© Alуxander Ranchukov

Τιτίκα Δημητρούλια

Η γενιά του ’70 στον καιρό της και στον δικό μας

Η γενιά του ’70 είναι μια γενιά ανομοιογενής, όπως άλλωστε και όλες οι ποιητικές γενιές, ακόμη κι αυτές με την πιο μεγάλη συσπείρωση σε επίπεδο αυτοπροσδιορισμού και προβολής. Διότι η έννοια της γενιάς και η γενεαλογική προσέγγιση είναι ένα επιστημονικό εργαλείο που ομαδοποιεί ιδιαιτερότητες για μεθοδολογικούς λόγους –κι αυτό όχι μόνο στη φιλολογία, την ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών, αλλά και στην ιστορία και στην κοινωνιολογία. Οργανώνει τον χρόνο σε «φέτες» μιας περίπου τριακονταετίας, με την παρέλευση της οποίας στο προσκήνιο έρχονται νέοι άνθρωποι, ποιητές εν προκειμένω, και νέα (αισθητικά) προτάγματα. Από την άλλη, το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού των ποιητικών ομάδων, κάποτε με μανιφέστα και σαφείς τοποθετήσεις στο ποιητικό πεδίο, όπου ως τοποθετήσεις νοούνται τα ίδια τα κείμενά τους, ποιητικά και άλλα, συμβάλλει στην ομοιογενή αντίληψή τους ως γενιάς.

Οι ποιητές και οι ποιήτριες που εμφανίστηκαν σε διάστημα περίπου μιας δεκαετίας, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ως τις αρχές της μεταπολίτευσης, λίγο πριν και λίγο μετά το 1970 δηλαδή, χαρακτηρίστηκαν ως «γενιά», η τελευταία μάλιστα της ελληνικής ποίησης, η οποία όμως στην πορεία της διαρθρώθηκε και λειτούργησε με διαφορετικούς όρους, τους οποίους έχω προσπαθήσει σε παλαιότερα κείμενά μου να εξηγήσω με την έννοια του «ριζώματος»: «Η συγκρότηση της γενιάς του ’70 παρουσιάζει το θεμελιακό χαρακτηριστικό του ριζώματος, το οποίο αντιπαρατίθεται στη ʺδομήˮ και συνδέει το κάθε στοιχείο με οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, χωρίς αυτά να είναι ιδίας φύσεως. Η γενιά του ’70 υπήρξε εξαρχής ενιαία και πολλαπλή με έναν ιδιαίτερο τρόπο που διατηρεί τη συνοχή, την ώρα που συστηματικά την αποδομεί, και αυτό το κατάφερε μέσω των πολλαπλών και πολύτροπων διασυνδέσεων μεταξύ των στοιχείων της, που μπορούν να θεωρηθούν ποικιλόμορφα σημεία. Δεν έχει κέντρο ούτε ενότητα με τη συμβατική σημασία του όρου. Η οργάνωσή της χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και ανοιχτότητα, από ρευστά όρια, και επιτρέπει λόγου χάρη σε επίπεδο επίδρασης την αναδραστική επιρροή της γενιάς του ’70 στους ομηλίκους και συγχρόνους της ποιητές της β΄ μεταπολεμικής γενιάς, αλλά και την ενσωμάτωση της αμέσως επόμενης, αν συμφωνήσει κανείς με τη γενεαλόγηση του Ζήρα. Καθώς όμως η δυναμική της γενιάς δεν αλλάζει με τις προσθαφαιρέσεις, ενισχύεται η άποψη ότι πρόκειται για μια γενιά που αντλεί τη δύναμή της από την ασυστημική οργάνωσή της, στην οποία το κάθε σημείο αναδεικνύεται στη διαδρομή και την εξέλιξή του, συνάπτεται και φωτίζει το μέρος και το όλον. Μια ασυστημικότητα η οποία είναι πολύ πιο ιδιάζουσα από την αρχική πολιτικοκοινωνική αντισυστημικότητα που της αποδόθηκε και προαναγγέλλει πολύ νωρίς συστημικές/ασυστημικές εξελίξεις στο ποιητικό πεδίο. Εκφράζεται μέσα από διαστρωματώσεις υποκειμενικοτήτων που συναντιούνται και συμπορεύονται για να ξαναχωριστούν και πάλι, σε μια ροή που υπερβαίνει τον βιολογικό χρόνο των ποιητών της γενιάς, αφού ενέχει όλους όσους τους επηρέασαν και όλους όσους θα επηρεάσουν στο μέλλον.»

Η Νατάσα Χατζιδάκι, μια από τις πολλές ιδιαίτερες φωνές της γενιάς, αναγνωρίσιμες από τις απαρχές της ακόμη, η οποία αντιλαμβανόταν την ελευθερία καθολικά, πολιτικά, έμφυλα και σωματικά, συνομιλώντας με τις νέες αβάν-γκαρντ της εποχής, έγραφε για το πρόσωπο της γενιάς του ’70 το 2006 στον Μανδραγόρα: «η Γενιά του ʼ70 τα ‘είπε’ όλα: χτυπήθηκε, πειραματίστηκε, ξανά χτυπήθηκε από τρίτους και από τα ίδια της τα μέλη, αυτομαστιγώθηκε, ανέβηκε σε κορυφές, κυλίστηκε σε βάραθρα, αυτοκαταστράφηκε και ‘αυτοανελήφθη’. Και ούτω καθεξής. Η ‘πορεία’ δεν έχει τελειώσει. Το ‘πρόσωπο’ δεν έχει σχηματιστεί. Είναι ρευστό, αποκλίνον, ανασχηματίζεται και ανασυγκροτείται κάθε στιγμή». Οι οπτικές μας συναντιούνται σ’ αυτήν τη ρευστότητα που επέτρεψε στη γενιά του ’70 να ενσωματώσει με κάποιο τρόπο τη διάλυση των γενεών –η οποία είχε ήδη συντελεστεί σε πολλά ευρωπαϊκά ποιητικά πεδία μεταπολεμικά και βρισκόταν, με καθυστέρηση λόγω των ιστορικοκοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών, προ των πυλών και στην Ελλάδα πλέον– στο σχήμα μιας γενιάς.

Δεν θα αναφερθώ στο κοινό υπόβαθρο των ποιητών σε επίπεδο γεγονότος, στην ιστορική συνθήκη δηλαδή της γέννησης και της εμφάνισής τους. Είναι δεδομένο, και όχι μόνο για τη φιλολογία ούτε για την ελληνική συνθήκη και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ότι το γεγονός προσδίδει σε μια ομάδα ποιητών και ποιητριών που είναι σύγχρονοι, συγκαιρινοί, μια –σχετικά– κοινή αντίληψη. Διαθέτουν μια πολιτισμική μνήμη που είναι του καιρού τους και που στην περίπτωσή τους είναι, όσον αφορά τα κατεξοχήν γεγονότα της Κατοχής και του εμφυλίου, μεταμνήμη. Με άλλα λόγια, τα βιώνουν μέσα από τις συνέπειές τους αλλά και μέσα από διηγήσεις, ενώ το προσωπικό τους βίωμα αφορά τη μετεμφυλιακή περίοδο και τη δικτατορία και ο κατεξοχήν χρόνος της δημιουργίας τους είναι η μεταπολίτευση, με την αρχική ανάταση και τα πολλαπλά αδιέξοδά της.

Σε σχέση με το Zeitgeist αυτού του χρόνου, της χούντας και της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, πάντως, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι μαρτυρίες για την εποχή, τα βιβλιοπωλεία, τα διαβάσματα, τα ακούσματα, τις πολλαπλές σημασιοδοτήσεις της έννοιας της ελευθερίας και τις σχετικές διεκδικήσεις τους, τις σχέσεις των ποιητών και των ποιητριών με καλλιτέχνες από άλλους χώρους, τις εφήμερες και πιο διαρκείς συσσωματώσεις, τα δίκτυα, τις δίκες ακόμη… Η πρόσληψη, η εσωτερίκευση και η ποιητική μετουσίωση των γεγονότων προφανώς δεν ήταν η ίδια για τους ποιητές και τις ποιήτριες της γενιάς. Στην πορεία, σημασιοδότησαν διαφορετικά το αίτημα για ελευθερία και για νόημα και τα αιτήματα αυτά συνδέθηκαν διαφορετικά με την προσωπική τους δημιουργία και μάλιστα στις διάφορες εποχές της.

Οι ποιητές και οι ποιήτριες της γενιάς εμφανίστηκαν σε ένα ποιητικό πεδίο με συγκεκριμένη διάρθρωση, όπου η γενιά του ’30 έδινε ακόμη ισχυρή το παρών, η α΄ μεταπολεμική γενιά κυριαρχούσε και η β΄ μεταπολεμική γενιά ωρίμαζε. Η υποδοχή τους ως μελών μιας νέας «ποιητικής γενιάς» αποτελούσε, τρόπον τινά, το διαβατήριο για την είσοδό τους στον χώρο. Χωρίς μανιφέστα και άλλες κινηματικές στρατηγικές συσσωμάτωσης. Στη συνέχεια, θα υπάρξουν παρέες, γύρω από θεσμούς, εκδοτικά, περιοδικά, ανταγωνισμοί σε επίπεδο αισθητικής αλλά και συμβολικής καταξίωσης, προσωπικές διαδρομές, μια χαλαρή σύνδεση μεταξύ των επίσης χαλαρά συγκροτημένων επιμέρους ομάδων της. Η συντροφικότητα θα επανέλθει στο κλείσιμο του κύκλου, ενός κύκλου που διαγράφεται ανάμεσα στην ετερογένεια και στη συνοχή, την ενότητα και την πολλαπλότητα.

Σε σχέση με το αισθητικό πρόταγμα της γενιάς, έχω επισημάνει στο παρελθόν το συνδετικό νήμα που, κατά τη γνώμη μου, συνέχει την ποιητική της γενιάς του ’70, τον «αρνητικό μοντερνισμό» της, που δεν νοείται ως άρνηση του μοντερνισμού, αλλά ως αμφισβήτηση των όρων του κατά το παρελθόν, έναν μοντερνισμό που συγκροτήθηκε ποικιλόμορφα στην εποχή της ελληνικής μετάβασης στην παγκοσμιοποίηση και στον μεταμοντερνισμό. Ο αρνητικός αυτός μοντερνισμός σχετίζεται με την ανησυχία για τον κατακερματισμό του νοήματος στη νέα εποχή, μια ανησυχία διαφορετική από τη θλίψη και την αγωνία των προηγούμενων ποιητικών γενεών. Η ποιητική γλώσσα επιδιώκει τη σύνδεση με τα πράγματα, με τον κόσμο, που διαφεύγει, εκτός της αφαίρεσης, με επανεπινοημένες τεχνικές που δοκιμάζουν ενίοτε τα όρια της αναπαράστασης.

Άλλοι μελετητές θα εντοπίσουν άλλα συνεκτικά στοιχεία. Κάποιοι άλλοι μπορεί και κανένα απολύτως. Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό είναι να εξεταστεί το έργο των ποιητών και των ποιητριών συγκεκριμένα και διεξοδικά, καθώς από τη μελέτη της ιδιοπροσωπίας τους και των τοποθετήσεών τους στο ποιητικό πεδίο θα προκύψουν τα πιο ασφαλή συμπεράσματα για το πρόσωπο της γενιάς. Από την άλλη, οι αναγνώστες της ποίησης ουδόλως ενδιαφέρονται για τα δικά μας σχήματα. Αν τους διαβάζουν και συνεχίσουν να τους διαβάζουν, θα το κάνουν επειδή θα τους λένε κάτι για τον εαυτό τους και τον κόσμο. Ο καθένας στον καθένα χωριστά. Για μένα είναι βέβαιο ότι όλοι και όλες υπήρξαν σύγχρονοι με την έννοια που δίνει στον όρο ο Giorgio Agamben, αντιλήφθηκαν δηλαδή τα σκοτάδια της εποχής τους ως κάτι που τους αφορούσε και συνεχίζει να τους αφορά και να τους κεντρίζει διαρκώς. Σκοτάδια που είχαν να κάνουν με την κοινωνία και την εποχή της οποίας ήταν τα τέκνα –όπως ήταν ο Μυσσέ τέκνο του αιώνα παλιότερα–, αλλά και με την ίδια την ποίηση. Τα σκοτάδια τα αντιπάλεψε αυτά ο καθένας και η καθεμία με τον (ποιητικό) τρόπο του. Αλλά την ποίηση την υπερασπίστηκαν ως γενιά σε μια εποχή δύσκολη για την ποίηση, όπως μαρτυρά άλλωστε η ίδια η εξέλιξη του ποιητικού πεδίου ως τις αρχές της νέας χιλιετίας. Αυτό θα μπορούσε να είναι ήδη μια καλή αρχή για την αποτίμηση της γενιάς. Για τον καθένα ποιητή και την καθεμία ποιήτρια οι όροι δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετικοί.

«...είμαι η επίθεση της ελευθερίας στις σκληρές καρδιές
και το ποίημα που δύσκολα ακούγεται.…»
Τζακ Χίρσμαν
(Φρέαρ τεύχος 4 - Φθινόπωρο 2021)
Κύλιση στην κορυφή