσαι ωραίο κορίτσι, οπότε γιατί όχι;»

«Δεν μπορούν όλοι να κάνουν όλες τις δουλειές. Θα μπορούσα ίσως να γίνω πουτάνα, μα όχι πουτάνα του Ποσειδώνα. Έχει όμως αρχίσει να μου αρέσει εδώ. Και δεν έχω ιδιαίτερα μεγάλη ανάγκη από λεφτά. Νομίζεις πως έχω τίποτε άλλο να κάνω, πέρα απ’ το να σερβίρω σε τούτο τον στάβλο;»

Την κοιτάζω στα μάτια. Ίσως φταίει ο χαμηλός φωτισμός, αλλά φαίνονται μαύρα σαν τον ουρανό στον Τάρταρο.

«Η καρδιά στο μάγουλό σου, αυτό δεν είναι; Κάποια σχέση έχει με όλα αυτά».

«Όπως σου είπα, μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι γουστάρεις. Αυτό όμως το ξέρω μόνο εγώ και τ’ αστέρια».

Η Κάσι σημάδεψε και το μέτωπό της. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες που κάνει τέτοιο πράμα στο πρόσωπό της. Μέχρι τώρα σχεδόν δεν το άγγιζε. Δεν τη ρωτάω γιατί. Δεν θέλω ν’ αρχίσει την πάρλα μπροστά σ’ όλον αυτό τον κόσμο που περιμένει την εβδομαδιαία άφιξη του πλοίου της γραμμής.

Ναι. Ξεχνάω καμιά φορά από πού έχω έρθει. Πίσω στη Γη, «όλος αυτός ο κόσμος» θα σήμαινε μερικές εκατοντάδες άτομα. Τώρα πρέπει να συμβιβαστώ με καμιά δεκαριά δωδεκαριά από δαύτους. Αυτό ονομάζουμε πλήθος στους Ηφαιστοειδείς.

Η αεροστεγής πόρτα ανοίγει και με το που τη βλέπω, αναγνωρίζω την Άντι. Ένα πανέμορφο, ένα υπέροχο κορίτσι λίγο πάνω απ’ τα είκοσι, που μοιάζει να έχει μοιάσει σε όλα στη μάνα της, εκτός από τις ουλές. Το δέρμα της είναι τόσο άσπιλο που κάνει τα μάτια μου να πονούν.

«Τι σου έλεγα;» λέει η Κάσι ακριβώς από δίπλα μου. «Δεύτερη σε ομορφιά μετά τη μαμά της. Στον Ποσειδώνα μπορούν να φτιάξουν όσες Νηρηίδες γουστάρουν· τίποτα δεν φτάνει την ανθρώπινη ομορφιά».

«Ακόμα και τη δική μου;» ρωτάω και της χαρίζω το γέρικο χαμόγελό μου.

«Ακόμα και τη δική σου, γλυκέ μου».

Το ξέρω, δεν το εννοεί στ’ αλήθεια, και κάνω ν’ ανοίξω το στόμα μου να της το πω, μα τότε εμφανίζεται η Άντι δίπλα μας και αγκαλιάζει τη μητέρα της κι έπειτα εμένα, χαμογελώντας λες και όντως της έλειψα. Ύστερα κάνει μια στροφή και μας συστήνει τον τύπο που τη συνοδεύει.

Δεν πιάνω το όνομά του· δεν χρειάζομαι όνομα. Ο τύπος έχει τα διπλά χρόνια της Άντι και είναι προφανές ότι περνάει πολύ καιρό στη Γη ή στην Αφροδίτη –τέτοιους μυς δεν τους αποκτάς σε χαμηλή βαρύτητα, εκτός κι αν είσαι Κήτος–, αλλά δεν είναι οι πρησμένοι του δικέφαλοι αυτοί που τραβάνε την προσοχή μου.

Ο παιδαράς ανοίγει το στόμα του να μιλήσει. Αμέσως φαίνεται ότι δεν έχει πει ούτε μια πρωτότυπη κουβέντα στη ζωή του. Μα δεν είναι ούτε αυτός ο λόγος που τον αντιπαθώ με την πρώτη ματιά.

Πηγαίνω στην Κάσι και σκύβω στ’ αυτί της.

«Μην πεις τίποτα μπροστά του. Μόνο τις συνηθισμένες τυπικές κουβέντες. Θα σου εξηγήσω μετά».

Το ξέρω όμως ήδη πως είναι σχεδόν αδύνατο να κάνεις την Κάσι να μείνει σιωπηλή για πολλή ώρα. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, η Άντι έχει κανονίσει οικογενειακό δείπνο, οι τρεις τους.

Αφήνουμε την Άντι και τον παιδαρά στον ξενώνα και συνοδεύω την Κάσι μέχρι το σπίτι της.

«Πολύ ιπποτικό εκ μέρους σου», λέει.

«Άσ’ τα αυτά. Ξέρεις ότι δεν έρχομαι γι’ αυτό».

Η Κάσι σταματά κάτω από έναν φανοστάτη. Ένα χλομό ρυάκι από φως τη λούζει με λευκοκίτρινες αποχρώσεις, χώνεται στις ουλές της και τις κάνει να λάμπουν σαν μικροσκοπικές φλέβες γεμάτες ήλιο.

«Ξέρασέ τα, γλύκα. Δεν εμπιστεύεσαι τον γκόμενο της Άντι. Εγώ λέω πως η Άντι μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει, να γαμιέται με όποιον γουστάρει. Εσύ γιατί έχεις αντίρρηση;»

«Ξεχνάς καμιά φορά ποιος είμαι και τι κάνω», λέω. Παραμένω μακριά από τον φωτεινό χείμαρρο. Νιώθω πως θα ήταν ύβρη να μπω εκεί μέσα μαζί της. «Θαρρώ πως μπορώ ν’ αναγνωρίσω τα μπάσταρδα των Δώδεκα με το που τα βλέπω». Χαμογελάω. «Από μία άποψη, είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς».

«Δεν μου φαίνεται και τόσο κακό. Η Άντι βρήκε έναν φραγκάτο τύπο με δύναμη». Βγάζει ένα τσιγάρο, το ανάβει και μένει να παρακολουθεί τον καπνό να φιδογυρίζει τεμπέλικα προς τη λάμπα και το σκοτάδι που απλώνεται παραπέρα.

Την αρπάζω από τους ώμους και την αναγκάζω να με κοιτάξει.

«Κάσι», λέω. «Νομίζω ότι καμιά φορά κάνεις τη χαζή για να κοροϊδεύεις τον κόσμο. Αλλά δεν είναι ώρα για αστεία τώρα». Μου προσφέρει τσιγάρο. Το παίρνω και ρουφάω με λαχτάρα το φαρμάκι στα πνευμόνια μου. «Όλα αυτά που σου λέω τόσην ώρα – είναι επιτακτική ανάγκη να με ακούσεις. Σταμάτα να καυχιέσαι όταν είναι κι άλλοι μπροστά – ιδίως όταν είναι αυτός ο τύπος. Μην πεις κουβέντα για το πόσο καλή είσαι στη δουλειά σου. Μπορείς να το κάνεις αυτό;»

«Θα προσπαθήσω», λέει. Και το ξέρω πως είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μου υποσχεθεί.

«Αν ήμασταν στην Αφροδίτη, στον Άρη, οπουδήποτε αλλού, ίσως και να μην είχε τόση σημασία. Αλλά εδώ είναι οι Ηφαιστοειδείς, μωρό μου. Μια χούφτα κοτρόνες δυο βήματα από τον Ήλιο και, πίστεψέ με, ξέρω πολύ καλά πώς λειτουργούν οι Δώδεκα. Θέλουν να έχουν τον πλήρη έλεγχο στα πάντα. Και από τον Ποσειδώνα δεν πρόκειται να αφήσουν καμία και κανέναν να πάρει τη δουλειά απ’ τις Νηρηίδες. Το ότι σε αφήνουν να κάνεις τα δικά σου ως ελεύθερη επαγγελματίας δεν σημαίνει πως αρέσει κιόλας σ’ εκείνους τους καριόληδες».

«Μωρό μου, μου το λες συνέχεια εσύ ο ίδιος: είμαι μια φτωχοπουτάνα. Ποιος χέστηκε στον Ποσειδώνα για μένα;»

«Δεν ακούς τι σου λέω. Εδώ είναι οι Ηφαιστοειδείς. Αν ήμασταν στη Γη, θα υπήρχαν μερικές δεκάδες εκατομμύρια ακόμα συνάδελφοί σου και κανείς δεν θα ήξερε καν ότι υπάρχεις. Πόσες Νηρηίδες πιστεύεις πως έχουμε σ’ αυτό τον αστεροειδή;»

Δεν απαντά. Απλώς στέκεται και με κοιτάζει πίσω απ’ τον καπνό, με τα καταπράσινα μάτια της να τρυπούν την αχλή σαν σμαραγδένιες λεπίδες. Ξέρω πως δεν ήταν καν ανάγκη να της τα εξηγήσω όλα αυτά –είναι εκατό φορές πιο έξυπνη από μένα–, αλλά θέλει δουλειά για να την πείσεις. Κάποια πράγματα είναι στη φύση ορισμένων ανθρώπων· το να τα αποβάλουν είναι σαν να τους ακρωτηριάζεις ένα απόλυτα υγιές μέλος.

Ελπίζω τουλάχιστον να μην έχω ξεχάσει να δουλεύω το πριόνι για τα οστά.

Το χαμόγελο της Ιππολύτης σήμερα έχει κάτι το τρομακτικό. Σχεδόν μοχθηρό. Δεν μπορώ να εντοπίσω ακριβώς γιατί, αλλά για κάποιον λόγο υποπτεύομαι πως η τύπισσα είναι κάτι παραπάνω απ’ ό,τι λέει.

Κάθομαι με το κεφάλι σκυμμένο, με το βλέμμα στον πάγκο, ενόσω εκείνη περιφέρεται σερβίροντας τους έξι εφτά πελάτες του μαγαζιού, μεταξύ των οποίων δύο Νηρηίδες κι ένα Κήτος, απ’ ό,τι παρατηρώ. Κάνω τον απασχολημένο, ξύνοντας τη λίγδα από το πανάρχαιο συνθετικό ξύλο. Σκέφτομαι να σκαλίσω καμιά λέξη, μα δεν μου έρχεται τίποτα.

Τότε η Ιππολύτη γυρίζει στην μπάρα, κοιτάζει τη στάθμη του οτιδήποτε στο μπουκάλι μου, που έχει κατέβει ανησυχητικά, και μου φέρνει ένα καινούργιο.

«Έχω διάθεση για εξομολογήσεις απόψε», της λέω. «Θα ήθελες να παίξεις μαζί μου;»

«Τι εξομολογήσεις;»

«Δεν σε τρώει η περιέργεια να μάθεις πώς κατέληξα εδώ, γιατί κάνω ό,τι κάνω; Εγώ πάντως πολύ θα ήθελα να ξέρω κάποια πράγματα για σένα, αν μου επιτρέπεις».

Το σκέφτεται για λίγο. Έπειτα σηκώνει ψηλά το χέρι της, το κοπανάει τρεις φορές στον πάγκο και φωνάζει, «Εντάξει, κορίτσια κι αγόρια, το μαγαζί έκλεισε. Μπορείτε να πάρετε τα ποτά σας μαζί». Ύστερα χαμηλώνει τα φώτα κι αρχίζει να σπρώχνει τους μεθυσμένους προς την έξοδο. Το Κήτος κάνει μια αξιοθρήνητη προσπάθεια να διαμαρτυρηθεί, επικαλείται τους Δώδεκα και τους νόμους τους, αλλά ακόμα κι αυτός είναι σε τέτοια κατάσταση που του είναι αδύνατο ν’ αντισταθεί.

Όταν πια όλοι έχουν φύγει, βγάζει την ποδιά της, παίρνει ένα μπουκάλι για τον εαυτό της και μου δείχνει ένα τραπέζι.

«Φαίνεσαι χαρούμενη τελευταία», ξεκινάω την κουβέντα. «Σήμερα δε, έχεις μια χαρά σχεδόν σαν του αγριμιού».

Ανάβει έναν μπάφο, φυσάει μια τολύπη καπνού στο ταβάνι και μου χαμογελάει σαν αρπακτικό.

«Είπες πως έχεις διάθεση για εξομολογήσεις. Εσύ πρώτος».

Βγάζω το χασίσι μου και πιάνω να στρίβω. Το καινούργιο οτιδήποτε που μου έφερε μοιάζει λίγο με ουίσκι στη γεύση – με αυτό τουλάχιστον που αποκαλούν ουίσκι εδώ πέρα, στην κωλοτρυπίδα του ηλιακού συστήματος. Δεν κοιτάω καν την ετικέτα.

«Θα το κάνουμε με τη σειρά», λέω. «Πρώτα θα σου πω εγώ πώς κατέληξα εδώ και μετά εσύ». Ο καπνός με πνίγει κι αρχίζω να βήχω. Η Ιππολύτη χαμογελάει ξανά. «Κατά πάσα πιθανότητα, θα μπορούσα να ανακαλύψω από μόνος μου πώς βρέθηκες σε τούτα τα μέρη, αλλά προτιμάω να το ακούσω απ’ το δικό σου στόμα». Στ’ αλήθεια θα μπορούσα, εκτός κι αν ήρθε εδώ οικειοθελώς – κάτι που είναι ακριβώς όσο εξωφρενικό ακούγεται. Το να δουλεύεις για τους Δώδεκα έχει και τα καλά του μερικές φορές.

«Δεν νομίζω ότι θα τα κατάφερνες», λέει, σαν να διαβάζει τη σκέψη μου. Το στόμα της είναι όλο λυκίσια δόντια. «Όπως είπα όμως, εσύ πρώτος».

«Από πού είσαι;» τη ρωτάω. «Καταγωγή».

Σμίγει τα φρύδια.

«Κλέβεις. Είπαμε εσύ πρώτος». Ξεφυσάει. «Από τον Γανυμήδη», λέει τελικά. «Αλλά έχω γυρίσει πολύ».

«Έχεις μείνει καθόλου στη Γη;»

Το χαμόγελό της εξαφανίζεται.

«Όχι ιδιαίτερα. Θέλω να πω… ίσως είναι το μόνο μέρος στο ηλιακό σύστημα όπου ποτέ δεν ένιωσα να έχω θέση. Δηλαδή, και σε τούτη την κόλαση ακόμα, είμαι μια χαρά. Τη συνηθίζεις. Μα δεν μπορείς να συνηθίσεις τη Γη».

Γυμνώνω τα λίγα δόντια που μου απομένουν.

«Καταλαβαίνω τι εννοείς. Η Γη είναι η πατρίδα μου. Ούτε κι εγώ τη συνήθισα ποτέ». Στρίβω άλλον έναν μπάφο, τον σφηνώνω στο κενό ανάμεσα σε δύο μισοσάπια δόντια και ανάβω. «Είναι εντελώς γελοίο. Εκεί πέρα όλοι πιστεύουν πως είναι η αυθεντική ανθρωπότητα, πως όλοι εσείς οι υπόλοιποι είστε υποτακτικοί τους, ενώ στην πραγματικότητα συνεχίζουν να κάνουν αυτό που κάνουν εδώ και αιώνες – αυτό που οδήγησε τον κόσμο να ψάξει να βρει σπίτι σε άλλους πλανήτες εξ αρχής. Πάντα με τις ευλογίες των Δώδεκα, φυσικά».

«Δεν θα έλεγα ότι ο Γανυμήδης ή οποιοσδήποτε άλλος πλανήτης είναι δα και τα Ηλύσια Πεδία».

«Δεν είναι. Αλλά και πάλι».

«Φαντάζομαι πως εννοείς τον πόλεμο».

Πίνω μια γουλιά απ’ το ποτό μου, τρίβω το μάτι μου και παίρνω το σοβαρό μου ύφος.

«Είναι κι άλλα. Αλλά ναι, κυρίως εννοώ τον πόλεμο».

«Να υποθέσω, λοιπόν, ότι είσαι βετεράνος;»

Η απόπειρά μου να γελάσω καταλήγει σε έναν παροξυσμό βήχα.

«Μακάρι να ήμουν. Δεν έφτασα καν σε αυτό το σημείο». Τρίβω και πάλι το μάτι μου, αλλά αυτή τη φορά για να μη φανεί η υγρασία που έχει αρχίσει να μαζεύεται στις άκρες του. «Τα έχασα όλα όταν ήμουν παιδάκι ακόμα. Όλους. Η χώρα μου καταστράφηκε. Εξαφανίστηκε. Πίστεψέ με, δεν θέλεις να μπω σε λεπτομέρειες».

Τα αστραφτερά, μαύρα σαν τα μεσάνυχτα μάτια της και τα σφιγμένα χείλη της μου λένε ότι στην πραγματικότητα θέλει, αλλά εγώ είμαι εκείνος που θα προτιμούσε να το αποφύγει.

«Τέλος πάντων, με κάποιον τρόπο σώθηκα. Ανθρωπιστική βοήθεια. Έτσι το είπανε».

«Και σ’ έστειλαν εδώ;» Δείχνει να μη με πολυπιστεύει. Όποιος δεν έχει πάρει μια γερή δόση απ’ τον μητρικό μας πλανήτη πολύ δύσκολα θα συλλάβει το τι συμβαίνει εκεί πέρα.

«Στην πραγματικότητα, εγώ το διάλεξα. Οι επιλογές ήταν ή εδώ ή στην Ευρώπη».

«Καριόληδες», μουρμουρίζει. «Πόσο ήσουν;»

«Δεκάξι».

«Στην Ευρώπη». Φτύνει στο πάτωμα. «Αν τούτο το μέρος είναι η κωλοτρυπίδα του ηλιακού συστήματος, η Ευρώπη είναι το βρομερό μουνί του».

Έτσι είναι. Δεν μπορείς καν να επιβιώσεις εκεί έτσι όπως είσαι. Πρέπει να σε τροποποιήσουν. Και, αφού τους βάζεις σ’ όλον αυτό τον κόπο, είσαι αναγκασμένος να δουλεύεις δεκαπέντε ώρες Γης την ημέρα για λογαριασμό των Δώδεκα μέχρι να πεθάνεις.

Τότε παρατηρώ πως έχει κατεβάσει ολόκληρο το μπουκάλι που είχε μπροστά της. Μέχρι τώρα δεν την είχα δει ποτέ να πίνει πάνω από δύο ποτά. Σηκώνεται, σκύβει κάτω απ’ την μπάρα κι επιστρέφει με μια νταμιτζάνα μισογεμάτη με κάτι.

«Δοκίμασέ το», λέει.

Δοκιμάζω. Είναι ένα δροσερό κιτρινωπό υγρό, ευχάριστα ξινό και μ’ ένα άρωμα που μου θυμίζει τα ανθισμένα λιβάδια της παλιάς μου πατρίδας.

«Κρασί», απαντά στην ερώτηση που δεν πρόλαβα να κάνω. «Η Γη ακόμα έχει κάποια πράγματα να προσφέρει στην ανθρωπότητα».

Κάθομαι κι απολαμβάνω αμίλητος για αρκετή ώρα το παράξενο κι όμως τόσο γνώριμο ποτό. Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης. Αυτά τα πράγματα, οι εξομολογήσεις, θέλουν τον χρόνο τους.

«Σειρά σου», λέω τελικά.

Αφήνει ένα γελάκι.

«Τίποτα το φοβερό. Απλώς ήμουν η λησταρχίνα σε μια γυναικεία συμμορία. Ήταν ανάγκη πια να ξεφύγω από κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους, οπότε ήρθα εδώ. Τέλος».

«Κάτι μου λέει ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα».

«Δεν είναι. Αλλά σειρά σου τώρα. Πώς κατέληξες να μεταφέρεις κόσμο στον Τάρταρο;»

«Η απλή απάντηση είναι ότι κάποιος έπρεπε να το κάνει. Ας το έκανα εγώ, λοιπόν. Άλλωστε, αν δεν είναι κανείς πρόθυμος, οι Δώδεκα μπορούν να πείσουν πολύ εύκολα όποιον θέλουν».

«Και η σύνθετη απάντηση;»

«Δεν είναι και τόσο σύνθετη. Οι Δώδεκα με είχαν σώσει και είχα αρνηθεί να πάω στην Ευρώπη. Στην ουσία είμαι ιδιοκτησία τους. Έτσι αποφάσισα πως προτιμούσα να μη μάθω πόσο πειστικοί μπορούν να γίνουν».

«Και δεν σ’ ενοχλεί που κανείς δεν σε χωνεύει;»

«Έχω εσένα. Έχω την Κάσι. Μου φτάνουν αυτά».

«Ποια είναι η Κάσι;»

«Ίσως σου πω αργότερα. Σειρά σου τώρα. Θέλω την υπόλοιπη ιστορία. Και είμαι αρκετά σίγουρος πως κάποια σχέση έχει με τη μαύρη καρδιά στο όμορφο μουτράκι σου».

Αναστενάζει, σηκώνει την νταμιτζάνα απ’ το πάτωμα και γεμίζει με αργές κινήσεις τα ποτήρια μας μέχρι το χείλος. Τέσσερις πέντε σταγόνες μένουν να αιωρούνται στον αέρα ανάμεσά μας για λίγες στιγμές κι έπειτα αρχίζουν να πέφτουν σιγά σιγά προς το τραπέζι.

«Είχα λόγο που τον άφησα ζωντανό», ξεκινάει, μα ύστερα συνειδητοποιεί ότι αυτό που λέει δεν βγάζει νόημα. «Ξέρεις, όταν κάποιος είναι καλός σε αυτό που κάνει, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό, ο κόσμος αρχίζει να τον ζηλεύει. Ή και κάτι χειρότερο.

»Αυτό είναι στη ουσία· μια ιστορία ζήλιας. Μιας ζήλιας που ξεπέρασε κάθε όριο».

«Η ζήλια μπορεί να πάρει πολλές μορφές», λέω. «Και κάτι μου λέει πως δεν είναι ερωτική ιστορία τούτη δω».

Φτύνει ξανά.

«Είναι ιστορία μίσους. Τόσο απλά». Σηκώνεται όρθια, βγάζει απ’ την τσάντα της ένα σακούλι γεμάτο με μια μοβ σκόνη, βουτάει το δάχτυλό της μέσα και το σνιφάρει. Κάθεται ξανά και μου προσφέρει κι εμένα. Αρνούμαι ευγενικά. «Τι ξέρεις γι’ αυτές τις Νηρηίδες;»

Σηκώνω τους ώμους.

«Δεν έχω και ιδιαίτερες επαφές μαζί τους. Προτιμώ, θα μπορούσες να πεις, τις πιο παραδοσιακές λύσεις».

«Την Κάσι», λέει δήθεν αδιάφορα. Σχεδόν βλέπω κηλίδες αίματος στα λυκόδοντά της. «Να ξέρεις πάντως, μη σε πείσει κανείς πως ανήκουν τάχα μου σε κάποια προνομιούχα τάξη». Σνιφάρει μια πρέζα μοβ σκόνη ξανά κι ύστερα παραμερίζει το σακούλι. «Αντίθετα με τα Κήτη, θα προσέθετα».

«Δεν καταλαβαίνω πού το πας. Υποτίθεται πως θα μου έλεγες την ιστορία σου. Δεν θυμάμαι να είπες πως ήσουν ποτέ Νηρηίδα».

«Τόσα χρόνια δεν σε δίδαξαν την αρετή της υπομονής; Περίμενε και θα δεις». Κατεβάζει μονορούφι το κρασί της και ξαναγεμίζει το ποτήρι της προσεκτικά. «Έχω πάντα πάνω μου μια φωτογραφία του. Ίσως σου τη δείξω αργότερα. Ακόμα κι αν είχα αγαπήσει ποτέ, νομίζω πως και τότε θα κουβαλούσα τη φάτσα του καριόλη μαζί μου αντί για της αγάπης μου. Το μίσος είναι πολύ πιο δυνατό».

Δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω σ’ αυτό. Ακόμα θυμάμαι τη φάτσα του στρατιώτη που έσκισε την κοιλιά της εγκύου μάνας μου. Παράξενο, όμως. Δεν θυμάμαι το πρόσωπο της μητέρας μου. Έτσι μένω αμίλητος.

«Όπως είπα, λοιπόν, είχα λόγο που τον άφησα ζωντανό. Ήταν ένας δήθεν εκδικητής, κάτι τέτοιο. Με βούτηξε, με κλείδωσε σ’ ένα υπόγειο – και τι πιστεύεις πως αποφάσισε να κάνει μαζί μου; Δεν ζητούσε λεφτά και τέτοια πράγματα, όχι βέβαια. Ή μπορεί και να ζητούσε, αλλά η επικήρυξή μου να μην του ήταν αρκετή. Οπότε τι νομίζεις ότι σκέφτηκε;» Κάνει μια θεατρική παύση· με κάποιον παράξενο τρόπο, διαισθάνομαι ότι δεν το κάνει για το σασπένς. Όντως αναζητά το κουράγιο να το ξεστομίσει. «Αποφάσισε να με κάνει Νηρηίδα. Σαν να ήταν του Ποσειδώνα. Το πρώτο που μου πήρε ήταν η καρδιά μου».

Πιάνει σφιχτά το χέρι μου και το φέρνει κάτω απ’ το αριστερό της στήθος. Το μόνο που αισθάνομαι μέσα απ’ το δέρμα της είναι ένα άψυχο βούισμα.

«Και μετά απ’ όλα αυτά ήρθες στους Ηφαιστοειδείς;» Ακόμα δυσκολεύομαι να το πιστέψω.

«Είχα λόγο που τον άφησα ζωντανό. Δύο λόγους, για την ακρίβεια. Πρώτον, θέλω να κάτσω να τον βλέπω να μαραζώνει και ν’ αργοπεθαίνει. Δεύτερον, θέλω πίσω την καρδιά μου. Ακόμα κι αν το μόνο που μπορώ να κάνω πια μαζί της είναι να τη μοστράρω σ’ ένα ράφι».

Παλεύω να χωνέψω όσα άκουσα. Δεν είμαι καν βέβαιος αν πρόκειται για κάποιο παραμύθι που λένε στον Γανυμήδη ή αν μου λέει την αλήθεια. Αλλά κλίνω προς το δεύτερο.

«Αν υποθέσουμε ότι η καρδιά σου υπάρχει ακόμα», λέω, «τώρα πια θα είναι μονάχα ένα κομμάτι σάπιο κρέας. Χωρίς παρεξήγηση».

Η λύκαινα γυμνώνει και πάλι τους κυνόδοντές της.

«Δεν τον ξέρεις τον τύπο. Έχει καρδιές κοριτσιών σε βάζα πάνω απ’ το κρεβάτι του. Πιστεύει πως τις ακούει να χτυπάνε τη νύχτα».

Και τότε μου έρχεται, μέσα από την καταχνιά και τα σύννεφα του αλκοόλ στο κεφάλι μου.

«Σε βλέπω ασυνήθιστα χαρούμενη τελευταία. Να υποθέσω—;»

«Έρχεται. Μπορεί και να είναι ήδη εδώ».

Σηκώνεται πάλι, ψαχουλεύει την τσάντα της και βγάζει μια ταλαιπωρημένη φωτογραφία. Και τότε συνειδητοποιώ πως τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά απ’ ό,τι νόμιζα.

Γαμημένε Ποσειδώνα. Γαμημένοι Δώδεκα. Δεν θέλουν μονάχα να διαφεντεύουν τους πάντες και τα πάντα· θέλουν να συντρίψουν οτιδήποτε μπορεί να δείχνει πως υπάρχουν κι άλλες δυνατότητες, απαλλαγμένες από τη δική τους κυριαρχία.

Ομολογώ ότι όταν είδα τον παιδαρά, φοβήθηκα για την Κάσι. Τι ηλίθιος ήμουν. Δεν θα το έκαναν ποτέ αυτό από τον Ποσειδώνα. Το πρόβλημά τους δεν είναι η ίδια η Κάσι· δεν μπορεί να βλάψει πραγματικά τα συμφέροντά τους. Το πρόβλημα είναι αυτό που εκπροσωπεί.

Κάθομαι στο κρεβάτι. Η Κάσι κλαίει στον ώμο μου. Όταν ήρθαν και πήραν την Άντι, στάθηκε ψύχραιμη σαν βράχος, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της στο ακέραιο. Όταν πήγε κι ο παιδαράς μαζί τους, μου έριξε ένα βλέμμα που έλεγε «Συγγνώμη που δεν σε πίστεψα». Όταν την ενημέρωσαν τι σκόπευαν να κάνουν, απλώς κατέρρευσε. Μου πήρε καμιά ώρα να τη συνεφέρω.

«Μωρό μου. Ανδρομέδα μου». Αυτό είναι το μόνο που βγαίνει απ’ το στόμα της, ανάμεσα στους λυγμούς. Η γλώσσα της αρνείται να ονοματίσει αυτό που επίκειται. Ο νους της προσπαθεί να σβήσει, ξέρω όμως πως η Κάσι δεν θα του το επιτρέψει. Η Κάσι δεν είναι δειλή.

Και τα δάκρυα που αναβλύζουν από τα μάτια της και ανακατεύονται με το αίμα στα μάγουλά της την κάνουν το ωραιότερο θέαμα που έχει δει ποτέ του άνθρωπος.

Η Κάσι δεν είναι δειλή, μα δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που θα κατάφερνε να διατηρήσει τα λογικά του αν του ανακοίνωναν πως σκόπευαν να δέσουν την κόρη του σ’ έναν βράχο και να στείλουν τα Κήτη να τη γαμήσουν μέχρι θανάτου. Και ξέρω πολύ καλά πως τα Κήτη είναι απολύτως ικανά και πρόθυμα να το κάνουν. Εδώ που τα λέμε, το μυαλό της Κάσι λειτουργεί μια χαρά σε σχέση με το πώς θα ήταν το δικό μου αν ήμουν στη θέση της.

Αν με ρωτούσε κανείς, θα έλεγα ότι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου είναι η ελπίδα, γιατί όταν τελικά γίνει κομμάτια, όπως συμβαίνει συνήθως, ο αντίκτυπος της τραγωδίας πολλαπλασιάζεται. Τόσο απλά.

Μα νιώθω ότι κάτι πρέπει να πω, ότι κάτι πρέπει να κάνω.

Δεν είναι παρά ένα παμπάλαιο αντανακλαστικό. Αρχαίο όσο η ίδια η ανθρωπότητα. Το να προσπαθείς να δώσεις ελπίδα στους άλλους. Κι ύστερα σου λένε πως όλα τα ένστικτα έχουν τη χρησιμότητά τους.

«Τα μάτια σου ανοιχτά. Υπάρχουν έξοδοι. Κάπου υπάρχει ένα φως. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά τρυπάει το σκοτάδι», ψιθυρίζω στο αυτί της Κάσι και, καθώς εκείνη γυρίζει να με κοιτάξει γεμάτη απορία, ψιθυρίζω: «Ξέρω μια μοναχική λύκαινα».

Κανονικά αυτού του είδους τα πράγματα γίνονται στον Τάρταρο, αλλά φαίνεται ότι στον Ποσειδώνα έχουν πάρει την υπόθεση πολύ στα σοβαρά. Σκοπεύουν να το κάνουν εδώ, σε κοινή θέα. Θέλουν η Κάσι να γίνει παράδειγμα για όλους. Δεν τους αρκεί να καταστρέψουν απλώς τη ζωή της για πάντα· θέλουν να γκρεμίσουν τα όνειρα κάθε γυναίκας στους Ηφαιστοειδείς που μπορεί να τόλμησε κάποτε να φανταστεί πως αξίζει κάτι παραπάνω απ’ ό,τι θέλουν οι περισσότεροι να πιστεύει. Έτσι δεν έχω να μεταφέρω την Άντι, πρέπει όμως να προεδρεύσω στην όλη ιστορία. Κάτι που θα με κάνει ακόμα πιο μισητό στους συμπατριώτες μου, ωστόσο ταιριάζει μια χαρά στα σχέδιά μας.

Όταν μίλησα στην Ιππολύτη γι’ αυτό, με κοίταξε δήθεν ξαφνιασμένη.

«Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω;» είπε.

Άναψα ένα τσιγάρο, έστειλα τον καπνό να στροβιλιστεί προς το πρόσωπό της και χαμογέλασα.

«Δεν ήμουν τόσο μεθυσμένος εκείνη τη βραδιά που να μη θυμάμαι τι μου είπες. Και είμαι αρκετά σίγουρος πως αν υπάρχει κάποιος εδώ πέρα που να μπορεί να σταματήσει αυτή την κτηνωδία, αυτή είσαι εσύ· εξάλλου, ακόμα δεν σου έχω πει το καλύτερο».

Είχαν δώσει στην Κάσι μια τσάντα με τα υπάρχοντα της Άντι, ό,τι είχαν βρει στο δωμάτιό της και πάνω της. Έτσι, για να το παίξουν πονόψυχοι ή κάτι τέτοιο – πράγμα που δεν έχει κανένα νόημα από τη στιγμή που μιλάμε για τους Δώδεκα, υποπτεύομαι όμως ότι ήταν η απέλπιδα προσπάθεια κάποιου από τους πράκτορές τους να αποδιώξει τις Ερινύες του. Αυτό που ξέχασε ωστόσο να κάνει ήταν να ψάξει τα πράγματά της.

Γλίστρησα το χέρι μου στην τσέπη του πουκαμίσου μου κι έβγαλα ένα μικροσκοπικό μενταγιόν από σιδηροπυρίτη. Το άνοιξα και το έδωσα στην Ιππολύτη.

«Είναι η Άντι με τον γκόμενό της», είπα.

Η λύκαινα ούρλιαξε.

Η Άντι είναι αλυσοδεμένη σ’ έναν επίπεδο βράχο, γυμνή. Μεταλλικοί κρίκοι κρατούν τα πόδια της ανοιχτά. Η Κάσι είναι στο πλευρό της με το κεφάλι σκυμμένο, ωστόσο διατηρεί την αξιοπρέπειά της έτσι όπως κανείς άλλος δεν θα μπορούσε, είτε σε αυτήν εδώ είτε σε οποιαδήποτε άλλη πέτρα που περιφέρεται στην παραφροσύνη του απέραντου σκοταδιού.

Δεν της έχω πει για το σχέδιό μας. Δεν ήθελα να της δώσω ελπίδες· δεν μπορούσα να το ρισκάρω. Έτσι στέκομαι ακίνητος, κοιτάζω την Άντι και διαβάζω μεγαλόφωνα κάτι μαλακίες που δεν καταλαβαίνω καν, κάτι που υποτίθεται ότι δικαιολογεί νομικά όλη τούτη τη φρίκη.

Έξι Κήτη στέκονται στη σειρά. Είναι γυμνοί, ιθυφαλλικοί. Δεν νομίζω να έχουμε περισσότερους από δαύτους στον αστεροειδή μας, μα ξέρω πολύ καλά πως έξι είναι αρκετοί. Δεν είναι άντρες αυτοί· είναι κτήνη. Καμιά εικοσαριά Νηρηίδες είναι παραταγμένες σε ημικύκλιο πίσω από τον βωμό όπου θα γίνει η θυσία, έτοιμες να ψυχαγωγήσουν το πλήθος μόλις τελειώσει η διαδικασία. Γαμημένε Ποσειδώνα. Πάντα πρόθυμος να προσφέρει διασκέδαση. Όσο μιλάω, παρατηρώ προσεκτικά τα ανέκφραστα, άσπιλα πρόσωπά τους. Η Ιππολύτη είχε δίκιο· δεν υπάρχει σπίθα χαράς ή οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος στα μάτια τους. Στην Κάσι βλέπεις την περηφάνια ή την απέχθειά της για ό,τι της συμβαίνει. Τούτα δω τα κορίτσια απλώς κάνουν ό,τι τους λένε. Δεν ξέρω αν μπορούν να αισθανθούν οτιδήποτε.

Ο παιδαράς στέκεται λίγο παραδίπλα. Αγωνίζεται να κρατήσει την έκφρασή του αυστηρή, αλλά του είναι αδύνατο να συγκρατήσει το μειδίαμά του. Το ξέρω το σινάφι του. Θα θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο σ’ αυτό· θα μπει στο παιχνίδι όταν η Άντι χάσει τις αισθήσεις της, ή ίσως ακόμα και να την πηδήξει αφού πεθάνει. Το ξέρω το σινάφι του, και η Ιππολύτη το ξέρει κι εκείνη. Σ’ αυτό ποντάρω.

Δεν τολμώ να την αναζητήσω στο πλήθος. Άλλωστε το πιθανότερο είναι να μην την εντοπίσω. Δεν θέλω όμως κάποιο Κήτος ή ο παιδαράς να δουν το βλέμμα μου να περιφέρεται, γιατί τότε μπορεί να υποψιαστούν πως κάτι πρόκειται συμβεί και ότι εγώ είμαι μέρος του.

Ναι. Η Κάσι δεν είναι δειλή, εγώ όμως είμαι.

Μόλις αναγγείλω πως όλα είναι έτοιμα για να ξεκινήσει η θυσία, τα Κήτη κάνουν μερικά βήματα προς τον βράχο. Παρατηρούν την Άντι λες και δεν έχουν αποφασίσει αν είναι του γούστου τους, κι έπειτα ο πιο κοντινός γραπώνει το τεράστιο πέος του και το οδηγεί στον ανοιχτό κόλπο της. Όχι. Το παραδέχομαι ότι οι τσόντες μού κρατούν καλή συντροφιά, αλλά τούτο δω είναι κάτι που κανείς άνθρωπος που στέκεται στα λογικά του δεν θα έπρεπε να αντέχει να δει. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, συγκεντρωμένα στο θέαμα.

Και τότε εμφανίζεται η Ιππολύτη.

Με τόσο αδύναμη βαρύτητα, είναι σχεδόν αδύνατο να χρησιμοποιήσεις οποιουδήποτε είδους εκηβόλο όπλο – πόσο μάλλον αν δεν έχεις ζήσει εδώ. Μα δεν είναι αυτό το στιλ της Ιππολύτης. Είναι φόνισσα κανονική · κινείται σαν τίγρη με τα βήματα της γάτας.

Προτού συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, τρία Κήτη βρίσκονται ήδη στο έδαφος, παλεύοντας να κρατήσουν το αίμα και την ανάσα τους, να μη χυθούν έξω απ’ το κομμένο λαρύγγι τους. Οι υπόλοιποι τρεις σχηματίζουν ένα τόξο και κάνουν να κινηθούν εναντίον της. Οι Νηρηίδες αρχίζουν να πλησιάζουν κι αυτές. Αν το αλκοόλ και το μουνί είναι το νόμισμά μας, το καυλί και τα βυζιά είναι ο νόμος.

Με μία και μόνη κίνηση, η Ιππολύτη κόβει τους ορθωμένους φαλλούς και των τριών Κητών. Ενώ οι γαμιάδες δήμιοι πέφτουν στα γόνατα προσπαθώντας να συλλάβουν αυτό που τους συμβαίνει με το ξέχειλο από τεστοστερόνη μυαλό τους, εκείνη παίρνει τα κλειδιά για τις αλυσίδες της Άντι, που είναι κρεμασμένα στον λαιμό μου, χωρίς να μου ρίξει ματιά. Στέκομαι μαρμαρωμένος· δεν χρειάζεται καν να προσποιούμαι πια. Μια Νηρηίδα κάνει κίνηση προς το μέρος της, και η Ιππολύτη γρυλίζει. Το μισοανθρώπινο κορίτσι πισωπατεί. Συνειδητοποιώ πως δεν είναι από φόβο· δεν είναι καν θέληση για ζωή· είναι ότι δεν δίνει δεκάρα αν τα σχέδια του Ποσειδώνα πάνε κατά διαόλου. Δεν τη νοιάζει αρκετά ώστε να διακινδυνεύσει οτιδήποτε.

Η Ιππολύτη αρπάζει την Άντι, που τρέμει ακόμα, κι εξαφανίζεται στους δρόμους. Δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς να δει πού πηγαίνει. Ναι, όλοι ήθελαν να παρακολουθήσουν την εκτέλεση, ιδίως μια εκτέλεση τόσο απάνθρωπη. Δεν έχει καμία σημασία το ότι κάλλιστα θα μπορούσαν να βρίσκονται οι ίδιοι στη θέση του θύματος.

Μένω ακίνητος. Μου φαίνεται σαν να περνάνε ώρες. Ο πλήθος ζητωκραυγάζει. Αποφασίζω να διακινδυνεύσω να ρίξω μια ματιά – και να τος: ο παιδαράς είναι εκεί που τον άφησα, μόνο που μια βαθιά μαχαιριά χάσκει στο μάγουλό του. Φαίνεται να μην καταλαβαίνει τι γίνεται. Και η πληγή δεν μοιάζει καθόλου με αυτές της Κάσι, τις αυλακιές που στολίζουν την ομορφιά της κι αφήνουν το φως να ξεχυθεί από μέσα της· τούτο δω είναι απλώς ένα άσχημο, βαθύ κόψιμο που χωρίζει το μούτρο του στα δύο κι αφήνει τα δόντια του να φαίνονται μέσα από τη σχισμένη σάρκα.

Αργά. Βασανιστικά. Έτσι θα πεθάνεις. Σχεδόν ακούω την Ιππολύτη να ψιθυρίζει μέσα στο κεφάλι μου.

Τελικά αποφασίζω να κάνω τρία βήματα, φτάνω την Κάσι και την αγκαλιάζω απ’ τους ώμους.

«Έλα να σε πάω σπίτι», της λέω. «Η Άντι είναι καλά».

Γνέφει με μάτια υγρά, που λάμπουν όπως η πρωινή δροσιά πάνω στο φρέσκο χορτάρι κάποτε στη Γη. Δεν της λέω πού βρίσκεται η κόρη της. Ξέρω πως τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.

Η Κάσι μού το ανακοινώνει η ίδια. «Θα πρέπει να με πάρεις στη βάρκα σου. Στον Ποσειδώνα δεν ανέχονται την ήττα. Πρέπει να τιμωρηθώ όπως και να ’χει. Μόνο που αυτή τη φορά θα γίνει στον Τάρταρο, για να αποφύγουν τυχόν, εμ, παρεμβάσεις». Με κοιτάζει με μάτια σαν στάσιμα νερά. «Δεν πρόλαβα να σ’ ευχαριστήσω, έτσι;»

«Με είδες να κόβω τα λαρύγγια εκείνων των τύπων και να φυγαδεύω την Άντι;»

Η Κάσι χαμογελάει. Το κάτω χείλος της έχει ματώσει. Είναι σαν να φοράει το πιο φλογερό κραγιόν που έχω δει ποτέ μου.

«Ήθελα μόνο να πω πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που έκανες, δεν χρειάζεται να το ξανακάνεις για χάρη μου. Σ’ ευχαριστώ που έσωσες την Άντι. Είναι παραπάνω από αρκετό».

Με φιλάει στο στόμα· γεύομαι μέταλλο και αλάτι.

«Τι θ’ απογίνει;» ρωτάει.

«Θα πάρει το επόμενο πλοίο για την Αφροδίτη ή όπου αλλού τη βγάλει ο δρόμος. Δεν τολμούν πια να την αγγίξουν, ακόμα κι αν ήξεραν πού βρίσκεται. Οι προλήψεις δίνουν και παίρνουν εδώ. Ο κόσμος νομίζει πως την έσωσε η Ειμαρμένη. Είναι κάτι σαν τοπική ηρωίδα πια. Ως κι οι Δώδεκα ξέρουν πότε πρέπει να τα παρατήσουν».

Δεν ρωτάω την Ιππολύτη γιατί άφησε το καθίκι να ζήσει. Δεν τη ρωτάω τι σχέδια έχει γι’ αυτόν. Απλώς της λέω τα νέα.

«Έχεις χώρο στο σκάφος σου για να κρυφτώ;» ρωτάει μονάχα.

«Σπάνια μεταφέρω πάνω από έναν επιβάτη. Αλλά υπάρχει το αντλιοστάσιο. Μπορείς να χωθείς εκεί, αν δεν σε ενοχλεί η ζέστη και τα γράσα».

«Τέλεια».

Στρίβω έναν μπάφο και τον χτυπάω νευρικά στο τραπέζι.

«Και πώς νομίζεις ότι θα φύγεις από κει πέρα; Αν δεν το ξέρεις, κανείς δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα για καιρό στον Τάρταρο. Ούτε καν εσύ».

«Έχω κάνει τις συνεννοήσεις μου. Απλώς πήγαινέ με».

Ξέρω πως είναι πράγματα που δεν μου έχει πει ακόμα. Ξέρω πως γνώριζε ότι θα συνέβαινε αυτό – ότι σ’ αυτό ακριβώς πόνταρε. Μα δεν ρωτάω. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται ούτε ότι θέλω να μάθω περισσότερα.

Ο Τάρταρος είναι ο μεγαλύτερος Ηφαιστοειδής, καθώς και ο πιο πυκνοκατοικημένος. Το ότι οι περισσότεροι κάτοικοί του είναι νεκροί ή ζωντανά πτώματα δεν αλλάζει τίποτα.

Ο θόλος στη σκοτεινή του πλευρά είναι διαφανής, έτσι ώστε οι κατάδικοι να έρχονται αντιμέτωποι με την παραφροσύνη του επέκεινα· παρά τη μικρή απόστασή του από τον Ήλιο, το κλίμα είναι σαν να βρίσκεσαι στον Ουρανό ή κάπου εκεί· το έδαφος είναι σπαρμένο με κοφτερά βράχια, γιγάντια θηρία από πέτρα με ξεδοντιάρικα στόματα και γαμψά νύχια. Τίποτα δεν ζει εδώ· μονάχα τρέλα και δυστυχία. Και κανείς δεν έρχεται ποτέ, πέρα από εμένα και τους καινούργιους κατοίκους.

Αλλά σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώς. Προσεδαφίζομαι μαζί με μια συνοδεία από πλοία του Ποσειδώνα που μεταφέρουν Κήτη για ενισχύσεις, καθώς και αξιωματούχους – λες και οι παρουσία τούτων των παχύσαρκων κηφήνων με την ποδάγρα μπορεί να αποθαρρύνει τον οποιονδήποτε.

Με αφήνουν να συνοδεύσω την Κάσι στον τόπο της τιμωρίας της. Δεν ρωτάω τι θα συμβεί· δεν θέλω να ξέρω. Το τραχύ έδαφος πληγώνει τα πέλματά μου και τα γέρικα πόδια μου παραπονιούνται, μα επιμένω. Γυρίζω και βλέπω την Κάσι στο πλευρό μου, κι εκείνη μου χαρίζει το πληγωμένο της μαργαριταρένιο χαμόγελο. Σκύβω το κεφάλι και συνεχίζω τον δρόμο μου.

Μόλις φτάνουμε, βλέπω ότι ήδη έχει αρχίσει να μαζεύεται κόσμος. Μόνο που τούτο δω το πλήθος είναι εντελώς άλλο πράμα, και δεν μπορώ να το κατηγορήσω που βρίσκεται εδώ. Είναι απίστευτο τι σου κάνει αυτός ο τόπος. Ίσως η κοσμική ακτινοβολία περνάει από τον θόλο· ίσως είναι μονάχα το σκοτάδι και η μοναξιά και το κρύο. Πελώρια, ολοστρόγγυλα κεφάλια, μάτια πεταγμένα έξω απ’ τις κόγχες τους σαν νεογέννητες κάμπιες, άκρα που λυγίζουν σε γωνίες που δεν θα έπρεπε. Κι έπειτα, είναι και τα ερπετά: θα ’λεγες πως έχουν αιώνες να σταθούν ορθοί· τα γόνατα και τα πέλματά τους είναι τόσο φαγωμένα που φαίνονται τα κόκαλα από μέσα· τα κεφάλια τους φαλακρά, τόπους τόπους λείπουν κομμάτια δέρμα· και πολλοί έχουν καλυμμένα τα μάτια τους μ’ ένα ματωμένο κουρέλι. Ίσως δεν αντέχουν άλλο να βλέπουν.

Κάποιος στήνει έναν φανοστάτη. Το φως ίσα που αρκεί ώστε να είναι ορατό το σκηνικό, όχι όμως και ο χώρος τριγύρω. Σκίζουν τα ρούχα της Κάσι και τη βάζουν να ξαπλώσει σ’ έναν βράχο.

«Δεν χρειάζεται να με δέσετε», τους λέει. «Θα είμαι καλό κορίτσι». Γελάει, και συνειδητοποιώ πως τα λογικά της ισορροπούν σε τεντωμένο σκοινί.

Έπειτα τα Κήτη παίρνουν θέση. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι τα καυλιά τους που τραβούν την προσοχή – είναι αυτά που κρατάνε στα χέρια τους: σκουριασμένες λεπίδες και παγοκόφτες και τανάλιες κι ό,τι άλλο βάλεις με τον νου σου. Και αυτός που στέκεται τώρα στην κεφαλή της παράταξης δεν είναι Κήτος. Του ρίχνω μια ματιά γεμάτη ατόφιο μίσος. Δεν με νοιάζει πια. Εκείνος χαμογελάει. Έπειτα κάνει την πρώτη τομή – ένα μακρύ κόψιμο που ξεκινά από τις ρίζες των μαλλιών της Κάσι και φτάνει μέχρι το σαγόνι της, περνώντας πάνω από το δεξί της μάτι. Θέλω να το βάλω στα πόδια και ταυτόχρονα δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Η ομορφιά της λάμπει, ακτινοβολεί όσο ποτέ άλλοτε, σκίζει τούτη την παγερή σκοτεινιά σαν τη φωτιά του ίδιου του Ήλιου, που κατακαίει την άλλη πλευρά του αστεροειδούς.

Ενώ ο παιδαράς κάνει στην άκρη για να δώσει τη σειρά του στο πρώτο Κήτος, τα γέρικα μάτια μου πιάνουν μια κίνηση ανάμεσα στις σκιές. Το μόνο που βλέπω είναι μια μαύρη μορφή, ψηλή, λεπτή, περήφανη, και σαν να διακρίνω μια ακόμα πιο σκοτεινή απόχρωση του μαύρου κάτω απ’ το αριστερό της μάτι.

Κάνω μερικά βήματα πίσω. Η μορφή συσπειρώνεται. Μου φαίνεται πως ακούω μια μακρινή ηχώ από γέλιο, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Δεν νομίζω ότι έχω ακούσει ποτέ λύκο να γελάει. Μα από την άλλη, δεν θα το θυμόμουν, ακόμη και να είχα.

Ο τύπος πίσω απ’ τον πάγκο είναι παλιός εδώ. Σερβίρει τα ποτά με δεξιοτεχνία και, το πιο σημαντικό, μου ρίχνει μια δολοφονική ματιά με το που με βλέπει. Μα ύστερα το βλέμμα του μαλακώνει. Ο κόσμος δεν ξέρει πια τι γνώμη θα πρέπει να έχει για μένα. Ούτε καν στον Ποσειδώνα ξέρουν.

Κάθομαι σ’ ένα σκαμπό και περιμένω να τελειώσει αυτό που κάνει. Με τα δάχτυλά μου χαϊδεύω τον πάγκο σαν να είναι παλιός φίλος. Πάνω του έχει μια στρώση βρομιάς· πρέπει να έχει δεκαετίες να καθαριστεί. Πάνω στη λίγδα, διακρίνω μια γρατζουνιά. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο – ένα τόξο που καταλήγει σε μια κατσαρή δαντέλα.

Τίποτα δεν είναι το ίδιο από τότε που έφυγε η Ιππολύτη, κι ωστόσο τούτο δω είναι το μοναδικό μέρος στο οποίο έρχομαι πια, τώρα που ούτε η Κάσι είναι εδώ. Ακολουθώ το σημάδι στον πάγκο. Χωρίς να το καταλάβω, τα δάχτυλά μου πιάνουν να χαράζουν ένα σχήμα. Όταν το κοιτάζω, συνειδητοποιώ πως μοιάζει με καρδιά. Μια καρδιά σκαλισμένη στη γλίτσα, με το σκούρο συνθετικό ξύλο να φαίνεται από μέσα. Μένω να την παρατηρώ για κάμποσες στιγμές. Έπειτα σκαλίζω ένα χαμόγελο στο κέντρο της. Από κάτω γράφω:

Είσαι υπέροχη. Οι θεοί προσμένουν να σ’ απολαύσουν.

Δεν είμαι βέβαιος, αλλά νομίζω ότι θα ήθελα να περάσει κάποτε από δω και να το δει.

Κύλιση στην κορυφή