© Anonymous, Vienna 1933

Αγγελική Πεχλιβάνη

Η γενιά του ’70: μια γενιά αυτοαναφορική

Η αυτοαναφορικότητα στην ποίηση (ή ποιήματα ποιητικής) είναι η προσπάθεια των ποιητών να μιλήσουν για την τέχνη τους αυτή καθ’αυτήν, τον ρόλο της και το χρέος τους ως ιστορικών υποκειμένων, την ποιητική διαδικασία και την πάλη τους με τη γλώσσα ώστε αυτή να μορφοποιηθεί σε γλώσσα ποιητική –μια γλώσσα ανοίκεια, μη εγκιβωτισμένη στα συμφραζόμενα της πραγματικότητας, διαφορετικής οργάνωσης από την πληροφοριακή, καθημερινή γλώσσα. Είναι, θα λέγαμε, ένας μεταγλωσσικός αναστοχασμός που στοχάζεται επί της γλώσσας διά της γλώσσας, που «φιλοσοφεί» επί της ποίησης διά της ποίησης. Η αυτοαναφορικότητα δεν καθίσταται γνώρισμα μόνο της μετανεωτερικής εποχής, πολύ περισσότερο δεν αποτελεί προσφιλές θέμα μόνο της γενιάς του ’70[1] Η ποιητική γενιά του ’70, όπως και κάθε γενιά, είναι μια γραμματολογική σύμβαση. Πέραν της δεκαετίας του ’70 που κρίσιμες ιστορικές συνθήκες «επέβαλαν» κοινά γνωρίσματα στους ποιητές τής εν λόγω γενιάς, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, και υπό την επίδραση της μετέπειτα γενιάς του «ιδιωτικού οράματος», οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’70 ακολούθησαν κατά κανόνα προσωπικούς ποιητικούς δρόμους.. Ο λόγος περί ποίησης μέσα από την ίδια την ποίηση ανιχνεύεται από τον Όμηρο. Η θεματολογία της γενιάς του ’70 είναι ευρεία και πολλές φορές εστιάζεται σε θέματα ήσσονος σημασίας, αξιοποιώντας το χθαμαλό, το περιφερειακό και το «άνευ λόγου». Όμως όλα αυτά «τα ελάσσονα» περιστρέφονται σαν δορυφόροι γύρω από τα βασικά θέματα της ποίησης (που ούτως ή άλλως είναι ελάχιστα): τον έρωτα, τον θάνατο, τον χρόνο, την ελευθερία, τη μοναξιά και φυσικά την ποίηση. Όπως λέει και ο Ν. Βαγενάς, μεταγράφοντας Στίβενς Γουάλας, στην Πτώση του ιπτάμενου:

Η ποίηση είναι το θέμα του ποιήματος.
Απ’ αυτήν το ποίημα βγαίνει και σ’ αυτήν
γυρίζει.

Στη γενιά του ’70, πάντως, τα ποιήματα ποιητικής πολλαπλασιάζονται. Πέραν των θεωρητικών κειμένων που γράφονται για την ποίηση από αρκετούς εκπροσώπους της (Στεριάδης, Βαγενάς, Ιατρόπουλος, Παπαγεωργίου κ.ά.), καθώς και του δημόσιου λόγου που παράγεται από πλείστους στα μέσα ενημέρωσης (συνεντεύξεις, παρουσιάσεις, εκπομπές κ.τ.λ.), η ανάγκη τους να μιλήσουν για την ποίηση μέσα από το ποιητικό τους έργο είναι τέτοια, που τους ωθεί σε ένα σχεδόν πληθωριστικό αυτοαναφορικό λόγο. Συχνά αποπειρώνται να ορίσουν την ποίηση

Ποίηση –ή, καλύτερα, αναίρεση του μηδενός–
είναι μια σκοτεινή λειτουργία του φωτός, που συν-
τελείται βαθύτερα από κάθε τι στο αίμα.
(Ν. Βαγενάς)

και

Ποίηση […]
περηφάνια του ανθρώπου
και των πραγμάτων.
Έρωτας ανάμεσα σε δύο δρόμους
που εκτοξεύει η φρενίτιδα.
Βαθιά ηδονή συλλεγμένη
απ’ τον σκοτεινό κόσμο.
(Λ. Πούλιος)

αλλά και να περιγράψουν τη διαδικασία της γραφής, βάζοντάς μας, (έστω και από την πίσω πόρτα), στο ποιητικό τους εργαστήριο

Το φαρμακείο
Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο, με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως. Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων – εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές – όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική… Όπως ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές – προηγούμενες και επόμενες – και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Τη βρίσκω αμέσως. Αρχίζω να παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω […] (Γ. Κοντός)

και

Ιντερμέδιο
Είναι δύσκολο να γραφτούν τα ποιήματα χωρίς μέτρο
αναγκαστικά καταφεύγει κανείς σε εσωτερικούς ρυθμούς
κάτι σαν λάλαλα, λαλάλα ή λαλαλά∙ δυο τρεις
απ’ τους καλύτερους σφίγγουν τα λουριά
στα συνθεσάιζερ κι ανακατεύουν σάμπα με συρτό
[…] (Π. Θεοδωρίδης)

Άλλοτε καταθέτουν τις απόψεις τους για τον ποιητή

[…] κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γατζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόμος
για μια μόνο στιγμή
κι αποτεφρώνονται.
(Γ. Βαρβέρης)

και αυτοσυστήνονται ποιητικά με διονυσιακό πάθος

Εκόμισα εις την τέχνη
το γκρίζο λόγο της νιότης,
την πληγωμένη ανταύγεια της μοναξιάς
τη δίψα
τη νύχτα
και την περήφανη πινελιά.
(Λ. Πούλιος)

Κάποιες φορές –ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο της παραγωγής τους– αρκετοί της γενιάς του ’70 αποδίδουν στην ποίηση επαναστατικό, ανατρεπτικό χαρακτήρα

Πρέπει αν είμαι ποιητής τώρα να τα αποδείξω
να απασφαλίσω τον εκρηκτικό μηχανισμό
που κουβαλάω κρυμμένο στο κρανίο μου
ν’ ανατινάξω τα τοιχώματα της σκέψης
να ξεχυθούνε τα μυαλά μου σα ροδιού ρουμπίνια
σαν πυρωμένα θραύσματα υπέροχης οβίδας
σφυρίζοντας μες στον αέρα απειλητική
όπως σφυρίζει η ποίηση όταν ποίηση είναι
(Α. Χιόνης)

και

Το ποίημα παντοδύναμο
σα μυθικός ποταμός
γενάτο
με τα φυσεκλίκια σταυρωτά
κατεβαίνει κορνάροντας
[…] (Τ. Μαστοράκη)

Αυτή η εξεγερτική δύναμη δεν στρέφεται μόνο κατά του πολιτικού συστήματος και του κοινωνικού κατεστημένου, αλλά εναντίον και της «παλιάς» ποίησης. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο ποίημα ενός από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70, του Λ. Πούλιου, που ταυτόχρονα αποτελεί και ένα είδος ποιητικής αυτοπαρουσίασης:

Του λύκου η προσταγή
Ο λύκος με πρόσταξε να υπάρχω.
Να μισείς τον ήλιο τον παλιό, είπε.
Ν’ ανακατώνεις ρόδο και πέτρα,
ελάφι και άνεμο,
αγάπη και μίσος,
άνθρωπο και ραδίκι.

Αρκετές φορές, η ποιητική διαδικασία παραλληλίζεται με την ερωτική πράξη/ερωτικό συναίσθημα:

Απ’ όλες τις λέξεις που συναντώ
παρακολουθώ τις πιο όμορφες.
Τις πιο λεπτές, τις πιο σφιχτές

τις πιο νέες.
Τις φαντάζομαι γυμνές, κυριολεκτικές.
Δίχως επίθετα και σαχλαμάρες.
Τις περιμένω αργά το μεσημέρι.
Όταν επιστρέφουν
Ανέμελες και ξεμοναχιασμένες
και τους ρίχνομαι εκεί
[…] (Γ. Πατίλης)

ή

[…] Άλφα ο άντρας κ’ η γυναίκα Ωμέγα∙
ω η γυναίκα ω
και οι καμπύλες της
πύλες του αλφάβητου.
Τάχα θα καταφέρω να ενώσω αυτά τα γράμματα σε
Λόγο;
(Γ. Υφαντής)

και κάποτε προβάλλεται ο σωτήριος ρόλος της ποίησης, ο παρηγορητικός, ακόμα και εξαγνιστικός, χαρακτήρας της. Γράφει ο Γ. Κοντός:

[…] Φεύγω ταξίδι
με άδειο τσουβάλι, πάω για πέτρες-
πάω για ιδέες. Βρίσκω όαση-
βρίσκω ποιήματα. Πλένομαι, εξαγνίζομαι,
θυσιάζω
[…]

και ο Α. Φωστιέρης καταθέτει με αμεσότητα:

Η νύχτα απόψε βρέχει όλους τους φόβους μου
εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως
χτίζω με νύχια και με δόντια ένα ποίημα
λαχανιασμένος μπαίνω να προφυλαχτώ
και κλείνω πίσω μου τον τελευταίο στίχο.

Από την άλλη, ο Θ. Νιάρχος θεωρεί την ποίηση –με έναν αναχρονιστικό και ίσως κοινότοπο ρομαντισμό– προϋπόθεση οντολογίας και κοσμολογίας

Όταν σωπάσουν οι ποιητές
ο κόσμος πεθαίνει από ύπνο μακρύ

και ο Μ. Πρατικάκης προεκτείνει τον λυτρωτικό της ρόλο στο επέκεινα

Η ποίηση λοιπόν είναι μια μουσμουλιά
στη μέση του χρόνου και την άκρη του δρόμου
για να περνούν οι ψυχές των ανθρώπων

–ροβολώντας στον Άδη– και να κλέβουν
λίγους ανθούς ή λίγα μούσμουλα.

Όμως η ποίηση που ιστορεί και αναψηλαφεί τον κόσμο ως διαδικασία κάθαρσης –ακόμα και όταν προσκρούει στην πραγματικότητα– απογειώνεται στο ακόλουθο ποίημα της Τζ. Μαστοράκη:

Να μη λύνονται ούτε να τελειώνουν ποτέ οι κρυφές
διηγήσεις, να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμένα
απ’ τη μνήμη, και το αίσθημα πάντα να κρατεί
τα ιστία, όπως πλόες που ήταν να γίνουν, και ενάντια
βουλή τους ματαίωσε, ή τα ιστία ανύπαρκτα
πιθανόν και τα σκάφη.

Το «βάρος» των άγραφων ποιημάτων –ένα κλασικό μοτίβο αυτοαναφορικότητας– που αντιστρατεύεται την όποια υστεροφημία των ποιητών, είναι κοινός τόπος. Το άγχος των ποιητών της συγκεκριμένης γενιάς να αφήσουν την ποιητική τους παρακαταθήκη και να «στίξουν» τον χρόνο είναι εμφανές:

[…] Αέρας είμαι
καπνός είμαι
ένας τρελός, τραγούδι μου, είμαι
διότι κάθομαι ώρες κάτω απ’ το φως
ονειροπολώντας τις άγραφες λέξεις σου
(Λ. Πούλιος),

σε σημείο να εκλιπαρούν με παιγνιώδη τρόπο τον Θεό ώστε τα ποιήματά τους να

μην ακούγονται τόσο μπόσικα και βαρετά
… ν’ ακούγονται σαν εξωποιητικά μα ενδιαφέροντα – (Μ. Σουλιώτης).

Ανάλογη είναι και η αγωνία τους για την έκβαση της αναμέτρησής τους με τους μεγάλους προγόνους:

Έφευγα στη σέλα γνωστών ποιητών. Καίγανε το
γαλόνι στα τριάντα μ’ αφήσανε στο δρόμο.
Μουσικές φράσεις ατέλειωτες, ρεφραίν, φρένα
νταλίκας
[…] (Μ. Γκανάς)

ή

Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου.
[…] Νιώθω σκολιαρόπαιδο που του ’λαχε στραβόξυλο
δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς

θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε το αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων.
[…]Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σαν παππούς και εγγονός που
βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ την τρέλα
μου γέρο∙ όποτε μου τη δώσει θα
σε σκοτώσω.
(Λ. Πούλιος)

Το θέμα όμως με το οποίο ασχολείται –καθ’ υπερβολή, θα λέγαμε– η πλειονότητα των εκπροσώπων της γενιάς του ’70, είναι η αδυναμία της ποίησης και εν γένει της γλώσσας να εκφράσει το υποκείμενό της, η ανεπάρκεια του ποιητικού λόγου να δημιουργήσει έναν παραμυθικό χωροχρόνο, κατευναστικό για τον ποιητή. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι τη δεκαετία του ’70, κατά κανόνα, η ποίηση αποδέχεται τον εαυτό της και περιφρουρεί τον λόγο της (Κ. Παπαγεωργίου, 1989). Τα πάντα απομυθοποιούνται, η ποίηση

Υποδυθήκαμε τα ποιήματα
Κι ήμασταν κατά βάθος σκόρπιοι στίχοι. (Γ. Πατίλης)

και η λυτρωτική της δύναμη

[…] Τυφλοπόντικες στίχοι σκάβουν λαγούμια.
Βγάζουν για λίγο το ρύγχος έξω.
Κοιτάνε.
Τρομάζουν και ξαναχώνονται στο χώμα.
(Γ. Κοντός)

Κατατίθεται το άφατο και ατελές της

Με τη σχεδία της φωνής μου
ήρθα στην απειρότητα […]
αιμορραγώντας πάνω στο άφατο
κι ουρλιάζοντας σαν ένα γαλάζιο φεγγάρι
μέσα σ’ ένα βαθύ ύπνο
. (Λ. Πούλιος)

Ξυπνάς βουβός.
Εκατό οργιές του βάθους η φωνή σου,
ποντισμένη όλη νύχτα
μούσκευε και πρηζόταν,
δεν την χωράει το λαρύγγι σου
. (Μ. Γκανάς)

και ο ποιητής αποκαθηλώνεται

Άδικα σπαταλήσαμε για χάρη σου τον ωκεανό.
Άδικα τον ήλιο που είδαν τα εκστατικά μάτια του Γουίτμαν.
Έχεις ξοδέψει τα χρόνια που σ’ έχουν ξοδέψει.
Κι ακόμα να γράψεις το ποίημα
. (Ν. Βαγενάς)

και

Και που δίνεις άριστα-μπράβο
στο ποίημα.

Ιπποκόμος θα μείνεις
εν μέρει…
Εκδορέας-σφαγεύς
ποιημάτων και στίχων
(Β. Στεριάδης).

Η διαδικασία της γραφής είναι επώδυνη,

Οι λέξεις και ο τέτανος
Ευτυχώς πέρασε κι αυτή
η μέρα και ζούμε.

[…] Λοιπόν, ευτυχώς –επιμένω–
δεν έπαθα τέτανο με τόσες
σκουριασμένες λέξεις που παιδεύομαι.
Και μου’ πε ο ψυχίατρος χτες βράδυ:
-Βρε Γιάννη, φόρα και καμιά φορά γάντια.

Μα γίνονται αυτές οι δουλειές
με γάντια
; (Γ. Κοντός)

σχεδόν αυτοκτονική

Θάνατος μισθωτού
Στη νεκροψία θα βρουν
Σφηνωμένη στο λαρύγγι του
Τη λέξη που κατάπιε
. (Χ. Μπράβος)

και ο ποιητής διαρκώς «πάσχων»

Ο ποιητής στο κλουβί. Κρώζω
Χτυπιέται στα κάγκελα
Το φτερό μου αναφλέγεται

Χτυπιέμαι στα κάγκελα
Η γλώσσα του σκίζεται
Το κρανίο του ανοίγει
[…] (Π. Παμπούδη).

Η περιγραφή της διαδικασίας της γραφής ως κόλασης δημιουργεί ένα οξύμωρο που φυσικά έχει επισημανθεί από την κριτική (Δ. Μαρωνίτης, 1987). Αντί οι πάσχοντες, «καιόμενοι», ποιητές να σιγήσουν ώστε να λυτρωθούν από την οδυνηρή εμπειρία της γραφής, οδηγούνται σε μια φλύαρη κατάθεση του ατελέσφορου της ποίησης που αγγίζει τα όρια της μανιέρας. Το γεγονός αυτό δεν πηγάζει μόνο από αυτάρεσκη πόζα και αρχόμενο ποιητικό ναρκισσισμό, αλλά και από την υπαρξιακή ανάγκη τους να επικοινωνήσουν και να μιλήσουν για τη μοίρα τους, να «φωτογραφηθούν», να δουν τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο που οι ίδιοι κατασκεύασαν: ένα είδος ποιητικής selfie, βαθιάς και ενίοτε τραγικής.

Στο πλαίσιο της αυτοαναφορικότητας της γενιάς του ’70, μπορεί να ενταχθεί και μια μορφή διακειμενικότητας, πολύ διαφορετικής από το σύνηθες πλέγμα επιδράσεων και γραμματολογικών επιρροών που εντοπίζονται στο ποιητικό corpus. Πρόκειται για μια διακειμενικότητα που δεν συνίσταται μόνο σε έναν υποδόριο διάλογο με παλαιότερα και σύγχρονα κείμενα ή μια έμμεση συνομιλία με τους προγόνους, αλλά είναι άμεση και ονομαστική. Συχνά οι ποιητές της συγκεκριμένης γενιάς «ονοματίζουν» ομότεχνους και γενικότερα καλλιτέχνες, δημιουργώντας ένα διευρυμένο πραγματολογικό πλαίσιο. Το δίκτυο αναφορών τους στους λογοτέχνες είναι μεγάλο, υπέργειο και ορατό (με ρητές αναφορές), αλλά και υπόγειο (με λανθάνουσες υπομνήσεις).

Έτσι, μέσα από τα ποιήματά τους παρελαύνουν ονόματα Ελλήνων ποιητών με προεξάρχοντες τους Καβάφη, Σολωμό, Κάλβο, Καρυωτάκη αλλά και Παλαμά, Σεφέρη, Σαχτούρη, Σινόπουλο κ.ά., ξένοι λογοτέχνες όπως ο Ντίκενς, ο Βερν, ο Ρεμπώ, ο Μπόρχες, ο Πόε, ο Μαγιακόφσκι, ο Καλβίνο, ο Στίβενς, ο Κάμινγκς, ο Πρεβέρ, ο Μπρεχτ κ.ά., καθώς και ονόματα καλλιτεχνών από τις εικαστικές τέχνες (Μποτιτσέλι, Μαγκρίτ, Ρέμπραντ, Βαν Γκογκ…), τη μουσική (Μότσαρτ, Μπαχ, Μάλερ, Ντύλαν, Μπητλς…) και τον κινηματογράφο (Ταρκόφσκι, Μπέργκμαν, Τζέημς Ντην, Μάρλον Μπράντο, Ρίτα Χέηγουορθ κ.ά.).

Το γεγονός αυτό σχετίζεται με την πολυφωνική διακειμενικότητα της γενιάς του ’70. Σύμφωνα με τον Ζήρα, η εν λόγω γενιά «έχει ίσως την πιο έντονη και εκτεταμένη τάση απορρόφησης άλλων έργων» (Αλεξίου, 2001). Με αυτόν τον τρόπο δεν προσπαθούν απλώς να ανασυστήσουν το ποιητικό και εν γένει καλλιτεχνικό σύμπαν της εποχής, αλλά και να δομήσουν μια λόγια περσόνα –ακόμα και αν διατείνονται περί του αντιθέτου. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, και το γεγονός, που έχει διαπιστωθεί πολλάκις, ότι οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’70, έχοντας τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους του περιοδικού λογοτεχνικού τύπου, δημιουργούν ένα στέρεο πλαίσιο δημόσιων σχέσεων, πλαίσιο αλληλοπροβολής και αυτοπροβολής που εξυπηρετείται από τις ονομαστικές αναφορές συγχρόνων. Παράλληλα με αυτά, δεν πρέπει να παραληφθεί το γεγονός ότι οι ποιητές της εν λόγω γενιάς, με όλες τις αφιερώσεις και τις ονομαστικές αναφορές[2]Το έργο των ποιητών της γενιάς του ’70 βρίθει αφιερώσεων σε ομότεχνους, παλαιότερους και συνομηλίκους. Μια από τις εξαιρέσεις από αυτή τη συνθήκη αποτελεί η σημαντική ποιήτρια της γενιάς Τζένη Μαστοράκη, που στα τέσσερα εκδοθέντα βιβλία της, υπάρχει μόνο μια αφιέρωση, «στον Α.Α», στα Διόδια. Ίσως το γεγονός αυτό συνάδει και με την πρόωρη απόσυρση της ποιήτριας από το ποιητικό προσκήνιο, την ποιητική σιωπή της, που μας παραπέμπει στη σιωπή του Μ. Αναγνωστάκη, του «τιμιότερου ποιητή της … Συνέχεια..., θέλουν να αποτίσουν φόρο τιμής προς τους προκατόχους τους αλλά και τους ομολόγους της γενιάς τους. Όλους αυτούς που τους εξέθρεψαν λογοτεχνικά, εικαστικά, κινηματογραφικά και μουσικά και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της ποιητικής τους ιδιοπροσωπίας.

Υποσημειώσεις[+]

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή